Καταιγιστικές ήταν οι εξελίξεις γύρω από τον πόλεμο στην Ουκρανία τις προηγούμενες ημέρες, τόσο σε πολιτικό όσο και σε επίπεδο πεδίου μάχης, με την παράσταση να κλέβει η πρωτοφανής επίθεση στον Βολοντίμιρ Ζελένσκι από τους Ντόναλντ Τραμπ και Τζέι Ντι Βανς, μπροστά στις κάμερες.
Ακολούθησε η επίσκεψη του Ουκρανού ηγέτη στους Ευρωπαίους συμμάχους του, οι οποίοι στη συνέχεια της εβδομάδας προχώρησαν σε ανακοινώσεις για την ενίσχυση της άμυνάς τους. Την ίδια στιγμή, ρωσικοί βομβαρδισμοί έπληξαν την Ουκρανία.
Το ζήτημα τώρα είναι τι σκέφτονται οι βασικοί παίκτες ενόψει των νέων συνομιλιών ΗΠΑ – Ουκρανίας που θα πραγματοποιηθούν στη Σαουδική Αραβία την επόμενη εβδομάδα.
Τι στάση θα κρατήσει ο Τραμπ απέναντι στη Μόσχα;
Μετά τη δριμεία επίθεση του Ντόναλντ Τραμπ και του Τζέι Ντι Βανς στον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο Αμερικανός πρόεδρος ανέστειλε τη Δευτέρα τη στρατιωτική και μυστική υποστήριξη προς την Ουκρανία.
Μακροπρόθεσμα, αυτή η απόφαση θα έχει καθοριστικό αντίκτυπο στην ικανότητα της Ουκρανίας να αμυνθεί – και οι Δημοκρατικοί αντίπαλοι του Τραμπ υποστηρίζουν ότι πλέον είναι αδιαμφισβήτητο πως ευθυγραμμίζεται με τη Ρωσία, σύμφωνα με τον ανταποκριτή του BBC στο State Department, Τομ Μπέιτμαν.
Η κυβέρνηση έχει καταστήσει σαφές ότι η απόφαση αυτή αποτελεί πίεση προς τον Ζελένσκι για να αποδεχθεί τη συμφωνία περί ορυκτών που προωθεί ο πρόεδρος και να συναινέσει σε μια γρήγορη κατάπαυση του πυρός.
Ο απεσταλμένος του Τραμπ, στρατηγός Κιθ Κέλογκ, χαρακτήρισε την απόσυρση της αμερικανικής στρατιωτικής στήριξης ως «χτύπημα σε ένα μουλάρι στο πρόσωπο με μια ξύλινη σανίδα… Τραβάς την προσοχή τους και είναι πολύ σημαντικό… και μετά εναπόκειται σε αυτούς να κάνουν αυτό που θέλει ο πρόεδρος».
Μετά από αυτή την τακτική πίεσης, η εβδομάδα έκλεισε με έναν πιο συναινετικό τόνο από ορισμένα κορυφαία στελέχη της εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ, τα οποία αναμένεται να συναντηθούν με τους Ουκρανούς την επόμενη εβδομάδα στη Σαουδική Αραβία.
Την Παρασκευή, υπήρξε μια σπάνια στιγμή κριτικής του Τραμπ προς τη Μόσχα, καθώς απείλησε με νέες κυρώσεις – παρά το γεγονός ότι η Ρωσία βρίσκεται ήδη υπό αυστηρές κυρώσεις – σε μια προσπάθεια να αποτρέψει την εντεινόμενη επιθετικότητά της στην Ουκρανία.
Πέρα από αυτό, όμως, η κυβέρνησή του έχει επανειλημμένα επικρίνει τον φερόμενο σύμμαχό της, ενώ απέφυγε οποιαδήποτε αντίστοιχη κριτική προς τη Μόσχα.
Την Πέμπτη, ρώτησα τη νέα εκπρόσωπο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Τάμι Μπρους, ποια είναι η αντίδραση της κυβέρνησης στη δήλωση του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, ο οποίος απέκλεισε την παρουσία Ευρωπαίων ειρηνευτικών δυνάμεων στην Ουκρανία, χαρακτηρίζοντάς την ως «εχθρική πρόθεση» της Δύσης για την οποία «δεν υπάρχει περιθώριο συμβιβασμού».
Η Μπρους αρνήθηκε να απαντήσει, λέγοντας ότι δεν ήταν δική της αρμοδιότητα να σχολιάσει τις δηλώσεις ξένων ηγετών ή υπουργών – παρόλο που μόλις είχε επαναλάβει τον χαρακτηρισμό του Τραμπ για τον Ζελένσκι ως «μη έτοιμο για ειρήνη».
Ο Πούτιν επικεντρώνεται στις ρωγμές στο στρατόπεδο της Δύσης
Μέχρι την απειλή κυρώσεων από τον Τραμπ, η εβδομάδα έμοιαζε να είναι ακόμη μία όπου όλη η πίεση ασκούνταν στην Ουκρανία, δίνοντας στη Ρωσία ελάχιστο λόγο να περιορίσει τις επιθετικές της διαθέσεις, υπογραμμίζει ο Βιτάλι Σεβτσένκο από τη Μόσχα, για λογαριασμό του BBC.
Η αναστολή της αμερικανικής στρατιωτικής και μυστικής υποστήριξης αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες ήττες για την Ουκρανία από την έναρξη της ρωσικής εισβολής πλήρους κλίμακας και, ταυτόχρονα, μια τεράστια ενίσχυση των ρωσικών δυνατοτήτων.
Οι φονικές επιθέσεις που ακολούθησαν σε ολόκληρη την Ουκρανία δείχνουν ότι η Μόσχα συνεχίζει ακάθεκτη τον πόλεμο, χωρίς κανένα σημάδι υποχώρησης.
Η Ρωσία εξακολουθεί να επιμένει ότι οι αρχικοί στόχοι της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» πρέπει να επιτευχθούν, με την κατάληψη περισσότερων ουκρανικών εδαφών.
Παράλληλα, έχει απορρίψει κάθε προσπάθεια των υποστηρικτών της Ουκρανίας να ανακουφίσουν την πίεση στο Κίεβο, είτε μέσω μιας εκεχειρίας είτε με την ανάπτυξη ειρηνευτικής δύναμης.
Οι δηλώσεις του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν αυτή την εβδομάδα, ότι η Αμερική του Τραμπ μπορεί να μην είναι πλέον «με το μέρος μας», είναι σαν μουσική στα αυτιά του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Βρίσκεται πλέον σε μια θέση όπου μπορεί να παρακολουθεί τις ρωγμές στη δυτική συμμαχία, κάτι που προσπαθούσε να επιτύχει εδώ και χρόνια, αν όχι δεκαετίες.
Και το έχει καταφέρει όχι με μάχες στο πεδίο, αλλά χάρη σε μια δραματική αλλαγή στάσης από τον μεγαλύτερο σύμμαχο της Ουκρανίας.
Την επόμενη Τρίτη, εκπρόσωποι της Ουκρανίας και των ΗΠΑ θα συναντηθούν για συνομιλίες στη Σαουδική Αραβία. Η Ρωσία θα παρακολουθεί στενά – αλλά με αυτοπεποίθηση.
Δύσκολη η εβδομάδα για τον Ζελένσκι
Ήταν μια επίπονη, φορτισμένη συναισθηματικά και αδιάκοπη εβδομάδα για τον Ουκρανό πρόεδρο, που επιχείρησε να διατηρήσει τη δυτική στρατιωτική υποστήριξη, επαναλαμβάνοντας παράλληλα τη δέσμευσή του στην ειρήνη, αναφέρουν οι Μιροσλάβα Πέτσα και Ντάνιελ Βίτενμπεργκ για το BBC.
Η ένταση που προκλήθηκε από τη θεαματική αντιπαράθεσή του με τον Τραμπ στο Οβάλ Γραφείο επιδεινώθηκε όταν έφτασε στο Κίεβο, μετά την απόφαση των ΗΠΑ να αναστείλουν τη στρατιωτική βοήθεια και την ανταλλαγή πληροφοριών με την Ουκρανία.
“Υπάρχει μια αίσθηση προδοσίας στον αέρα”, ανέφερε μια πηγή κοντά στην ουκρανική κυβέρνηση. “Το νιώθει όλη η χώρα – και ο πρόεδρος με την ομάδα του”.
Ο Ζελένσκι αρνήθηκε να υποκύψει στην απαίτηση του Τραμπ για μια “ξεκάθαρη δημόσια συγγνώμη”, επιλέγοντας αντί αυτού να του στείλει μια επιστολή, χαρακτηρίζοντας τη μεταξύ τους σύγκρουση στον Λευκό Οίκο ως “λυπηρή”.
Προσπαθώντας να περιορίσει τις συνέπειες, ο Ζελένσκι ταξίδεψε ξανά, αυτή τη φορά στις Βρυξέλλες, για να εξασφαλίσει ευρωπαϊκή στήριξη. Αν και έλαβε δημόσιες δηλώσεις αλληλεγγύης, δεν κατάφερε να αποσπάσει τις σαφείς στρατιωτικές δεσμεύσεις που επιθυμούσε.
Παράλληλα, προέτρεψε τους ηγέτες της ΕΕ να υποστηρίξουν μια περιορισμένη εκεχειρία στη θάλασσα και στον αέρα – μια ιδέα που βρήκε σύμφωνο τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν.
Οι ουκρανικές και αμερικανικές αντιπροσωπείες θα συναντηθούν την επόμενη εβδομάδα στη Σαουδική Αραβία, αλλά ο δρόμος προς την ειρήνη παραμένει αβέβαιος.
Παρά τις αντιξοότητες, πηγή κοντά στην ομάδα του προέδρου υποστήριξε ότι παραμένει ανυποχώρητος: “Πριν από τρία χρόνια, θα μπορούσε να είχε σκοτωθεί, αλλά επέλεξε να μείνει στο Κίεβο. Όσο μεγαλύτερη η πίεση, τόσο πιο σκληρός γίνεται”.
Ευρώπη: Όλα τα φώτα στη Γαλλία και την πυρηνική της ομπρέλα
Οι ευρωπαϊκές σύνοδοι κορυφής διαδέχονται η μία την άλλη με τέτοια ταχύτητα που είναι δύσκολο να τις παρακολουθήσει κανείς, σημειώνει Πολ Κέρμπι, συντάκτη ψηφιακής έκδοσης για την Ευρώπη για λογαριασμό του BBC. Και έρχονται κι άλλες.
Οι ηγέτες της Ευρώπης συνειδητοποίησαν ξαφνικά ότι η αμυντική ομπρέλα στην οποία βασίζονταν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μπορεί να μην είναι πλέον εκεί, και οι προτάσεις για την ασφάλεια της ηπείρου καταφθάνουν με πρωτοφανείς ρυθμούς για τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Υπάρχει ευρεία συναίνεση ότι η Ευρώπη πρέπει να συνεχίσει να στηρίζει την Ουκρανία. Η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο προτείνουν μια «συμμαχία των πρόθυμων» για εμπλοκή στο πεδίο, εφόσον επιτευχθεί ειρηνευτική συμφωνία.
Η Ρωσία απορρίπτει κατηγορηματικά την ιδέα, όμως ο Εμανουέλ Μακρόν θα συγκαλέσει την Τρίτη σύσκεψη αρχηγών στρατού για την εκπόνηση ενός σχεδίου.
Την ίδια στιγμή, τίθενται πολύ μεγαλύτερα ερωτήματα για το πώς η Ευρώπη μπορεί να προστατευθεί από αυτό που η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, αποκαλεί «ξεκάθαρη και άμεση απειλή».
«Πρέπει να είμαστε έτοιμοι» σε περίπτωση που οι ΗΠΑ δεν είναι εκεί για να βοηθήσουν, δηλώνει ο Μακρόν. Η ΕΕ συζητά πλέον ένα σχέδιο πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ για την ενίσχυση της άμυνας της Ευρώπης.
Ο Φρίντριχ Μερτς, που αναμένεται να αναλάβει καγκελάριος της Γερμανίας, έθεσε το ενδεχόμενο η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο να επεκτείνουν την πυρηνική τους αποτρεπτική δύναμη ώστε να καλύπτουν όλη την Ευρώπη.
Ο Μακρόν εμφανίζεται θετικός σε αυτό το σενάριο, αν και η γαλλική πυρηνική ομπρέλα έχει τα όριά της, με τις τελικές αποφάσεις να λαμβάνονται στο Παρίσι.
Και αυτό ακριβώς είναι το κεντρικό ζήτημα της ευρωπαϊκής άμυνας:
Χωρίς τις ΗΠΑ, μπορούν οι ευρωπαϊκές χώρες να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να βασιστούν η μία στην άλλη;
Για μικρότερα κράτη όπως η Λιθουανία, δεν υπάρχει άλλη επιλογή.
Αλλά η συζήτηση έχει ήδη ξεκινήσει και ο Πολωνός πρωθυπουργός, Ντόναλντ Τουσκ, δηλώνει ξεκάθαρα: «Θα είμαστε πιο ασφαλείς αν έχουμε το δικό μας πυρηνικό οπλοστάσιο».