Με αποφασιστικότητα, δύναμη και οργή για όσα της συνέβησαν, η Gisèle P. βρέθηκε απέναντι στον σύζυγό της και τους άλλους 50 άνδρες που κατηγορούνται ότι την βίαζαν επί μια δεκαετία για να καταθέσει, αφηγούμενη τη στιγμή που οι αστυνομικοί της αποκάλυψαν το εύρος της κακοποίησης που υπέστη εν αγνοία της.
Η Gisèle P., η γυναίκα που ήταν το θύμα της πρωτοφανούς υπόθεσης στα αστυνομικά και δικαστικά χρονικά της Γαλλίας, δήλωσε ότι «θυσιάστηκε στον βωμό της διαστροφής» και ότι την αντιμετώπιζαν «σαν κουρέλι, σαν σακούλα σκουπιδιών».
Επί μιάμιση ώρα, η γυναίκα πήρε τον λόγο, για πρώτη φορά από την έναρξη της δίκης στο ποινικό δικαστήριο του Βοκλίζ, στην Αβινιόν.
Tο σοκ όταν το 2020 την ενημέρωσαν για τον άντρα της και τους βιασμούς – “Ο κόσμος μου κατέρρευσε”
Εκείνο το φθινόπωρο του 2020 η αστυνομία του Καρπεντράς την κάλεσε να πάει στο τμήμα. Ναι, φυσικά είμαι παντρεμένη με τον Dominique Pélicot, έναν «υπέροχο τύπο», απάντησε στον αστυνομικό που την υποδέχτηκε. Και τότε εκείνος τις έδειξε τις φωτογραφίες.
Καθώς από το 2011 ο σύζυγός της τη νάρκωνε με υπνωτικά και στρατολογούσε αγνώστους στο διαδίκτυο για να τη βιάσουν, η 71χρονη γυναίκα δεν είχε καταλάβει τίποτα μέχρι εκείνη την ημέρα. «Οι αστυνομικοί μου έσωσαν τη ζωή, ερευνώντας τον υπολογιστή» του συζύγου, είπε στην κατάθεσή της, η οποία είναι σε διαδικασία διαζυγίου και αποκαλεί τον βασικό κατηγορούμενο ως κύριο Π.
Η αστυνομία ανέφερε ότι βρήκε έναν φάκελο με την ετικέτα «κακοποιήσεις» σε ένα USB που ήταν συνδεδεμένο στον υπολογιστή του, ο οποίος περιείχε 20.000 εικόνες και βίντεο της γυναίκας του να βιάζεται σχεδόν 100 φορές, όπως αναφέρει ο Guardian.
Ανακαλώντας τη στιγμή τον Νοέμβριο του 2020, όταν η αστυνομία της έδειξε για πρώτη φορά εικόνες από τη δεκαετία σεξουαλικής κακοποίησης που είχε οργανώσει ο σύζυγός της, η Gisèle P. είπε στο δικαστήριο: «Ο κόσμος μου κατέρρευσε. Για μένα, όλα κατέρρεαν. Ό,τι είχα χτίσει τα τελευταία 50 χρόνια». Είπε ότι μετά βίας αναγνώρισε τον εαυτό της στις εικόνες, λέγοντας ότι ήταν ακίνητη.
«Όταν βλέπεις εκείνη τη γυναίκα νυχτωμένη, κακοποιημένη, έναν νεκρό άνθρωπο πάνω σε ένα κρεβάτι – φυσικά το σώμα δεν είναι κρύο, είναι ζεστό, αλλά είναι σαν να είμαι νεκρή». Είπε στο δικαστήριο ότι η λέξη βιασμός δεν ήταν αρκετά δυνατή, ήταν βασανιστήριο.
Συγκλονίζει η κατάθεση της Gisèle P. – “Τι έκανα για να το αξίζω όλο αυτό;”
Εκείνη την ημέρα του 2020 η γυναίκα αρνήθηκε να δει τα βίντεο. Δέχτηκε μόλις φέτος τον Μάιο, καθώς πλησίαζε η δίκη, κατόπιν συμβουλής του δικηγόρου της. «Είναι το ένα πιο φριχτό από το άλλο. Σκηνές βαρβαρότητας, βιασμοί, αναρωτιέμαι πώς άντεξα», είπε, προσθέτοντας ότι «την θυσίασαν στον βωμό της διαστροφής».
«Το σώμα είναι ζεστό, δεν είναι παγωμένο, όμως εγώ είμαι νεκρή στο κρεβάτι μου», υπογράμμισε.
«Και να μη μου μιλούν για σκηνές σεξ, αυτές είναι σκηνές βιασμού. Ποτέ δεν είχα πολλαπλούς συντρόφους, ποτέ δεν έκανα ανταλλαγή συντρόφων, πρέπει να το πω», επέμεινε η Gisèle P., απαντώντας εμμέσως στις ερωτήσεις που έθεσαν χθες οι συνήγοροι ορισμένων εκ των κατηγορουμένων οι οποίοι ισχυρίζονται ότι συμμετείχαν σε μια «φαντασίωση» του ζεύγους. «Δεν ήμουν συνεργός» και «δεν παρίστανα ότι κοιμάμαι», απάντησε η γυναίκα όταν τη ρώτησε ο πρόεδρος του δικαστηρίου Ροζέ Αρατά.
Από όλους τους άνδρες που την κακοποίησαν, η Gisèle P. αναγνώρισε μόνο έναν, ο οποίος είχε πάει στο σπίτι της οικογένειάς της στο Μαζάν και συζήτησε με τον σύζυγό της για ποδηλασία: «Τον συναντούσα καμιά φορά στο παντοπωλείο, τον καλημέριζα, δεν φανταζόμουν ότι είχε έρθει να με βιάσει».
«Αισθάνομαι αηδία», συνέχισε, απευθυνόμενη στους κατηγορουμένους. «Για μια φορά στη ζωή σας, αναλάβετε την ευθύνη των πράξεών σας».
“Δεν ξέρω αν θα ξαναχτίσω ποτέ τον εαυτό μου”
Η Gisèle P. παραιτήθηκε από το δικαίωμά της στην ανωνυμία ώστε η δίκη να διεξαχθεί δημόσια, με τη στήριξη των τριών ενήλικων παιδιών της. Δήλωσε ότι καταθέτει «για όλες τις γυναίκες» που έχουν δεχθεί επίθεση ενώ ήταν ναρκωμένες και για να διασφαλίσει ότι «καμία γυναίκα δεν θα υποφέρει αυτό».
Ο σύζυγός της απάντησε αυτή την εβδομάδα «ναι» στο δικαστήριο όταν ρωτήθηκε αν είναι ένοχος για τη νάρκωση και τις επιθέσεις. Ο δικηγόρος του είπε ότι μετά τη σύλληψή του «πάντα δήλωνε ένοχος», λέγοντας: «Την έβαλα για ύπνο, την πρόσφερα και την βιντεοσκόπησα».
Η αστυνομία δήλωσε ότι μεταξύ 2011 και 2020, ο Dominique Pélicot έσπαγε υπνωτικά χάπια και αγχολυτικά και τα ανακάτευε στο βραδινό γεύμα της γυναίκας του ή στο κρασί της στο σπίτι τους στο Μάζαν, κοντά στο Καρπεντρά στην Προβηγκία. Στη συνέχεια, στρατολογούσε άνδρες για να τη βιάσουν και να την κακοποιήσουν σεξουαλικά, επικοινωνώντας μαζί τους μέσω ενός διαδικτυακού chatroom, όπου τα μέλη συζητούσαν για τις προτιμήσεις τους σε συντρόφους με τους οποίους δεν υπήρχε συναίνεση.
Οι άνδρες που στρατολογήθηκαν από τον σύζυγό της έλαβαν οδηγίες να αποφεύγουν κάθε είδους άρωμα ή καπνό τσιγάρου για να μην ξυπνήσουν τη σύζυγό του και να φύγουν αν εκείνη κουνήσει έστω και ένα χέρι, σύμφωνα με τους ερευνητές. Πενήντα άνδρες βρίσκονται σε δίκη με την κατηγορία ότι συμμετείχαν στον βιασμό και την κακοποίηση.
Μιλώντας με ήρεμη και καθαρή φωνή, η Gisèle P. είπε στο δικαστήριο πώς αυτή και ο σύζυγός της παντρεύτηκαν όταν ήταν 21 ετών, απέκτησαν τρία παιδιά και επτά εγγόνια και ήταν πολύ κοντά. «Δεν ήμασταν πλούσιοι, αλλά ήμασταν ευτυχισμένοι. Ακόμα και οι φίλοι μας έλεγαν ότι ήμασταν το ιδανικό ζευγάρι», είπε.
Δήλωσε στο δικαστήριο ότι, χωρίς να γνωρίζει ότι ναρκωνόταν τακτικά τη νύχτα, είχε αρχίσει να δυσκολεύεται να θυμάται πράγματα και να συγκεντρώνεται, και ακόμη φοβόταν να πάρει το τρένο για να δει τα ενήλικα παιδιά της μήπως χάσει τη στάση της. Είπε ότι είχε χάσει βάρος και κάποια στιγμή είχε δυσκολία να ελέγξει το χέρι της.
Ανησυχώντας ότι μπορεί να έπασχε από την αρχή της νόσου του Αλτσχάιμερ, συζήτησε το θέμα με τον σύζυγό της. Είπε ότι τη στήριξε και της έκλεισε ραντεβού με έναν ειδικό, ο οποίος της είπε ότι δεν επρόκειτο για Αλτσχάιμερ.
Όταν ρωτήθηκε από τον δικαστή αν είχε βιώσει γυναικολογικά προβλήματα, η Gisèle P. απάντησε θετικά. Είπε ότι οι ιατρικές εξετάσεις κατά τη διάρκεια της αστυνομικής έρευνας έδειξαν ότι είχε μολυνθεί με διάφορα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα.
Στο πλευρό της τα τρία της παιδιά
Όπως είπε, τις ώρες μετά την ενημέρωση από την αστυνομία για το τι της είχε συμβεί ένιωθε σαν να πεθαίνει. Περιέγραψε πώς έπρεπε να εξηγήσει το τραύμα στα ενήλικα παιδιά της, λέγοντας ότι η κραυγή της κόρης της χαράχτηκε στη μνήμη της.
Άφησε το σπίτι με δύο βαλίτσες, «ό,τι μου είχε απομείνει από 50 χρόνια κοινής ζωής». Από τότε «δεν έχω πια ταυτότητα… Δεν ξέρω αν θα ξαναχτίσω ποτέ τον εαυτό μου», είπε.
Η Gisèle P., που έχει την υποστήριξη των παιδιών της στο δικαστήριο, έχει επαινεθεί από τους δικηγόρους για τη δύναμη και την ψυχραιμία της στη δίκη. Είπε ότι εμφανιζόταν δυνατή, αλλά ήταν «σε ερείπια» και δεν ήξερε πώς το σώμα της άντεξε την κακοποίηση και τώρα τη δίκη.
Ο Πελικό συνελήφθη τον Σεπτέμβριο του 2020, επειδή προσπαθούσε να βιντεοσκοπήσει γυναίκες κάτω από τις φούστες τους σε ένα εμπορικό κέντρο του Καρπεντράς. Είχε συλληφθεί άλλη μια φορά, για παρόμοιο αδίκημα, στο Παρίσι, το 2010. Όταν τότε καταδικάστηκε σε απλό πρόστιμο ύψους 100 ευρώ και η σύζυγός του δεν το έμαθε ποτέ.
Οι 50 άνδρες που δικάζονται μαζί με τον σύζυγό της περιλαμβάνουν έναν τοπικό σύμβουλο, νοσηλευτές, έναν δημοσιογράφο, έναν πρώην αστυνομικό, έναν φύλακα σωφρονιστικού ιδρύματος, έναν στρατιώτη, έναν πυροσβέστη και έναν δημόσιο υπάλληλο, πολλοί από τους οποίους ζούσαν γύρω από το Μάζαν, μια πόλη περίπου 6.000 κατοίκων. Οι άνδρες ήταν ηλικίας μεταξύ 26 και 73 ετών κατά τη στιγμή των συλλήψεών τους.
Αρκετοί από τους κατηγορούμενους αρνήθηκαν τις κατηγορίες, λέγοντας στην αστυνομία ότι δεν γνώριζαν πως η Gisèle P. δεν συναινούσε στην πράξη, κατηγορώντας τον σύζυγό της ότι τους εξαπάτησε. Οι αρχές δεν κατάφεραν να ταυτοποιήσουν και να εντοπίσουν τους περισσότερους από 30 άλλους άνδρες που καταγράφηκαν.
Από την έναρξη της δίκης, το Γαλλικό Πρακτορείο και άλλα γαλλικά μέσα ενημέρωσης επέλεξαν να μην αναφέρουν το επώνυμο Πελικό, για να προστατεύσουν την ιδιωτική ζωή των τριών παιδιών και των έξι εγγονιών του ζεύγους, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ. Τα παιδιά ωστόσο γνωστοποίησαν σήμερα μέσω των δικηγόρων τους ότι θέλουν να γίνει γνωστό το επώνυμό τους επειδή έχει γίνει «συνώνυμο του κουράγιου που ενσαρκώνει η μητέρα τους».
Ο δικηγόρος της Gisèle P., δήλωσε ότι δεν ήθελε μια δίκη κεκλεισμένων των θυρών γιατί «αυτό θα ήθελαν αυτοί που της επιτέθηκαν».
Η δίκη στην Αβινιόν αναμένεται να διαρκέσει τέσσερις μήνες. Ο Dominique Pélicot, 71 ετών, και οι 50 άλλοι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν ποινή κάθειρξης 20 ετών.