Έξι εβδομάδες απομένουν για τις εθνικές εκλογές στη Γερμανία και οι δημοσκοπήσεις, όπως είναι φυσικό, δίνουν και παίρνουν. Οι τάσεις που έχουν διαμορφωθεί ήδη από τους τελευταίους μήνες της κυβέρνησης του Όλαφ Σολτς φαίνεται ότι είναι ισχυρές και διατηρούν τη δυναμική τους, καθώς η χώρα μπαίνει στην τελική ευθεία για τις κάλπες της 23ης Φεβρουαρίου.
Οι κεντροδεξιοί συντηρητικοί του CDU/CSU προηγούνται σταθερά σε όλες τις δημοσκοπήσεις. Στην πιο πρόσφατη δημοσκόπηση του πρώτου κρατικού δικτύου ARD, οι Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές συγκεντρώνουν το 31%. Δεύτερη πολιτική δύναμη συνεχίζει επίσης σταθερά να καταγράφεται το ακροδεξιό Alternative fuer Deutschland (AfD), οι νέοι καλύτεροι φίλοι του μεγιστάνα Έλον Μασκ, λαμβάνοντας στη συγκεκριμένη δημοσκόπηση το 20% της πρόθεσης ψήφου.
“Μάχη” γίνεται απ’ ό,τι φαίνεται για την τρίτη ανάμεσα στους σήμερα κυβερνώντες εταίρους της Κεντροαριστέρας, το σοσιαλδημοκρατικό SPD του καγκελάριου Όλαφ Σολτς με 15% και το κόμμα των Πρασίνων με 14%. Εντός του κοινοβουλίου (Bundestag) φαίνεται ότι θα είναι με άνεση το αριστερό συντηρητικό BSW, ενώ εκτός βουλής θα μείνουν πιθανότατα το φιλελεύθερο FDP και το κόμμα της κομμουνιστικής Αριστεράς Die Linke, καθώς δεν συγκεντρώνουν το απαιτούμενο 5%.
Μια ενδιαφέρουσα, ωστόσο, τάση που ενισχύεται το τελευταίο διάστημα αφορά τη δημοφιλία του υποψηφίου καγκελαρίου για το κόμμα των Πρασίνων, του μέχρι τώρα Υπουργού Οικονομίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ. Σε δημοσκόπηση για λογαριασμό του ZDF, του δεύτερου κρατικού δικτύου της γερμανικής τηλεόρασης, ο Χάμπεκ ισοβαθμεί στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία με τον επικεφαλής των Χριστιανοδημοκρατών Φρίντριχ Μερτς, με τον δεύτερο όμως να πέφτει και τον υποψήφιο των Πρασίνων να εμφανίζει ισχυρή ανοδική τάση.
Πρόκειται, αν μη τι άλλο, για μια εξέλιξη που κεντρίζει το πολιτικό κλίμα και δημιουργεί μια δυναμική, με δεδομένο μάλιστα ότι ένα από τα σενάρια για την κυβέρνηση της επόμενης ημέρας, είναι μια συγκυβέρνηση CDU-Πρασίνων και ο ίδιος ο Μερτς δεν είναι σταθερά ιδιαίτερα δημοφιλής. Σε κάθε περίπτωση, η δημοφιλία των πολιτικών από μόνη της δεν διαμορφώνει το εκλογικό αποτέλεσμα, που σε μεγάλο βαθμό μοιάζει να διαμορφώνεται, αλλά όλα τα σενάρια για τη διαμόρφωση της επόμενης κυβέρνησης παραμένουν ανοιχτά.