Το ρίξιμο προκηρύξεων από τους άντρες της κρητικής Αντίστασης, η αναγραφή προπαγανδιστικών συνθημάτων στους τοίχους, η διασπορά ανακοινώσεων με χαρτιά πολυγράφου, ήταν σχεδόν καθημερινή πρακτική καταρράκωσης του ηθικού του κατοχικού στρατού, κυρίως από το καλοκαίρι του 1943 ως την αποχώρησή του, το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου 1945 από τα Χανιά. στις αρχές Ιουνίου 1945.
Οι εντολές του συμμαχικού στρατηγείου ήταν σαφείς. Μηνύματα που υπενθύμιζαν την νοσταλγία της οικογένειας του Γερμανού στρατιώτη, την απειλή του θανάτου στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, το άτρωτο του γερμανικού στρατού, την έλευση της ήττας που ήδη είχε ξεκινήσει από το ρωσικό μέτωπο.
Αυτές ήταν οι οδηγίες και κατευθύνσεις των συμμάχων αξιωματούχων προς τους οργανωμένους άντρες της Αντίστασης. Οι προκηρύξεις έφταναν στην Κρήτη με τα συμμαχικά σκάφη στα νότια παράλια, ή ρίχνονταν μέσα σε σιδερένια μεγάλα κιβώτια από αεροπλάνα στα ορεινά της Κρήτης.
Ο Γιάννης Ανδρουλάκης, το παλικάρι από τις Αρχάνες και δραστήριο μέλος της συμμαχικής αντικατασκοπίας, στην «Έκθεσή» του προς το ΓΕΣ, περιγράφει κάποια απ’ αυτά τα προπαγανδιστικά συνθήματα:
«Ρίξιμο προκηρύξεων
Μας ειδοποίησαν ότι προκηρύξεις είχαν φθάσει από την Αίγυπτον και επήγα μέσω Ρεθύμνου να τις μεταφέρω από τον ασύρματον στο Ηράκλειο.
Οι Παραδεισανοί είχαν φτιάξει ένα ντενεκέ με λάδι με διπλό πάτο όπου στον χαμηλό χώρο ήσαν οι προκηρύξεις και στον επάνω λάδι. Μετέφερα ευκόλως μέσω τακτικής συγκοινωνίας τούτο εις Ηράκλειον.
Την κατάλληλη βραδιά, εγώ και ο Γ. Δουνδουλάκης τοιχοκολλήσαμε τις προκηρύξεις αυτές σ’όλη την πόλι Ηρακλείου. Η μητέρα μου Μαρία Ανδρουλάκη μας εβοήθησε εις την ετοιμασίαν των προκηρύξεων.
Μερικές από αυτές τις προκηρύξεις έγραφαν π.χ. Γερμανέ στρατιώτη, έχουν σκοτωθεί 5 εκατομμύρια Γερμανοί, θέλεις να κάμης τον αριθμό αυτό 5 εκατομμύρια και ένα; Άλλες έδειχναν μία Γερμανίδα κοπέλα πάνω στα γόνατα ενός Ιταλού στρατιώτη και έγραφαν: Γερμανέ, πολεμάς εσύ και κύτταξε τι συμβαίνει στην Γερμανία. Άλλες προκηρύξεις περιείχαν ωροσκόπια εις τα οποία επίστευαν πολύ οι Γερμανοί κλπ. Όσες μας έμειναν τις παραδώσαμε στους Μιχάλη Ακουμιανάκη και Μιχάλη Κόκκινο.
Είχαμε μεγάλη επιτυχία ρίχνοντας αυτές τις προκηρύξεις. Την άλλη ημέρα οι Γερμανοί ήσαν σε συναγερμό. Εδώ, θέλω να τονίσω ότι η υπηρεσία πληροφοριών της Κρήτης βοήθησε πολύ εις την ματαίωσι μεγάλης Γερμανικής Μεραρχίας, (λέγεται της Σεβαστουπόλεως), να ενωθή με τις δυνάμεις του Romel με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Γνωρίζομεν καλώς ότι οι Γερμανοί ήρχισαν να αντιτάσονται δια την μετάβασίν των εις την Αφρικήν…».
(Γιάννης Ανδρουλάκης, εν East Patchogue L. I. N.Y. USA, τη 8 Νοεμβρίου 1971)
Ο Μιχάλης Ακουμιανάκης, αρχηγός της αντικατασκοπίας των νομών Ηρακλείου και Λασιθίου, στη δική του «Έκθεση», αναφέρεται στις προκηρύξεις και τα συνθήματα της προπαγάνδας, που τόσο ενοχλούσαν τους αξιωματούχους του κατοχικού στρατού:
«ΕΝΤΥΠΑ ΣΥΜΜΑΧΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΕΙΟΥ
Πολύ συχνά ελαμβάνομεν υπό των εκπροσώπων του Συμμαχικού Στρατηγείου διάφορα έντυπα εις μεγάλον αριθμόν. Το περιεχόμενόν των εστρέφετο εναντίον του κατακτητού και σκοπόν είχε να πληροφορηθή ο εχθρός την πολεμικήν κατάστασιν ως εξελίσσετο, να γνωρίση την τεραστίαν πολεμικήν δύναμιν των συμμάχων, να πληροφορηθή τα συμβαίνοντα εις Γερμανίαν και εις διάφορα πολεμικά μέτωπα. Πάντα ήσαν τυπωμένα με πολύ έξυπνον τρόπον και εις αναριθμήτους ποικιλίας και σκοπόν είχαν να κλονίσουν το ηθικόν του Γερμανού στρατιώτου.
Πάντα διενείμοντο εις τους δύο Νομούς και συνήθως εις μεγάλας περιφερείας εις τακτήν ημέραν και ώραν, συνήθως τας πρώτας νυχτερινάς ώρας. Ήτο μία πολύ σοβαρά και επικίνδυνος εργασία. Η διανομή τούτων εγένετο πάντοτε υπό μελών της Οργανώσεως…»ª.
(Μιχάλης Ακουμιανάκης, Ηράκλειο, 15 Σεπτεμβρίου 1979)
Οι άντρες του κατοχικού στρατού που υπηρετούσαν τη γερμανική προπαγάνδα (την είχε μετατρέψει σε επιστήμη ο Γκαίμπελς) προσπάθησαν να αντιδράσουν. Έτσι, όταν οι ενέργειες των ανδρών της Αντίστασης εντάθηκαν το καλοκαίρι του 1943, ξεκίνησαν τις απειλές, τις συχνές έρευνες , συλλήψεις και βασανισμούς πολιτών, ώστε να ανακαλύψουν τα συμμαχικά έντυπα και τις κρύπτες τους. Ενδεικτική είναι η ανακοίνωση της φιλογερμανικής εφημερίδας του Ηρακλείου «Κρητικός Κήρυξ», με ημερομηνία 22 Αυγούστου 1943. Σε άρθρο της αναφέρει:
«Περί αντιγερμανικών προκηρύξεων και φημολογιών
Από αρμοδίας πλευράς υπενθυμίζεται και πάλιν, ότι συμφώνως προς την παράγραφο 14 της πρότινος εις τας ελληνικάς εφημερίδας δημοσιευθείσης Διατάξεως περί προστασίας, της 17 Ιουνίου 1943 άπασαι αι προκηρύξεις ή επιγραφαί (τοιχοκολλήματα) αντιγερμανικού περιεχομένου ή αντιγερμανικής προελεύσεως δέον πάντοτε να παραδίδωνται αμέσως εις την πλησιεστέραν γερμανικήν υπηρεσίαν.
Πας εις γνώσιν του οποίου περιέρχεται, ότι άλλα άτομα κατέχουν παρά την απαγόρευσιν, τοιαύτας προκηρύξεις ή επιγραφάς (τοιχοκολλήματα), δέον επίσης να αναφέρη το γεγονός εις την πλησιεστέραν γερμανικήν υπηρεσίαν.
Εναντίον των παραβατών θέλουν επιβληθή αυστηραί ποιναί. Εκ παραλλήλου παρατηρείται ότι οι επινοούντες ή διαδίδοντες φήμας βλαπτούσας τας δυνάμεις κατοχής, δέον να αναμένουν την αυστηράν τιμωρίαν των συμφώνως προς την παράγραφον 12 της διατάξεως περί προστασίας».
Το κτήριο του Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου είχε επιταχθεί το καλοκαίρι του 1941 από τους Γερμανούς. Οι αίθουσες είχαν μετατραπεί σε γραφεία, αποθήκες ιματισμού και φαρμάκων, πυρομαχικών και κοιτώνες στρατιωτών. Στον αύλειο χώρο του σχολείου, δέσποζε ο ναός του Αγίου Γεωργίου. Ο ναός, αποτελούσε την έδρα της μίας από τις δύο ενορίες που είχε το Καστέλλι τα παλιότερα χρόνια.
Τον νότιο τοίχο του ναού, δεξιά της κυρίας εισόδου, επέλεξε ένας Γερμανός υπαξιωματικός να κατασκευάσει ένα ηλιακό ρολόι. Οι γνώσεις και η τέχνη του Γερμανού υπαξιωματικού, είχε ως αποτέλεσμα το ηλιακό ρολόι να δείχνει ακριβώς την ώρα. Το ρολόι διατηρείται και σήμερα στην ίδια θέση και είναι πράγματι αξιοθαύμαστη η ακρίβειά του. Για το ρολόι αυτό, οι παλιοί Καστελλιανοί θυμούνται:
´…«επέρασα μια μέρα και είδα ένα γερμανό να είναι ανεβασμένος σε μια σκάλα και να σάζει κάτι στον τοίχο του Αη Γιώργη. Τόνε παρακολουθούσα και είδα να καρφώνει ένα σίδερο στο τοίχο της εκκλησίας. Έφυγα και εξαναπέρασα την άλλη μέρα. Πολλές φορές επερνούσαμε τη μέρα από τον Αη Γιώργη γιατί εκεί ήταν το σχολειό μας. Και μας εβγάλανε οι Γερμανοί όξω από το σκολειό και το πήρανε αυτοί.
Είχανε βάλει μέσα κρεβάθια και γραφεία. Δεν αφήνανε κανένα να μπει μέσα. Εξάνοιξα το τοίχο και είδα το σίντερο και στη κάτω μπάντα του τοίχου είχε γράψει και αριθμούς. Ερωτήξαμε το Διευθυντή του σχολείου μας μια μέρα που τον είδαμε στη «Λούτρα», κύριε τι έφτιαξε ο Γερμανός στο τοίχο της εκκλησίας;
Και μας είπε ότι αυτό είναι ένα ρολόι. Ρολόι; Ναι, ρολόι που δουλεύγει με τον ήλιο. Όταν είναι λιακάδα, δείχνει την ώρα. Και επηγαίναμε ύστερα και βλέπαμε την ώρα. Μετά που φύγανε οι Γερμανοί από το Καστέλλι, το ρολόι δεν το χαλάσανε οι χωριανοί. Και μ’έπεμπε πολλές φορές η μάνα μου να πάω στον Αη Γιώργη, να δω την ώρα και να γυρίσω να τση πω την ώρα. Όλοι οι Καστελλιανοί επηγαίνανε και βλέπανε την ώρα. Γιατί τότες δεν υπήρχανε πολλά ρολόγια…».
(Θόδωρος Γεωργίου Καμπάνης, Καστέλλι, Ιούλιος 2018).
Το καλοκαίρι του 1944, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν στην τελική του καμπή. Η Γερμανία σ’όλα τα μέτωπα του πολέμου αντιμετώπιζε ήττες.
Η κατάρρευση ήταν θέμα χρόνου. Εκείνο το καλοκαίρι του 1944, μία από τις εντολές-οδηγίες του Συμμαχικού Στρατηγείου προς τους άνδρες της αντικατασκοπίας, (Εθνική Οργάνωση Δολιοφθοράς Πληροφοριών Ε.Ο.Δ.Π. Ηρακλείου-Λασιθίου), ήταν η αναγραφή στους τοίχους προπαγανδιστικών συνθημάτων και το ρίξιμο προκηρύξεων. Σκοπός των συνθημάτων και των προκηρύξεων ήταν η καταρράκωση του ηθικού του Γερμανού στρατιώτη.
Τα συνθήματα έπρεπε να αναγραφούν σ’εκείνες τις πόλεις και τα χωριά των νομών Ηρακλείου και Λασιθίου, που στάθμευαν γερμανικές μονάδες.
Στο Καστέλλι Πεδιάδος και στο πολεμικό αεροδρόμιό του, υπήρχαν συνεχώς, (χωρίς να μειωθεί ο αριθμός τους), καθ’όλη τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου περίπου 2.500 γερμανοϊταλοί στρατιώτες.
Ένα καλοκαιριάτικο πρωινό του 1944, το Καστέλλι ξύπνησε και στους τοίχους διαφόρων σπιτιών και πλατειών υπήρχε με μαύρη και κόκκινη μπογιά σχηματισμένο ένα ρολόι με τους δείχτες του να σχηματίζουν την ώρα δώδεκα παρά τέταρτο.
Ένα προπαγανδιστικό σύνθημα, που για τους υπόδουλους Κρήτες σήμαινε ότι έφτανε επιτέλους η ώρα της λευτεριάς, για τους Γερμανούς αξιωματικούς και στρατιώτες ότι πλησίαζε το τέλος της κυριαρχίας τους.
Ένα μήνυμα αισιοδοξίας και αναπτέρωσης του ηθικού των σκλαβωμένων Καστελλιανών, ένα μαύρο μήνυμα για τον Γερμανό κατακτητή.
Το πρώτο ρολόι από τους νεαρούς Καστελλιανούς, σχηματίστηκε κάτω ακριβώς από το ηλιακό ρολόι που είχαν κατασκευάσει οι Γερμανοί στον ναό του Αγίου Γεωργίου.
Ποιοι τα σχημάτισαν με τις μπογιές στους Καστελλιανούς τοίχους; Μα φυσικά αυτοί που δεν υπέκυψαν στον κατακτητή, αυτοί που τον πολέμησαν τέσσερα χρόνια μέσα από τις γραμμές της αντικατασκοπίας του Ηρακλείου, κάποιοι νεαροί Καστελλιανοί.
Τα ονόματά τους δεν μας είναι γνωστά. Μόνο του Καστελλιανού που οργάνωσε την ομάδα των νεαρών. Και πήγε κι αυτός μαζί τους. Του Εμμανουήλ Μιχαήλ Μετζογιαννάκη. Ήταν μια δύσκολη επιχείρηση, κάτω από το βλέμμα του εχθρού, σε ένα χωριό που διέμεναν χιλιάδες Γερμανοί.
Στην Αντίσταση συμμετείχαν όλοι σχεδόν οι νεολαίοι του Καστελλίου. Κι αν κάποιος δεν πήγε τη βραδιά μαζί με εκείνους που ζωγράφισαν τα ρολόγια, επειδή ίσως δεν ενημερώθηκε από το Μετζογιάννη ή επειδή δεν βρίσκονταν στο Καστέλλι, αν του το ζητούσε, δεν θα έφερνε καμιά αντίρρηση.
Δώδεκα παρά τέταρτο. Ένα μήνυμα ελευθερίας στους Καστελλιανούς τοίχους. Οι ηλικιωμένοι Καστελλιανοί το θυμούνται ακόμη. Οι Γερμανοί δεν άφησαν τα ρολόγια στους τοίχους. Μέχρι το μεσημέρι της ίδιας μέρας, αγγάρεψαν κατοίκους και τα «εξαφάνισαν».
Ο τόπος δοκιμάστηκε πολύ τα χρόνια της Κατοχής. Το πολεμικό αεροδρόμιο Καστελλίου που δέσποζε στον κάμπο έγινε τόπος μαρτυρίου και θυσιών για εκατοντάδες πατριώτες. Δολιοφθορές, ηλεκτροφόρα σύρματα, αγγαρείες, συμμαχικοί βομβαρδισμοί, εκτελέσεις, βασανισμοί, συλλήψεις και εγκλεισμοί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και εργασίας στη Γερμανία, αρπαγές ζώων και γεωργικών προϊόντων, πείνα, εξαθλίωση, ήταν η καθημερινότητα τα χρόνια 1941-1944.
Το βιβλίο της κατοχικής τοπικής ιστορίας, έχει αρκετά κεφάλαια. Άγνωστα τα περισσότερα στους πολλούς. Τα πέτρινα χρόνια της σκλαβιάς διαδραματίστηκαν πολλά. Ένα από τα άγνωστα κεφάλαια, ήταν αυτό με το ρολόι και την ώρα δώδεκα παρά τέταρτο. Μια ηρωική πράξη από νεαρούς Καστελλιανούς που πίστευαν στις ιδέες του αγώνα και της ελευθερίας.
Για τα ρολόγια στους Καστελλιανούς τοίχους με την ώρα δώδεκα παρά τέταρτο, οι παλαιότεροι θυμούνται:
«… επέρασα από το Μεϊντάνι και είδα αναστάτωση. Οι Γερμανοί είχανε συγκεντρώσει τσι χωριανούς που εσυναντήσανε το πρωί. Επηγαίνανε πάνω κάτω και εβρίζανε στη γλώσσα ντως. Είχανε ξύλινους κουβάδες στη μέση τση πλατέας με νερό. Εβάλανε ασβέστη μέσα και τον ανακατώνανε. Εμένα μου λέει ένας Γερμανός, πίκουλο έλα ! Και με πιάνει και μου δίνει ένα κουβά με τον ασβέστη.
Και ήτανε ο Δημόκριτος ο Μαραυγάς, πιο μεγάλος από μένα, δάσκαλος εγίνηκε ύστερα, και μου λέει έλα μαζί μου. Αυτός εκράθιε μια βούρτσα. Και επήγαμε στον Αη Γιώργη. Εγώ με το κουβά κι αυτός με τη βούρτσα. Κι ένας δυο Γερμανοί από πίσω μας να φωνιάζουνε. Εφτάξαμε στον Αη Γιώργη και είδα ένα ρολόι να’ναι ζωγραφισμένο στο τοίχο. Από κάτω από το γερμανικό ρολόι. Με μαύρη και κόκκινη μπογιά είχανε κάνει το κύκλο και στι δείχτες. Ο ένας δείχτης ήτανε στο δώδεκα κι ο άλλος στο εννιά.
Οι Γερμανοί λένε του Δημόκριτου να βάλει ασβέστη να το σβήσει. Και με το κουβά εγώ και τη βούρτσα ο Δημόκριτος, εσπρίσαμε το τοίχο πολλές φορές μέχρι που το ρολόι δεν ήδειχνε, δεν εφαίνουντονε. Λέω του Δημόκριτου ήντα είναι αυτό το ρολόι; Και μου λέει ότι το σάξανε τη νύχτα οι δικοί μας για τσι Γερμανούς. Να τόσε πούνε ότι Γερμανοί, τάξε και καλά, ήφταξε η ώρα σας να φύγετε από τη Κρήτη…ª.
(Γεώργιος Ανδρέα Τζανακάκης, Καστέλλι, Σεπτέμβριος 2018)
´…το σπίτι μας ήτανε στο Μεϊντάνι. Δίπλα στο σπίτι μας οι Γερμανοί είχανε το καφενείο ντως, Σολντάτεν Χάιμ το λέγανε. Τα χρόνια της κατοχής επεράσαμε δύσκολα στο Καστέλλι. Εγώ νεαρός τότε, είχα μπει στην αντίσταση. Εκάναμε έναν καιρό στο Καστέλλι αλλά τον περισσότερο τον κάναμε στην Κασταμονίτσα.
Είχαμε πάει με όλη την οικογένεια. Ο αδερφός μου ο δάσκαλος ο Στέλιος ήτανε στην Αθήνα. Είχε μπει στο ΕΑΜ και πολεμούσανε τσι Γερμανούς. Στο τέλος τόνε πιάσανε οι Γερμανοί και τον εκτελέσανε στο Χαϊδάρι.
Στη Κασταμονίτσα έμενε και η οικογένεια του Κίμωνα. Ένα βράδυ ήρθε στο σπίτι μας στη Κασταμονίτσα. Και μου’πε ότι το Στρατηγείο θέλει να κάνομε στο Καστέλλι ένα σαμποτάζ. Ήτανε καλοκαίρι του 1944. Μα εδά που τελειώνει η βασιλεία ντως; του λέω.
Ναι μου λέει Γιώργη, εδά πρέπει. Και λέει να βρούμε δυο τρεις δικούς μας να πάρουνε μπογιά και πινέλο να σάξουνε στσι τοίχους του Καστελλίου ένα ρολόι. Να δείχνει την ώρα δώδεκα παρά τέταρτο. Και βγάνει από ένα σακούλι δυο κουθιά Αγγλικά με μαύρη και κόκκινη μπογιά. Και δυο Αγγλικά πινέλα. Και γιάντα να δείχνει δώδεκα παρά τέταρτο; τον ερώτηξα. Γιατί Γιώργη οι Γερμανοί βρίσκονται λίγο πριν το τέλος.
Το τέλος οι Εγγλέζοι λένε ότι είναι η ώρα δώδεκα, άρα δώδεκα παρά τέταρτο είναι λίγο πριν ξετελέψουνε από τη Κρήτη. Και παίρνω την άλλη μέρα τα κουθιά και κατεβαίνω στο Καστέλλι. Τα’βαλα σε μια βούργια με κουκιά και στσι πέντε η ώρα φεύγω από τη Κασταμονίτσα. Το βράδυ απαγορεύουντανε η κυκλοφορία. Και φτάνω στο Καστέλλι και πάω στο σπίτι του Μετζογιάννη. Ο Μετζογιάννης ήτανε στην Αντίσταση. Και του λέω για τα ρολόγια που θα βάψουνε στσι τοίχους του Καστελλίου.
Αυτός εσυμφώνησε. Κι αφήνω τη βούργια και φεύγω. Ο Μετζογιάννης, ήτανε παλικάρι και άνθρωπος δικός μας. Εβρήκε ένα δυο νεαρούς Καστελλιανούς κι αυτός μαζί ντως και εσάξανε τα ρολόγια στσι τοίχους. Ένα στον Αη Γιώργη, ένα πριν το Γερμανικό Φρουραρχείο του Καστελλίου, ένα στη κάτω πλατέα, ένα στο πηγάι στα Χορταράκια κι ένα στου Εργάζο το σπίτι, κοντά στο Γυμνάσιο του Καστελλίου. Επεράσανε τα χρόνια και ποτέ δεν τόνε ρώτηξα με ποιους τα ζωγράφισε. Ποιοι Καστελλιανοί επήγανε. Και κάνανε με κόκκινο χρώμα τσι δείχτες και με μαύρο το κύκλο του ρολογιού.
Εγώ εξώμεινα στο Καστέλλι. Εξάνοιξα την άλλη μέρα με τρόπο να δω ήντα θα κάνουνε οι Γερμανοί. Άμα τα’δανε το πρωί, αρχίξανε να μαζώνουνται στο Μεϊντάνι και να βρίζουνε στα Γερμανικά. Όποιος περνούσε από την πλατέα τόνε πιάνανε και άμα εμαζώξανε κάμποσους, τόσε δώσανε ασβέστη και κουβάδες και τσι στείλανε να τα σβήσουνε. Και τα ρολόγια εσβήσανε. Επρολάβανε όμως και τα’δανε και οι Γερμανοί και οι χωριανοί μου οι Καστελλιανοί
Ο Κίμωνας μου’χε πει να κάτσω δυο τρεις μέρες στο Καστέλλι. Και μπορεί, μου’πε, κανείς Γερμανός ή Ιταλός να φύγει και να θέλει να’ρθει στο βουνό με τσ’αντάρτες. Γιατί τότες εφεύγανε πολλοί και τσι παίρναμε και τσι πηγαίναμε στο βουνό. Μας εβρίσκανε μοναχοί ντως. Εξέρανε για μας. Αυτομολούσανε πολλοί. Εβλέπανε κι αυτοί ότι η Γερμανία θα΄χανε το πόλεμο. Είχανε πει οι δικοί μας ότι αν ήθελε κανείς να φύγει για το βουνό, Γερμανός ή Ιταλός, ήπρεπε να κουβαλήσει και τον οπλισμό του. Έτσι και γινόντανε.
Τσι πηγαίναμε εμείς στου Σηφογιάννη τη μάντρα, αφήνανε τα τουφέκια και τον άλλο οπλισμό τους και οι Εγγλέζοι τσι φυγαδεύγανε στη Μέση Ανατολή. Εξώμεινα δυο τρεις μέρες στο Καστέλλι, τίποτα δεν εγίνηκε. Μόνο αγριέψανε πιο πολύ. Και όσο περνούσε ο καιρός, οι Γερμανοί εγινόντανε πιο βάρβαροι. Εδέρνανε, εκακοποιούσανε τσ’ανθρώπους, εμπαίνανε στα σπίθια και παίρνανε ότι βρίσκανε, πατάτες, αυγά, όρνιθες, γιατί το συσσίτιό ντως είχε λιγοστέψει κι αυτονών…».
(Γεώργιος Νικολάου Πολεμαρχάκης, Καστέλλι, Ιούλιος 2003)
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος