Μόνο τυχαίος που δεν ήταν. Μια εμβληματική αλλά και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Ένας πολιτικός και διπλωμάτης που συνδέθηκε με παγκόσμια γεγονότα. Με τον ελληνισμό και το Κυπριακό. Για πολλούς λαούς ήταν σατανικός!
Εχοντας ζήσει μια ζωή σαν κινηματογραφική ταινία, ο Χένρι Κίσινγκερ, ιστορική μορφή της αμερικανικής διπλωματίας που όμως είχε ιδιαίτερα αμφιλεγόμενες διαστάσεις, υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ επί των ημερών του Ρίτσαρντ Νίξον και του Τζέραλντ Φορντ στην προεδρία, πέθανε στα 100 του χρόνια, ανακοίνωσε το ίδρυμα που ίδρυσε ο νομπελίστας ειρήνης (1973) και φέρει το όνομά του.
Βασικός διαμορφωτής της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής τα χρόνια του ψυχρού πολέμου, ο Χένρι Κίσινγκερ, γόνος οικογένειας Γερμανοεβραίων, «πέθανε στο σπίτι του στο Κονέκτικατ», διευκρίνισε η ίδια πηγή.
Ο Ρεπουμπλικάνος πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Ουάσιγκτον Μπους απέτισε φόρο τιμής στον Κίσινγκερ, κρίνοντας πως η Αμερική απώλεσε «μια από τις πιο αξιόπιστες και διακεκριμένες φωνές σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής».
Το γεγονός ότι ο πρόσφυγας που έφυγε από τη ναζιστική Γερμανία μπόρεσε να γίνει ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας και βασικός διαμορφωτής της εξωτερικής πολιτικής της χώρας πιστοποιεί «το δικό του μεγαλείο όσο και το μεγαλείο της Αμερικής», είπε ο πρώην πρόεδρος σε δελτίο Τύπου που δημοσιοποιήθηκε από το κέντρο που φέρει το όνομά του.
Ο Κίσινγκερ πιστώθηκε την προσέγγιση με τη Μόσχα και με το Πεκίνο, όμως η εικόνα του αμαυρώθηκε εξαιτίας της εμπλοκής του σε τραγικά γεγονότα, πάνω απ’ όλα στο πραξικόπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1973 στη Χιλή.
Ενδειξη της αύρας και της επιρροής του βραχύσωμου άνδρα με τα χοντρά γυαλιά, την μπάσα φωνή και τη χαρακτηριστική γερμανική χροιά της προφοράς του στα αγγλικά: παρά την πολύ προχωρημένη του ηλικία, τον συμβουλευόταν συχνά μεγάλο μέρος της πολιτικής ελίτ των ΗΠΑ, κι όχι μόνο, ενώ όχι σπάνια τον υποδέχονταν στο εξωτερικό αρχηγοί κρατών.
Στο τελευταίο του μείζον ταξίδι, τον Ιούλιο επισκέφθηκε το Πεκίνο, για να συναντηθεί με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ. Αυτός ο τελευταίος εξήρε τον «θρυλικό διπλωμάτη» ο οποίος συνέβαλε καθοριστικά στην προσέγγιση της Κίνας και των ΗΠΑ τα χρόνια του 1970.
Ουδείς άλλος σημάδεψε όσο αυτός την αμερικανική εξωτερική πολιτική το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Φημισμένος για τις απαράμιλλες διαπραγματευτικές του ικανότητες, ο Χένρι Κίσινγκερ ταυτόχρονα συχνά επεδείκνυε ροπή στον αυταρχισμό.
Ο πραγματιστής πολιτικός που πιστώνεται την «αμερικανική Realpolitik» ήταν πάντα αληθινό «γεράκι» της Ουάσιγκτον, υπήρξε περίπλοκη προσωπικότητα, που γεννούσε τόσο θαυμασμό όσο και μίσος.
Ο ναζισμός σημάδεψε ανεξίτηλα τον νεαρό Γερμανοεβραίο Χάιντς Άλφρεντ Κίσινγκερ, που γεννήθηκε την 27η Μαΐου 1923 στη Φουρτ (Βαυαρία): στα 15 του, μετατρεπόταν σε πρόσφυγα στις ΗΠΑ μαζί με την οικογένειά του. Αφού απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα στα 20 του χρόνια, θα κατατασσόταν στον στρατό και θα υπηρετούσε στην Ευρώπη, κυρίως στη στρατιωτική αντικατασκοπεία, λόγω των άπταιστων γερμανικών του. Παρασημοφορήθηκε για τη δράση του.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επιθυμώντας διακαώς να συνεχίσει τις σπουδές του, μπήκε στο Χάρβαρντ — από όπου βγήκε με πτυχίο στις διεθνείς σχέσεις, προτού γίνει μέλος του διδακτικού προσωπικού και της διεύθυνσης του πασίγνωστου πανεπιστημίου. Εκείνη την περίοδο, οι Δημοκρατικοί πρόεδροι Τζον Κένεντι και Λίντον Τζόνσον άρχιζαν να συμβουλεύονται ολοένα συχνότερα τον λαμπρό —και ιδιαίτερα φιλόδοξο— καθηγητή.
Όμως ο διοπτροφόρος πανεπιστημιακός δεν θα μετατρεπόταν σε παγκόσμια μορφή της διπλωματίας παρά την περίοδο του Ρίτσαρντ Νίξον, όταν αρχικά έγινε σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Λευκού Οίκου και κατόπιν υπουργός Εξωτερικών, — κατείχε και τις δύο θέσεις από το 1973 ως το 1975, ενώ παρέμεινε ΥΠΕΞ υπό τον Τζέραλντ Φορντ, ως το 1977.
Έθεσε σε εφαρμογή την αμερικανική Realpolitik, επιδιώκοντας την αποκλιμάκωση των εντάσεων με τη σοβιετική ένωση και την προσέγγιση με την Κίνα του Μάο, όπου πήγε επανειλημμένα —με άκρα μυστικότητα— για να προετοιμάσει την ιστορική επίσκεψη του προέδρου Νίξον στο Πεκίνο το 1972.
Διεξήγαγε εξάλλου, επίσης με άκρα μυστικότητα, ενώ βομβαρδιζόταν ανηλεώς το Ανόι, διαπραγματεύσεις για να τερματιστεί ο πόλεμος του Βιετνάμ.
Το Νόμπελ
Η υπογραφή της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός ήταν αυτό που επικαλέστηκε η επιτροπή όταν του απένειμε το Νόμπελ ειρήνης το 1973, — όμως ο Βιετναμέζος ηγέτης Λε Ντικ Το αρνήθηκε να το παραλάβει. Η βράβευση πιθανόν θα παραμείνει η πιο αμφιλεγόμενη στην ιστορία.
Επικριτές του Χένρι Κίσινγκερ για χρόνια απαιτούσαν να δικαστεί για εγκλήματα πολέμου.
Κατήγγειλαν τον σκοτεινό, όχι σπάνια απροκάλυπτο ρόλο του σε αποφάσεις όπως οι μαζικοί βομβαρδισμοί των ΗΠΑ στην Καμπότζη, ή η αμερικανική υποστήριξη στον Ινδονήσιο δικτάτορα Σουχάρτο, η εισβολή των δυνάμεων του οποίου στο Ανατολικό Τιμόρ στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 200.000 ανθρώπους το 1975.
Όμως ήταν πάνω απ’ όλα η δράση της CIA στη Λατινική Αμερική, συχνά με προσωπικές του εντολές, αυτή που αμαύρωσε περισσότερο από καθετί άλλο την εικόνα του: ειδικά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1973 στη Χιλή, η κατάληψη της εξουσίας από τον Αουγούστο Πινοτσέτ και ο θάνατος του σοσιαλιστή προέδρου Σαλβαδόρ Αγιέντε.
Στην πορεία των ετών, ήρθαν στο φως απόρρητα έγγραφα που αποκάλυπταν το περίγραμμα και το εύρος αυτού που θα γινόταν γνωστό με την ονομασία «Σχέδιο Κόνδωρ»: σκοπός του ήταν η εξάλειψη των αντιπάλων των στρατιωτικών δικτατοριών στη Λατινική Αμερική τα χρόνια του 1970 και του 1980.
Μολαταύτα, ο συγγραφέας των βιβλίων Διπλωματία (1994) και Παγκόσμια Τάξη (2014), πατέρας δυο παιδιών, παντρεμένος από το 1974 με τη φιλάνθρωπο Νάνσι Μαγκίνες, διατηρούσε ως τον θάνατό του τεράστια επιρροή. Και —φυσικά— παρέμενε γεράκι: τον Ιανουάριο, τάχθηκε υπέρ της συνέχισης της υποστήριξης στην Ουκρανία, που έπρεπε, κατ’ αυτόν, να γίνει κράτος μέλος του NATO.
Οι σκληρές του θέσεις, το Κυπριακό και η κριτική για τους Έλληνες πολιτικούς
Τον Απρίλιο του 1999, με αφορμή την κυκλοφορία του τρίτου και τελευταίου τόμου των απομνημονευμάτων του Χένρι Κίσινγκερ, -ο οποίος πέθανε εχθές Τετάρτη 29/11- ο δημοσιογράφος του «ΒΗΜΑΤΟΣ», Στάθης Ευσταθιάδης, που έφυγε από τη ζωή το 2017, παρουσίασε άκρως ενδιαφέροντα στοιχεία για τον τρόπο με τον οποίο σχολίασε ο Αμερικανός διπλωμάτης την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1974, και τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκαν οι ΗΠΑ τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό.
Ο Κίσινγκερ, υπουργός Εξωτερικών και προεδρικός σύμβουλος σε θέματα ασφαλείας των προέδρων Νίξον και Φορντ, αφιερώνει σχεδόν 50 σελίδες του βιβλίου του στο Κυπριακό και είναι η πρώτη φορά που μιλάει τόσο λεπτομερειακά για ένα θέμα το οποίο, όπως έχει εκμυστηρευθεί σε πολλούς έκτοτε, τον απασχολούσε πάντοτε.
Ο Κίσινγκερ πιστεύει πως η τραγωδία της Κύπρου οφείλεται πρωτίστως στο ότι λόγω του Γουότεργκεϊτ που το καλοκαίρι του ’74 ήταν στο κατακόρυφο όλη η προσοχή του προέδρου Νίξον και του ιδίου ήταν στραμμένη στο εσωτερικό και στους χειρισμούς εκείνου του σκανδάλου.
Ο Φορντ που διαδέχθηκε τον Νίξον ακριβώς τις ημέρες της τουρκικής εισβολής δεν ήταν σε θέση να μορφώσει μια σαφή πολιτική άλλωστε ήταν πρόεδρος «δοτός», δεν είχε εκλεγεί με την ψήφο του λαού ενώ ο ίδιος ο Κίσινγκερ εμποδίστηκε, λόγω της παραίτησης του Νίξον, να μεταβεί στο Λονδίνο και να μετάσχει στην Τριμερή της Γενεύης όπου, όπως γράφει στο βιβλίο του, θα μπορούσε παρεμβαίνοντας να εμποδίσει τη δεύτερη επίθεση των Τούρκων.
Αξιολογώντας έναν προς έναν τους πρωταγωνιστές του κυπριακού δράματος ο Κίσινγκερ δεν χαρίζει κάστανα σε κανέναν. Και, γενικεύοντας το πρόβλημα ως ιστορικός και έμπειρος παρατηρητής, αποφαίνεται ότι στο κλασικό πλαίσιο των εθνικών διενέξεων από τον Λίβανο ως τη Βοσνία οι λύσεις είναι πιθανότερο να προκύψουν από μια ολοκληρωτική νίκη της μιας πλευράς επί της άλλης ή από μια εξάντληση αμφοτέρων παρά από την προσπάθεια κάποιων μεσολαβητών.
Επικρίνοντας σε ένα σημείο την πλευρά Καραμανλή-Μαύρου, του πρωθυπουργού και του υπουργού Εξωτερικών της μεταπολίτευσης, επειδή αρνήθηκαν να κάνουν τις παραμικρότερες υποχωρήσεις οι οποίες, κατά τον Κίσινγκερ, θα απέτρεπαν τη δεύτερη τουρκική επίθεση σημειώνει: «Συμβιβασμός σημαίνει ότι παίρνω αποφάσεις ενώ όταν αφήνω ένα fait accompli απαλλάσσω το θύμα από την ευθύνη για το ό,τι έχει προκύψει».
Ο Κίσινγκερ βεβαιώνει ότι δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως το πραξικόπημα στην Κύπρο θα αποτύγχανε και ότι «ήταν η αρχή μιας μεγάλης κρίσης σε ευρύτερη κλίμακα». Όταν εκδηλώθηκε, τονίζει, το πρώτιστο μέλημά του ήταν να αποφευχθεί ένας πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας διότι θα κατέρρεε η νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Και με πικρία σημειώνει ότι το Κυπριακό παραμένει σε αδιέξοδο παρ’ όλο που απασχολεί οκτώ διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις.
Για τον Μακάριο
Ο Μακάριος είναι για τον Κίσινγκερ πανούργος, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη και αυτό είναι πολύ αρνητικό στοιχείο για κάποιον που κινείται στον διεθνή διπλωματικό χώρο, άλλαζε αιφνιδίως πολιτική και όπως οι Βουρβώνοι «ούτε έμαθε ούτε ξέχασε τίποτε». Ωστόσο, εν κατακλείδι, αποκαλεί τον Μακάριο «μεγάλο» και πιστεύει ότι ο αιφνίδιος θάνατός του εμπόδισε την προώθηση λύσης που ευνοούσαν οι ΗΠΑ και ο ΟΗΕ. Διότι, λέγει, «ο Μακάριος περισσότερο από κάθε άλλον είχε το χάρισμα να αντιλαμβάνεται και να αποδέχεται την πραγματικότητα».
Απαντώντας στο υποθετικό ερώτημα για το αν ο ίδιος θεωρούσε τον Μακάριο «απειλή» για τις ΗΠΑ, ο Κίσινγκερ τον βλέπει «μάλλον ως ενόχληση», βεβαιώνει ότι ουδέποτε έλαβε κάποιο μέτρο που θα περιόριζε την εξουσία και το κύρος του Μακαρίου, ότι ουδέποτε οι ΗΠΑ τον είδαν ως το «Κάστρο της Μεσογείου» και τονίζει ότι οι ΗΠΑ «διετήρησαν πάντοτε μια πλήρη σεβασμού προσωπική σχέση μαζί του».
Για τον Ετζεβίτ
Αντιθέτως, ο Ετζεβίτ, μολονότι μαθητής του, απογοήτευσε και «περιέπλεξε» τον δάσκαλο, ο οποίος πίστευε ότι ως ποιητής ο Τούρκος πρωθυπουργός θα ήταν περισσότερο ευέλικτος. Θεωρεί τον Ετζεβίτ αφερέγγυο και μυθομανή: ενώ αρνείται να έρθει σε διάλογο με τον Μακάριο και τον αποκαλεί απειλή, ζητεί φορτικά από τις ΗΠΑ να τον φέρουν πίσω στην Κύπρο ευθύς μετά τη διαφυγή του στο Λονδίνο.
Και κυριολεκτικά γελοιοποιεί τον Τούρκο πρωθυπουργό όταν παραθέτει επί λέξει απόσπασμα τηλεφωνικής συνομιλίας του στην οποία ο Ετζεβίτ ισχυρίζεται ότι οι Ελληνες επάνδρωσαν πολεμικά σκάφη με… τουρκομαθείς για να παραπλανήσουν την Αγκυρα! Και καθώς ποτέ δεν του έλειψε το χιούμορ, ο Κίσινγκερ συμβουλεύει τον Ετζεβίτ: «Τότε βουλιάξτε αυτά τα πλοία». Κάτι που έκανε όντως η τουρκική αεροπορία βομβαρδίζοντας και βυθίζοντας ένα τουρκικό αντιτορπιλικό, υπενθυμίζει ο συγγραφέας.
Για τον Καραμανλή
Ο Κίσινγκερ είναι ιδιαιτέρως επικριτικός για τον Καραμανλή. Στις θέσεις του για το Κυπριακό ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν δέχεται κανένα συμβιβασμό γιατί φοβάται το πολιτικό κόστος. Επιμένει να συνεχίσει την «εθνικιστική πολιτική της χούντας». Σε διάκριση με τον Σαντάτ, της Αιγύπτου, που όταν είδε πως το Ισραήλ κατείχε τα πάντα δέχθηκε συμβιβασμούς, ο Καραμανλής ευρισκόμενος σε πολύ χειρότερη θέση έμεινε αμετακίνητος σε μαξιμαλιστικές απόψεις.
Και ο Κίσινγκερ κάνει, με την ευκαιρία, μια γενική αποτίμηση: η Τουρκία «κατείχε το έπαθλο» αλλά εστερείτο διεθνούς αναγνωρίσεως της νομιμότητας της πράξης της. Η Ελλάδα διέθετε τη διεθνή υποστήριξη αλλά εστερείτο μέσων για να την αξιοποιήσει, να επιβάλει τις απόψεις της, ούτε και είχε την εσωτερική υποστήριξη για να προβεί σε «ρεαλιστικές παραχωρήσεις».
Η «εγκληματική και απερίσκεπτη» πολιτική της χούντας στο Κυπριακό φέρει τη μεγάλη ευθύνη, κατά τον Κίσινγκερ, για την τραγωδία. Η «απερίσκεπτη» παρέμβαση του προέδρου Τζόνσον, το 1974, στην Αγκυρα δημιούργησε στους Τούρκους το αίσθημα του αδικημένου και η έλλειψη διπλωματικής εμπειρίας από τον τότε Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Γκάλαχερ, που «ανέλαβε» να μεσολαβήσει μεταξύ Αθηνών και Άγκυρας μετά την εισβολή, είναι η αιτία, η αφορμή της ελληνοτουρκικής έντασης και ο λόγος της αποτυχίας των προσπαθειών για «αποφυγή» μεγαλυτέρων δεινών στην Κύπρο.
Ο ρόλος των ΗΠΑ
Ο Κίσινγκερ τονίζει ότι μετά τη δεύτερη τουρκική εισβολή εκείνο που επεδίωξε ήταν «να μη μονιμοποιηθεί η κατάσταση». Απέτυχε όμως για τρεις λόγους: επειδή η ελληνική πλευρά δεν έδειξε ευελιξία, επειδή ο Ετζεβίτ αναγκάστηκε για εσωτερικούς λόγους να παραιτηθεί και γιατί οι ΗΠΑ, απασχολημένες με την «αλλαγή φρουράς» στον Λευκό Οίκο, δεν μπόρεσαν να παίξουν τον ρόλο τους.
Ο Κίσινγκερ επικρίνει στο σημείο αυτό το ελληνοαμερικανικό λόμπι που, αξιώνοντας και πετυχαίνοντας από το Κογκρέσο να επιβάλει εμπάργκο στην Τουρκία, οδήγησε σε σκλήρυνση της στάσης της Αγκυρας, η οποία έφθασε στο σημείο να απαγορεύσει στον Κίσινγκερ να μεταβεί στην Τουρκία, όπου, όπως λέγει, είχε την πρόθεση να πιέσει για το Κυπριακό.
Ιδιαίτερη προσπάθεια φαίνεται να καταβάλλει ο Κίσινγκερ για να αποκαταστήσει την αλήθεια για τον ρόλο των ΗΠΑ στο Κυπριακό. Με επίσημα έγγραφα επιμένει ότι η Ουάσιγκτον έκανε παν το δυνατόν για «να αφαιρέσει τα προσχήματα για επέμβαση της Τουρκίας» στην Κύπρο, τονίζει ότι ο ίδιος ο Μακάριος μία μόλις εβδομάδα πριν από το πραξικόπημα του Ιουλίου διαβεβαίωνε τον Κίσινγκερ πως «δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας», αναφέρει ότι οι ΗΠΑ έκαναν σαφές στον Ετζεβίτ ότι, όπως δεν δέχονται την «ένωση», δεν δέχονται και τη διατάραξη της κατάστασης στην Κύπρο και επιμένει πως η στάση του Κογκρέσου επικριτική στην Ελλάδα όταν ήταν η χούντα και με απεριόριστη υποστήριξη όταν αποκαταστάθηκε η δημοκρατία αποδείχθηκε αρνητική για την όλη εξέλιξη του Κυπριακού.
Ο Κίσινγκερ ομολογεί ότι η Ουάσιγκτον δεν ανέμενε τη δεύτερη επίθεση της Τουρκίας μάλιστα στις 30 Ιουλίου διέλυσε την ειδική ομάδα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που παρακολουθούσε τις εξελίξεις. Είναι σαφώς επικριτικός στον «μεσολαβητή» Γκάλαχερ, ο οποίος ζήτησε τη συγκατάθεση των ΗΠΑ «να βομβαρδίσει τουρκικές θέσεις» αν οι Τούρκοι παραβιάσουν την προτεινόμενη ανακωχή, την οποία ο Κίσινγκερ απέρριψε αμέσως.
Είναι ενδιαφέρον ότι ο Κίσινγκερ στις περίπου 50 σελίδες του βιβλίου του που αφιερώνει στο Κυπριακό δεν γράφει ούτε λέξη για τον ρόλο του Στρατού στην Τουρκία.
Η δήλωση που εξόργισε τους Έλληνες αλλά που ποτέ δεν έγινε!
Του έχουν χρεώσει πολλά που δεν είπε, είναι αλήθεια. Σε μια από τις δηλώσεις του που έχει τροφοδοτήσει τον ελληνικό αντιαμερικανισμό, ο πρώην επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ εμφανίζεται να λέει ότι οι Έλληνες είναι ένας ατίθασος λαός που πρέπει να πληγεί βαθιά.
Όπως αναφέρουν τα ellinikahoaxes.gr, το 1997, το περιοδικό Νέμεσις είχε δημοσιεύσει δήλωση που φέρεται να έκανε ο Κίσινγκερ το 1994, σε τελετή βράβευσής του σε ξενοδοχείο της Ουάσιγκτον. Η πηγή της ήταν άρθρο της «Turkish Daily News».
Η υποτιθέμενη δήλωση ήταν:
«Ο λαός των Ελλήνων είναι αναρχικός και δύσκολος να τιθασευθεί. Γι’ αυτό πρέπει να τον πλήξουμε βαθιά στις πολιτιστικές του ρίζες. Τότε ίσως συνετιστεί. Εννοώ δηλαδή να πλήξουμε τη γλώσσα του, τη θρησκεία του, τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα, ώστε να εξουδετερώσουμε τη δυνατότητά του να αναπτυχθεί, να διακριθεί, να επικρατήσει, έτσι ώστε να μη μας παρενοχλεί στην περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολής, των τόσο σημαντικών για τα συμφέροντα των ΗΠΑ».
Ωστόσο, η συγκεκριμένη φράση διαψεύδεται ότι έχει ειπωθεί από το «γεράκι» της αμερικανικής διπλωματίας και μάλιστα τη διάψευση την είχε κάνει ο ίδιος.
Αστικός μύθος η φράση
Διανοούμενοι όπως ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς, ο αείμνηστος Μάριος Πλωρίτης αλλά και ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Χρήστος Σαρτζετάκης είχαν εντάξει σε ομιλίες τους την παραπάνω φράση προκειμένου να ενισχύσουν τον αντιαμερικανισμό, που ούτως ή άλλως ήταν ιδιαίτερα έντονος τις προηγούμενες δεκαετίες. Αυτό που συνέβη ήταν η φράση να λάβει διαστάσεις αστικού μύθου.
Ο Κίσινγκερ, ο οποίος πέθανε την Τετάρτη 29 Νοεμβρίου, έχοντας συμπληρώσει έναν αιώνα ζωής, ήταν πίσω από πολλές αμφιλεγόμενες αποφάσεις, όχι όμως πίσω και από αυτήν τη φράση, όπως απέδειξε η δημοσιογραφική έρευνα.
Το 2010 ο Γιάννης Μαρίνος, με άρθρο του στην εφημερίδα «Βήμα», έβαλε τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση, εξηγώντας ότι και ο ίδιος, πριν εξακριβώσει ότι ήταν μια κατασκευασμένη δήλωση, την είχε χρησιμοποιήσει σε κείμενά του.
Ο Έλληνας δημοσιογράφος και διευθυντής του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» έγραφε πριν από 13 χρόνια:
«Μολονότι ο κ. Κίσινγκερ δεν διακρίνεται για φιλικά αισθήματα προς την Ελλάδα και βαρύνεται για εχθρική πολιτική κατά της χώρας μας και της Κύπρου, δεν έχει προβεί ποτέ στην προαναφερθείσα δήλωση. Και αυτό μπορώ να το βεβαιώσω κατηγορηματικά, καθώς εγώ ο ίδιος, που της έδωσα ευρεία δημοσιότητα με την υπογραφή “Κριτόβουλος” στον “Οικονομικό Ταχυδρόμο”, διαπίστωσα τελικά ότι επρόκειτο για κατασκευασμένο από αγνώστους κείμενο για να ενοχοποιήσει τον αντιπαθή Αμερικανό διπλωμάτη».
Πώς το διαπίστωσε ο Γιάννης Μαρίνος; Κάνοντας, έστω και μετά από πολλά χρόνια, το αυτονόητο δημοσιογραφικό καθήκον: ήλεγξε την είδηση.
Ο Γιάννης Μαρίνος εντόπισε ότι για πρώτη φορά η φράση αυτή είχε δημοσιευθεί στις επαρχιακές εφημερίδες «Δικαίωμα» και «Χρόνος», καθώς και στην αγγλόφωνη τουρκική εφημερίδα «Τurkish Daily Νews». Οι ελληνικές τοπικές εφημερίδες υποστήριζαν ότι το είχαν αναδημοσιεύσει από την αγγλική έκδοση του τουρκικού εντύπου.
Ο Γιάννης Μαρίνος έκανε επιτόπια έρευνα στην Κωνσταντινούπολη «με τη βοήθεια του εκεί συναδέλφου Άλκη Κούρκουλα», όπως έγραφε το 2010. Και βρήκε ότι στο φύλλο της «Τurkish Daily Νews», της 17ης Φεβρουαρίου 1997, όπου υποτίθεται ότι είχε δημοσιευθεί η επίμαχη δήλωση, δεν υπήρχε τίποτα σχετικό.
Στη συνέχεια έγραψε στον Κίσινγκερ. Στην επιστολή τού ζητούσε να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τα αποδιδόμενα σε αυτόν ανθελληνικά σχόλια που περιέχονταν σε ομιλία του σε εκδήλωση βράβευσής του.
Ο Χένρι Κίσινγκερ είχε απαντήσει ως εξής:
«Αγαπητέ κύριε Μαρίνο. Ευχαριστώ για την επιστολή σας. Όσον αφορά το απόσπασμα που δημοσιεύσατε, ούτε τελετή βράβευσής μου υπήρξε, ούτε ομιλία μου, και το προβαλλόμενο απόσπασμα είναι εξ ολοκλήρου αναληθές. Η όλη ιστορία είναι καθαρό εφεύρημα και αναμένω ότι θα προβείτε σε διόρθωση. Καθώς είσθε ο πρώτος που με πληροφορεί από πού προήλθε το δημοσιευθέν απόσπασμα, μόλις σήμερα είχα την ευκαιρία να προβώ σε διόρθωση προς την “Τurkish Daily Νews” και αυτό έπραξα. Ειλικρινά δικός σας. Χένρι Κίσινγκερ».
Παρά την κατηγορηματική διάψευση, η δήλωση έχει πάρει πλέον τεράστιες διαστάσεις και κυκλοφορεί, ιδιαίτερα στο διαδίκτυο, συνοδευόμενη από θεωρίες συνωμοσίας.