Την 1η Ιουνίου 1941, η Κρήτη πέρασε στα χέρια των ναζιστικών και φασιστικών στρατευμάτων. Τους νομούς Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου κράτησαν οι Γερμανοί, τον νομό Λασιθίου οι Ιταλοί.
Ο Διοικητής των δυνάμεων που κατέλαβαν την Κρήτη Αντιπτέραρχος Κουρτ Στούντεντ, παρέμεινε Διοικητής του «Φρουρίου Κρήτης» ως τις 8 Ιουλίου 1941.
Η κατάληψη της Κρήτης συνοδεύτηκε από σχέδια των Γερμανών αξιωματούχων για την οχύρωσή της, ώστε να γίνει απόρθητο φρούριο, εξυπηρετώντας τις ανάγκες του Γ΄ Ράιχ ως ενδιάμεσος σταθμός προς τη Μέση Ανατολή αλλά και τα κράτη της Ασίας.
Στις 17 Ιουνίου 1941, ο Στούντεντ εκδίδει Διαταγή καταναγκαστικής εργασίας που αφορούσε το σύνολο του πληθυσμού της Κρήτης.
Με τη διαταγή του ο Στούντεντ δεν έθετε όριο ηλικίας, φύλου και επαγγέλματος.
Από την καταναγκαστική εργασία δεν εξαιρούνταν οι Κυριακές και ο χρόνος εργασίας, (οι εργάτες μπορούσαν να δουλέψουν όλες τις ώρες του εικοσιτετράωρου).
Η άρνηση της εργασίας επέφερε στους αρνητές διάφορες ποινές(φυλάκιση, ειρκτή και θάνατο). Όλες οι Κοινότητες της Κρήτης ήταν υποχρεωμένες να στέλνουν στην εργασία δέκα (10) εργαζόμενους ανά 100 κατοίκους, δημιουργώντας ταυτόχρονα μία φάλαγγα εργασίας.
Αυτή η διαταγή της καταναγκαστικής εργασίας, όπως και οι άλλες που ακολούθησαν των Διοικητών που διαδέχτηκαν τον Στούντεντ, (Αντρέ, Μπρώυερ και Μίλερ), σημάδεψαν τη ζωή ενός δεκατετράχρονου παιδιού από το χωριό Μπιτζαριανώ Πεδιάδος, του Παντελή Κανάκη. Συγκεκριμένα, στο πρώτο και δεύτερο άρθρο της διαταγής του Στούντεντ, αναγράφεται:
´1ον / Όλος ο πληθυσμός ανεξαρτήτως επαγγέλματος ηλικίας και φύλου υποχρεούνται κατά διαταγήν του Δημάρχου να προσφέρουν ΟΙΑΝΔΗΠΟΤΕ ΕΡΓΑΣΙΑΝ. Τούτο ισχύει ιδιαιτέρως δια την συγκέντρωσιν της συγκομιδής, δι’αεροδρόμια, δρόμους και παρομοίας εργασίας.
2ον / Μέχρι νεωτέρας διαταγής τούτο ισχύει ΚΑΙ ΔΙΑ ΚΥΡΙΑΚΑΣ και εκτός συνήθους ώρας εργασίας…»ª.
Στο αεροδρόμιο Καστελλίου, που είχαν ξεκίνησε αμέσως μετά την κατάληψη της Κρήτης, εργαζόταν καθημερινά χιλιάδες καταναγκαστικοί εργάτες. Για να επανδρωθούν όλες οι δουλειές, έπρεπε να εργάζονται 1800 εργάτες. Ο αριθμός όμως των καταναγκαστικών εργατών, δεν ξεπερνούσε πολλές φορές τους 1000. Στην πρωινή συνάθροιση και αναφορά, καταγράφονταν οι απουσίες και τα χωριά των απόντων.
Ο Νίκος Καραγιάννης, μέλος της συμμαχικής κατασκοπίας που εργάζονταν ως διερμηνέας στο γραφείο των οχυρωματικών έργων, σε χειρόγραφο σημείωμά του διασαφηνίζει τον αριθμό των εργατών, τις κοινότητες που ήταν υποχρεωμένες να στέλνουν άντρες στα έργα του πολεμικού αεροδρομίου Καστελλίου και τις αντιδράσεις των Γερμανών για τις πολλές απουσίες. Γράφει ο Νίκος Καραγιάννης:
«…αυτό γινόταν κάθε πρωί, έκτοτε και μέχρι τότε βέβαια, διότι εκτός από τους απόντες, έπρεπε να γνωρίζομε και τους παρόντες οι οποίοι έπρεπε από 1000 περίπου που ήσαν να είναι τουλάχιστον 1800 για να επανδρώνουν όλες τις δουλειές, χτισίματα, μπαζώματα, λατομείο, διανοίξεις κλπ., όλες χειρονακτικές. Όμως ήταν ήδη χειμώνας, κρύο, κακουχίες, κακό φαγητό, γι’αυτό και παρουσιάζονταν τόσες απουσίες.
Ο Josef Raiter, ήταν σκληρός άνθρωπος και ξυλοφόρτωνε σχεδόν κάθε μέρα όσους δυστροπούσαν την προηγουμένη και είχαν καταγγελθεί διαφοροτρόπως. Αυτό βέβαια το έκανε όχι μόνον από σαδισμό, αλλά για να κατατρομοκρατήσει τον κόσμο και να σπάει την θέλησή του για κάποιου είδους αντίσταση στη δουλειά
. Μετά από αυτήν την παράσταση κάθε πρωί, πηγαίναμε ύστερα στο Γραφείο, όπου άρχιζε η ρουτίνα της δουλειάς ! Σαράντα κοινότητες και χωριά ήσαν υποχρεωμένα να στέλνουν επιταγμένους εργάτες στα έργα του αεροδρομίου, ανά δεκαπενθήμερο που σημαίνει ότι έπρεπε να εγκαταλείπουν οι άνθρωποι τα χωράφια των από τα οποία και ζούσαν, για να έρχονται εναλλάξ κάθε δεκαπέντε μέρες.
Κάθε μέρα έρχονταν Πρόεδροι Κοινοτήτων με δώρα για τους Γερμανούς, (αυγά και κότες κυρίως), και παρακαλούσαν να μειωθεί ο αριθμός των επιταγμένων. Αλλά όλο και κάμποσοι απουσίαζαν δικαιολογημένα και αδικαιολόγητα και αυτό εξαγρίωνε τους Γερμανούς που οι ανάγκες τους όλο και μεγάλωναν, δεδομένου ότι ο πόλεμος της Αφρικής πλησίαζε και όπως προέβλεπαν, θα ήταν ένας αγώνας αδυσώπητος, ανελέητος, και έπρεπε να συγκρατηθούν οπωσδήποτε, γι’αυτό και έσπευδαν με την ψυχή στα δόντια να ετοιμάσουν τα αεροδρόμια της Κρήτης Τυμπακίου-Καστελλίου-Ηρακλείου, ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στις επερχόμενες ανάγκες του πολέμου. Η εμβέλεια του αεροδρομίου Καστελλίου έφθανε μέχρι την επαρχία Βιάννου. Στην Πάνω Μεσαρά μέχρι Σχοινιά, Αρκαλοχώρι, Αλάγνι, Μελέσες και γύριζε από Αποστόλους μέχρι Κασταμονίτσα Αμαριανό.
Ο καιρός περνούσε, το καλοκαίρι έφθανε και η δουλειά πολλαπλασιαζότανε, γιατί είχε αρχίσει η οργανωμένη ανυπακοή, οι εργάτες δεν ερχόταν και η υπηρεσία μας έπρεπε να οργανώνει νυχτερινές εφόδους στα χωριά να τα κυκλώνει και να μαζεύει όλους τους ικανούς προς εργασίαν…».
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1943, διεξήχθη η μάχη της Σύμης μεταξύ ανταρτών του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά και ανδρών του τακτικού γερμανικού στρατού. Το αποτέλεσμα της μάχης ήταν νικηφόρο για τους αντάρτες. Ο Διοικητής του Φρουρίου Κρήτης Στρατηγός Μπρώυερ και ο Διοικητής των γερμανικών δυνάμεων του νομού Ηρακλείου Μίλερ, διέταξαν την πυρπόληση των χωριών της Βιάννου και τις εκτελέσεις που ακολούθησαν.
Τα χωριά της Βιάννου πυρπολήθηκαν και πέντε εκατοντάδες κατοίκων, (μεταξύ τους γυναίκες, μικρά παιδιά και γέροντες), στήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Στη βάρβαρη επιχείρηση των Γερμανών εναντίον της επαρχίας Βιάννου και της ανατολικής Ιεράπετρας, πήραν μέρος και στρατιώτες από την περιοχή του αεροδρομίου Καστελλίου. Τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου 1943 στη Βιάννο και η επιστροφή των Γερμανών στο Καστέλλι, αποτυπώθηκαν στη μνήμη των κατοίκων. Συγκεκριμένα, δυο Καστελλιανοί θυμούνται:
«…εμάθαμε για τη Βιάννο και τους σκοτωμούς. Για τα σπίθια τω Βιαννιτώ που εκαίγανε οι Γερμανοί. Για τα κοπέλια που σκοτώσανε, για τσι Βιαννίτες, για τσι γυναίκες. Όταν εγυρίσανε οι Γερμανοί από τη Βιάννο στο Καστέλλι, δεν τσι γνωρίζαμε. Όλοι τους είχανε μια άγρια όψη, δεν εμιλούσανε σε κανένα όπως πρώτα, ήτανε νευρικοί και απότομοι. Εγώ κοπέλι ακόμη, επήγαινα και βοηθούσα στα μαγειρεία ντως. Και μου δίνανε ένα κομμάτι ψωμί, μισή κονσέρβα κάθε μέρα, μου βάζανε φαί κι έτρωγα εκεί. Μετά που εγυρίσανε από τη Βιάννο με διώξανε. Μου’πε ο δεκανέας να μη ξαναπάω στα καζάνια. Και μου’ριξε μια κλωτσά και μ’έδιωξε…ª
(Θεόδωρος Γ. Καμπάνης, Καστέλλι, Ιούνιος 2018)
«…τη κατοχή εκατάφερα και με πήρανε ράφτη οι Γερμανοί. Το ραφείο ήτονε στα σπίθια του Μπουρνέλη, στο παλιό Δημοτικό Σχολείο του Καστελλίου. Είμαστε κι άλλοι δυο κι εράβαμε τα ρούχα ντως τα στρατιωτικά. Όντεν εγυρίσανε από τη Βιάννο, είχανε πάει πολλοί Γερμανοί από δω, ερχόντανε στο ραφείο και μας εφέρνανε πατελόνια και χιτώνες να τα ράψωμε. Φαίνεται πως τσι μέρες που εκάνανε στη Βιάννο κι εκαίγανε τα σπίθια, εκοιμούντανε χάμω γιατί τα ρούχα που εράβαμε είχανε όλα χώματα. Ερώτηξα με τα λίγα γερμανικά που εγνώριζα ένα Γερμανό ήντα γίνηκε στη Βιάννο.
Με ξάνοιξε άγρια και μου λέει να σωπάσω. Όλοι οι Γερμανοί που επήγανε στη Βιάννο ήρθανε αγριεμένοι. Και εγυρίζανε στσι δρόμους του χωριού και χτυπούσανε τσι χωριανούς και τα κοπέλια. Όποιος ήθελα να τόσε παντήξει τόνε χτυπούσανε. Εκαταλάβαμε μετά το κάψιμο τση Βιάννου πως στην αγγαρεία δεν έρχουντανε από τα τρίγυρα χωριά οι αθρώποι. Είχανε φοβηθεί, δεν κατέχει κανείς. Ο πατέρας μου οι Χριστόφορος μου λέει να μη ξαναπάς στο ραφείο. Δεν ήμαθες ότι εσκοτώσανε τσι Βιαννίτες; Να μη ξαναπάς μη πάθεις κι εσύ πράμα…».
(Εμμανουήλ Χριστοφόρου Σμαριαννάκης, Διαβαϊδέ, Αύγουστος 2006)
Οι βαρβαρότητες και τα εγκλήματα των Γερμανών στη Βιάννο έγιναν γρήγορα γνωστά στους κατοίκους της Κρήτης. Ως αποτέλεσμα, εργάτες της καταναγκαστικής εργασίας δεν έδιδαν καθημερινά το “παρών” στα έργα του αεροδρομίου Καστελλίου. Το τρίτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου 1943, οι Γερμανοί αξιωματούχοι διέταξαν κυκλώσεις σε χωριά, συλλήψεις των ανδρών και μεταφορά τους στα έργα. Την Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 1943, ομάδα Γερμανών στρατιωτών ξεκίνησε τα ξημερώματα από το Καστέλλι με προορισμό τα χωριά
Πάνω Καρουζανώ, Κάτω Καρουζανώ, Μπιτζαριανώ, Λαγού και Σμάρι. Όταν έφτασαν στο χωριό Μπιτζαριανώ, κάποιοι έτρεξαν να κρυφτούν. Μεταξύ των ανδρών που προσπάθησαν να αποφύγουν τη σύλληψη ήταν και ο Μπιτζαράκης Γεώργιος του Σταύρου. Μαζί του έτρεχε και ο δεκατετράχρονος Παντελής Κανάκης του Νικολάου. Οι Γερμανοί τους αντιλήφθηκαν και άρχισαν να τους φωνάζουν να σταματήσουν. Ο Μπιτζαρογιώργης όμως ήταν κουφός και δεν άκουγε τα γερμανικά παραγγέλματα. Τότε ένας Γερμανός σήκωσε το όπλο του και άρχισε να τους πυροβολεί.
Μία σφαίρα χτύπησε τον μικρό Παντελή πισώπλατα και έπεσε καταγής. Ο Γεώργιος Μπιτζαράκης έστρεψε το βλέμμα του, είδε τον μικρό μες στα αίματα και συνέχισε να τρέχει. Οι Γερμανοί έφτασαν στο σημείο που είχε πέσει ο Παντελής και διαπίστωσαν ότι ζούσε ακόμη. Τον πήραν και τον μετέφεραν στην απέναντι πλαγιά, στη μάντρα των Κουντήδων, στο δρόμο προς το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου Καλλέργη. Ειδοποίησαν έναν δικό τους στρατιωτικό γιατρό. Ο γιατρός έφτασε στη μάντρα, αλλά το παιδί είχε ξεψυχήσει.
Οι άντρες που είχαν συλληφθεί, με την ομάδα των Γερμανών συνέχισαν στο χωριό Λαγού και στη συνέχεια στο Σμάρι. Δεν ήταν πολλοί, γιατί οι εξορμήσεις των Γερμανών από χωριό σε χωριό γίνονταν γνωστές και οι άντρες κρύβονταν. Από το Σμάρι, όλοι μαζί, οδηγήθηκαν σε περιφραγμένο χώρο (κατσέτα) του χωριού Βαρβάρω (Αρχάγγελος) κι από εκεί καθημερινά στα έργα.
Ο Γεώργιος Κουτσαντωνάκης του Δημητρίου από το χωριό Μπιτζαριανώ, μέτοχος της Εθνικής Αντίστασης, εικοσιοχτώ ετών το 1943, έζησε τον άδικο θάνατο του συγχωριανού του Παντελή Κανάκη. Οι βάρβαροι κατακτητές, δεν δίστασαν να πυροβολήσουν εναντίον ενός ανθρώπου (χωρίς ακοή), που τον ακολουθούσε ένα δεκατετράχρονο παιδί.
Οι γερμανοί στρατιώτες άδειασαν τα τουφέκια τους. Και βρήκε η σφαίρα τον μικρό Παντελή. Πισώπλατα. Μαθητή της ΣΤ΄ τάξης. Ο Γεώργιος Κουτσαντωνάκης, σε συνέντευξη που μας παραχώρησε τον Νοέμβριο του έτους 2002, θυμάται για τον Παντελή και την εξόρμηση των Γερμανών στα βορεινά χωριά της ευρύτερης περιοχής του Καστελλίου, (Σμάρι, Λαγού, Μπιτζαριανώ, Πάνω και Κάτω Καρουζανώ): «Στις τοποθεσίες «Φαράκλα» και «Στου Μαγουλά την Πλάκα», εσκοτώσανε οι Γερμανοί τον Παντελή του Νικολή του Κανάκη. Οι Γερμανοί είχανε κάνει μπλόκο στο χωριό μας για να μας ε πιάσουνε.
Ο Παντελής εκλούθανε του Κουφού και οι Γερμανοί τους είδανε και φωνάζανε να σταματήσουνε. Ο Κουφός δεν εσταμάτησε μόνο εγλάκανε και το παιδί του κλούθιενε. Ο Παντελής ήτανε μαθητής, στο σχολειό επήγαινε, μικρός θαν ήτανε δώδεκα δεκατεσσάρω χρονώ. Αρχίξανε να πυροβολούνε οι Γερμανοί και επήρενε τη σφαίρα το κοπέλι. Ήπεσε κάτω. Εμείς είμαστε στη «Βρύση». Όσους χωριανούς επιάσανε οι Γερμανοί, μας είχανε στη Βρύση». ΄Ηρθανε οι Γερμανοί και μας ελέγανε:
-Εσείς είσαστε κουζουλοί. Γλακάτε απάνω κάτω και ένα παιδί καπούτ !
-Ποιος εσκοτώθηκε; ελέγαμε εμείς.
Σε λίγη ώρα ήρθε κάποιος δικός μας και είπε ότι οι Γερμανοί εσκοτώσανε το Παντελή του Κανάκη.
Πάμε ύστερα και παίρνομε το κοπέλι, αλλά αυτό ήτονε μισοπεθαμένο. Το πάμε στου Χοιροκοιλιά τη μάντρα. Μαζί και οι Γερμανοί και όλοι όσους είχανε πιασμένους. Ήρθε ένας Γερμανός γιατρός και τόνε ρώτηξα για τον Παντελή αν ζήσει. Αυτός μου είπε όχι, το πίκουλο καπούτ. Αφήσαμε τον Παντελή εκειά, στη μάντρα και εμάς μας ελαλούσανε ως το Σμάρι. Το κοπέλι το πάλευγε ο Γερμανός γιατρός να το σώσει αλλά δεν εγινόντανε τίποτα. Τον είχε βρει η σφαίρα στην πλάτη και εβγήκε από το μπέτη μπροστά. Του είχε ανοίξει μια μεγάλη τρύπα. Από το Σμάρι μας εφύγανε βράδυ καμιά τριανταριά αθρώπους από το Καστέλλι, από το Καρουζανώ από το Μπιτζαριανώ, απ’όπου είχανε κάνει συλλήψεις.
Όταν επερνούσαμε από του Καβουσανού τη μάντρα, λέει ένας Γερμανός που τόνε λέγανε Φρανκ:
-Πού Καβουσανός;
Επετάχτηκε ο Καβουσανός και λέει εγώ είμαι. Αν δεν μιλούσε, δεν θα τόνε πιάνανε. Τόνε βγάνουνε όξω από τη μάντρα και τον αρχινούνε αμέσως στο ξύλο. Ελέγανε ότι του βρήκανε Εγγλέζικες σφαίρες στη μάντρα, όχι μέσα αλλά όξω στον τράφο μια άλλη φορά που περνούσανε οι Γερμανοί. Μέχρι που μας επήγανε στη κατσέτα στο Βαρβάρω τόνε δέρνανε. Δεν τον αφήκανε να μπει μέσα μόνο λένε Καβουσάνος εδώ. Ένας Γερμανός ήστεκε από τη μια μεριά τση πόρτας και ένας άλλος από την άλλη και ένας ένας που έμπαινε μέσα τόνε ραβδίζανε. Έπαιρνε τη βεργιά και όπου την έτρωγε, στην κεφαλή, στα αυτιά, στο πρόσωπο. Τον Καβουσανό τόνε κονέψανε όξω.
Μετά που τελειώσανε κι εμπήκαμε όλοι μέσα, αρχινήξανε τον Καβουσανό. Του σπάσανε δυο τρεις βέργες στη ράχη. Βέργες χοντρές, σαν το μπράτσο του ανθρώπου. Φαντάσου ότι του σπάσανε τρεις βέργες. Εγώ λέω πως εβάσταξε ο Καβουσανός. Τόνε πετάξανε μέσα στην κατσέτα αναίσθητο.
Εγώ ήμουνε στη μέσα πάντα και λέω πώς θα πάω να τόνε βρω; Εσύρθηκα απάνω στσ’άλλους για να πάω κι είδα και Λαγουδιανούς μέσα με σπασμένες τις κεφαλές. Πάω και βρίσκω τον Καβουσανό. Του λέω μωρέ να μη πεις πράμα γιατί θα μας εσκοτώσουνε επαέ μέσα.
Εγώ του πήγαινα τσ’αντάρτες στη μάντρα κι αυτός τσι πήγαινε στην Αγκάραθο πάντα τη νύχτα. Εκείνες τσι μέρες του είχα πάει κι ένα Εγγλέζο Ταγματάρχη, Αλέξη τόνε λέγανε. Μη πεις αθιβολή του λέω για το ήντα κάνομε γιατί θα μας εθάψουνε επαέ. Ο Καβουσανός με ξάνοιξε και μου λέει ότι εγώ δε λέω πράμα και να μην του ξαναπώ τη κουβέντα. Ίσα – ίσα που έβγαινε η φωνή του.
Τον Παντελή επήγανε και τόνε πήρανε οι δικοί του και τόνε θάψανε στον Άγιο Στέφανο. Η μάνα του η Ζαχαρένια, στο πατρικό τση ήτανε Λαδωμένου, ήβγανε τα μαλλιά τση».
Ο Γεώργιος Ιωάννου Καλογεράκης γεννήθηκε στο χωριό Λαγού Πεδιάδος το έτος 1908. Το 1943 που δολοφονήθηκε ο Παντελής Κανάκης, ήταν 35 χρονών με ένα μικρό κοπάδι πρόβατα στην περιοχή Αγίου Ιωάννου Καλλέργη. Ο ίδιος με την οικογένειά του ήταν κάτοικος Σμαρίου. Στην ίδια περιοχή ήταν και το κοπάδι του κτηνοτρόφου Νικολάου Καβουσανού. Νότια της Μονής σε απόσταση τετρακοσίων μέτρων, βρίσκονταν το μητάτο των Κουντήδων, εκεί όπου μεταφέρθηκε χτυπημένος ο μικρός Παντελής και άφησε την τελευταία του πνοή.
Το μητάτο των Κουντήδων, είναι στη μέση περίπου της απόστασης Μπιτζαριανού – Ιεράς Μονής Καλλέργη. Δρόμος δεν υπάρχει μεταξύ τους αλλά συνδέονται με ένα μικρό βραχώδες μονοπάτι. Ο Γεώργιος Ιωάννου Καλογεράκης βρέθηκε στην περιοχή με το κοπάδι του την Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 1943, πιάστηκε από τους Γερμανούς και έζησε τα γεγονότα που εκτυλίχτηκαν εκείνη την ημέρα. Ο ίδιος, τον Αύγουστο του 1993 τα περιγράφει ως εξής:
«…εσηκώθηκα από το χωριό αξημέρωτα ακόμη, να πάω στα οζά. Τα’χα ανατολικά από το μοναστήρι στου Καλέρη. Επήρα τη βούργια. Ήθελα πια από μια ώρα κάθε μέρα να φτάξω. Άμα ήφταξα τα εταχτοποίησα και προτού μεσημεριάσει είδα Γερμανούς να’ρχουνται προς το μοναστήρι. Είχανε μαζί ντως και δικούς μας αθρώπους πιασμένους. Τότες εμάθαμε ότι εσκοτώσανε ένα κοπέλι από το Μπιτζαριανώ, του Νικολή του Κανάκη ένα γιο. Άμα εφτάξανε κοντά στο μοναστήρι, βλέπουνε οι Γερμανοί το Καβουσανό και τόνε ρωτούνε που’ναι ο Καβουσανός.
Δε τόνε γνωρίζανε. Αυτός είπε εγώ’μαι. Και τόνε πιάνουνε. Πιάνουνε και μένα και μας ε πάνε στου Λαγού. Στου Λαγού επήρανε όσους εβρήκανε. Οι Λαγουδιανοί μας είδανε με τσι Γερμανούς και οι πολλοί εφύγανε. Γυρίζομε όθε το Σμάρι. Οι Γερμανοί εγυρεύγανε εργάτες για το αεροδρόμιο. Είχενε γίνει το κάψιμο τω χωριώ στα Βιαννίτικα και δεν εσιμώνανε μπλιο εργάτες στα έργα. Είμαστε μια τριανταρά άντρες και μας επήγανε στη κατσέτα του Βαρβάρου.
Το Καβουσανό αρχίξανε και τόνε χτυπούσανε. Με βέργες. Από την ώρα που τόνε πιάσανε ίσαμε το Βαρβάρω. Σ’όλο το δρόμο. Και στη κατσέτα τόνε χτυπούσανε πιο άγρια. Τέθοιο ξύλο δεν το ξανάδα στη ζωή μου. Ήλεγα εδά θα ποθάνει. Κι όμως ήντεξε. Και δεν ήβγανε μιλιά κάθε που πέφτανε οι βέργες απάνω του.
Δυο Γερμανοί τόνε χτυπούσανε. Μας εκρατήξανε τριάντα μέρες. Εγώ επήγαινα στη Πολυθέα κι ήσκαφτα πηγάδια. Μετά που μας εμολάρανε, λέω του Καβουσανού, μα γιάντα μωρέ σε χτυπούσανε. Και μου’πε ότι αλότες που ξαναπεράσανε, εβρήκανε μια δεσμίδα Αγγλικές σφαίρες στο τοίχο τση μάντρας. Το κοπέλι το Παντελή δεν το’δα σκοτωμένο. Είδα όμως τη μάνα του τη Ζαχαρένια, όντεν εβγήκα από την αγγαρεία, πως είχε καταντήσει από τη στενοχώρια τση…».
* O Γιώργος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού.