Ξύλινος σταυρός τοποθετήθηκε το 1945 από τους Σφακιανούς στον τόπο της εκτέλεσης των 26 πατριωτών.

Ο Νικόλαος Χαράλαμπου Ρουκουνάκης, με καταγωγή από τα Ακούμια Ρεθύμνου, παντρεύτηκε την Αικατερίνη Μαράκη από τον Χάρακα Μονοφατσίου και κατοίκησε στο χωριό Χάρακας.

Ο Νικόλαος Χαράλαμπου Ρουκουνάκης, με καταγωγή από τα Ακούμια Ρεθύμνου
Εκτελέστηκε από τα στρατεύματα

Το επάγγελμά του ήταν γιατρός, χειρουργός γυναικολόγος. Με την Αικατερίνη απέκτησαν τέσσερα παιδιά.

Τον Άγγελο, (1907), τον Γιώργο, (1909), τον Δημήτριο, (1911) και τον Αριστείδη, (1915).

Η γυναίκα του Νικολάου Ρουκουνάκη πεθαίνει και έρχεται σε δεύτερο γάμο με την Αθηνά από τον Άγιο Μύρωνα. Αποκτά ένα ακόμη γιο, τον Ιωάννη, (1921).

Ο Άγγελος υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως έφεδρος ανθυπολοχαγός.

Με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, ο Άγγελος δεν επιστρατεύτηκε, ως πρώτο παιδί πολύτεκνης οικογένειας.

Τα τρία του αδέλφια, Γιώργος, Δημήτρης και Αριστείδης, πήραν μέρος πολεμώντας τους Ιταλούς  στα βουνά της Αλβανίας.

Οι αιτήσεις του προς την Ελληνική Κυβέρνηση να επιστρατευτεί ως εθελοντής και να πολεμήσει δεν έγιναν δεκτές.

Τα αδέλφια του Γιώργος, (έμπορος), Δημήτρης (ανθυπίατρος, παθολόγος), και Αριστείδης (υπάλληλος Τραπέζης), επέστρεψαν από το μέτωπο με τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας.

Ο Άγγελος υπηρετούσε ως διευθυντής στο Ταχυδρομικό Γραφείο της Χώρας Σφακίων (Τ.Τ.Τ.). Στις 20 Μαΐου 1941, ξεκίνησε η μάχη της Κρήτης.

Ο Άγγελος Νικολάου Ρουκουνάκης από τον Χάρακα Μονοφατσίου.
Ο Άγγελος Νικολάου Ρουκουνάκης από τον Χάρακα Μονοφατσίου.

Ο Άγγελος Ρουκουνάκης εγκαταλείπει τη θέση του στα Σφακιά και πολεμά τους αλεξιπτωτιστές στα Χανιά, στην περιοχή του Γαλατά. Από έναν αλεξιπτωτιστή που σκοτώνει παίρνει ένα μικρό ξιφίδιο, μέρος του εξοπλισμού του.

Την 1η Ιουνίου, με την κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς, επιστρέφει στη Χώρα Σφακίων, στα δημοσιοϋπαλληλικά του καθήκοντα.

Ένας μεγάλος αριθμός Βρετανών, Αυστραλών και Νεοζηλανδών στρατιωτών  κατευθύνονται και καταφτάνουν στην επαρχία Σφακίων με σκοπό τη διαφυγή τους στη Μέση Ανατολή.

Οι Σφακιανοί τούς περιθάλπουν, τους φροντίζουν και τους βοηθούν με όλα τα μέσα που διαθέτουν ως την αποχώρησή τους.

Ο Άγγελος Ρουκουνάκης πρωτοστατεί. Το Σεπτέμβρη του 1941, γερμανικός στρατός από 2.000 στρατιώτες κατακλύζει την Επαρχία Σφακίων. Σκοπός τους, η τιμωρία των κατοίκων, για την αρωγή που επέδειξαν προς τους συμμάχους μετά τη μάχη της Κρήτης. Σύστησαν αμέσως στρατοδικείο.

Το στρατοδικείο στεγάστηκε στο σπίτι του Ανδρέα Βουρδουμπά στη Χώρα Σφακίων.

Οι βάρβαροι γερμανοί δίκαζαν και καταδίκαζαν σε θάνατο αθώους πολίτες. Τους καταδίκους έκλειναν στο σπίτι του Νικολάου Μανουσογιάννη που βρίσκονταν δίπλα στου Βουρδουμπά. Απ’εκεί τους οδηγούσαν στα ερείπια παλιού φρουρίου, που δέσποζε πάνω από τη Χώρα Σφακίων και τους εκτελούσαν.

Ο Άγγελος Ρουκουνάκης κλήθηκε πρώτος για ανάκριση αλλά αφέθηκε ελεύθερος. Κλήθηκε όμως για δεύτερη φορά σε ανάκριση και το στρατοδικείο τον καταδίκασε σε θάνατο. Υπήρχε μαρτυρία ότι είχε πολεμήσει τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές, και ότι βοήθησε στη διαφυγή των συμμάχων. Οι γερμανοί, από 1 ως 7 Σεπτεμβρίου 1941, εκτέλεσαν  26 άντρες στη Χώρα Σφακίων. Όλοι οδηγήθηκαν και εκτελέστηκαν στο παλιό φρούριο, νοτιοανατολικά της Χώρας Σφακίων.

Αρχείο Γερμανικής Στρατιωτικής Διοικήσεως Κρήτης
κατοχής, στη Χώρα Σφακίων, το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου, το 1941.

Ο μόνος που δεν εκτελέστηκε στο φρούριο, ήταν ο Άγγελος Ρουκουνάκης. Ενώ τον οδηγούσαν από το Ταχυδρομικό γραφείο στον τόπο της εκτέλεσης, κατάφερε και λύθηκε.

Έστρεψε το βλέμμα του για λίγο στους δημίους του και απομακρύνθηκε τρέχοντας, διανύοντας λίγες δεκάδες μέτρα. Οι σφαίρες των κατακτητών πρόλαβαν και τον σκότωσαν. Το σώμα του λύγισε και βρέθηκε στο πλακόστρωτο της Χώρας Σφακίων.

Ένα αυλάκι από αίμα σύρθηκε στις πλάκες. Το παλικάρι από τον Χάρακα Μονοφατσίου, ο Άγγελος Ρουκουνάκης, έπεσε για την πατρίδα χτυπημένος πισώπλατα.

Το ημερολόγιο έδειχνε Πέμπτη, 4 Σεπτεμβρίου 1941. Μεταφέρθηκε από τους υπόλοιπους μελλοθάνατους στο φρούριο και πετάχτηκε στον γκρεμό που έπεφταν νεκροί και οι υπόλοιποι Σφακιανοί. Διοικητής Κρήτης των κατοχικών δυνάμεων και υπεύθυνος για την εκτέλεση του Άγγελου Ρουκουνάκη, ο στρατηγός Αντρέ.

Μετά την κατάληψη του αεροδρομίου του Μάλεμε από τις αεραποβατικές γερμανικές δυνάμεις και την επικράτηση των κατοχικών δυνάμεων στον τομέα των Χανίων, ο στρατηγός Φράιμπεργκ διέταξε την οπισθοχώρηση των ανδρών του προς τα νότια παράλια και την προσπάθεια απαγκίστρωσής τους. Έτσι, χιλιάδες στρατιώτες, Βρετανοί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί, κατευθύνθηκαν στα Σφακιά. Ακολούθησαν και Έλληνες. Μαζί τους και ο στρατηγός Φράιμπεργκ, που διέμενε σε μία παραλιακή σπηλιά της Χώρας Σφακίων.

Φτάνοντας στο φαράγγι της Ίμπρου και έχοντας συνοδεία φορτηγά αυτοκίνητα γεμάτα με όπλα και εφόδια (ρουχισμό, φάρμακα, τρόφιμα) διαπίστωσαν ότι ήταν αδύνατη η μεταφορά των αυτοκινήτων στα παράλια των Σφακίων. Για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού, κατακρήμνισαν δεκάδες φορτηγά αυτοκίνητα στο φαράγγι.

Οι Γερμανοί που ακολουθούσαν, με διαταγή του Κουρτ Στούντεντ, άρχισαν σφοδρούς βομβαρδισμούς. Στις 29-30 και 31 Μαΐου ρίχτηκαν στη Χώρα Σφακίων περίπου 500 βόμβες. Από τις βόμβες, που αρκετές δεν εξερράγησαν, γκρεμίστηκαν ελάχιστα σπίτια λόγω του εδάφους. Μεταξύ των σπιτιών που έπαθαν ζημιές ήταν και του Γεωργίου Στυλιανού Ξυλίκη που στέγαζε το Ταχυδρομικό Γραφείο με προϊστάμενο τον Άγγελο Νικολάου Ρουκουνάκη. Οι απώλειες των βομβαρδισμών ήταν τραγικές. Τριάντα εφτά (37) στρατιώτες των συμμάχων και δέκα (10) Έλληνες νεκροί.

Ο τόπος της εκτέλεσης των 26 πατριωτών, στο κάστρο της Χώρας

Στις 28 Μαΐου το βράδυ με τέσσερα (4) πλοία, στις 29 με άλλα τέσσερα (4), στις 30 με τρία (3) και στις 31 Μαΐου με δύο (2), μεταφέρθηκε ένας μεγάλος αριθμός, Βρετανών και μόνο στη Μέση Ανατολή. Εφτά χιλιάδες στρατιώτες των  συμμάχων αιχμαλωτίστηκαν και 500 Έλληνες. Όλοι οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στα Χανιά.

Όσοι Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί παρέμειναν διασκορπίστηκαν στα ορεινά των Σφακίων, κυρίως στα δάση της Ανώπολης, της Αράδαινας και του Αγίου Ιωάννη, να κρυφτούν. Το βάρος της περίθαλψης και της αρωγής, το ανέλαβαν κυρίως όλοι οι κάτοικοι της Ανώπολης. Μεταξύ εκείνων που περιέθαλψαν τους συμμάχους πρωτοστάτησε ο Άγγελος Νικολάου Ρουκουνάκης.

Οι Γερμανοί αποχώρησαν από τα Σφακιά στις 2 Ιουνίου 1941, αφήνοντας αρχικά ένα φυλάκιο με 200 στρατιώτες και κατόπιν με 40. Αμέσως ξεκίνησαν με προκηρύξεις και δημοσιεύματα στις φιλογερμανικές εφημερίδες «Κρητικός Κήρυξ» του Ηρακλείου και «Παρατηρητής» των Χανίων, να καλούν τον πληθυσμό να καταδίδει και να παραδίδει τους Βρετανούς, Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς στρατιώτες που είχαν παραμείνει στην Κρήτη. Αν δεν το έκαναν, όποιος γνώριζε και περιέθαλπε σύμμαχο, θα τιμωρούνταν με την ποινή του θανάτου.

Τη Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 1941, με διαταγή του νέου διοικητή Κρήτης στρατηγού Αντρέ, φτάνουν στα Σφακιά 2.000 Γερμανοί στρατιώτες. Αποστολή τους η σύλληψη και τιμωρία όλων εκείνων που βοήθησαν τους συμμάχους και η αναζήτηση εκείνων που κρύβονται στα ορεινά της επαρχίας Σφακίων.

Συστήνουν στρατοδικείο με διερμηνέα έναν Δημόπουλο. Το στρατοδικείο στεγάζεται στο σπίτι του Ανδρέα Βουρδουμπά  και αρχίζουν να δικάζουν και να καταδικάζουν. Ένα μεγάλο μέρος της γερμανικής δύναμης κατευθύνεται στην Ανώπολη με έναν προδότη από τη Χώρα Σφακίων. Μαρτυρίες κατοίκων αναφέρουν ότι οι Γερμανοί έφτασαν στα Σφακιά έχοντας στα χέρια τους κατάλογο με τα ονόματα  των Σφακιανών που έψαχναν.

Επίταξαν το σπίτι του Νικολάου Μανουσογιάννη που βρισκόταν δίπλα στου Βουρδουμπά και το μετέτρεψαν σε κρατητήριο. Πρώτος κλήθηκε για ανάκριση ο Άγγελος Νικολάου Ρουκουνάκης με τους ταχυδρομικούς υπαλλήλους. Μετά την ανάκριση κλείστηκε στο σπίτι του Μανουσογιάννη. Την επόμενη ημέρα οδηγήθηκε και πάλι στον στρατοδίκη. Μεταφέρθηκε στο Ταχυδρομείο και του ζητήθηκε να ανοίξει το χρηματοκιβώτιο.

Εκείνος αρνήθηκε. Μέσα είχε κρύψει ένα γερμανικό ξιφίδιο. Επικαλέστηκε ότι έχει χάσει το κλειδί με το βομβαρδισμό του γραφείου, τον Μάιο του 1941. Οι Γερμανοί τον οδήγησαν και πάλι στον στρατοδίκη. Καταδικάστηκε σε θάνατο. Μετά την εκταφή του, το κλειδί του χρηματοκιβωτίου βρέθηκε ραμμένο σε μια εσωτερική τσέπη του παντελονιού του.

Συνολικά, από Δευτέρα 1 ως Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 1941, δικάστηκαν, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν με την κατηγορία «αρωγής στον εχθρό», 26 πατριώτες.  Τρεις από τη Χώρα Σφακίων, δύο από τους Κομητάδες, δύο από την Αγία Ρούμελη, ένας από το Λειβαδά Σελίνου, ένας από τα Ποτιστήρια Κυδωνίας,  ένας από το Βαρύπετρο Κυδωνίας, ένας από τη Σούγια Σελίνου, δεκατέσσερις από την Ανώπολη και ο Άγγελος Ρουκουνάκης από τον Χάρακα Μονοφατσίου.

  1. Ιωσήφ Γ. Δουρουντάκης, Χώρα Σφακίων(Γιαχουντής)
  1. Ιωάννης Νικ. Φουντουλάκης, Κομητάδες Δημήτριος Θ. Γιουκάκης, Μουρί Σφακίων-Κομητάδες
  1. Γεώργιος Ν. Δουρουντάκης Χώρα Σφακίων
  2. Άγγελος Νικ. Ρουκουνάκης,     Χάρακας Μονοφατσίου
  1. Στυλιανός Νικ. Κουμακάκης, Λειβαδάς Σελίνου
  2. Γεώργιος Ιωσήφ Τζάτζιμος, Αγία ΡούμεληÏÂÎÁ
  3. Εμμανουήλ Γ. Τζάτζιμος, Αγία Ρούμελη
  4. Ανδρέας Κρητικός, Ποτηστήρια Κυδωνίας,    πρόσφυγας
  1. Γεώργιος Μιχ. Καντουνάτος, Λειβανιανά-Ανώπολη
  2. Ιωάννης Μιχ. Κουφάκης, Βαρύπετρο Κυδωνίας
  3. Γεώργιος Νικ. Κατσιάς, Χώρα Σφακίων
  4. Ανδρέας Νικ. Αθητάκης, Ανώπολη
  5. Ανδρέας Ν. Ζαχαριάς, Ανώπολη
  6. Γεώργιος Μαν. Κοντορίνης, Ανώπολη
  7. Γρηγόριος Μιχ. Αθητάκης, Ανώπολη
  8. Νικόλαος Ανδρ. Γλυμένος, Ανώπολη
  9. Εμμανουήλ Ανδρ. Σαβιολής, Ανώπολη
  10. Στυλιανός Ιωάννου Μαυριγιάννης, Ανώπολη
  11. Στυλιανός Ιωάννου Σαβιολής, Ανώπολη
  12. Νικόλαος Δημ. Παπαδερός, Ανώπολη
  13. Ιωάννης Γεωργίου Κριαράς, Ανώπολη
  14. Γεώργιος Γεωργίου Κριαράς, Ανώπολη
  15. Νικόλαος Ιωάννου Αθητάκης, Ανώπολη
  16. Σπυρίδωνας Δημητρίου Παπαδερός,   Ανώπολη
  17. Γεώργιος Ιωάννου Μετοχαράκης, Σούγια.

Οι 26 μελλοθάνατοι στήνονταν έξω από το φρούριο της Χώρας Σφακίων, στην άκρη ενός γκρεμού, δίπλα από ένα βράχο δύο μέτρων ύψους. Εκεί οδηγούνταν από τους Γερμανούς δυο-δυο, τρεις-τρεις, όλη τη βδομάδα από 1 ως 7 Σεπτεμβρίου 1941. Κάτω από τον γκρεμό, οι βράχοι δημιουργούσαν ένα φυσικό κοίλωμα που έπεφταν οι σκοτωμένοι. Η θάλασσα ανοιγόταν μπροστά. Τα πολυβόλα κροτάλιζαν και οι νεκροί κατρακυλούσαν ο ένας πάνω στον άλλο, στο κοίλωμα του γκρεμού. Ο μόνος που δεν εκτελέστηκε στον βράχο ήταν ο Άγγελος Ρουκουνάκης.

Δολοφονήθηκε πισώπλατα, έξω από το Ταχυδρομικό Γραφείο, όταν προσπάθησε να διαφύγει. Η σορός του μεταφέρθηκε μαζί με των άλλων εκτελεσμένων. Ο Γεώργιος Δουρουντάκης του Νικολάου, όταν στήθηκε στην άκρη του γκρεμού για να εκτελεστεί, έτρεξε προς τη θάλασσα. Λίγο πριν προλάβει να πέσει στο νερό και να σωθεί, δολοφονήθηκε κι αυτός πισώπλατα. Οι Γερμανοί, για να αποφύγουν άλλη απόπειρα δραπέτευσης προς τη θάλασσα, επίταξαν μια βάρκα με βαρκάρη ένα δεκαπεντάχρονο παιδί, τον Γιάννη Τζαρδή.

Μέσα στη βάρκα επιβιβάζονταν κάθε μέρα δύο οπλισμένοι Γερμανοί  και ο Τζαρδής την οδηγούσε απέναντι από το σημείο της εκτέλεσης. Οι νεκροί παρέμειναν άταφοι όλη την εβδομάδα.  Όταν τελείωσαν οι εκτελέσεις, επειδή δεν υπήρχε χώμα, οι Γερμανοί με δυναμίτη προσπάθησαν να ανατινάξουν μέρος του γκρεμού για να σκεπαστούν τα θύματα. Δεν τα κατάφεραν. Κατόπιν τους περιέλουσαν με πετρέλαιο και τους έβαλαν φωτιά. Ούτε αυτό είχε επιτυχία. Διέταξαν ύστερα τους κατοίκους και μετέφεραν χώμα, από άλλα σημεία της Χώρας Σφακίων, και τους σκέπασαν. Απαγόρευσαν ακόμη στους ιερείς να τελέσουν τη λειτουργία της ταφής.

«…εκεί τα πτώματα όλα έμεναν συσσωρευμένα όλην την εβδομάδα μέχρι του Σαββάτου που κατέπαυσαν αι εκτελέσεις ότε κατ’εντολήν του προέδρου του στρατοδικείου έπρεπε να ταφούν, ή δια να είμεθα ακριβέστεροι να σκεπασθούν με χώμα, διότι ταφή νεκρού υπονοεί την συμμετοχήν της εκκλησίας και την τέλεσιν όλων εκείνων που επί του προκειμένου προβλέπει η εκκλησία μας.

Δεδομένου λοιπόν ότι στον τόπον εκείνον δεν υπήρχε χώμα, οι Γερμανοί στρατιώται δια να σκεπάσουν τους νεκρούς επεχείρησαν με χειροβομβίδες να ανοίξουν λάκκους δια να σκεπασθούν τα πτώματα. Επειδή όμως στην προσπάθειά των αυτήν απέτυχον, μετεχειρίσθησαν τότε πετρέλαιον δια να τους καύσουν. Επειδή όμως το πετρέλαιον φιλανθρωπότερον απ’αυτούς εσεβάσθη τους νεκρούς, ηναγκάσθησαν να προσφύγουν σε αγγαρείαν των εντοπίων προς επιτυχίαν του επιδιωκόμενου σκοπού. Και πράγματι η αγγαρεία αυτή επέτυχε μεταφέρουσα χώμα από τα πέριξ να καλύψη προχείρως τους νεκρούς…”1

Μετά την αποχώρηση των Γερμανών από το Λασίθι, το Ηράκλειο και το Ρέθυμνο και τη σύμτυξή τους στην «Οχυρά Θέση Χανίων» τον Οκτώβριο του 1944, οι συγγενείς των σκοτωμένων τοποθέτησαν ένα ξύλινο μεγάλο σταυρό στο σημείο της εκτέλεσης. Στις 21 Οκτωβρίου 1945 τελέστηκε το πρώτο μνημόσυνο των 26 θυμάτων.2

Λίγα χρόνια αργότερα, με την οικονομική βοήθεια των Σφακιανών της Αμερικής, στήθηκε ένα μνημείο δίπλα στον κεντρικό δρόμο και μεταφέρθηκαν εκεί τα οστά των παλικαριών.

Έτσι «χάθηκ唪 το παλικάρι ο Άγγελος Ρουκουνάκης, από τον Χάρακα Μονοφατσίου. Μαζί με 25 Σφακιανούς. Εκτελέστηκαν από τον ´καλύτεροª στρατό του κόσμου, τον στρατό των «ιπποτών», κατά δήλωση σημερινών Γερμανών πανεπιστημιακών, τιμώμενων και από το Πανεπιστήμιο Κρήτης.  Άταφοι, χωρίς να επιτρέψουν τη χριστιανική τελετή της ταφής τους. Έγιναν όμως σύμβολα θυσίας.

Κληροδοτώντας στους σύγχρονους νεοέλληνες παραδείγματα εθελοθυσίας και πατριωτισμού. Για να μην ξεχνούμε…

 

1  Ιωσήφ Ανδρέα Παπαδόπετρου, «Όσα δε σβήνει ο χρόνος», Ρέθυμνο 1963, σελ. 47

2  ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ 26 Σφακιανών

Την 21 Οκτωβρίου ημέραν Κυριακήν και ώραν 10 π.μ. η Κοινότης Χώρας Σφακίων τελεί εις τον ιερόν ναόν της κωμοπόλεως μνημόσυνον υπέρ των 26 εκτελεσθέντων υπό των Γερμανών μελών της και παρακαλεί τους τιμώντας την μνήμην των όπως τιμήσωσι τούτο δια της παρουσίας των.

Χώρα Σφακίων τη 8 Οκτωβρίου 1945

Ο Πρόεδρος της Κοινότητας  ΝΙΚ. ΔΟΥΡΟΥΝΤΟΥΣ

(εφημερίδα ΒΗΜΑ Χανίων, 9 Οκτωβρ. 1945)

 

* Του Γεωργίου Α. Καλογεράκη, δρος Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντή Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος