Όλα δείχνουν ότι το φθινόπωρο του 2018 συμπίπτει με το πολιτικό φθινόπωρο της Άνγκελα Μέρκελ. Η δήλωσή αρχικά ότι δεν θα διεκδικήσει την ηγεσία του κόμματος στο επερχόμενο συνέδριό του και στη συνέχεια ότι δεν θα διεκδικήσει επανεκλογή στη θέση της καγκελαρίου το 2021 ούτε σε κάποιο άλλο πολιτικό αξίωμα, σηματοδοτεί τη δύση μιας πολιτικής καριέρας που άφησε ανεξίτηλα ίχνη στην πολιτική ζωή όχι μόνο της Γερμανίας αλλά και της Ευρώπης.
Γέννημα-θρέμμα της Ανατολικής Γερμανίας και των τρόπων αναπαραγωγής της επιστημονικής της ελίτ, πριν πάρει το δρόμο της πολιτικής δράσης στην CDU, η Μέρκελ κυριάρχησε στο κόμμα της το 2000 αν και θα χρειαστεί να περιμένει μέχρι το 2005 για να μπορέσει να διεκδικήσει και να πετύχει την καγκελαρία.
Έκτοτε θα παραμείνει σε αυτή τη θέση μέχρι σήμερα. Μπορεί να μην πέτυχε ποτέ τη δημοφιλία άλλων πολιτικών στη Γερμανία, όμως ταυτίστηκε όσο κανείς άλλος με τη γερμανική πολιτική τα τελευταία χρόνια.
Η Μέρκελ δεν ήταν ποτέ πολιτικός των μεγάλων οραμάτων ή των μεγάλων τομών. Δεν συνδέθηκε τόσο με κάποια μεγάλη μεταρρύθμιση, όσο με τη διαχείριση του υπάρχοντος. Αυτό αφορούσε και το εσωτερικό όπου κινήθηκε πάνω στην πεπατημένη των προηγούμενων κυβερνήσεων, ιδίως από τη στιγμή που τόσο το 2005-2009 όσο και μετά το 2013 είχαμε κυβερνήσεις «μεγάλου συνασπισμού» με τους σοσιαλδημοκράτες, αλλά και το εξωτερικό.
Η επιδίωξη ισορροπιών και τα όριά τους
Το χαρακτηριστικό της γνώρισμα ήταν οι ισορροπίες. Ισορροπίες στο εσωτερικό, ισορροπίες στην Ευρώπη, όπου προσπάθησε να εξασφαλίσει ότι η όποια ευρωπαϊκή αλληλεγγύη δεν θα οδηγούσε σε κάποιου τύπου «μεταβιβαστική ένωση» που θα διακύβευε «τα χρήματα του Γερμανού φορολογούμενου», ισορροπίες στη διεθνή σκακιέρα, προσπαθώντας να συνδυάσει τη φιλοαμερικανική της τοποθέτηση με την ανάγκη συντήρησης των οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία, αν και τελικά ήταν τα τελευταία χρόνια που η Ευρώπη εντάχθηκε πιο βαθιά στις διαιρέσεις του «Νέου Ψυχρού Πολέμου».
Με αυτή την πολιτική των ισορροπιών που δεν αμφισβητούσε τις βασικές κοινωνικές κατακτήσεις, η Μέρκελ έφερε την CDU πιο κοντά προς το κέντρο, έστω και εάν αυτό σε ορισμένα σημεία δυσαρεστούσε τα πιο συντηρητικά τμήματα του κόμματός της.
Για ένα μεγάλο διάστημα, η πολιτική αυτή την έκανε τον απόλυτο κυρίαρχο του παιχνιδιού στη Γερμανία και το ρυθμιστή στην Ευρώπη.
Η πολιτική κρίση βαθαίνει
Στην ίδια τη Γερμανία δεν αρκούσε πια απλώς η διαπίστωση ότι η Γερμανία είχε βγει αλώβητη από την κρίση. Η κοινωνία χρειαζόταν και ένα όραμα, μια θετική προοπτική, που όμως δεν μπορούσε εύκολα να δοθεί.
Οι εκλογές του 2017 ήταν από αυτή την άποψη χαρακτηριστικές. Η Μέρκελ μπορεί να άντεξε στην αντιπαράθεση με τον Σουλτς, που αποδείχτηκε ότι δεν μπορούσε να εκπροσωπήσει την εναλλακτική λύση, όμως την ίδια στιγμή η ακυβερνησία που έφεραν τα αποτελέσματα, η κατάρρευση της προσπάθειας για μια κυβέρνηση συνεργασίας με τους Φιλελεύθερους και τους Πράσινους και τελικά η «αναγκαστική» επιστροφή σε μια κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού» που κανένα κόμμα δεν ήθελε πραγματικά, έδειξαν το βάθος της πολιτικής κρίσης.
Το ένα μετά το άλλο, τα αποτελέσματα από τις εκλογές των κρατιδίων, με πιο πρόσφατο αυτό της Έσσης, αποδεικνύουν πόσο ενεργή παραμένει η πολιτική κρίση. Κερδισμένοι από τη μια η ακροδεξιά “Εναλλακτική για τη Γερμανία” που παίρνει ένα μέρος της δυσαρέσκειας αλλά και οι Πράσινοι, που τους τελευταίους μήνες έχουν αυξημένη απήχηση ως μια «κεντρώα» δύναμη.
Μάλιστα, το γεγονός ότι κερδισμένη δεν είναι μόνο η ακροδεξιά αλλά και οι Πράσινοι δείχνει ότι ήταν λανθασμένες οι εκτιμήσεις που θεωρούσαν ότι στον πυρήνα της δυσαρέσκειας απέναντι στα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού αλλά και απέναντι στην ίδια τη Μέρκελ δεν είναι μόνο, ούτε και κυρίως, το προσφυγικό, αλλά πολύ περισσότερο μια διάθεση αλλαγής απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο διαχειρίζεται εδώ και αρκετές δεκαετίες την τύχη της χώρας.