Ο Τσάρλς Ντίκενς που γεννήθηκε σαν σήμερα στις 7 Φεβρουαρίου του 1812, ο λογοτεχνικός αυτός γίγαντας που κατέγραψε με ακρίβεια τα δεινά των φτωχών Βρετανών στη διάρκεια της βικτωριανής περιόδου, προσπάθησε να κλείσει τη γυναίκα του σε ψυχιατρικό άσυλο για να μπορέσει να περάσει την υπόλοιπη ζωή του με τη 18χρονη ερωμένη του. Αυτό προκύπτει από νέες επιστολές που εντόπισε ο καθηγητής αγγλικής λογοτεχνίας Τζον Μπόουεν του Πανεπιστημίου Γιορκ.
Ο χωρισμός του Ντίκενς από τη σύζυγό του Κάθριν το 1858, ύστερα από δύο και πλέον δεκαετίες έγγαμου βίου και τα δέκα παιδιά που απέκτησαν μαζί, είναι γνωστά όπως και το ειδύλλιό του με τη 18χρονη ηθοποιό Έλεν Τέρναν.
Οι έως τώρα μαρτυρίες όμως επικεντρώνονταν στο πρόσωπό του και στη δική του εκδοχή της ιστορίας, σκιαγραφώντας τον ως καλό οικογενειάρχη. Η βικτωριανή κοινωνία ευνοούσε τους άνδρες. Ήταν άλλωστε πολύ ευκολότερο να πάρει διαζύγιο ένας άνδρας εάν η γυναίκα του ήταν μοιχαλίδα παρά μια σύζυγος να εξασφαλίσει το ίδιο χαρτί εάν ο σύζυγός της την απατούσε.
Η ανάλυση 98 επιστολών ωστόσο, που βρήκε ο Μπόουεν, προκάλεσε σοκ στην ακαδημαϊκή κοινότητα, αφού εμφανίζει τον Ντίκενς να φιλοδοξεί να κλείσει την Κάθριν σε ψυχιατρική κλινική. «Αυτό που ανακάλυψα ήταν λεπτομερές και σοκαριστικό και από όσο γνωρίζω είμαι ο πρώτος που αντιγράφω και αναλύω αυτά τα γράμματα. Ήταν μια στιγμή που με έκανε να ανατριχιάσω», ανέφερε ο Μπόουεν σε γραπτή ανακοίνωση.
Οι επιστολές γράφτηκαν από τον Έντουαρντ Ντάτον Κουκ, γείτονα της Κάθριν, στο Κάμντεν του βόρειου Λονδίνου, όπου ζούσε μετά τον χωρισμό της από τον λογοτέχνη. Παρέχουν λεπτομερείς πληροφορίες για τον Ντίκενς, την Κάθριν και την Τέρναν, τις οποίες η ίδια η πρώην σύζυγος του συγγραφέα εκμυστηρεύθηκε στον γείτονά της καθώς πέθαινε από καρκίνο, είκοσι χρόνια μετά τον χωρισμό του ζεύγους. Η κρίσιμη αποκάλυψη εμπεριέχεται σε μια επιστολή που φέρει ημερομηνία Ιανουάριος 1879, τη χρονιά δηλαδή που πέθανε η Κάθριν και στην οποία γράφει μεταξύ άλλων: «Εκείνος ανακάλυψε τελικά ότι σταμάτησε να του αρέσει. Είχε κάνει δέκα παιδιά και είχε χάσει την παλιά της ομορφιά, είχε γεράσει. Προσπάθησε ακόμη και να την κλείσει σε άσυλο για τρελούς, την κακομοίρα! Όσο όμως κι αν ήταν ατελής ο νόμος όσον αφορά στην απόδειξη της ψυχικής αστάθειας, δεν θα κατάφερνε τον σκοπό του».
Ο γιατρός που φαίνεται ότι αντιτάχθηκε στον Ντίκενς πιστεύεται ότι ήταν ο Τόμας Χάριγκτον Τιουκ, ο οποίος ήταν διευθυντής ενός ασύλου στο Τσίσουικ, μεταξύ 1849 και 1888. Οι δύο άνδρες υπήρξαν φίλοι σε κάποια χρονική στιγμή και μάλιστα ο Τιουκ είχε παραστεί στα βαφτίσια του γιου του. Αλλά σταδιακά η σχέση οξύνθηκε το 1864 και ο Ντίκενς άρχισε να τον αποκαλεί «μαϊμού-γιατρό» και «θλιβερό υποκείμενο». «Οι βιογράφοι του και οι μελετητές γνώριζαν επί μακρόν πόσο κακή ήταν η συμπεριφορά του Ντίκενς. Τώρα όμως φαίνεται ότι προσπάθησε να παρακάμψει τον νόμο και να βάλει τη σύζυγό του και μητέρα των παιδιών του σε άσυλο, παρά την προφανή ψυχική της υγεία, επισημαίνει ο Μπόουεν. «Η ανάγνωση του υλικού ήταν πολύ δύσκολη, για να είμαι ειλικρινής…Κατά κάποιο τρόπο είναι μια ιστορία βγαλμένη από το κίνημα #MeToo για τη δύναμη των ανδρών της ελίτ να χειραγωγούν τις γυναίκες. Είναι και μια ιστορία ποδηγέτησης, πώς να εξωθήσεις κάποιον να αμφισβητεί την ίδια την ψυχική του ισορροπία. Ταυτόχρονα όμως είναι και μια ιστορία για την ευσυνειδησία επαγγελματιών, που τολμούν να ορθώσουν το ανάστημά τους απέναντι στους πλούσιους και διάσημους», πρόσθεσε.
Πηγή : The New York Times