(21 Αυγούστου 1944, εκτέλεση Δαμαστιανών στη θέση Κερατίδι)
Στις 8 Αυγούστου 1944, πριν από 77 χρόνια, έξω από το χωριό Δαμάστα Μαλεβυζίου, πάνω στον κεντρικό δρόμο Ηρακλείου – Ρεθύμνου στη θέση «Δαμαστός», πραγματοποιήθηκε επιθετική ενέργεια ανταρτών εναντίον Γερμανοϊταλών, ένα εγχείρημα που ονομάστηκε από τους ιστορικούς «σαμποτάζ της Δαμάστας». Στο σαμποτάζ συμμετείχαν και αντάρτες από την Ανεξάρτητη Ομάδα Ανωγείων. Στην Έκθεση της ΑΟΑ Ανωγείων, (σ. 70-73), το σαμποτάζ περιγράφεται ως εξής:
´”Την νύχτα της 7ης προς την 8ην Αυγούστου 1944 κατόπιν διαταγής του συμμαχικού στρατηγείου Μέσης Ανατολής, επιθυμούντος να χτυπηθεί το Γερμανικόν τμήμα ασφαλείας της μοναδικής αμαξιτής αρτηρίας της ενούσης τας πόλεις Ηρακλείου Ρεθύμνης – Χανίων, συνεκροτήθη τμήμα Σαμποτάζ, υπό ανδρών της Ανεξαρτήτου Ανταρτικής Ομάδος Ανωγείων υπό τον Νικόλ. Γ. Σταυρακάκην, εκ των ανταρτών:
- Ι. Κ.Σμπώκονή Κωστακογιάννην
- Ε. Β.Σπιθούρην
- Ε. Γ.Κοντόκαλον
- Κ. Β.Κεφαλογιάννηνή Κουντόκωσταν
- Ελευθ. Ε.Σκουλάν
- Εξ Ρώσοιαπελευθερωθέντεςαιχμάλωτοι και δρώντες από μακρού χρόνου μετά της ομάδος Ανωγείων και υπό τας διαταγάς αυτής.
Ολόκληρον το απόσπασμα ετέθη υπό τας διαταγάς του Βρεττανού Λοχαγού ΜΟΣ ΜΠΙΛ, όστις είχεν μεθ’εαυτού και τους κάτωθι:
- Ζαχαρ. Χαιρέτης εξΑυγενικής Μαλεβυζίου
- Γεώργ.Τυράκης εξ Αμαρίου
- Γεώργ.Σμπώκος εξ Αγίου Θωμά.
Το ως άνω απόσπασμα εγκατέστησεν ενέδραν επί της καμπής της οδού Ηρακλείου Ρεθύμνης και εις απόστασιν 1300 μέτρων δυτικώς του χωρίου Δαμάστα Μαλεβυζίου. Ολόκληρος η δύναμις της Ενόπλου Ομάδος Ανωγείων ετέθη εν επιφυλακή και εις επικαίρους θέσεις δια να υποστηρίξη το συμπτυχθησόμενον απόσπασμα μετά την εκπλήρωσιν της αποστολής του.
ΠΡΩΤΗ ΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑΤΟΣ
Την πρωίαν της 8ης Αυγούστου, αφού απεμονώθησαν οι κινηθέντες κάτοικοι του χωρίου Δαμάστας, ως και πάντες οι διερχόμενοι εκ της περιφερείας εκείνης εντός χαράδρας παρακειμένης και επιτηρούμενοι εν αυτή, το Απόσπασμα ετοποθέτησεν αντιαρματικήν νάρκην εις την καμπήν ακριβώς της οδού, κατέλαβεν θέσεις κατά μήκος ταύτης και ανέμενεν την άφιξιν του Γερμανικού Αποσπάσματος ασφαλείας της οδού, των ανδρών αυτού καταλαβόντων επικαίρους θέσεις πέριξ της θέσεως υπονομεύσεως της οδού.
Την 17.45 ώραν ακριβώς έφθασαν εις τον τόπον της ενέδρας προερχόμενα εξ Ηρακλείου τρία αυτοκίνητα μετά δυνάμεως 18 Γερμανοϊταλών, του πρώτου ανατιναχθέντος υπό της νάρκης και των λοιπών αχρηστευθέντων, φονευθέντων εν ταυτώ τριών Γερμανών στρατιωτών και τεσσάρων Ιταλών, των λοιπών συλληφθέντων αιχμαλώτων αποδεκατισθείσης συνεπώς ολοκλήρου της εχθρικής δυνάμεως, δια των ομαδικών πυρών όλων των όπλων, κατόπιν αιφνιδιαστικής επιθέσεω
Μετά ταύτα το απόσπασμα επεδόθη εν σπουδή εις την εκκαθάρισιν της οδού εκ των υπολειμμάτων των αναφλεγέντων αυτοκινήτων, των αιχμαλώτων μεταφερθέντων και φυλασσομένων εις ασφαλές μέρος, των δε ανδρών του αποσπάσματος καταλαβόντων εκ νέου τας θέσεις των εν αναμονή αφίξεως του αποσπάσματος ασφαλείας οδού
ΔΕΥΤΕΡΑ ΦΑΣΙΣ ΤΟΥ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑΤΟΣ
Την 08.30 περίπου ώραν ο παρατηρητής του Αποσπάσματος εκ της κατευθύνσεως του Ηρακλείου ανήγγειλεν δια συνθήματος την άφιξιν του Γερμανικού αποσπάσματος ασφαλείας της οδού, αποτελουμένου εξ ενός Τεθωρακισμένου αυτοκινήτου, διαθέτοντος δύο πολυβόλα και εξ ενός μεγάλου στρατ/κού αυτ/του μετά γερμανικής δυνάμεως 45 περίπου ανδρών.
Ευθύς ως προσήγγισεν το αυτοκίνητον εις τας θέσεις των ενεδρευόντων ανδρών, ο Βρετανός Λοχαγός ΜΟΣ ΜΠΗΛ, ό και επί κεφαλής του αποσπάσματος διέταξεν την εκτέλεσιν ομαδικών πυρών εξ εγγυτάτης αποστάσεως δι’όλων των όπλων και των ταχυβόλων, εναντίον αμφοτέρων των οχημάτων, εξουδετερωθείσης αυτοστιγμή της μεταφερομένης επ’αυτοκινήτου δυνάμεως, χωρίς να δυνηθή να κάμη χρήσιν των όπλων της, του Τεθωρακισμένου όμως οχήματος εκτελούντος πυρά δια των πολυβόλων του προς όλας τας κατευθύνσεις.
Ο Βρετανός Λοχαγός ΜΟΣ ΜΠΗΛ με αξιοθαύμαστον πραγματικώς ψυχραιμίαν και θάρρους δι ενός άλματος έφθασεν εις απόστασιν 10 μέτρων εκ του οχήματος και δια του ταχυβόλου του εφόνευσεν τον χειριστήν του ενός Πολυβόλου του Τεθωρακισμένου οχήματος και μετά ταύτα ησχολήθη με την λήψιν φωτογραφιών της εξελισσομένης Μάχης.
Δια συστηματικών ενεργειών των ανδρών του αποσπάσματος επετεύχθη η κύκλωσις του Τεθωρακισμένου οχήματος και καθ ην στιγμήν επέκειτο η καταστροφή τούτου, πράγμα όπερ αντελήφθη ο χειριστής του εκινήθη ολοταχώς όπισθεν με κατεύθυνσιν προς το Ηράκλειον, ότε και το ημέτερον Απόσπασμα παραλαβών μεθ’εαυτού τους αιχμαλώτους και εκ των Λαφύρων τον οπλισμόν και τα πυρομαχικά, επανήλθεν εις την βάσιν εξορμήσεώς του, εις το Λιμέρι Ανωγείων.
Κατά το εγχείρημα τούτο επεδείξαντο εξαιρετικήν ψυχραιμίαν άπαντες οι λαβόντες μέρος εις το Απόσπασμα ιδιαιτέραν δε αυτοθυσίαν και ηρωισμόν ο Κωνστ. Β. Κεφαλογιάννης, δι ό και επροτάθη υπό της Αγγλικής Υπηρεσίας δια παράσημον.
Κατά την επιχείρησιν ταύτην αι απώλειαι της Ανεξάρτ. Ανταρτ. Ομάδος Ανωγείων ήσαν:
Ν Ε Κ Ρ Ο Ι : Εις Ρώσος Στρατιώτης
ΤΡΑΥΜΑΤΙΑΙ : 1) Εμμαν. Σπιθούρης
2) Κωνστ. Β. Κεφαλογιάννης ή Κουντόκωσταςª”.
Ο τραυματίας του σαμποτάζ της Δαμάστας Μανόλης Σπιθούρης – Νταμπακομανόλης, τον Φεβρουάριο του 2003 περιγράφει με δικά του λόγια το εγχείρημα της 8ης Αυγούστου 1944 και τον τραυματισμό του ως εξής:
“ ´…στην ενέδρα που στέσαμε στη Δαμάστα, ήμουνα με το Γιώργη Τυράκη δίπλα. Επέρασε ένα γερμανικό αμάξι, το σαμποτάραμε. Τόσε βάλαμε και στ’αμάξι απάνω ήτανε οι σκοτωμένοι κι επιάσαμε αιχμαλώτους τσι υπόλοιπους. Με τσι πρώτους πυροβολισμούς εσκοτοθήκανε μερικοί Γερμανοί και οι άλλοι εγκρεμίζουντανε και εμπαίνανε στο αμάξι αποκάτω.
Επήγε ένας χωριανός μου, (ο Κοντόκαλος), να τσι σκοτώσει και του φώνιαξα να μη τσι σκοτώσει μόνο να τσι πιάσομε αιχμαλώτους. Θα περνούνε οι Γερμανοί να τσι θωρούνε σκοτωμένους. Ήντα να τσι κάνομε εμείς τσι σκοτωμένους. Να τσι θάψομέ θελε; Και δε τσι σκότωσε.
Εκάτσαμε στη θέση αυτή λιγάκι και μια στιγμή προβαίρνει ένα τεθωρακισμένο τανκς. Μας έβαλε πυρά. Ο Άγγλος είπε ότι τα πυρά ήτανε από μυδραλιοβόλο. Μας έβαλε πυρά και πήγαμε λίγο προς τα πάνω για να καλυφτούμε.
Από τη πάνω μεριά είχαμε αφήσει τσι Δαμαστιανούς ανθρώπους που είχαμε σταματήσει το πρωί που πιάσαμε τσι θέσεις και δε τσι φήκαμε να πάνε στσι περιουσίες τους. Τσι στέσαμε εκεια δα για να χτυπήσομε εμείς τσι Γερμανούς.
Τότες εβρέθηκα εγώ με τον Τυράκη κοντά κοντά. Μας έβαλε το τανκς συνέχεια. Μου λέει ο Τυράκης ότι πρέπει να καλυφτούμε. Επαδέ δεν είμαστε καλυμμένοι, μου λέει ο Τυρογιώργης. Βάλε δεσμίδα στο όπλο να τήνε ρίξεις στο τανκς. Αυτό βέβαια δεν το περνούνε οι σφαίρες. Μόλις παίξεις τη δεσμίδα, μου λέει, θα κάμομε το άλμα προς τα πίσω. Ο Τυράκης θα’παιζε μετά με το δικό του ταχυβόλο στο τανκς. Μόλις ακούσεις το ταχυβόλο, να’ρθεις επαδέ οπίσω που θαν είμαι εγώ. Ετσά το’καμα. Και τον καιρό που εσηκώθηκα να γυρίσω απάνω, παίρνω το βλήμα στην κοιλιά.
Ένα βλήμα από το πολυβόλο του τανκς που ήτανε μυδράλιο και ήσκανε το βλήμα όπου έπεφτε. Όντε με χτύπησε ήσκασε και στη κοιλιά μου. Το κατάλαβα και του φωνάζω του Τυρογιώργη, εβάρηκα! του λέω. Και εβρήκα μπροστά μου ένα βαγγάκι κι εμπήκα μέσα και καλύφτηκα.
Σε λίγη ώρα εσηκώθηκα και πήγα με τον Τυράκη και τον Κουντόκωστα παραπάνω, εκεια δεν ήτονε πολλά πυρά. Ήρθε ο Μος και έβγαλε ένα επίδεσμο τετράγωνο, σα μια πλάκα σαπούνι και μου τόνε βάνει στη πληγή. Με σύρνει μαζί με τον Κώστα τον Κεφαλογιάννη και πήγαμε παραπέρα σε ένα πρινάρι. Από κάτω ήτανε αίγες γιατί η κάψα ήτανε μεγάλη. Έκατσα εγώ στον ασκιανό, στο πρινάρι. Εκουβεντιάζαμε με τον Κώστα και του’λεγα:
-Σήκω φύγε, εμένα η υπόθεσή μου έληξε, μόνο να μου χαιρετάς τσι αρχηγούς μας και να πεις στο σπίτι μας στσι δικούς μου να μη στενοχωρούνται, διότι εγώ είμαι τυχερός γιατί χάνομαι για τη πατρίδα.
Αυτές τσι κουβέντες είπα του Κουντόκωστα να πει. Έκατσα εκεια πέρα και εφέρανε οι δικοί μας ένα γάιδαρο να με φορτώσουνε να με πάρουνε από κεια. Μόλις με βάλανε απάνω στο ζώο τόσε λέω να με κατεβάσουνε κάτω γιατί απάνω στο γάιδαρο εκαταχτύπανε η πληγή και δεν εμπορούσα να κάτσω καθόλου. Ο γάιδαρος ήτανε ενός Μαυράκη Ιωάννη από τη Δαμάστα. Με κατεβάσανε από το γάιδαρο και με αφήκανε εκειά. Μου δώκανε ένα παγούρι νερό και με αφήκανε στο πρίνο. Οι δικοί μας ελέγανε ότι θα ποθάνω και η πληγή μου ήτονε μεγάλη και οι Ρώσοι και ο Μος ελέγανε ότι δεν τη βγάνω. Τη πληγή μου την επίδεσε ο Μος και ύστερα με σκεπάσανε με κλαδιά κι εφύγανε.
Επήγανε στο λημέρι στη Μύθια και ετραβούσανε και τσι αιχμαλώτους. Οι αιχμάλωτοι ήτανε και Γερμανοί και Ιταλοί. Όταν εφτάσανε στο λημέρι και είπανε του Χριστομιχάλη τα γεγονότα, τόσε βγάνει φασαρία γιατί δε με πήρανε μαζί τους. Είπε ο Χριστομιχάλης ότι έπρεπε να τόνε φέρετε να τόνε θάψομε επαέ σα τον άνθρωπο. Εγύρισε πάλι ο Κουντόκωστας με δικούς μας από το λημέρι γιατί αυτός ήξερε που με αφήκανε, να με πάρουνε. Θυμούμαι πως ήρθε κι ο Θανάσης ο Μαυρόκωστας και ο Πολογιώργης. Όντε μ’αφήσανε οι αντάρτες και φύγανε εζήτηξα το μαντήλι του Κουντόκωστα να το βάλω στη κεφαλή μου γιατί είχε πολύ ήλιο. Εγώ του’δωκα μια ταμπακέρα γεμάτη καπνό.
Στα πυρά που βάλαμε στο πρώτο Γερμανικό αυτοκίνητο εσπάσανε δυο Γερμανοί πέρα προς τη Δαμάστα και τσι πήρε από πίσω ο Κουντόκωστας με το Μος. Εκλούθουνα κι εγώ αλλά αυτοί ήσανε πιο νέικοι και επηγαίνανε πιο μπροστά.
Στο δρόμο που έτρεχα εσυνάντησα ένα Λιβαδιώτη, Παπά Μαρή τόνε λέγανε, δεν ήτανε παπάς αλλά τον ελέγανε ετσά.
Με ρώτηξε ήντα τρέχει Μανόλη και του’πα ότι ζυγώνομε δυο Γερμανούς. Μου λέει άντε να σου δώσω μια ταμπακιέρα καπνό κι έφυγε. Ο Κουντόκωστας με τον Μος επήγανε στη Δαμάστα κι επιάσανε τσι δυο Γερμανούς και τσι γυρίσανε οπίσω. Εκεινιά τη ταμπακιέρα ήδωκα στο Κουντόκωστα.
Ήρθε να με πάρει ο Κουντόκωστας αλλά εγώ είχα μετακουνήσει από κεια που μ’αφήκανε. Εσυνήλθα και μού’δωκε ο ήλιος και σύρθηκα με τη πλάτη σε άλλο τόπο για να βρω ασκιανό. Εκατάστρεψα και τη ταυτότητά μου για να μη τήνε βρούνε οι Γερμανοί, να μάθουνε ποιος είμαι.
Είχανε έρθει οι χωριανοί μας και πολλοί Δαμαστιανοί να με πάρουνε. Με γυρεύγανε αλλά δε με βρίσκανε. Ο τόπος ήτανε γεμάτος κλαδιά και δε με βλέπανε. Εγώ τσι θώρουνα αλλά δεν μπορούσα να βγάλω φωνή. Έβγαλα το μαντήλι του Κουντόκωστα και το κούνησα και τότες μ’είδανε. Ο δρόμος ήτανε ανώμαλος, όλο χαράκια, δεν είχενε δρόμο.
Τος είπα ότι εγώ σε χτήμα δε καθίζω, μόνο θα σας επώ πως θα το κάνετε να με βγάλετε από δω. Πολλοί ανθρώποι θα μονιάσετε και εγώ δα πιάσω από κάθα μπάντα ένα. Θα με σηκώνετε δυο από τα χέρια και δυο από τα πόδια. Να μη μπερδένουνε τα πόδια μου εις τα κλαδιά και στα χαράκια. Να με σηκώνετε στον αέρα.
Ετσά το κάμανε και εβγάλασί με απάνω. Με πήγανε σε ένα σπήλιο που τόνε λέμε Αχερόσπηλιο στο Αηδονοχώρι κοντά.
Ήρθενε εκειά ένας γιατρός από τη Δαμάστα, ο Μαρούσης. Καλός γιατρός. Ομπρός, μέχρι να’ρθει ο γιατρός, με επίδεσε ένας από το Αστυράκι που μού’λεγε ότι στον πόλεμο στην Αλβανία ήτονε νοσοκόμος. Μού’δινε θάρρος και μού’λεγε να μη φοβούμαι. Ήρθε μετά ο Μαρούσης ο γιατρός και με ξαναδένει και μου λέει να μη φοβούμαι και καλά πάει το τραύμα. Ωστόσο κατεβαίνει και ένας γιατρός χωριανός μας, ο Μανούσος, του Κεφαλογιάννη γαμπρός. Ήρθε και μια δασκάλα Περράκη τη λέγανε και του γιατρού του Μανούσο η γυναίκα η Ειρήνη.
Η Ειρήνη ήτανε του Κουντόκωστα η αδερφή. Πιάνουνε οι γυναίκες και μου βάνουνε δυο μαξελάρια όφκαιρα και με επιδέσανε σφιχτά. Όφκαιρα μαξελάρια κι είχανε μόνο το πανί. Μόλις με επιδέσανε συνήλθα αμέσως. Κι οι δυο γιατροί ήρθανε από πάνω μου ύστερα και κουβεντιάζανε για την κατάστασή μου. Ο χωριανός μου ο Μανούσος είπε στο Μαρούση να ανοίξει λίγο το τραύμα να το δει. Και ανοίγει το τραύμα και το θωρεί ο χωριανός μου γιατρός. Ο χωριανός μου φοβήθηκε ότι δε γλιτώνω και θα πεθάνω. Ο Μαρούσης έλεγε ότι το βλήμα δεν έχει περάσει το περιτόνιο και θα ζήσω. Εγώ επίστεψα του Μαρούση.
Με βάλανε ύστερα σε ένα φορείο και με πήγανε στο Αηδονοχώρι και με βάλανε στο σκολειό μέσα. Εφέρανε οι δασκάλοι και οι δασκάλες βιόλες και μου βάνανε στ’αυτιά.
Στο σκολειό εξόμεινα μια βραδιά. Το πρωί με παίρνουνε και με πάνε στο Καμαριώτη. Στο Καμαριώτη ήρθανε από το χωριό μερικοί χωριανοί και έπεψε και ο Χριστομιχάλης Ξυλούρης κι άλλους. Οι χωριανοί με πήρανε από το Καμαριώτη και με φέρανε στα Ανώγεια στο σπίτι μας κι έθεκα.
Ήτανε κατεβασμένοι οι καπετάνιοι να με δούνε αλλά ήντα να με κάνουνε εδά εμένα; Είχανε και το φόβο πως ήθελα ’ρθούνε οι Γερμανοί να κάψουνε το χωριό. Με ρώτουνε εμένα ο Δραμουντάνης ο Γιώργης ή Στεφανογιώργης:
-Που να σε πάμε; Να σ’αφήσομε επαέ, που θες να σε πάμε;
-Εκειά που θαν είστε εσείς θα με πάτε κι εμένα, τος είπα.
Με πήρανε με το φορείο και με βγάλανε απάνω στο λημέρι στη Μύθια. Ο καιρός έκαμε μια τσίκνη κι έβρεξε και με βάλανε μέσα στο μοναστηράκι, στην εκκλησία του Αγίου Μάμα. Εκειά είδα και τσι Ρώσους που είμαστε μαζί στο σαμποτάζι στη Δαμάστα. Ήτανε και οι αντάρτες, ο παπά-Γιάννης, ο Χριστομιχάλης και όλοι…».
Στην κεντρική πλατεία των Ανωγείων, σε μαρμάρινη στήλη οι Ανωγειανοί έχουν τοποθετήσει τη διαταγή καταστροφής του χωριού τους, του Διοικητή του Φρουρίου Κρήτης στρατηγού Μύλλερ, (Διοικητής Κρήτης από 20 Ιουλίου ως 14 Οκτωβρίου 1944). Ο Μύλλερ επικαλείται πέντε λόγους για την ισοπέδωση των Ανωγείων στη διαταγή του, με ημερομηνία 13 Αυγούστου 1944:
“1. Επειδή η πόλις των Ανωγείων είναι κέντρον της Αγγλικής κατασκοπείας εν Κρήτη και 2. επειδή οι Ανωγειανοί εξετέλεσαν το φόνο του λοχίου φρουράρχου Γενί – Γκαβέ και της υπ’αυτόν φρουράς και 3. επειδή οι Ανωγειανοί εξετέλεσαν το σαμποτάζ της Δαμάστας, 4. επειδή εις Ανώγεια ευρίσκουν άσυλον και προστασίαν οι αντάρται των διαφόρων ομάδων αντιστάσεως και 5. επειδή εκ των Ανωγείων διήλθον και οι απαγωγείς με τον στρατηγόν Φον Κράιπε χρησιμοποιήσαντες ως σταθμόν διακομιδής τα Ανώγεια, διατάσσομεν την ισοπέδωσιν τούτων και την εκτέλεσιν παντός άρρενος Ανωγειανού όστις ήθελεν ευρεθεί εντός του χωρίου και πέριξ αυτού εις απόστασι ενός χιλιομέτρου.
Χανιά 13 – 8 – 44
Ο Στρατηγός Διοικητής Φρουρίου Κρήτης Χ. ΜΙΛΛΕΡª
Αφού λοιπόν οι Γερμανοί από τις 13 Αυγούστου 1944 γνώριζαν ότι το σαμποτάζ της Δαμάστας ήταν έργο των Ανωγειανών ανταρτών, πώς μπορεί να δικαιολογηθεί η πυρπόληση, η καταστροφή και η εκτέλεση των 31 παλικαριών του χωριού Δαμάστα οχτώ ημέρες αργότερα, στις 21 Αυγούστου 1944 στη θέση «Κερατίδι»; Αυτό το βαρύ έγκλημα των Γερμανών στη Δαμάστα, δεν συνάδει με τους κανόνες του πολέμου και καταρρίπτει τα γερμανικά αφηγήματα των «αντιποίνων». Μοναδικός υπεύθυνος γι’αυτό το έγκλημα ήταν ο Στρατηγός Μύλλερ. Ο Μύλλερ, για τα εγκλήματά του στην Κρήτη, καταδικάστηκε από το Ειδικό Στρατοδικείο Εγκληματιών Πολέμου στην Αθήνα σε θάνατο. Εκτελέστηκε στην Αίγινα, στις 20 Μαΐου 1947.
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος.