Το Β1 ορεινό Χειρουργείο Κοσίνας (Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-41)
Στρατιωτικός χάρτης της ΔΙΣ. Με το νούμερο 1 σημειώνεται το Β1 Ορεινό Χειρουργείο στην Κοσίνα.
Στρατιωτικός χάρτης της ΔΙΣ. Με το νούμερο 1 σημειώνεται το Β1 Ορεινό Χειρουργείο στην Κοσίνα.

Την 28η Οκτωβρίου 1940, η Ελλάδα βρέθηκε στη δίνη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου.

Το ΟΧΙ του Ελληνικού λαού, μετατράπηκε σε σελίδες δόξας, στην αρχή εντός του Ελληνικού εδάφους και στη συνέχεια στα βουνά της Αλβανίας. Ο Ελληνικός Στρατός αντιμετώπιζε έναν εχθρό με ασύλληπτη δύναμη πυρός.

Για τις ανάγκες των τραυματιών στρατιωτών, στο χωριό Κοσίνα της Αλβανίας αναπτύχτηκε το Β1 Ορεινό Χειρουργείο, στις 22 Δεκεμβρίου 1941.

Ήταν το Ορεινό Χειρουργείο των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων με το μεγαλύτερο βάρος εργασίας από όλους τους υγειονομικούς σχηματισμούς, γιατί ήταν ο πιο προωθημένος σταθμός χειρουργικών επεμβάσεων στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου.

Από το Β1 Ορεινό Χειρουργείο Κοσίνας, «οι Α’ ανάγκης τραυματίες και ασθενείς διακομίζονταν αναλόγως του επείγοντος της θεραπείας, στο Χειρουργικό Χειρουργείο του Β΄ Σώματος Στρατού στο Λεσκοβίκι.

Οι Β΄ ανάγκης διακομίζονταν στο Χειρουργικό Συνεργείο του Λεσκοβικίου και οι Γ΄ ανάγκης τραυματίες και ασθενείς στο Νοσηλευτικό Κέντρο Ιωαννίνων. Τα δρομολόγια ήταν δύσβατα και πολλές φορές αποκλείονταν από τα χιόνια. Άλλος παράγοντας που επέδρασε δυσμενώς στο δύσκολο έργο των διακομιδών, ήταν η Ιταλική αεροπορία…».1

Σύμφωνα με τους καταστάσεις της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, στο Β1 Ορεινό Χειρουργείο της Κοσίνας, 223 στρατιώτες υπέκυψαν στα βαριά τους τραύματα.

Απ’αυτούς, οι 31 ήταν Κρητικοί:

Βαβουράκης Κωνσταντίνος τ. Στυλιανού, (Κοξαρέ), Γερογιαννάκης Μιχαήλ τ. Νικολάου, (Χουμέρι Μυλοποτάμου), Γιαμαλάκης Νικόλαος τ. Ιωάννου, (Ανώπολη Ηρακλείου), Δασκαλάκης Ζαχαρίας τ. Κωνσταντίνου, (Μεγάλη Βρύση), Ζουριδάκης Εμμανουήλ τ. Δημοσθένη, (Τοπόλια), Θεοδωράκης Ιωάννης τ. Αντωνίου, (Ηράκλειο), Κανάκης Νικόλαος τ. Μηνά, (Παχειά Άμμος), Κουτελιδάκης Πολυζώης τ. Μιχαήλ, (Γερακάρι), Κωνσταντινίδης Γεώργιος τ. Νικολάου, (Ηράκλειο), Λιοντάκης Ιωάννης τ. Εμμανουήλ, (Ιεράπετρα), Μιχελαράκης Αντώνιος τ. Ευστρατίου, (Παλαιόχωρα), Μποτονάκης Αντώνιος τ. Γεωργίου, (Κάντανος), Μπουρέκας Βασίλειος τ. Δημητρίου, (Κατσαμπάς Ηρακλείου), Μπουρμπάκης Αντώνιος τ. Ιωάννου, (Φρε), Μυριδάκης Δημήτριος τ. Βαρδή, (Χανιά), Νικηφοράκης Μιχαήλ τ. Γεωργίου, (Αχλάδα), Παπαδάκης Ευστράτιος τ. Μιχαήλ, (Κριτσά), Παπαδάκης Μιχαήλ τ. Χρήστου, (Χανιά), Παπαδάκης Στερεός τ. Νικολάου, (Κριτσά), Παπουτσάκης Κωνσταντίνος τ. Αντωνίου, (Αρμάχα), Προκοπάκης Μιχαήλ τ. Κωνσταντίνου, (Σάρχος), Σεληνιωτάκης Κυριάκος τ. Ροδάμανθυ, (Χανιά), Σκορδιλάκης Χαράλαμπος τ. Αντωνίου, (Μεγάλα Χωράφια), Σταγάκης Γεώργιος τ. Ιωάννου, (Κούμους), Σταυρακάκης Ιωάννης τ. Γεωργίου, (Αγία Τριάδα Σητείας), Σχοινάκης Ελευθέριος τ.  Γεωργίου, (Ρέθυμνο), Τζάτζιμος Ιωάννης τ. Θόδωρου, (Αγία Ρούμελη), Φανουράκης Κωνσταντίνος τ. Μιχαήλ, (Ηράκλειο), Χατζηδάκης Αντώνιος τ. Βασιλείου, (Γαβαλοχώρι), Χατζηδάκης Μάρκος τ. ­Ανδρέα, (Κουρνάς Αποκορώνου), Χουστουλάκης Αντώνιος τ. Δημητρίου, (Πανασσός).

Απόσπασμα δημοτικού τραγουδιού για τους τραυματίες του Ελληνοϊταλικού Πολέμου 1940-41 αναφέρει:

Τους τραυματίες έπαιρναν από το Πούντα Νόρτη

σε μια κουβέρτα έθεταν και φανταστείτε πόνοι.

Άλλους πηγαίναν στους γιατρούς και άλλους βοηθούσαν

κι άλλους στα χιόνια αφήνανε εκεί και ξεψυχούσαν.

Να τυραννιούνται να πονούν στους πάγους και στα χιόνια

μα όσοι κι αν γλυτώσαμε μας εκοπήκαν χρόνια.

Άλλοι παγώναν τ’ άκρα τους και στου γιατρού πηγαίναν

επροπατούσαν κι έσταζαν νερό μαζί και αίμα».2

 

Ο Μπουτσάκης Γεώργιος του Κωνσταντίνου, ανάπηρος του Ελληνοϊταλικού πολέμου από το χωριό Ασκοί Πεδιάδος, διηγείται:

«Ετραυματίστηκα στσι 17 του Φλεβάρη το 1941. Ήμαστε στην Αλβανία στην  Άρτζα Ντι Σόμπρα. Μας έβαζε το ιταλικό πυροβολικό.  Έσκασε μια οβίδα λίγο πιο  πέρα από μας και διασκορπιστήκανε τα βλήματα. Επήρα ένα βλήμα στο αριστερό  χέρι, στον καρπό. Το βλήμα έμεινε μέσα και μου το βγάλανε στο νοσοκομείο,  μεγέθους δραχμής ήτανε. Ένα πιο μικρό βλήμα επήρα στο δεξί πόδι. Αυτό ήτανε πιο  μικρό και δε μ’έβλαψε. Όταν μας χτυπούσανε οι Ιταλοί εμείς ήμαστε μπρούμυτα για  να προφυλαχτούμε. Εσυρθήκαμε λίγο παραπέρα όπως μπορούσε ο καθένας από μας  τσοι χτυπημένους. Όταν εχτυπήθηκα εσηκώθηκα κι εκράτουνα τη χέρα μου κι  ετρέχανε τα αίματα και φώναξα του χωριανού μου του Μιχάλη (Χανιωτάκη) που  σκοτώθηκε αργότερα.

-Έλα Μιχάλη να με βοηθήσεις!

Οι αξιωματικοί δεν τον αφήκανε να σηκωθεί να με βοηθήσει και μου λέγανε κι εμένα να πέσω χάμω γιατί θα με σκοτώσουνε οι οβίδες.

Έπεσα πάλι χάμω και με την κοιλιά εσύρθηκα αλάργο. Με πήρανε και με πήγανε στο  Ορεινό Χειρουργείο σε ένα γιατρό που τόνε λέγανε Μπεκιάρη. Στον Μπεκιάρη ήτανε  και ο αδερφός μου ο Φώτης ο Μπουτσάκης τραυματιοφορέας. Εκουβάλουνε τσοι  τραυματίες, από τη μάχη, στου Μπεκιάρη. Μου’δεσε την πληγή όπως όπως και με  έστειλε στο Ψάρι. Με τα πόδια επήγα από το Ορεινό Χειρουργείο στο Ψάρι. Μας  εκάνανε αλλαγές στσι επιδέσμους, μας επεριποιηθήκανε. Από εκεί μας επήρανε τσοι

τραυματίες με αυτοκίνητα και μας επήγανε στα Γιάννενα. Στη μεταφορά μάς  εσυνοδεύανε και νοσοκόμες. Στη διαδρομή μάς επιτεθήκανε τα ιταλικά αεροπλάνα. Μας είπανε να κατεβούμε από τα αυτοκίνητα.  Εμπήκαμε κάτω από τσι χαρουπιές που ήτανε στην άκρα του δρόμου. Τα αεροπλάνα  ερίξανε βόμβες. Αυτή η νοσοκόμα που με εσυνόδευε εσκοτώθηκε. Δε θυμούμαι πώς  τη λέγανε.

Από τα Γιάννενα μας επήρανε και μας μεταφέρανε στο νοσοκομείο στο Αγρίνιο. Στο  Αγρίνιο οι γιατροί εθέλανε να μου κόψουνε τη χέρα αλλά εγώ δεν ήθελα. Επρήστηκα  πολύ, έγινα χάλια κι εκόντεψε να πεθάνω, αλλά δόξα τω Θεώ με τσι

περιποιήσεις στο νοσοκομείο δεν επέθανα. Ούτε το χέρι μού κόψανε. Θυμούμαι δυο  καλούς γιατρούς το Σπεράντζα και το Γιατράκο. Στο νοσοκομείο έκανα πολύ καιρό.

Ούτε γράμμα δεν έστειλα τση κεράς μου επαδέ στο χωριό στσοι Ασκούς. Είχα και την  κόρη μου, είχε γεννηθεί πριν τον πόλεμο. Από το νοσοκομείο, όταν έφτιαξε λίγο το  χέρι μου, επήγα στην Αθήνα.

Εκατεβήκαμε στον Πειραιά κι εβρήκαμε ένα καράβι,  κακοκάραβο. Μας είπε ο καπετάνιος να φύγομε για την Κρήτη γιατί την άλλη μέρα  δεν θα μπορούμε. Εμπήκαμε μέσα με ένα άλλο στρατιώτη και μας εκατέβασε στσι  Καλύβες στα Χανιά. Στσι Καλύβες εκάμαμε μισή μέρα. Εβρήκαμε ένα αυτοκίνητο  και μας επήρε για το Ηράκλειο.

Από το Ηράκλειο ήρθα με τα πόδια στο χωριό και έφταξα νύχτα. Μετά δυο μέρες  επέφτανε οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές στην Κρήτη.

Ο Μπορμπουδάκης Ελευθέριος του Γεωργίου, ανάπηρος του Ελληνοϊταλικού Πολέμου από το χωριό Ασκοί Πεδιάδος, θυμάται:

«…στην Κλεισούρα επιάσαμε την πρώτη μάχη. Μας εβομβαρδίζανε τα ιταλικά  αεροπλάνα. Εμείς ερίξαμε ένα αεροπλάνο. Επροχωρήσαμε στην Τρεμπεσίνα κι εκεί  εδώσαμε τσι μεγάλες μάχες. Εγώ ήμουνα στα πολυβόλα. Τη νύχτα εμέναμε σε  τρύπες που εφτιάχναμε μέσα στο χιόνι.

Όσες πέτρες εβρίσκαμε, τις μαζώναμε και τις  βάναμε μπροστά για κάλυψη. Στην Τρεμπεσίνα είχανε βγει πρώτα από μας άλλοι  και  εμέναμε στα ορύγματα που είχανε φτιάξει αυτοί. Στο αμπρί που επήγαμε να μπούμε, εβρήκαμε τρεις σκοτωμένους δικούς μας στρατιώτες.

Όταν ανεβαίναμε στην Τρεμπεσίνα για να δώσομε τη μεγάλη μάχη, οι Ιταλοί είχανε  κάτι μεγάφωνα και μας εφωνάζανε στα Ελληνικά:

-Έλληνες στρατιώτες, παραδοθείτε στον Ιταλικό στρατό!

Εμείς εδώσαμε το Φλεβάρη μια μεγάλη μάχη στο ύψωμα Πούντα Νόρντ. Εχαθήκανε  πολλοί δικοί μας στη μάχη αυτή. Ένας από τσι Στάβγιες, ο Γιάννης Τσικνάκης,  εσκοτώθηκε μπροστά μου. Του λέω κάτσε μωρέ Γιάννη κάτω γιατί θα σε  σκοτώσουνε. Ήτανε ορθός. Ένα βλήμα τον έριξε κάτω. Έσκασε η οβίδα και ένα  βλήμα τον επήρε στο κεφάλι. Με τον Τσικνάκη ήμαστε μαζί στο ίδιο πολυβόλο.  Αυτός ήτανε γεμιστής. Έβαζε τσι σφαίρες με τσι ταινίες στο πολυβόλο ορθός.

(Σημ.:  Ο Γιάννης Τσικνάκης από το χωριό Στάβγιες, όπως αναφέρεται στα αρχεία του  στρατού, σκοτώθηκε στις 18  Φεβρουαρίου 1941. Είχε μεταφερθεί βαριά  τραυματισμένος από το μέτωπο στο Ορεινό Χειρουργείο στο Ψάρι, όπου και  υπέκυψε).

Στση 9 του Μάρτη, των Αγίων Σαράντα, έκανε ο Μουσολίνι γενική επίθεση. Ο  ουρανός είχε συννεφιάσει. Το ιταλικό πυροβολικό μας έβαζε συνέχεια. Εκατεβήκαμε  να πάρομε νερό από το χαράκι, είχε μια πηγή πιο κάτω κι επηγαίναμε και παίρναμε  νερό. Οι Ιταλοί μας επισημάνανε και ερίχνανε στο νερό συνέχεια οβίδες με τα  πυροβόλα. Επήραμε το νερό κι εφύγαμε γρήγορα. Εκεί  εσυναντήσαμε και δυο  αξιωματικούς γιατρούς, τον Καραντινό και τον Σπυριδάκη, Ηρακλειώτες.

Την άλλη μέρα ο επιλοχίας μού λέει:

-Ένας χωριανός σου εσκοτώθηκε. Πήγαινε να δεις. Επήγα και είδα το Μιχάλη (Χανιωτάκη), κάτω πεσμένο. Το πρόσωπό του ήτανε  χτυπημένο. Έσκυψα από πάνω του. Ένας γιατρός που εκοίταζε τους νεκρούς και  τους τραυματίες μου’πε ότι είναι νεκρός. Επήρα την ταυτότητά του και ότι βαστούσε  και μου’πε ο επιλοχίας να τα δώσω στη μονάδα του. Μετά δυο μέρες μού λέει πάλι ο  επιλοχίας ότι σκοτώθηκε κι  άλλος χωριανός μου. Ο Μορφιαδάκης ο Μανόλης.  Επήγα πάλι και τον είδα κι αυτόν κάτω πεσμένο, στο νερό δίπλα. Από απόσταση  όμως γιατί οι Ιταλοί μας  εβάζανε με το πυροβολικό. Εκείνη την ημέρα μπορεί να μας  ερίξανε οι Ιταλοί πάνω από χίλια βλήματα. Το Μανόλη τον επήραμε το βράδυ.

Εδίδαμε μάχη 48 ώρες συνέχεια. Στη μάχη αυτή ετραυματίστηκα εγώ και ο Αντώνης  ο Σγουροβασιλάκης από το Καστέλλι.  Έπεσε μια οβίδα και ένα βλήμα εκαρφώθηκε  στο πόδι μου λίγο πιο κάτω από το γόνατο. Ετρέχανε τα αίματα. Δεν εμπορούσα να  κινηθώ, να το κουνήσω. Ήρθε και ο Αντώνης ο Σγουροβασίλης και μου λέει ότι δεν  μπορεί να με σηκώσει γιατί επήρε κι αυτός βλήμα στα  πλευρά. Έβγαλε το χιτώνιο  και το ποκάμισό του είχε γεμίσει αίματα. Είδα το βλήμα και του το’βγαλα. Ο  Αντώνης το πήρε και το φύλαξε. Μας επήρανε οι τραυματιοφορείς και μας  εκατεβάσανε πιο κάτω.

 

Εμένα το βλήμα δεν μου είχε κάνει ζημιά μεγάλη. Είχε καρφωθεί όμως μέσα και δεν  εμπορούσα να πατήσω. Μου λέει ένας αξιωματικός να πάω πίσω γιατί οι Ιταλοί μάς  κάνουν επίθεση και πρέπει να πάω πάλι στο πολυβόλο πάση θυσία. Εγώ επήγα να  σηκωθώ κι έπεσα χάμω. Με σηκώσανε δυο άτομα και με πήγανε πάλι πίσω. Ο  Αντώνης επήγε στο νοσοκομείο, ήτανε σοβαρά χτυπημένος.

(Σημ.:  Ο Αντώνης Σγουροβασιλάκης του Ιωάννου από το Καστέλλι, όπως  αναφέρεται στα αρχεία του Στρατού, τραυματίστηκε στις 14  Μαρτίου 1941).

Εγύρισα στο πολυβόλο και οι διαταγές που’χαμε ήτανε να κρατήσομε τσι θέσεις μας.  Ούτε μπροστά να προχωρήσομε ούτε πίσω. Οι Ιταλοί μάς βάζανε συνέχεια με τα  πυροβόλα τους. Μια μέρα ο παρατηρητής του λόχου μας, είδε με τα κιάλια ότι οι  Ιταλοί κάνουνε διανομή φαγητού σε μια πλαγιά. Υπολογίζει την απόσταση και δίνει  σήμα στα δικά μας πυροβόλα. Θυμούμαι ότι οι οβίδες μας επέσανε δίπλα στο Ιταλικό  καζάνι με το φαΐ. Εκείνη τη μέρα τως εκάμαμε μεγάλη ζημιά.

Ύστερα άρχισε η οπισθοχώρηση. Εφεύγαμε σιγά- σιγά προς τα πίσω, μέχρι που  καταλήξαμε στην Πελοπόννησο. Στην Πελοπόννησο έκαμα πολύ καιρό. Από το  Ελαφονήσι εμπήκαμε μια μέρα σε ένα καΐκι και περάσαμε τα Κύθηρα, τα  Αντικύθηρα και εβγήκαμε στο νομό Χανίων σε μια περιοχή που λέγεται Ροδωπού.  Με τα πόδια έφταξα μετά κάμποσες μέρες στο χωριό μου στσοι Ασκούς. Το βλήμα  που με χτύπησε είναι ακόμη καρφωμένο στο πόδι μου. Οι γιατροί δεν το βγάλανε.  Όταν χαλά ο καιρός υποφέρω.

Από τον πόλεμο στην Αλβανία δεν θα ξεχάσω την πείνα μας και τσι κακουχίες που  επεράσαμε. Το κρύο που τραβήξαμε και το χιόνι. Παντού χιόνι. Εκοιμούμαστε  απάνω στο χιόνι.  Αυτό στο τέλος το συνηθίζεις, δεν είναι σπουδαίο. Εκείνο που δε  μπορώ να ξεχάσω είναι οι σκοτωμένοι φίλοι μας. Τσοι βλέπαμε και δεν εμπορούσαμε  να κάνομε πράμα. Θυμούμαι και τσοι Ιταλούς όντε μας επαραδίνουντανε. Δεν  τσοι’νοιαζε καθόλου. Οι πιο πολλοί το θέλανε κιόλας. Θυμούμαι κι ένα αξιωματικό  μας ψυχωμένο, Κουρή τον ελέγανε. Με το πιστόλι να τραβά μπροστά και να μας  φωνάζει:

-Αέρα παιδιά, τσοι  φάγαμε!

Αξιωματικός που το’λεγε η καρδιά του.

Μια μέρα μάς είπανε στην Τρεμπεσίνα οι αξιωματικοί μας ότι θα υποχωρήσομε και  θα γυρίσομε πίσω. Έπιασα το πολυβόλο μου και το αφόπλισα. Έβγαλα το κλείστρο  και έκλαψα. Το σήκωσα και το πέταξα το  πολυβόλο σε ένα γκρεμό. Με πήρανε τα  δάκρυα. Σαν να πέταξα ένα άθρωπο. Η μεγαλύτερη στενοχώρια μου σ’αυτό τον  πόλεμο».

Ο παγόπληκτος στρατιώτης Χαραλαμπάκης Γεώργιος του Μιχαήλ από το Καστέλλι Πεδιάδος θυμάται πως έχασε στο χειρουργείο του Στρατιωτικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων τα κάτω άκρα του:

«Φτάσαμε στα Γιάννενα και μας κατέβασαν στο Νοσοκομείο. Νοσοκόμες μας  παραλαμβάνουν και μας τοποθετούν στα κρεβάτια αφού αλλάξαμε τα  στρατιωτικά ρούχα. Δε θυμούμαι πόσες ώρες κοιμόμουνα αλλά όταν ξύπνησα ακούω στα αυτιά μου  ένα ήχο σαν να σέρνονται κλαδιά. Νομίζω ότι είμαι στο μέτωπο  και ότι μας  κάνουν επίθεση οι Ιταλοί. Παίζω μια και σηκώνομαι στο κρεβάτι και φωνάζω:

«Το πολυβόλο μου!».

Κάποιος γιατρός βάζει το χέρι του στο στήθος μου και μου λέει:

-Ησύχασε, δεν είσαι στο μέτωπο αλλά στο χειρουργείο.

Τότε κατάλαβα πού βρισκόμουν και ότι ο θόρυβος είναι από τα μηχανήματα του  χειρουργείου.

Την άλλη μέρα βλέπω τα πόδια μου με επιδέσμους χωρίς να ξέρω τι συμβαίνει.  Την δεύτερη μέρα έρχεται το κλιμάκιο των γιατρών για αλλαγή. Ο νοσοκόμος μού βγάζει τους επιδέσμους και βλέπω τα πόδια μου σκισμένα με τρεις χαρακιές  το καθένα. Ο νοσοκόμος με κάποιο ειδικό εργαλείο στην άκρη ενός ψαλιδιού με  καθαρίζει και τοποθετεί άλλες γάζες.

Δεν θυμάμαι αν έγιναν τρεις ή τέσσερις αλλαγές, αλλά σε κάθε αλλαγή έβλεπα τα  δάχτυλά μου να παίρνουν ένα μαύρο χρώμα.

Ένα πρωί έρχεται ένας γιατρός με δυο αδερφές και σέρνουν ένα καροτσάκι με  τα ιατρικά εργαλεία. Έρχονται στο κρεβάτι μου. Οι αδερφές μού λύνουν τους  επιδέσμους από τα πόδια. Ο γιατρός κάθεται στο κρεβάτι με την πλάτη  γυρισμένη προς τα μένα. Οι αδερφές κάθονται η μια από τα  δεξιά και η άλλη από  τα αριστερά και μου πιάνουν την κουβέντα. Πόσα αδέρφια είμαστε, πώς λένε τον πατέρα μου, πώς τη μάνα μου.  Μια  ψαλιδιά αισθάνομαι και δίδω ένα τίναγμα στο πόδι μου χωρίς να ξέρω τι κάνει ο  γιατρός. Η κουβέντα συνεχίζεται και οι ψαλιδιές το ίδιο. Εγώ να τινάσσω το  πόδι μου μετά από κάθε ψαλιδιά. Η μια αδερφή πιάνει τους επιδέσμους και μου  δένει τα πόδια. Φεύγουν ο  γιατρός με τις νοσοκόμες. Δεν είδα τι έγινε αλλά  εκατάλαβα.

Σκεπάζομαι από κορφής με τις κουβέρτες και έκλαψα, έκλαψα, έκλαψα. Και  τώρα που το λέω,  ένας βαθύς αναστεναγμός βγαίνει από το στήθος μου…».

 

1 Η Υγειονομική Υπηρεσία του Στρατού κατά τον Πόλεμο 1940-41, ΔΙΣ, σελ. 80-81.

2 Καλλιόπη  Κοζυράκη τ. Ζαχαρία, Μουχτάρω, Σεπτέμβρης 2003.

 

* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου  Θραψανού Πεδιάδος