Ο Λυμπέρης είχε γνωρίσει τη γυναίκα του Βασιλική την άνοιξη του 1967. Συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο Λαϊκό Νοσοκομείο, όπου νοσηλεύονταν οι πατεράδες τους. Υπήρξε αμοιβαία και έντονη έλξη, κάτι που τους οδήγησε στον γάμο πριν κλείσει η ίδια χρονιά, με τη Βασιλική να είναι ήδη έγκυος. Τα προβλήματα άρχισαν όταν ο Λυμπέρης έμεινε χωρίς δουλειά, κάτι στο οποίο δεν βοήθησε και η πώληση ενός οικοπέδου της Βασιλικής, αφού το κατάστημα με μπαταρίες που άνοιξαν έκλεισε κι αυτό.
Από εκεί και πέρα τα οικονομικά προβλήματα γίνονται πιεστικά και κάνουν πιο έντονη την καθημερινότητα του ζευγαριού. Η κατάσταση πήρε άλλη τροπή όταν η Βασιλική έμαθε ότι ο Λυμπέρης είχε σχέση με άλλη γυναίκα, γι’ αυτό και δεν του επέτρεψε να μπει στο σπίτι τις παραμονές των Χριστουγέννων του 1971, έχοντας καταθέσει ήδη αίτηση για διαζύγιο. Όντας πλέον σε διάσταση με τη σύζυγό του και ζώντας προσωρινά σε ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της Αθήνας, ο Λυμπέρης αναζητά τρόπους για να εκδικηθεί. Σε μία από τις κοινωνικές του επαφές γνωρίζει τον Παύλο Αγγελόπουλο.
Έχοντας καταναλώσει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ, αναχωρούν για το σπίτι όπου ζούσε η οικογένεια του Λυμπέρη. Για να επιβεβαιώσουν ότι δεν θα βρίσκονται τα παιδιά εκεί, ο Λυμπέρης τηλεφωνεί στο σπίτι και η πεθερά του, για να αποφύγει πιθανή επίσκεψη, του λέει ότι η Βασιλική και τα δύο μικρά παιδιά τους λείπουν και θα επιστρέψουν μετά από μέρες. Αποφασισμένοι πλέον να πραγματοποιήσουν το σχέδιό τους, φθάνουν στο σπίτι και αρχίζουν την αποτρόπαια δράση τους. Πάρκαραν το αυτοκίνητο σε ένα παρακείμενο χωράφι, πήραν τα μπιτόνια με τη βενζίνη στα χέρια, και οι δυο τους, Λυμπέρης και Αγγελόπουλος, προχώρησαν προς το σπίτι, αφήνοντας τον Καπρέτσο να φυλάει τσίλιες.
Ο Αγγελόπουλος μπήκε πρώτος και προχώρησε προς το δωμάτιο της πεθεράς όπου ήταν και το κρεβατάκι του μικρού γιου. Έχυσε όλη τη βενζίνη και άναψε το σπίρτο, με αποτέλεσμα το δωμάτιο να λαμπαδιάσει αμέσως και να προκληθεί και μία μικρή έκρηξη. Το δίπλα δωμάτιο, αυτό της Βασιλικής και της μικρής τους κόρης, το είχε αναλάβει ο Λυμπέρης. Όμως από τον θόρυβο είχε ξυπνήσει η Βασιλική και πρόλαβε να δει τον άνδρα της να περιχύνει με βενζίνη τα πάντα.
Η Βασιλική πρόλαβε να του πει ότι πάει να κάψει τα παιδιά του, όμως ο Λυμπέρης δεν διστάζει καθόλου και ανάβει το σπίρτο, σπρώχνοντας την άτυχη Βασιλική και πάλι μέσα στη φωτιά. Επικρατούν σκηνές αλλοφροσύνης, καθώς τέσσερις άνθρωποι ουρλιάζουν μέσα στις φλόγες, ενώ ο Αγγελόπουλος, αντιλαμβανόμενος ότι καίγονται και τα παιδιά, ρίχνει το τρίτο δοχείο με βενζίνη προς τον Λυμπέρη, ο οποίος όμως καταφέρνει να ξεφύγει, με ελαφρά εγκαύματα. Οι τρεις αναχωρούν βιαστικά από το σπίτι, αφήνοντας πίσω τους τρεις νεκρούς, και τη Βασιλική να χαροπαλεύει.
Η άτυχη γυναίκα κατάφερε να επιβιώσει για λίγες ακόμα ώρες, οι οποίες ήταν αρκετές ώστε να μιλήσει και να αποκαλύψει ποιος ήταν ο υπεύθυνος γι’ αυτό το μακελειό. Τελικά η Βασιλική δεν άντεξε και την επόμενη μέρα κατέληξε, ακολουθώντας την τύχη της μητέρας της Αντιγόνης Μάρκου, 55 ετών, της 3χρονης κόρης της Παναγιώτας και του μόλις ενός έτους γιου της Γιώργου.
Ο Λυμπέρης και οι άλλοι τρεις υποστήριξαν ως άλλοθι ότι έπαιζαν χαρτιά την ώρα του ειδεχθούς εγκλήματος. Και ότι τα εγκαύματα που είχε στο πρόσωπο είχαν προκληθεί από έκρηξη στο γκαζάκι για τον καφέ. Όμως ήδη η Βασιλική είχε μιλήσει κι έτσι πολύ σύντομα ο Λυμπέρης και οι συνεργοί του παραδέχθηκαν την πράξη τους.
Η υπόθεση, όπως είναι προφανές, προκάλεσε τεράστιο ενδιαφέρον στην κοινή γνώμη, με τις εφημερίδες να μιλούν για το ειδεχθέστερο έγκλημα της δεκαετίας. Η δίκη των τεσσάρων (είχε προστεθεί και ο Θανάσης Σταμάτης, ο άνθρωπος που έκρυψε τα ρούχα τους μετά τη φωτιά, για υπόθαλψη εγκληματία) ξεκίνησε στις αρχές Μαΐου του 1972 και αποτέλεσε μία από τις πιο εμβληματικές δικαστικές υποθέσεις των τελευταίων δεκαετιών.
Οι δικαστές και οι ένορκοι προσπάθησαν να διερευνήσουν τι είναι αυτό που κάνει κάποιον άνθρωπο να φθάνει σε αυτό το σημείο αποκτήνωσης. Οι μάρτυρες κατηγορίας αναφέρονταν στον Λυμπέρη με εντελώς απαξιωτικό τρόπο, λέγοντας ότι επρόκειτο για έναν άνθρωπο που είχε προσεγγίσει τη Βασιλική μόνο για την περιουσία της, ότι την εκμεταλλευόταν οικονομικά και πως σπαταλούσε τα χρήματα για να περνά καλά. Υπήρχε και η άλλη πλευρά των μαρτύρων υπεράσπισης, που μιλούσαν για έναν καλό οικογενειάρχη, ο οποίος ήταν θύμα της κακής πεθεράς που καθοδηγούσε την κόρη της και έκανε δύσκολη τη ζωή του ζευγαριού.
***
Ο Λυμπέρης στην απολογία του είπε ότι δεν γνώριζε ότι τα παιδιά του ήταν μέσα στο σπίτι και ότι δεν ήθελε να προκαλέσει αυτό το κακό. Ενώ οι άλλοι τρεις τα έριξαν όλα στον Λυμπέρη με σκοπό να αποφύγουν τα χειρότερα και το μένος της κοινής γνώμης που ζητούσε την εσχάτη των ποινών ως μοναδική τιμωρία που τους αξίζει. Ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του σημείωσε ότι το έγκλημα ήταν εκ προμελέτης, είχε ερωτικά κίνητρα (λόγω της σχέσης του Λυμπέρη με τη Μαρία Γκίκα) και πως ήταν ένα έγκλημα που εμφανιζόταν για πρώτη φορά στα χρονικά της Ελλάδας.
Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν καταπέλτης. Τετράκις εις θάνατον ο Λυμπέρης και ο Αγγελόπουλος, τετράκις ισόβια στον Καπρέτσο και 3 χρόνια φυλάκισης στον Σταμάτη για υπόθαλψη εγκληματία. Μετά την καταδίκη, ο Λυμπέρης μεταφέρθηκε στις Φυλακές της Αίγινας όπου κλείστηκε σε ειδικό θάλαμο για αποφυγή λιντσαρίσματος από τους υπόλοιπους κατάδικους.
Ο Λυμπέρης εκτελέστηκε τα ξημερώματα τις 25ης Αυγούστου του 1972 στην περιοχή Αοράκια του Ηρακλείου, στο πεδίο βολής του στρατού. Λίγο πριν είχε κάνει την τελευταία αίτηση χάριτος, η οποία είχε και πάλι απορριφθεί, ενώ του είχε επιτραπεί να γράψει επιστολή στη μητέρα του. Ο Αγγελόπουλος παρέμεινε στη φυλακή μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και δεν εκτελέστηκε καθώς ο δικτάτορας Παπαδόπουλος του είχε δώσει χάρη επειδή ήταν κάτω των 18 ετών όταν έγινε το έγκλημα, καθιστώντας τον Λυμπέρη τον τελευταίο Έλληνα που οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα.