Τη νύχτα στις 7 προς 8 Αυγούστου 1944, ο Βρετανός αξιωματικός Σύνδεσμος λοχαγός Στάνλεϋ Μος και άντρες της Ανεξάρτητης Ομάδας Ανωγείων υπό τον Νικόλαο Σταυρακάκη, αποφασίζουν να χτυπηθεί γερμανική εφοδιοπομπή στον κεντρικό δρόμο Ηρακλείου-Ρεθύμνου-Χανίων.
Το σαμποτάζ πραγματοποιείται στη θέση Δαμαστός, 1.300 μέτρα έξω από το χωριό Δαμάστα. Οι άντρες που συμμετέχουν είναι:
Νικόλαος Σταυρακάκης ή Αεροπόρος, Ι. Σμπώκος ή Κωστακογιάννης, Εμμανουήλ Σπιθούρης ή Νταμπακομανόλης, Ε. Κοντόκαλος, Κώστας Β. Κεφαλογιάννης ή Κουντόκωστας, Ελευθέριος Ε. Σκουλάς, έξι Ρώσοι αιχμάλωτοι που είχαν απελευθερωθεί και βρίσκονταν στον Ψηλορείτη με την ομάδα των Ανωγείων, ο Στάνλεϋ Μος με τους άντρες του Ζαχαρία Χαιρέτη, Γεώργιο Τυράκη και Γεώργιο Σμπώκο. Συνοπτικά, η επιχείρηση του σαμποτάζ της Δαμάστας, στην Έκθεση της Α.Ο.Α. περιγράφεται ως εξής:
«…την πρωίαν της 8ης Αυγούστου, αφού απεμονώθησαν οι κινηθέντες κάτοικοι του χωρίου Δαμάστας, ως και πάντες οι διερχόμενοι εκ της περιφερείας εκείνης εντός χαράδρας παρακειμένης και επιτηρούμενοι εν αυτή, το Απόσπασμα ετοποθέτησεν αντιαρματικήν νάρκην εις την καμπήν ακριβώς της οδού, κατέλαβεν θέσεις κατά μήκος ταύτης και ανέμενεν την άφιξιν του γερμανικού Αποσπάσματος ασφαλείας της οδού, των ανδρών αυτού καταλαβόντων επικαίρους θέσεις πέριξ της θέσεως υπονομεύσεως της οδού.
Την 17.45 ώραν ακριβώς έφθασαν εις τον τόπον της ενέδρας προερχόμενα εξ Ηρακλείου τρία αυτοκίνητα μετά δυνάμεως 18 γερμανοϊταλών, του πρώτου ανατιναχθέντος υπό της νάρκης και των λοιπών αχρηστευθέντων, φονευθέντων εν ταυτώ τριών γερμανών στρατιωτών και τεσσάρων Ιταλών, των λοιπών συλληφθέντων αιχμαλώτων αποδεκατισθείσης συνεπώς ολοκλήρου της εχθρικής δυνάμεως, δια των ομαδικών πυρών όλων των όπλων, κατόπιν αιφνιδιαστικής επιθέσεως.
Μετά ταύτα το απόσπασμα επεδόθη εν σπουδή εις την εκκαθάρισιν της οδού εκ των υπολειμμάτων των αναφλεγέντων αυτοκινήτων, των αιχμαλώτων μεταφερθέντων και φυλασσομένων εις ασφαλές μέρος, των δε ανδρών του αποσπάσματος καταλαβόντων εκ νέου τας θέσεις των εν αναμονή αφίξεως του αποσπάσματος ασφαλείας οδού.
Την 08.30 περίπου ώραν ο παρατηρητής του Αποσπάσματος εκ της κατευθύνσεως του Ηρακλείου ανήγγειλεν δια συνθήματος την άφιξιν του γερμανικού αποσπάσματος ασφαλείας της οδού, αποτελουμένου εξ ενός Τεθωρακισμένου αυτοκινήτου, διαθέτοντος δύο πολυβόλα και εξ ενός μεγάλου στρατιωτικού αυτοκινήτου μετά γερμανικής δυνάμεως 45 περίπου ανδρών.
Ευθύς ως προσήγγισεν το αυτοκίνητον εις τας θέσεις των ενεδρευόντων ανδρών, ο Βρετανός Λοχαγός ΜΟΣ ΜΠΗΛ, ό και επί κεφαλής του αποσπάσματος, διέταξεν την εκτέλεσιν ομαδικών πυρών εξ εγγυτάτης αποστάσεως δι’όλων των όπλων και των ταχυβόλων, εναντίον αμφοτέρων των οχημάτων, εξουδετερωθείσης αυτοστιγμή της μεταφερομένης επ’αυτοκινήτου δυνάμεως, χωρίς να δυνηθή να κάμη χρήσιν των όπλων της, του Τεθωρακισμένου όμως οχήματος εκτελούντος πυρά δια των πολυβόλων του προς όλας τας κατευθύνσεις.
Ο Βρετανός Λοχαγός ΜΟΣ ΜΠΗΛ με αξιοθαύμαστον πραγματικώς ψυχραιμίαν και θάρρους δι ενός άλματος έφθασεν εις απόστασιν 10 μέτρων εκ του οχήματος και δια του ταχυβόλου του εφόνευσεν τον χειριστήν του ενός Πολυβόλου του Τεθωρακισμένου οχήματος και μετά ταύτα ησχολήθη με την λήψιν φωτογραφιών της εξελισσομένης Μάχης. Δια συστηματικών ενεργειών των ανδρών του αποσπάσματος επετεύχθη η κύκλωσις του Τεθωρακισμένου οχήματος και καθ ην στιγμήν επέκειτο η καταστροφή τούτου, πράγμα όπερ αντελήφθη ο χειριστής του εκινήθη ολοταχώς όπισθεν με κατεύθυνσιν προς το Ηράκλειον, ότε και το ημέτερον Απόσπασμα παραλαβών μεθ’εαυτού τους αιχμαλώτους και εκ των Λαφύρων τον οπλισμόν και τα πυρομαχικά, επανήλθεν εις την βάσιν εξορμήσεώς του, εις το Λημέρι Ανωγείων.
Κατά το εγχείρημα τούτο επεδείξαντο εξαιρετικήν ψυχραιμίαν άπαντες οι λαβόντες μέρος εις το Απόσπασμα ιδιαιτέραν δε αυτοθυσίαν και ηρωισμόν ο Κωνστ. Β. Κεφαλογιάννης, δι ό και επροτάθη υπό της Αγγλικής Υπηρεσίας δια παράσημον.
Κατά την επιχείρησιν ταύτην αι απώλειαι της Ανεξάρτ. Ανταρτ. Ομάδος Ανωγείων ήσαν:
ΝΕΚΡΟΙ : Εις Ρώσος Στρατιώτης.
ΤΡΑΥΜΑΤΙΑΙ : 1) Εμμαν. Σπιθούρης
2) Κωνστ. Β. Κεφαλογιάννης ή Κουντόκωστας…ª.
Ο Ρώσος ήταν ο Λοχαγός Βάνυα, που είχε απελευθερωθεί από το αεροδρόμιο Καστελλίου. Στην ανατίναξη του πρώτου φορτηγού αυτοκινήτου, (χτύπησε στην αντιαρματική νάρκη που είχαν τοποθετήσει οι δολιοφθορείς), σκοτώθηκαν τρεις πολίτες που βρίσκονταν στην καρότσα του. Ήταν καταναγκαστικοί εργάτες και πήγαιναν για κοπή ξύλων. Ο Εμμανουήλ Πλαϊτης του Βασιλείου από το χωριό Αλόιδες Μυλοποτάμου και οι Ηρακλειώτες Σκεπετζής Ελευθέριος του Παρασκευά και Αργυράκης Ιωάννης του Παναγιώτη.
Ο τραυματισμός του Μανόλη Σπιθούρη – Νταμπακομανόλη ήταν σοβαρός, τραύμα βλήματος μυδραλιοβόλου στην κοιλιακή χώρα, ενώ του Κώστα Κεφαλογιάννη – Κουντόκωστα ελαφρύτερος.
Ο Κουντόκωστας, παλικάρι με υπέρμετρο ηρωισμό κατά τη διάρκεια του εγχειρήματος, αφού την περισσότερη ώρα πολεμούσε όρθιος, μετά το σαμποτάζ προτάθηκε από τη Βρετανική υπηρεσία για παράσημο.
Σ’αυτόν απευθύνθηκε ο Νταμπακομανόλης όταν τοποθετήθηκε κάτω από τους θάμνους για να πεθάνει, όπως νόμιζαν όλοι. Και ο Νταμπακομανόλης είχε πιστέψει ότι θα πεθάνει. Ο ίδιος αφηγείται:
«…τότες εβρέθηκα εγώ με τον Τυράκη κοντά κοντά. Μας έβαλε το τανκς συνέχεια. Μου λέει ο Τυράκης ότι πρέπει να καλυφτούμε. Επαδέ δεν είμαστε καλυμμένοι, μου λέει ο Τυρογιώργης. Βάλε μια δεσμίδα στο όπλο να τηνε ρίξεις στο τανκς. Αυτό βέβαια δεν το περνούνε οι σφαίρες.
Μόλις παίξεις τη δεσμίδα, μου λέει, θα κάμομε το άλμα προς τα πίσω. Ο Τυράκης θα’παιζε μετά με το δικό του ταχυβόλο στο τανκς. Μόλις ακούσεις το ταχυβόλο, να’ρθεις επαδέ οπίσω που θαν είμαι εγώ. Ετσά το’καμα. Και το καιρό που εσηκώθηκα να γυρίσω απάνω, παίρνω το βλήμα στην κοιλιά.
Ένα βλήμα από το πολυβόλο του τανκς που ήτανε μυδράλιο και ήσκανε το βλήμα όπου έπεφτε. Όντε με χτύπησε ήσκασε και στην κοιλιά μου. Το κατάλαβα και του φωνάζω του Τυρογιώργη, εβάρηκα! του λέω. Και εβρήκα μπροστά μου ένα βαγγάκι κι εμπήκα μέσα και καλύφτηκα. Σε λίγη ώρα εσηκώθηκα και πήγα με τον Τυράκη και τον Κουντόκωστα παραπάνω, εκια δεν ήτονε πολλά πυρά.
Ήρθε ο Μος και έβγαλε ένα επίδεσμο τετράγωνο, σα μια πλάκα σαπούνι και τόνε βάνει στην πληγή. Με σύρνει μαζί με τον Κώστα τον Κεφαλογιάννη και πήγαμε παραπέρα σε ένα πρινάρι. Από κάτω ήτανε αίγες γιατί η κάψα ήτανε μεγάλη. Έκατσα εγώ στον ασκιανό, στο πρινάρι. Εκουβεντιάζαμε με τον Κώστα και του’λεγα:
-Σήκω φύγε, εμένα η υπόθεσή μου έληξε, μόνο να μου χαιρετάς τσι αρχηγούς μας και να πεις στο σπίτι μας στσι δικούς μου να μη στενοχωρούνται, διότι εγώ είμαι τυχερός γιατί χάνομαι για την πατρίδα.
Αυτές τσι κουβέντες είπα του Κουντόκωστα. Έκατσα εκια πέρα και εφέρανε οι δικοί μας ένα γάιδαρο να με φορτώσουνε να με πάρουνε από κια. Μόλις με βάλανε απάνω στο ζώο τοσε λέω να με κατεβάσουνε κάτω γιατί απάνω στο γάιδαρο εκαταχτύπανε η πληγή και δεν εμπορούσα να κάτσω καθόλου.
Ο γάιδαρος ήτανε ενός Μαυράκη Ιωάννη από τη Δαμάστα. Με κατεβάσανε από το γάιδαρο και με αφήκανε εκιά. Μου δώκανε ένα παγούρι νερό και με αφήκανε στο πρίνο. Οι δικοί μας ελέγανε ότι θα ποθάνω και η πληγή μου ήτονε μεγάλη και οι Ρώσοι και ο Μος ελέγανε ότι δεν τηνε βγάνω. Την πληγή μου την επίδεσε ο Μος και ύστερα με σκεπάσανε με κλαδιά κι εφύγανε.
Επήγανε στo λημέρι στη Μίθια και ετραβούσανε και τσι αιχμαλώτους. Οι αιχμάλωτοι ήτανε και Γερμανοί και Ιταλοί. Όταν εφτάσανε στο λημέρι και είπανε του Χριστομιχάλη τα γεγονότα τοσε βγάνει φασαρία γιατί δε με πήρανε μαζί τους. Είπε ο Χριστομιχάλης ότι έπρεπε να τόνε φέρετε να τον εθάψομε επαέ σα τον άνθρωπο.
Εγύρισε πάλι ο Κουντόκωστας με δικούς μας από το λημέρι, αυτός ήξερε που με αφήκανε, να με πάρουνε. Θυμούμαι πως ήρθε κι ο Θανάσης ο Μαυρόκωστας και ο Πολογιώργης. Όντε μ’αφήσανε οι αντάρτες και φύγανε εζήτηξα το μαντήλι του Κουντόκωστα να το βάλω στη κεφαλή μου γιατί είχε πολύ ήλιο. Εγώ του’δωκα μια ταμπακέρα γεμάτη καπνό.
Ήρθε να με πάρει ο Κουντόκωστας αλλά εγώ είχα μετακουνήσει από κια που μ’αφήκανε. Εσυνήλθα και μού’δωκε ο ήλιος και σύρθηκα με την πλάτη σε άλλο τόπο για να βρω ασκιανό. Εκατάστρεψα και τη ταυτότητά μου για να μη τηνε βρούνε οι Γερμανοί, να μάθουνε ποιος είμαι. Είχανε έρθει οι χωριανοί μας και πολλοί Δαμαστιανοί να με πάρουνε. Με γυρεύγανε αλλά δε με βρίσκανε. Ο τόπος ήτανε γεμάτος κλαδιά και δε με βλέπανε. Εγώ τσι θώρουνα αλλά δεν μπορούσα να βγάλω φωνή. Έβγαλα το μαντήλι του Κουντόκωστα και το κούνησα και τότες μ’είδανε…”ª.1
Τον τραυματία Νταμπακομανόλη, ο Κουντόκωστας τον σήκωσε στους ώμους του και τον τοποθέτησε κάτω από έναν πρίνο, εκτός του πεδίου βολής των τουφεκιών και της μάχης. Στη συνέχεια, ενώ βρίσκονταν στα Ανώγεια, ο Κουντόκωστας επέστρεψε με σκοπό να τον μεταφέρει στο χωριό για να τελεστεί η ταφή του (αφού όλοι πίστευαν ότι θα είναι νεκρός). Τον βρήκε ζωντανό και σε άλλη θέση. Με συντρόφους τον μετέφεραν στη θέση «Αχυρόσπηλιος» Αηδονοχωρίου. Στην αφήγησή του ο Κώστας Κεφαλογιάννης – Κουντόκωστας, αναφέρει μεταξύ άλλων:
“…καθ’ην στιγμήν αγωνιζόμεθα να θέσωμε το τανκς εκτός μάχης ο γενναίος αγωνιστής Εμμ. Σπιθούρης και ο Μος με τους άλλους άνδρας της ομάδος έσπευσαν προς ενίσχυσίν μας. Πριν προφθάσουν να έλθουν πλησίον μας, ο Εμμ. Σπινθούρης εδέχθη δύο σφαίρας του μυδραλιοβόλου και ετραυματίσθη εις την δεξιάν χείρα και την κοιλιακήν χώραν με τραύμα διαμπερές. Ήτο τόση η κόλασις του πυρός ώστε δεν αντελήφθην, εγώ τουλάχιστον τον τραυματισμόν του.
Ο Εμμ. Σπινθούρης δεν ήτο ιδιαίτερος φίλος μου πλην όμως τον εκτιμούσα και τον αγαπούσα, διότι ήταν σεμνό και γενναίο παλικάρι. Εδήλωσα εις τους συντρόφους μου ότι θα επιστρέψω προς ανεύρεσιν και διάσωσιν του Σπιθούρη και τους παρακάλεσα να παραμείνουν εις κατάλληλον θέσιν.
Εκείνοι μου ετόνισαν ότι τα τραύματα του Σπιθούρη είναι θανατηφόρα και ο τραυματίας μάλλον δεν θα εζούσε. Επροχώρησα ανήσυχος και περίλυπος. Ανήρπασα τον ημιθανή πράγματι Σπιθούρην και σηκώνοντάς τον απεμακρύνθην ολίγον από τα πυρά. Αντιληφθείς εκείνος την θέσιν του και τον άμεσον κίνδυνον τον οποίον διέτρεχον, με ικέτευε να τον εγκαταλείψω, λέγοντάς μου με την σβησμένην φωνήν του:
-Δεν υπάρχει Κώστα ζωή για μένα. Φύγε να σωθείς τουλάχιστον εσύ. Εγονάτισα πλησίον του, του επέδεσα προχείρως τα τραύματά του και αφού τον έθεσα, μετά πολλού κόπου επί των ώμων μου ήρχισα να προχωρώ σιγά διότι δεν μου ήτο εύκολον να βαδίσω ευχερώς λόγω του φορτίου.
Εις μίαν στιγμήν ελιποθύμησεν. Προσπαθήσαμε να του δώσομε κουράγιο. Μου εζήτησε το μανδήλι, το οποίον έφερον επί της κεφαλής μου. Ξεπλήρωνα την επιθυμίαν του. Δεν ησθάνετο καλά. Με εκοίταξε εις τα μάτια ολίγον και κλείνοντάς τα εζήτησε να σφίξει το χέρι μου.
Επίστευε ότι θα αποθάνει. Μου ενεπιστεύθη τας τελευταίας του επιθυμίας. Δέσε μου τα μάτια Κώστα, μου είπεν διότι ησθάνετο ζάλην. Και προσέθεσε. «Δώσε χαιρετισμούς εις τον αδελφόν μου και εις το σπίτι μου και πες τους να μην στενοχωρούνται γιατί αυτό ήταν το τυχερό μου. Επίσης να δώσεις χαιρετισμούς στον Καπετάν Μιχάλη (Ξυλούρη) και εις τον Γεώργιον Δραμουντάνη και εις όλους τους φίλους μου». Ελιποθύμησεν εκ νέου. Προσεπάθησα με την βοήθειαν των άλλων να τον επαναφέρω εις τας αισθήσεις του, αλλά τούτο εστάθη αδύνατον. Η μόνη διαπίστωσις η οποία μας επέτρεπε να ελπίζωμεν ήτο η λειτουργία του σφυγμού του.
…κατευθυνθήκαμε προς το μέρος που τον αφήκα αλλά με λύπην μου διεπίστωσα ότι δεν ήταν εκεί και ψάχνοντας κάτω από τα κλαδιά που τον είχα σκεπάσει βρήκα την ταυτότητά του κρυμμένην εκεί. Ευρισκόμουνα σε αμηχανία. Τι να υποθέσω. Τον βρήκαν οι Γερμανοί και τον πήραν;
Αλλά ίχνη βημάτων των Γερμανών δεν φαινόταν. Τότε είπα στον Πιτσούλη2 ότι δεν θα γυρίσω άπρακτος. Γι’αυτό τον παρεκάλεσα που ήταν με πολιτική περιβολή να πάει στη Δαμάστα να ζητήσει τον Μαυράκην να ζητήσει πληροφορίες, καθώς και από άλλους Δαμαστιανούς, και του όρισα ως τόπον συναντήσεως την κορυφήν του βουνού. Ο Πιτσούλης προς τιμήν του ανεχώρησεν αμέσως.
Δεν είχεν όμως προχωρήσει πολύ οπότε άκουσα να με φωνάζει ο γέρων Κεφαλογιάννης3 ότι εκεί πλησίον κάποιος βογγούσε. Εφώναξα τον Πιτσούλη κι εγύρισε και μαζί πήγαμε στο σημείον που ήταν ο Κεφαλογιάννης και με μεγάλη χαρά ευρήκαμεν τον τραυματίαν Σπιθούρη. Η συγκίνησίς μας ήταν απερίγραπτη, αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και εκλαίγαμε πολλήν ώραν. Δίχως προφύλαξιν από περιπολούντα αυτοκίνητα τον πήραμε στα χέρια και τον μεταφέραμεν μακράν από κάθε γερμανικόν κίνδυνον.
Τότε με λίγα λόγια μας εξιστόρησεν ότι κατά το διάστημα των πυροβολισμών και της εξερευνήσεως των γερμανών έβγαλε κι έκρυψε την ταυτότητά του και έρποντας έφθασε εδώ που τον βρήκαμε. Εδώ όμως τον εγκατέλειψαν οι δυνάμεις του και έπεσε ημιθανής, χωρίς να κάμει πλέον ένα βήμα. Τον τοποθετήσαμεν πάνω στο ζώον, και ταυτοχρόνως είπα στον Εμμ. Καλομοίρη να πάει τροχάδην στ’ Ανώγεια να ειδοποιήσει τον γιατρό Ν. Μανούσον να σπεύσει να παράσχει τις πρώτες βοήθειες στον τραυματίαν κι εμείς αναχωρήσαμε προς Ανώγεια.
Με την εκκίνησίν μας όμως ο τραυματίας δεν μπόρεσε να προχωρήσει πάνω στο ζώο γιατί κινούμενος υπέφερεν αφάνταστα από τις πληγές του. Τον κατεβάσαμε και έδωσα εντολή στον Πιτσούλη να χρησιμοποιήσει το ζώον και να πάει να βρει δυο σακιά αλεύρι να τα θέσωμε πάνω στο ζώο για να τοποθετηθεί ο τραυματίας και δυνηθεί να ταξιδέψει, εφ’όσον δεν είχαμε φορείον για την μετακίνησίν του.
Και όλα αυτά επειγόμενοι γιατί κατέφθασαν Γερμανοί ενεργούντες έρευνες σ’όλη την περιοχήν. Εν τούτοις εμείς παραμέναμεν κοντά στον ασθενή μας. Στο διάστημα της αναμονής μας επέστρεψαν οι δυο αγγελιοφόροι και μας επληροφόρησαν ότι ισχυρές γερμανικές δυνάμεις προερχόμενες από Ρέθυμνον και Ηράκλειον είχαν κυκλώσει τα Ανώγεια και την περιοχήν μας. Τότε εζήτησα από τους Μετοχιανούς να μου υποδείξουν ασφαλές καταφύγιον για τον τραυματίαν.
Μας υπέδειξαν τον Αχερόσπηλιο και εμείς τον μεταφέραμεν στα χέρια μας σε απόστασιν ενός και πλέον χιλιομέτρου. Όταν εφθάσαμεν ήταν περί την 10ην νυχτερινήν ώραν. Τότε απεφασίσαμεν να παραμείνομεν κοντά στον τραυματίαν και εάν μας εκύκλωναν οι Γερμανοί να τους κτυπήσομεν ν’ανοίξομε τον κλοιόν και να διαφύγομεν. Εμείναμε σύμφωνοι κι εμείναμε εκεί λίγο ψηλότερα για ευχέρεια κινήσεων. Εγώ μόνο παρέμεινα με τον ασθενή γιατί ήταν πολύ ανήσυχος και άυπνος εκ των τραυμάτων του. Και σ’όλη τη διάρκεια της νύχτας μου ζητούσε νερό, καιγόταν ο δυστυχής, αλλ’εγώ δεν του έδινα λόγω των τραυμάτων του να αναμένομεν τον γιατρό.
Το πρωί διαπιστώσαμε ότι οι Γερμανοί είχαν απομακρυνθεί. Τα τραύματα του τραυματία άρχισαν να μυρίζουν. Γι’αυτό με απεσταλμένους ζητήσαμε επιδέσμους από τα γύρω χωριά Αστυράκι και Μετόχια αλλά δυστυχώς δεν βρήκαν. Τότε παρεκάλεσα δυο γυναίκες από τα Μετόχια να βράσουν και πλύνουν καθαρά πανιά για να τα χρησιμοποιήσομεν ως επιδέσμους. Αυτό έγινε και ανακουφίστηκε ο τραυματίας με την αλλαγήν των τραυμάτων του..ª”.4
Τελικά ο Μανόλης Σπιθούρης – Νταμπακομανόλης, με τη βοήθεια του Θεού και του Κώστα Κεφαλογιάννη – Κουντόκωστα, επέζησε του βαρύτατου τραυματισμού του. Παντρεύτηκε την Αικατερίνη και δημιούργησε πολυμελή οικογένεια, ενεργά μέλη και στολίδι της κοινωνίας των Ανωγείων.
1 Μαγνητοφωνημένη συζήτηση του Μανόλη Σπιθούρη, 2 και 16 Φεβρουαρίου 2003.
2 Ανδρέας Πιτσούλης από το χωριό Αηδονοχώρι.
3 Εμμανουήλ Ι. Κεφαλογιάννης, γέροντας από το χωριό Καμαριώτης.
4 Δημητρίου Ξυριτάκη, Γεννημένος Αντάρτης, ανέκδοτα απομνημονεύματα Κωνσταντίνου Κεφαλογιάννη-Κουντόκωστα, σελ. 65, 68-69 και 105-109.
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης, είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος.