Η κινεζική εφημερίδα Global Times κάλεσε το Βρετανικό Μουσείο την Κυριακή 27 Αυγούστου να επιστρέψει χιλιάδες κινεζικά κειμήλια λόγω ανησυχιών ότι το μουσείο του Λονδίνου δεν μπορεί πλέον να εγγυηθεί την ασφάλειά τους, μετά το σκάνδαλο που έχει ξεσπάσει με την κλοπή εκθεμάτων. Η έκκληση προς το Βρετανικό Μουσείο να επιστρέψει κινεζικά εκθέματα πυροδότησε μεγάλη συζήτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Το θέμα μάλιστα ήταν πρώτο trend στο κινεζικό δίκτυο Weibo. Η κινεζική κυβέρνηση ωστόσο, ακόμα δεν έχει σχολιάσει το θέμα. Το BBC από πλευράς του απευθύνθηκε στο Βρετανικό Μουσείο για σχολιασμό, αλλά δεν έχει λάβει ακόμη απάντηση.
Υπενθυμίζεται ότι το μουσείο βρίσκεται υπό πίεση μετά την είδηση πως περίπου 2.000 αντικείμενα αναφέρθηκαν ως «χαμένα, κλεμμένα ή κατεστραμμένα» πριν από δύο εβδομάδες.
Αδιανόητα χαμηλό το επίπεδο ασφάλειας
Μεγάλα κενά στην επίβλεψη των επισκεπτών και των υπαλλήλων στις αποθήκες και τα θησαυροφυλάκια του Βρετανικού Μουσείου αποκαλύπτουν πηγές της Independent.
Η περιγραφή πρώην επιμελητή για το σύστημα – μη – φύλαξης στο Βρετανικό Μουσείο είναι αποκαλυπτική:
«Ειδικοί και ερευνητές μπορούν να πάνε σε οποιαδήποτε αποθήκη την ίδια εβδομάδα ή ακόμα και την ίδια μέρα χωρίς επίβλεψη της καταλογογράφησης, αφήνοντας αντικείμενα ανεκτίμητης αξίας σε κίνδυνο».
Επίσης, πρώην μέλος του προσωπικού περιέγραψε την εσωτερική διαδικασία στο διάσημο Μουσείο.
Συγκεκριμένα, ανέφερε: «Η καταλογογράφηση ήταν απίστευτα ανώμαλη. Κάθε αντικείμενο έχει έναν αριθμό και μια καθορισμένη θέση στο κατάστημα, αλλά πιθανότατα στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό είναι το μόνο που έχουν… Τα καταστήματα είναι σε συναγερμό αλλά δεν παρακολουθούνται διαφορετικά».
Ενώ πρόσθεσε: «Θα καλούσα την ασφάλεια, θα τους έλεγα σε ποιο δωμάτιο έμπαινα, θα έπαιρνα το κλειδί και αυτό ήταν το μόνο που έπρεπε να κάνω για να έχω πρόσβαση σε μια τεράστια γκάμα αντικειμένων.
Πολλές από τις συλλογές αποθηκεύονται στις ίδιες αίθουσες μαζί με άλλες, οπότε ακόμα και ένα άτομο αμφιβόλου εμπιστοσύνης θα είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει ότι δεκάδες άλλοι επιμελητές, συντηρητές, ειδικοί και ερευνητές θα βρίσκονταν σε αυτό το δωμάτιο την ίδια εβδομάδα ή ακόμα και την ίδια μέρα».
Ο πρώην επιμελητής είπε πώς δεν του ζητήθηκε ποτέ να ενημερώσει κανέναν με ποια αντικείμενα εργαζόταν οποιαδήποτε μέρα.
«Οι ειδικοί έβαζαν ετικέτες στα συρτάρια όταν αφαιρούσαν αντικείμενα, αλλά δεν υπήρχε καμία επίβλεψη σε αυτό», είπε.
Άλλη πηγή της Independent, δήλωσε ότι ένας συνάδελφος του εξέφρασε ανησυχίες στο μουσείο πολλές φορές, ήδη από το 2020, αφού εντόπισε ορισμένα αντικείμενα προς πώληση στο eBay.
Ένα άλλο θέμα που ανοίγει το δημοσίευμα είναι η μισθοδοσία.
Εάν μείνουμε στα τελευταία χρόνια, όπως αναφέρουν οι διάφορες πηγές που γνωρίζουν τι γινόταν, η κλοπή άρχισε τη χρονιά με την πανδημία του Covid-19.
Οι πληρωμές στον τομέα, και ιδιαίτερα στο μουσείο, είναι τόσο φτωχές που πολλοί επιστήμονες με παγκόσμια φήμη, οι οποίοι εργάζονται στο Μουσείο, τα βγάζουν δύσκολα πέρα οικονομικά ισχυρίστηκε πρώην επιμελήτρια στον Independent, προσθέτοντας: «Και όταν είσαι τόσο απελπισμένος οικονομικά, τα πράγματα μπορεί να πάνε στραβά».
Tι λένε οι Έλληνες αρχαιολόγοι
«Το Βρετανικό Μουσείο χάνει για μία ακόμη φορά τα ερείσματά του στην ηθική», αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ) με αφορμή την κλοπή και πώληση περίπου 2.000 αντικειμένων από τις αποθήκες του, «μια πρωτοφανής υπόθεση στην ιστορία των Μουσείων διεθνώς», όπως τονίζει.
«Η υπόθεση των κλαπεισών αρχαιοτήτων του Βρετανικού Μουσείου εγείρει και πάλι ηθικά ζητήματα για το ίδιο το Μουσείο, τον τρόπο συγκρότησης των Συλλογών του και τη διαχρονική διαχείρισή τους από την εκάστοτε Διοίκηση.
Μάλιστα, η τελευταία βαρύνεται όχι μόνον από το ίδιο το γεγονός, που καθιστά ένα μητροπολιτικό μουσείο χώρο συνδεόμενο με το δίκτυο της παράνομης διακίνησης αρχαιοτήτων, αλλά και από την καθυστέρηση στην αποκάλυψη της υπόθεσης, με τις παραιτήσεις στελεχών του να εγείρουν ερωτήματα για προσπάθεια συγκάλυψης», υποστηρίζει μεταξύ άλλων ο ΣΕΑ.
Παράλληλα τονίζει ότι «η Ελλάδα και άλλες χώρες, από τις οποίες το Βρετανικό Μουσείο έχει υφαρπάξει πολιτιστικούς θησαυρούς, πρέπει να ενισχύσουν τον αγώνα τους στην ανάκτηση αυτών των λεηλατημένων αρχαιοτήτων» και πως «με βάση το διαχρονικό φαινόμενο της πώλησης αρχαιοτήτων από τις Συλλογές του Βρετανικού Μουσείου, ασφαλώς τίθεται σε τελείως διαφορετική βάση το δίκαιο αίτημα της χώρας μας για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα και την επανένωσή τους με τον γενέθλιο μνημείο τους, τον Παρθενώνα».
«Τόσο οι Έλληνες αρχαιολόγοι όσο και η κοινή γνώμη στη χώρα μας, αναμένουμε τις πρωτοβουλίες της ελληνικής κυβέρνησης και του Υπουργείου Πολιτισμού στην κατεύθυνση αυτή», καταλήγει η ανακοίνωση του ΣΕΑ.