Δημήτρης Χ. Σάββας

Πέρασαν από τότε εκατό χρόνια, όταν στη χώρα μας, στον τόπο μας, στο νησί μας, έφτασαν εκείνοι οι κατατρεγμένοι και δυστυχισμένοι συνάνθρωποί μας. Βρισκόμαστε στο μήνα Οκτώβριο και ο ουρανός του Μεγάλου Κάστρου είναι σκεπασμένος με γκρίζα σύννεφα. Τα πάντα τα αγκαλιάζει η δυστυχία, ο πόνος, η απόγνωση. Δύσκολα κανείς βρίσκει μία χαραμάδα ελπίδας μήπως και κρατήσει μακριά την διαφαινόμενη οδύνη.

Λένε ότι μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις. Τέτοιες εικόνες από την πόλη μας μας μεταφέρει ο αείμνηστος συγγραφέας και δημοσιογράφος Γιάννης Μουρέλλος, γνωστός σαν Ιωάννης Πύργος, εκδότης της Νέας Εφημερίδας. Αρκετοί άνθρωποι πασχίζουν για να αγοράσουν ένα ψωμί, ποδοπατούνται, με περιχυμένη τη θλίψη στα πρόσωπά τους, εκφράζοντας ανάριθμα “γιατί”.

Ένα ξυπόλητο παιδάκι σφίγγεται στο μισοξεσκισμένο του σακάκι τουρτουρίζοντας, το πρόσωπό του είναι κιτρινόμπλαβο από το κρύο με δακρυσμένα τα ματάκια του. Δεν φτάνουν όμως όλα αυτά, αφού αναζητά τις γαλότσες του που έχει χάσει. Ξεσπά μια αδιάκοπη μπόρα που αναγκάζει έναν χωροφύλακα, σταματημένο κάτω από ένα μπαλκόνι να περιμένει ώσπου να περάσει η βροχή. Και οι εικόνες δεν έχουν τελειωμό. Ένας ταλαιπωρημένος γεροντάκος πουλάει κάστανα… και ας βρέχει.

… και ας τρέμει από το κρύο… και ας άφησε τη ζεστή παραστιά στην αγαπημένη του πατρίδα ή μάλλον στον προδωμένο του τόπο. Μια μητέρα αναζητεί γιατρό μήπως και συνειφέρει από τους συνεχείς σπασμούς το μικρό παιδάκι της. Κλαίει με ξεφωνητά η άμοιρη, ζητώντας βοήθεια. Τέλος ο πλανόδιος λουκουματζής, είναι τραβηγμένος σε μια γωνιά.

Φαίνεται ότι η ραγδαία βροχή του χάλασε τα σχέδιά του, το πρόχειρο μαγαζάκι του, στερώντας το λίγο του ψωμάκι που έβγαζε καθημερινά για τα παιδιά του. Φυσικά οι καθημερινές εικόνες τέτοιες μέρες, εκείνη την περίοδο, δεν έχουν τελειωμό για εκείνους τους πολύπαθους και κατατρεγμένους συνανθρώπους μας.

Με πολλές στερήσεις έζησαν μέσα στις παράγκες και στους τενεκεδομαχαλάδες. Σε χώρους υγρούς και ανήλιαγους κατά τον ποιητή. Όμως έφεραν μαζί τους την ελπίδα, δεν λύγισαν αφού κουβαλούσαν στοιχεία πολιτισμού και αρχοντιάς από τις προγονικές τους εστίες. Στοιχεία που τα μετέφεραν στους ντόπιους αφού ενσωματώθηκαν μαζί τους.

Αρκετοί απ’ αυτούς εγκαταστάθηκαν στο προάστειο των Πατελών. Μια περιοχή με αμπέλια και λιόφυτα όπου είχαν τα μετόχια τους δύο οικογένειες του Ηρακλείου, από τις πιο ονομαστές, αυτές του Ξανθουδίδη και του Αλεξίου.

Η περιοχή των Πατελών ξεκινούσε από τη σηεμρινή λεωφόρο Δημοκρατίας όπως ερχόμαστε από το κέντρο της πόλης στρίβοντας αριστερά μετά του Κριτσά ή μετά του Αιμίλιου, όπως έλεγαν οι παλιότεροι, από το ύψος που βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Άννας και έφτανε η έκταση της περιοχής μέχρι την εκκλησία του Άι Γιώργη στον Πόρο περίπου. Ερχόμενοι οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν απέναντι από το μετόχι του Αλεξίου στα αμπέλια της Φούμαινας, η οποία ήταν κόρη του Εμμανουήλ Αλεξίου του Μιχαήλ.

Ο συνοικισμός είχε πράσινο, δέντρα, λουλούδια, μουρνιές και πολλά πεύκα. Πολλοί που είχαν αναπνευστικά προβλήματα προτιμούσαν αυτή την περιοχή. Ένας πραγματικός παράδεισος. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ‘50, εκτός από τα προσφυγικά σπίτια και τις παράγκες, λίγα ήταν τα άλλα σπίτια. Τα παιδιά είχαν τεράστιους χώρους για παιχνίδι όπως τα οικόπεδα του Πασχαλίδη, του Λυδάκη, του Ακράτου και του Ξανθουδίδη και μπροστά από τα σπίτια του παπά Γιώργη Μπελαδάκη και του Χρονάκη.

Ο παπά Γιώργης συνέδεσε το όνομά του με τον ιερό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα των Πατελών, όταν χειροτονήθηκε ως πρώτος ιερέας της στις 15-8-1953. Ένας ναός που για πέντε χρόνια στεγαζόταν σε παράγκα. Ο παπα Γιώργης υπήρξε επίσης και δάσκαλος στο 23ο Δημοτικό σχολείο Πατελών. Πατέλες! Μια περιοχή με πολλές μνήμες… Οι παλαιότεροι ίσως θυμούνται τη σπηλιά του Κοσμαδάκη στην οποία έμειναν μέχρι τη δεκαετία του πενήντα, αρχές του εξήντα δύο οικογένειες του Μίγκλη ή Σπηλιώτη και του Πακιουφάκη.

Χαρακτηριστική επίσης σε ομορφιά με τη μεγάλη κρεβατίνα και τα λουλούδια ήταν η μονοκατοικία Ακράτου. Το σπίτι αυτό αργότερα το αγόρασε ο δημοτικός υπάλληλος Χρήστος Βουλγαράκης, ο οποίος για χρόνια εργάστηκε στη Βικελαία Βιβλιοθήκη μετά τον έφορο Στέργιο Σπανάκη. Συνεργάστηκε μαζί με τον αείμνηστο Νικόλαο Σταυρινίδη. Δίπλα από το σπίτι του Βουλγαράκη υπήρχαν τα οικόπεδα των οικογενειών Ψαρράκη και Φουκαράκη και το 1987 έγινε απαλλοτρίωση των οικοπέδων αυτών από το Δήμο Ηρακλείου προκειμένου να ανεγερθεί το Αθλητικό Κέντρο Πατελών.

Οκτώβρης του 1937. Μια νεροποντή νεκρώνει στην κυριολεξία την πόλη του Ηρακλείου, η οποία ζει στιγμές φρίκης και απόγνωσης. Πολλοί πλημμυροπαθείς εγκαταστάθηκαν στις Πατέλλς, αφού δημιουργούνται γι αυτό τον σκοπό παράγκες. Ολα τα μικρά φτωχόσπιτα της Χρυσοπηγής ξεριζώθηκαν.

Σύμφωνα με στοιχεία του υποθηκοφυλακείου Ηρακλείου, ο συνοικισμός Πατέλες υφίσταται από τις αρχές του 20ου αιώνα, το 1902. Κατά τη δεκαετία του πενήντα ονομάστηκε Καραολή – Δημητρίου προς τιμήν των Κυπρίων πατριωτών που απαγχόνισαν οι Άγγλοι στην Κύπρο. Πολλές θύμησες μας κατακλύζουν από τη ζωή των Πατελών, όπως: οι Μικρασιάτες που εγκαταστάθηκαν ήταν ευσεβείς και ευλαβικοί και έφτιαξαν με πισσόχαρτα την εκκλησία της Μεταμόρφωσης με την εικόνα που κρατούσαν με τον ερχομό τους.

Λέγεται μάλιστα ότι την έφερε η Αμαλία Παναγιώταρου και για να μην γίνει αντιληπτή από τους Τούρκους την πέρασε σαν κούνια των παιδιών. Στις Πατέλες συναντούσες πολλούς φετσολαδάδες, αγοράζοντας φετσόλαδα καθημερινά συναντούσε κανείς τον παγοπώλη Βαγγέλη Παπαγγελή πουλώντας τον πάγο, αλλά  και το κάρρο του Δήμου να μαζεύει τα σκουπίδια με το χαρακτηριστικό ήχο που έβγαζε το καμπανάκι.

Ιδιαίτερη κίνηση όμως παρουσίαζε και το προαναφερόμενο προάστιο με το μπακάλικο του Σπύρου απέναντι από το περίπτερο του Κόκκου, λίγο πιο κάτω το μπακάλικο του Κώστα Παναγιώταρου ή Αλευρά) τον έλεγαν έτσι γιατί πουλούσε πολύ αλεύρι), το μπακαλικάκι του Πρόδρομου, τα κρεοπωλεία των Κρεμασμένου, Μπινίχη, Μακρυδάκη, Κατσάφαρου, ο φούρνος του Κατσέλη και ο ξακουστός για τα ωραία ψητά του φούρνος του Γκανιώλου, όπου οι νοικοκυρές περίμεναν στη σειρά για να πάρουν το ταψί της η καθεμία.

Πατέλες! Ένα από τα προάστια της πόλης μας, μια περιοχή συνεδεμένη με ανάριθμες μνήμες και συγκινήσεις αλλοτινές. Μία περιοχή που φιλοξενούσε επώνυμους ηρακλειώτες αλλά παράλληλα δέχτηκε στην φιλόξενη αγκαλιά της ανθρώπους πονεμένους και κατατρεγμένους, έτσι όπως τους όρισε η ίδια η μοίρα. Ανθρώπους που αγωνίστηκαν και επιβίωσαν, έκαναν οικογένειες, εργάστηκαν με αξιοπρέπεια και σεβασμό, ξεπερνώντας τους υφάλους της ζωής!

Πολλοί συμπολίτες μας κατέληγαν στις Πατέλες απέναντι από την Γερωνυμάκη, ως επίλογο του γλεντιού για να απολαύσουν τον μοναδικό πατσά ή το ντεκότο τους, αλλά και τις άλλες ανεπανάληπτες γεύσεις του Χιώτη και του Τζιράκη.

Εκατό χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή, μιας καταστροφής όχι της μεγαλύτερης του αιώνα, αλλά της μεγαλύτερης των αιώνων, όπως μας έλεγε και η Πρέσβειρα του Μικρασιατικού Ελληνισμού, η γιαγιά Φιλιώ Χαϊδεμένου!