Η Μαρία, κόρη του Μιχάλη Νεονάκη ή Σφακιανομιχάλη, γεννήθηκε το έτος 1926 στο χωριό Καμάρες Ηρακλείου. Ήταν μοναχοκόρη, με πέντε αδέρφια. Εκείνο το φοβερό καλοκαίρι του 1944, σημάδεψε ανεξίτηλα τη ζωή της Μαρίας. Στις αρχές Μαΐου, ο κατοχικός στρατός πυρπόλησε, αφού πρώτα λεηλάτησε, το χωριό της Καμάρες.
Η οικογένεια του Σφακιανομιχάλη αναγκάστηκε να αναζητήσει καταφύγιο στην περιοχή «Αλώνες». Τον Μάιο και Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, η Μαρία, βίωσε τη σύλληψη και την “εξαφάνιση” του αδερφού της Κωστή, (αργότερα μαθεύτηκε ότι πνίγηκε κατά τη βύθιση του πλοίου Τάναϊς στις 9 Ιουνίου 1944). Στις 14 Αυγούστου, παραμονή της Κοίμησης της Θεοτόκου, έμαθε την εκτέλεση του δεύτερου αδερφού της Ζαχαρία στα Σκούρβουλα.
Τον ίδιο μήνα Αύγουστο, ζει τη δολοφονία του τρίτου της αδερφού Αντώνη στην περιοχή «Χριστός», όταν το παλικάρι προσπάθησε να ειδοποιήσει τους αντάρτες ότι οι Γερμανοί ανεβαίνουν στη «Βρύση του Χατζή» και τους αναζητούν.
Το τρίτο δεκαήμερο του Αυγούστου, γερμανική περίπολος συναντά τον πατέρα της Μιχάλη ή Σφακιανομιχάλη στην περιοχή «Παστελά τ’Αρμάκι» και τον δολοφονεί.
Η Μαρία απομένει με δύο αδερφούς, τον Γιώργη και τον Γρηγόρη και μετά την κατοχή παντρεύτηκε τον Γεώργιο Σαριδάκη ή Λαγό. Μαζί, αποκτούν εφτά παιδιά. Ο γιος της Κωστής Σαριδάκης ή Λαγός, ζει στις Καμάρες και περιγράφει σε ένα συγκινητικό και γεμάτο συναισθήματα τραγούδι, την απέραντη θλίψη της μητέρας του για τον χαμό των τριών αδερφών και του πατέρα της από τον φασιστικό και ναζιστικό γερμανικό στρατό.
Ο καημός, ο πόνος, τα βάσανα, η δυστυχία και ο απίστευτος αγώνας αναδημιουργίας, πλημμυρίζουν τους στίχους του τραγουδιού. Γράφει ο ποιητής Κωστής Σαριδάκης για τη μητέρα του:
«Αρχίζω με παράπονο με στεναγμό και πόνο,
και γράφω για τη μάνα μου λίγες σελίδες μόνο.
Για τη ζωή της μάνας μου το γράφω το βιβλίο,
τα βάσανα που πέρασε σε όλο της το βίο.
Μοναχοκόρη ήσουνε του Σφακιανομιχάλη,
και είχες πέντε αδερφούς και σ’είχανε καμάρι.
Μα δεν εκράτησε πολύ η τόση ευτυχία,
γιατ’ήρθε μάνα ο πόλεμος ήρθε η δυστυχία.
Τα σπίθια σας εκάψανε και κλαίτε και θρηνείτε,
και στα χωράφια πήγετε μάνα και κατοικείτε.
Μα στους Αλώνους πήγετε που είχετε περβόλι,
γύρω τριγύρω ήτανε οι συγγενείς σας όλοι.
Τ’αδέρφια σου αρχίσανε χτίζαν’εκεί ένα σπίτι,
μα η μαύρη μοίρα θέλησε στη μέση να τ’αφήσει.
Κι ένα ψαρί μες στα δεντρά κάθε βραδιά φωνάζει,
κι είναι κακό γιατί σκορπά το νεκρικό σημάδι.
Τρεις αδερφοί χαθήκανε, τέταρτος ο πατέρας,
για σένα ο ήλιος έσβησε σκοτείνιασε η μέρα.
Πρώτος εχάθηκε ο Κωστής, όμηρο τον επήραν
μαζί με άλλους χωριανούς δεν ξέρουν που τους πήγαν.
Άλλ’είπαν τους σκοτώσανε άλλοι πως τους βουλιάξαν
κι άλλοι σε φούρνους τσ’έβαλαν αζωντανούς τσι κάψαν.
Οι μέρες επερνούσανε κι ο Αύγουστος σιμώνει,
πάλι στσ’Αλώνες το ζαρί κλαίει και ξημερώνει.
Εμπήκενε ο Αύγουστος κι όσο περνούν οι μέρες,
σα τη βροχή επέφτανε τω Γερμανώ οι σφαίρες.
Ήτανε μήνας Αύγουστος σπερνό δεκαπεντάρη,
που’γινε η εκτέλεση στα Σκούρβουλα στο πλάι.
Σαράντα εσκοτώσανε όπου δεν έλειπ’ένας,
γι’αυτό’ναι’κει τα χώματα με αίμα ποτισμένα.
Μα μέσα στην εκτέλεση ήταν ο αδερφός σου,
ήταν ο Ζαχαρίας σας κι ο δεύτερος νεκρός σου.
Έγινε η εκτέλεση στα Σκούρβουλα στο πλάι,
κλαίει πενθεί η Μεσαρά πενθεί η Κρήτη πάλι.
Οι δυο σας με τη μάνα σου και δύο συγγενές σας,
ήρθανε για βοήθεια μην είστε μοναχές σας.
Και τα πουλιά σταμάτησαν εκειά δεν κελαηδούνε,
μα μοιρολόγια δυνατά στο κάμπο αντιλαλούνε.
Γυναίκες κλαιν τους άντρες τους και μάνες για τους γιους τους,
κλαίνε αδερφές τσι αδερφούς κι όλους τους συγγενούς τους.
Μα πιο πολύ εκλαίγανε μικρά παιδιά με πόνο,
που χάσανε τη μάνα ντως και μείνανε στο δρόμο.
Το Ζαχαρία εβάλετε σε ένα ζώο πάνω,
και ήρθετε στη Γρηγοριά να κάμετε το γάμο.
Κομμάθια από τη κεφαλή κρατούσες στο μαντήλι,
μα είχες πόνο στη καρδιά και στεναγμό στα χείλη.
Μα ήρθετε στη Γρηγοριά κι εκάμετε κηδεία,
χάνεις το δεύτερο αδερφό μάνα το Ζαχαρία.
Η μάνα σου ήταν από κει κ’είχετε συγγενούς σας,
και σας εβοηθήσανε να μη σαλέψει ο νους σας.
Μετά στσ’Αλώνους πήγετε και κλαίτε και πονείτε
κι οι συγγενείς σας ε μιλούν για να παρηγορείστε.
Μα λίγες μέρες πέρασαν κι ήρθε κι άλλο μαντάτο,
Αντώνης εσκοτώθηκε η στο Χριστό πιο κάτω.
Αντώνη σε σκοτώσανε η στο Χριστό πιο κάτω,
κι ήρθαν κρυφά οι συγγενείς και σου’σκαψαν το λάκκο.
Είχε την αγωνία του στσ’αντάρτες να μηνύσει,
πως έβγαιναν οι Γερμανοί η στου Χατζή τη Βρύση.
Είχανε βγάλει ένταλμα άντρες μη περπατούνε,
απ’τα καημένα τα χωριά γιατί θα εκτελεστούνε.
Από τσ’Αλώνους ξεκινάς η στο Χριστό να φτάξεις,
να βρεις τον άλλο σου αδερφό μάνα να τόνε θάψεις.
Μα όσα βράδια πήγανε μάνα οι συγγενείς σου,
ήρθαν και τόνε θάψετε μην είσαι μοναχή σου.
Δίχως παπά δίχως κερί και δίχως θυμιατήρι,
εθάβανε όλοι τσι νεκρούς να μη τους φάνε οι σκύλοι.
Μα ο μεγάλος αδερφός ήτανε παντρεμένος,
μ’αυτός με τη γυναίκα του αλλού’ταν πηγαιμένος.
Κι ο έχτος ο μικρότερος ήταν παιδί ακόμη,
και τόνε συγκλονίσανε τα βάσανα κι οι πόνοι.
Η μάνα σου ήτανε χλωμή και παραπονεμένη,
μα τα παιδιά της έχανε κι είναι δυστυχισμένη.
Μα είχες τον πατέρα σου και σου’δινε κουράγιο,
και σου’λεγε Μαρία μου πρέπει να έχεις θάρρος.
Είναι παιδί μου πόλεμος κι έχει πολλά να ιδούμε,
γιατί μπορεί σα μ’αύριο κι’εμείς να σκοτωθούμε.
Σου είπε πως θα πήγαινε τα ζώα για να φτιάξει,
μ’αυτός επήγε κι έκατσε στου Παστελά στ’Αρμάκι.
Εκεί’κατσε σε μιαν ελιά κι έκλαιγε τα παιδιά του,
κι είχε στα μάθια δάκρυα και πόνο στη καρδιά του.
Μα που τη Γερακόπετρα οι Γερμανοί προβάλα,
και μόλις τον αντίκρισαν του παίξανε τη μπάλα.
Μετά περάσανε από κει και πιο κοντά σιμώνουν,
και άλλες σφαίρες του’παιξαν και τόνε ποσκοτώνουν.
Πιο κάτω που καθόσαστε τσι μπαλωθιές γροικάτε,
και κλαίτε και χτυπιόσαστε βοήθεια ζητάτε.
Βοήθεια εφώναζες κανένας δε προβαίρνει,
γιατί πιο πέρα οι Γερμανοί ήτανε σκορπισμένοι.
Και μοναχή σου ξεκινάς και κάνεις το σταυρό σου,
για ν’ανεβείς στου Παστελά να βρεις τον άνθρωπό σου.
Πατέρα μου του φώναζες μήπως και σου μιλήσει,
μα μόνο που επρόλαβες τα μάθια του να κλείσεις.
Μετά ξανακατέβηκες πήρες κασμά και φθυάρι,
το χώμα πήγες κι έσκαψες μνημείο να του κάμεις.
Όσο μπορούσες έσκαψες κι έκανες το μνημείο,
γιατί δεν ήταν μπορετό η στο νεκροταφείο.
Ήρθανε κάποιες συγγενιές για να σε βοηθήσουν,
σ’αυτές τις δύσκολες στιγμές μην είσαι μοναχή σου.
Μα ένας πρώτος θείος σου για να’ρθει στην κηδεία,
μάνα μου τον εντύσανε με ρούχα γυναικεία.
Φύγαν οι Νεονάκηδες ένας μετά τον άλλο,
κι είναι ο πόνος σας βαρύς και ο καημός μεγάλος.
Ήσουνα στα δεκαοκτώ μάνα βασανισμένη,
και μες στα μαύρα ήσουνε από κλωστής ντυμένη.
Μα η κακομοίρα η μάνα σου μέρα και νύχτα κλαίει,
και μες στο μοιρολόι της αυτά τα λόγια λέει:
Κωστή και Ζαχαρία μου Αντώνη και Μιχάλη,
τη μοίρα και τη τύχη μου μην έχει μάνα άλλη.
Μα κι άλλες μάνες στο χωριό είχαν κι αυτές κηδεία,
μα’ γω κι η Σταθοράκενα είχαμε τα πρωτεία.
Μα κι η Φουντομιχάλενα μετά και η Στρατίνα,
πολλές μανάδες κλάψανε τα μαύρα χρόνια εκείνα.
Μα ο χειμώνας έφτασε και που’θελα σταθείτε,
και πήγετε στη Γρηγοριά μάνα και κατοικείτε.
Και μόλις φεύγουν Γερμανοί μάνα από την Κρήτη,
εις τις Καμάρες ήρθετε και χτίζετε το σπίτι.
Η δεύτερή σου επιλογή ήτανε το μνημείο,
για να μαζέψεις τα οστά η στο νεκροταφείο.
Επήγες πάλι κι έσκαψες και άνοιγες μνημεία,
και τοτεσάς τος έκαμες τη δεύτερη κηδεία.
Τα χρόνια επεράσανε κι ήρθε η παντριγιά σου,
και έκαμες εφτά παιδιά και χαίρεται η καρδιά σου.
Εφτά παιδιά μεγάλωνες μα πέθανε το ένα,
είναι κι αυτό στα βάσανα που είχες περασμένα.
Μα ήταν χρόνια δύσκολα και με μεγάλη κρίση,
και πάλευες καθημερνώς μάνα για να μας ζήσεις.
Έξι παιδιά μεγάλωνες μάνα μου κάθε μέρα,
γιατ’έλειπε ο πατέρας μου το πιο πολύ στα ξένα.
Πολύ σκληρά επάλευες να ζήσεις τα παιδιά σου,
μα ήρθαν κι άλλα βάσανα ήρθε κι η αρρωστιά σου.
Αρρώστησες πολύ βαριά, βαριά για να ποθάνεις,
γύρισε κι ο πατέρας μου δεν είχε τι να κάνει.
Σε πήγε σε πολλούς γιατρούς ήθελε να σε γιάνει,
μα ήτανε φαίνεται γραφτό πρώτος για να ποθάνει.
Γιατ’έφυγε πολύ νωρίς στα εξήντα ένα χρόνια,
έφυγε και δε χάρηκε ούτε παιδιά κι εγγόνια.
Στα χέρια σου ξεψύχησε πήρες κι αυτή τη μπόρα,
μα μαθημένη ήσουνα σαν τα βουνά στα χιόνια.
Φαίνεται πως η Παναγιά σου έδινε κουράγιο,
και τον αντιμετώπιζες όπως παλιά το χάρο.
Ήσουνα μάνα άξια ήσουνα ηρωίδα,
και πάλευες μες στη ζωή τη μαύρη καταιγίδα.
Πάλι στα μαύρα εντύθηκες κι έκλαιγε η καρδιά σου,
μα είχες για παρηγοριά μάνα μου τα παιδιά σου.
Γιατί σε αγαπούσανε όλα παιδιά κι εγγόνια,
και ήτανε στο πλάι σου σε όλα σου τα χρόνια.
Ήσουνα άνθρωπος σωστός πίστευες τη θρησκεία,
κι ήσουνε κάθε Κυριακή πρώτη στην εκκλησία.
Οικονομία έκανες μάνα μου τα λεφτά σου,
και πάντα εβοήθουνες τα εγγόνια τα παιδιά σου.
Ήθελες η οικογένεια να είναι ενωμένη
και τούτο μόνο σ’έκανε να είσαι ευτυχισμένη.
Τότες που ήσουν πιο καλά μου’λεγες ιστορίες,
πάντα μιλούσες όμορφα κι έλεγες παροιμίες.
Τα βάσανα που είχα΄γω παιδί μου στη ζωή μου,
εύχομαι να μη τα περνούν ακόμη κι οι εχθροί μου.
Κι άθρωπος μη παινεύεται και στη πολλή του γνώση,
γιατί δεν ξέρει ο Θεός τι έχει να του δώσει.
Και ο πλούσιος και ο φτωχός κι ο βασιλιάς κι ο δούλος,
από το ίδιο κόσκινο περνά ο κόσμος ούλος.
Ποιος πλούσιος επόθανε και πήρετα μαζί του,
μόνο δυο πήχες σάβανο κι έντυσε το κορμί του.
Μα τα χωράφια τα λεφτά δε έχουνε αξία,
μα που θα πάει η ψυχή αυτό’χει σημασία.
…
Ήμουν εγώ στο πλάι σου μέχρι τα τελευταία,
και τ’όνομά μου έλεγες και κράτας με απ’τη χέρα.
Μάνα και τ’άλλα σου παιδιά κι αυτά ήταν κοντά σου,
τις τελευταίες σου στιγμές που σταματά η καρδιά σου.
Χαλάλι μάνα ο κόπος μας χίλιες φορές χαλάλι
κι εύχομαι να περνάς καλά η στη ζωή την άλλη.
Και αν υπάρχει άλλη ζωή στον Άδη όπως λένε,
να’χεις καλό παράδεισο τα μάθια σου μη κλαίνε.
Και να μπορούσα να’παιρνα τηλέφωνο στον Άδη,
ν’ανάψουν φώτα και κεριά μη βρεις κι εκειά σκοτάδι.
Η Παναγία μάνα μου να είναι στο πλευρό σου,
στον άλλο κόσμο εύχομαι να ξαναδείς το φως σου.
Να’ναι το χώμα ελαφρύ το μάρμαρο σεντόνι,
μάνα να βρεις τους συγγενείς να’στε παρέα όλοι.
Και μεις σε αγαπούσαμε όλοι παιδιά κι εγγόνια,
θα σ’έχομε ανάμνηση σε όλα μας τα χρόνια.
Μ’αν είχανε τηλέφωνα μάνα μου μες στον Άδη,
όλοι θα σου μιλούσαμε τη μέρα και το βράδυ.
Πάντα σ’αρέσαν τα παλιά και τα ωραία λόγια,
γι’αυτό και στην κηδεία σου, σου’κανα μοιρολόγια.
Δεν πρέπει να σε κλαίμενε μα να σου συγχωρούμε,
γιατί μας έμαθες σωστά στον κόσμο για να ζούμε.
Να παίρνομε παράδειγμα μάνα μου από σένα,
να’μαστε πάντα δυνατοί στση τύχης τα γραμμένα.
Με στεναγμό κι ανάμνηση και με πολλή αγάπη,
έγραψα στο βιβλίο μου της μάνας μου τα πάθη».
Ο Κωστής Σαριδάκης ή Λαγός, για τη γιαγιά του Ελένη (Γαργεράκη) που έχασε τρία της παιδιά, (Κωστή, Ζαχαρία και Αντώνη) και τον άντρα της Μιχάλη από τα βόλια των κατακτητών, αφιερώνει τα παρακάτω λόγια:
Έτος σαραντατέσσερα, χρονιά σημαδεμένη
και στα χωριά της Μεσαριάς πολλοί΄ναι σκοτωμένοι.
Μια μάνα μια Καμαριανή, κλαίει και δε σωπαίνει,
έχασε άντρα και παιδιά και τα μαλλιά τση σέρνει.
Η Σφακιανομιχάλενα, έκανε μοιρολόγια
και μείνανε ανάμνηση αυτά τα λίγα λόγια:
Κωστή και Ζαχαρία μου, Αντώνη και Μιχάλη,
τη μοίρα και τη τύχη μου, μην έχει μάνα άλλη.
*Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου