Αλώνισμα σε χωριό της επαρχίας Πεδιάδος, Ιούνιος 1943
Αλώνισμα σε χωριό της επαρχίας Πεδιάδος, Ιούνιος 1943.

Το Σμάρι είναι ένα χωριό της επαρχίας Πεδιάδος, χτισμένο σε έναν τόπο που κατοικείται εδώ και χιλιάδες χρόνια. Διάσπαρτοι είναι οι αρχαιολογικοί χώροι στην περιφέρεια του χωριού που το μαρτυρούν, με σπουδαιότερο το ιερό κορυφής του Σμαρίου στον «Προφήτη Ηλία», έναν αρχαιολογικό χώρο που ανέσκαψε και ανέδειξε η κ. Δέσποινα Βαλλιάνου.

Η συμμετοχή των Σμαριανών στους αγώνες για ελευθερία και ανεξαρτησία της Κρήτης, είναι σημαντική σε όλες τις ιστορικές περιόδους. Ξεχωριστή είναι η θυσία πέντε (5) παλικαριών του χωριού, κατά την περίοδο της Μάχης της Κρήτης και της κατοχής, 1941-1945.

 

Μαράκης Μιχάλης του Ιωάννου

Ο Μιχάλης Μαράκης του Ιωάννου και της Σταυρούλας
Εκτός από το γάλα και το κρέας που έδιδαν στον ιδιοκτήτη, χρησιμοποιούνταν σε αγροτικές δουλειές (αλώνισμα, όργωμα, μεταφορές κλπ.).

Ο Μιχάλης Μαράκης του Ιωάννου και της Σταυρούλας γεννήθηκε στο Σμάρι. Σκοτώθηκε τη δεύτερη μέρα της Μάχης της Κρήτης, στις 21 Μαΐου 1941 στην Αγυιά Χανίων. Υπηρετούσε στον 6ο λόχο Πεζικού Χανίων και ήταν 23 ετών. Η αδερφή του Μιχάλη, Στυλιανή Μαράκη-Βιτσαξάκη, αφηγείται για τον αδελφό της:

«…μας ειδοποιήσανε ότι ο αδερφός μου σκοτώθηκε στα Χανιά. Μαζί του εμάθαμε ότι ήτανε δυο στρατιώτες, ένας Χανιώτης και ένας από την Επισκοπή. Μετά τον πόλεμο, εμάθαμε που έμενε ο Πισκοπιανός και επήγαμε με τη μάνα μου στο σπίτι του. Ότι ώρα μας είδενε μας είπε:

-Για το Μιχάλη ήρθετε; Μέχρι εκεί ήτανε η τύχη του. Είμαστε μαζί σε ένα καταφύγιο και κουβεντιάζαμε. Μας είπε ο Μιχάλης να πάμε στο απέναντι καταφύγιο, γιατί του φάνηκε καλύτερο.

Εγώ του μίλησα και τον συμβούλεψα να μη πάμε. Ο Μιχάλης δε μ’άκουσε και φεύγει και ως επήγαινε απέναντι του βάλανε οι Γερμανοί και τόνε σκοτώσανε στη μέση του δρόμου. Τον θάψαμε εκεί.

Όταν ετελείωσε ο πόλεμος επήγαμε και πήραμε τα κόκαλά του με το κασονάκι και τα φέραμε στο νεκροταφείο στο Σμάρι.

Επήγαμε στα Χανιά και μας είπανε τον τόπο που ήτανε θαμμένος. Εβρήκαμε τον τάφο με ένα ξύλινο σταυρό απάνω. Η μάνα μου με τον αδερφό μου επήγανε.

Εμείς είμαστε έξι παιδιά, τέσσερα αγόρια και δυο κορίτσα. Τη μάνα μου και τον πατέρα μου τσ’ ήφαγε ο καημός του Μιχάλη. Μέρα νύχτα κλαίγανε. Εποθάνανε με εκείνο τον καημό.

Όταν έφυγε να πάει στρατιώτης, μας είπε ότι έκανε τάμα του Χριστού ένα πενηντάρικο. Να το κρεμάσομε στον Χριστό τη Μεγάλη Πέμπτη. Το βγάνει από την τσέπη του και μου το δίνει. Μας άφησε και ένα πεντακοσάρικο και μας είπε να του το φυλάξομε και να το αλλάξομε να του πέμπομε στο στρατό όποτε θα μας γράφει στο γράμμα.

Το τάξιμό του το ’κανα, εκρέμασα τη Μεγάλη Πέμπτη το πενηντάρικο στο Χριστό. Τα υπόλοιπα λεφτά δεν επρολάβαμε να του τα στείλομε. Τα ’χω ακόμη του Μιχάλη μας τα λεφτά. Στο μπαούλο. Άμα ανοίξω το μπαούλο να τα δω, τόνε θυμούμαι και κλαίω.

Ο Μιχάλης μας. Ένα καλό παιδί. Όμορφος. Τον εφάγανε κι αυτόν οι Γερμανοί…”.

 

Μοχιανάκης Κωστής του Γεωργίου

Ο Κωστής Μοχιανάκης του Γεωργίου και της Σοφία
Τα βόδια για τους αγρότες της Κρήτης ήταν πηγή ζωής για την καθημερινότητά τους.

Ο Κωστής Μοχιανάκης του Γεωργίου και της Σοφίας, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Σμάρι. Στη Μάχη της Κρήτης πήρε μέρος με τον λόχο του, (6ος λόχος Πεζικού). Σκοτώθηκε στην Αγυιά Χανίων, την πρώτη μέρα της μάχης, στις 20 Μαΐου 1941 σε ηλικία 21 χρονών.

Η αδερφή του Κωστή, Ελένη Μοχιανάκη, ζει στο Σμάρι και θυμάται:´…δεν μας ελέγανε πως ο Κωστής μας εσκοτώθηκε στα Χανιά. Κι ένα πρωί που σηκώθηκε η μάνα μου από το κρεβάτι, μας καλεί κοντά τση και μας ε λέει. Ώφου παιδιά μου κι ηντά’παθα απόψε.

Τι έπαθες μάνα; τη ρωτήξαμε εμείς. Τη νύχτα σα να ήρθε κανείς και με το χέρι του μ’ακούμπησε στο κούτελο. Μα ήτανε παγωμένο χέρι. Κακό θα μας ε τύχει. Δε περάσανε τρεις μέρες κι ήρθε η είδηση του χαμού του αδερφού μου.

Ένας στρατιώτης από τον Ξυδά μας είπε πω ήτανε με τον Κωστή μας στον ίδιο λόχο. Και πως εβοβαρδίζανε οι Γερμανοί και οι δικοί μας στρατιώτες ήτονε μέσα στο καταφύγιο.

Και λέει ένας, μα δε θα βγει κανείς να δει ήντα γίνεται; Αποφασίστηκε ο Κωστής μας να βγει. Και μόλις επρόβαλε από το καταφύγιο επήρε ένα βλήμα και τόνε σκότωσε. Ο πατέρας μου με τον αδερφό μου επήγανε στα Χανιά μετά τη Μάχη της Κρήτης να βρούνε που ήτονε θαμμένος. Μα που να βρούνε; Τόσοι που ήτανε σκοτωμένοι, που να βρει κανείς τον εδικό του;

Η μάνα μου δεν ήξερε το γέλιο των αθρώπω. Το πως γελούσανε, αυτή δε το’ξερε. Και τσ’έλεγα μετά από χρόνια, μάνα, μα γιατί δε γελάς; Μα πως να γελάσω, μου’κανε. Δυο παιδιά μου συναπόβγαλα και δε τα ξανάδα.

Γιατί και ο άλλος μου αδερφός ο Μιλτιάδης, εσκοτώθηκε στον εμφύλιο. Κι έφυγε πικραμένη η μάνα μου…”.

 

Το πλοίο ΤΑΝΑΪΣ και οι Σμαριανοί

Στις 9 Ιουνίου 1944, το πλοίο ΤΑΝΑΪΣ βρισκόταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι του Ηρακλείου. Ήταν πλοιοκτησίας Στέφανου Παν. Συνοδινού. Αγοράστηκε το 1935 αντί του ποσού των 3800 λιρών Αγγλίας. Ονομάστηκε Τάναϊς από τον πλοιοκτήτη που του άρεσε να δίδει στα καράβια του ονόματα ποταμών της Ρωσίας. Ο ποταμός Τάναϊς, που βρίσκεται στο εσωτερικό της Ρωσίας, έδωσε το όνομά του στο πλοίο.

Με πλοίαρχο το Μιλτιάδη Νικ. Παπαγγελή, την 17η Μαΐου 1941 είχε καταπλεύσει στη Σούδα, με φορτίο ξυλείας προερχόμενο από τον Πειραιά. Την 26η Μαΐου εξακολουθούσε να παραμένει αγκυροβολημένο στη Σούδα, όταν τις πρωινές ώρες της ημέρας αυτής βομβαρδίστηκε από γερμανικά αεροπλάνα και βυθίστηκε σε πολύ μικρό βάθος.

Στη συνέχεια, το πλοίο ανελκύστηκε και επισκευάστηκε από τους Γερμανούς και χρησιμοποιούνταν για δικές τους μεταφορές με το ίδιο όνομα, Τάναϊς.

Σ’αυτό το πλοίο το πρωί της 9ης Ιουνίου 1944, οι γερμανοί επιβίβασαν όλους τους Εβραίους της Κρήτης, (περίπου 250) και τους Κρητικούς που είχαν συλλάβει τις πρώτες μέρες του Ιουνίου σε μπλόκα (περίπου 250) με αφορμή την απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε.

Επιβίβασαν και κάμποσους Ιταλούς αντιφασίστες.

Προορισμός του πλοίου ήταν το λιμάνι του Πειραιά. Από τον Πειραιά οι Γερμανοί θα μετέφεραν τους ομήρους στο στρατόπεδο Μαουτχάουζεν.

Τελικά το πλοίο βυθίστηκε ανοιχτά της Σαντορίνης από το Βρετανικό υποβρύχιο VIVID, 3.12 το μεσημέρι και παρέσυρε στον βυθό τις 500 ψυχές που κουβαλούσε.

Στο πλοίο ΤΑΝΑΛΙΣ οι Γερμανοί είχαν επιβιβάσει και τρία παλικάρια από το χωριό Σμάρι. Τον Στέλιο Χρονάκη, τον Δημήτρη Καλογεράκη και τον Γεώργιο Ξενικάκη.

Χρονάκης Στυλιανός του Εμμανουήλ

Ο Στυλιανός Χρονάκης

Ο Μανόλης Χρονάκης (που το παράνομό του ήταν Πουλής) και η σύζυγός του Πηνελόπη από το χωριό Σμάρι Πεδιάδος, απέκτησαν δυο παιδιά.

Τον Στέλιο και τον Δημήτρη.

Όταν τα παιδιά μεγάλωσαν, αποφάσισαν να μετοικήσουν μαζί στο Ηράκλειο, για μια καλύτερη τύχη. Την 1η Ιουνίου 1941, οι Γερμανοί ύψωσαν τη σημαία τους στο Ηράκλειο.

Ο Στέλιος δεν γύρισε στο Σμάρι αλλά όλο το διάστημα της κατοχής παρέμεινε στο Μεγάλο Κάστρο.

Ανέπτυξε αντιστασιακή δράση εναντίον των Γερμανών, οι οποίοι τον υποψιάστηκαν και τελικά τον συνέλαβαν το έτος 1944.

Μαζί με τους Εβραίους της Κρήτης, οι κατακτητές επιβίβασαν και 250 Κρητικούς στο πλοίο ΤΑΝΑΪΣ στις 9 Ιουνίου 1944.

Ο Στέλιος Χρονάκης από το Σμάρι ήταν ένας απ’αυτούς.

Το πλοίο βούλιαξαν οι σύμμαχοι ανοιχτά της Σαντορίνης. Το τέλος όλων των ομήρων και του Στυλιανού Χρονάκη ήταν τραγικό.

 

Καλογεράκης Δημήτριος του Γεωργίου

O Καλογεράκης Δημήτριος του Γεωργίου
Η επίταξή τους την Κατοχή από τους Γερμανούς σήμαινε οικονομική και διατροφική καταστροφή της κρητικής οικογένειας.

Ο Γεώργιος Καλογεράκης και η γυναίκα του Καλλιόπη από το χωριό Σμάρι Πεδιάδος, απέκτησαν έξι παιδιά. Τον Μιχάλη, τον Αντώνη, τη Μαρία, τον Κωστή, τον Μανόλη και το στερνοπαίδι τους τον Δημήτρη.

Ο μεγαλύτερος γιος Αντώνης είχε ανοίξει πριν τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 μπακάλικο στην πόλη του Ηρακλείου. Είχε μαζί του τον μικρότερο αδερφό του Δημήτρη για βοηθό.

Ο πόλεμος και η κατοχή, βρίσκει τον Δημήτρη να υπηρετεί στη Χωροφυλακή. Υπέπεσε στη δυσμένεια των κατακτητών για την αντιστασιακή του δράση και τον συνέλαβαν το 1944. Και ο Δημήτρης Καλογεράκης ήταν μέσα στο πλοίο ΤΑΝΑΪΣ που βούλιαξαν οι σύμμαχοι.

Η Αναστασία Ροδιτάκη – Καλογεράκη, ανιψιά του Δημήτρη, θυμάται: ´…ο θείος μου ο Δημήτρης ήταν χωροφύλακας. Τον έπιασαν οι Γερμανοί την κατοχή και δεν ξαναφάνηκε. Τον αναζητούσε όλη του η οικογένεια.

Ο παππούς μου τον γύρευε συνέχεια. Του λέγανε κάποιοι καλοθελητές, φλυτζανούδες, χαρτορίχτρες και άλλοι ότι ζει για να τους δίνει ο παππούς μου χρήματα. Πολλά χρόνια μετά την κατοχή εμάθαμε ότι ήταν μέσα στο πλοίο ΤΑΝΑΪΣ που το βούλιαξαν οι δικοί μας στη Σαντορίν甪.

Ξενικάκης Γεώργιος του Μιχαήλ

Ο Γεώργιος Ξενικάκης

Ο Γεώργιος Ξενικάκης καταγόταν από το χωριό Κιθαρίδα Μαλεβιζίου. Είχε παντρευτεί από το Σμάρι Πεδιάδος την Κυριακούλα Βιτσαξάκη και απέκτησαν ένα παιδί, τον Μαρίνο. Στα χρόνια της κατοχής έμεναν στο Σμάρι.

Ο Γεώργιος Ξενικάκης είχε οργανωθεί στη Εθνική Αντίσταση. Οι αποστολές που εκτελούσε ήταν οι περισσότερες στην πόλη του Ηρακλείου. Το όνομά του αναφέρεται και από τον Ι. Μουρέλλο στο βιβλίο του «Η Μάχη της Κρήτης» στη σελίδα 701.

Λίγο πιο κάτω από εκεί που σήμερα στεγάζεται το Μηχανολογικό Γραφείο Ηρακλείου και ο ΟΑΕΔ, οι Γερμανοί είχαν επιτάξει μια τεράστια αποθήκη του Τριανταφυλλίδη που οι Ηρακλειώτες ονόμαζαν ΦΑΦΛΕΣΑ.

Ο Γεώργιος Ξενικάκης μαζί με τον φίλο του Γιάννη Καλλέργη από το χωριό Λουτράκι Μαλεβιζίου και άλλους πέντε συντρόφους του αντιστασιακούς, ανέλαβαν να μπουν κρυφά στην αποθήκη και να καταστρέψουν μεγάλες ποσότητες φαρμάκων και νερού που προορίζονταν για τον ανεφοδιασμό των Γερμανών στα μέτωπα του πολέμου.

Η αποστολή πέτυχε, τα φάρμακα και τα νερά καταστράφηκαν αλλά ο Γεώργιος Ξενικάκης συνελήφθη αργότερα μαζί με τον φίλο του Γιάννη Καλλέργη και τους υπόλοιπους που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση. Αιτία ένα κουτί με γερμανικά πούρα που πήραν από την αποθήκη.

Στην αντίληψη κάποιου Γερμανού στρατιώτη υπέπεσε ένας Ηρακλειώτης στη Χανιόπορτα που κάπνιζε απ’αυτά τα πούρα και έτσι ξεκίνησε η σύλληψή τους. Τους επιβίβασαν στο πλοίο ΤΑΝΑΪΣ με τα άλλα παλικάρια της Κρήτης και πνίγηκαν, μαζί με τους Εβραίους, στις 9 Μαΐου 1944.

 

Πρόστιμο στην Κοινότητα Σμαρίου

Στις Κοινότητες που δεν έστελναν εργάτες στα καταναγκαστικά έργα των Γερμανοϊταλών, οι κατοχικές αρχές επέβαλαν διάφορα πρόστιμα. Η Κοινότητα Σμαρίου το δεύτερο έτος της κατοχής (1942) δεν έστελνε εργάτες και τιμωρήθηκε με πρόστιμο δύο βοδιών και δύο προβάτων. Συγκεκριμένα η γερμανική διαταγή τονίζει τα εξής:

«Διοικητής Φρουρίου Κρήτης

Τη 6 Μαρτίου 1942

Αφορά: Εργασίας Αεροδρομίου Καστελλίου

Η διεύθυνσις κατασκευής Αεροδρομίου Καστελλίου έχει μεγάλην ανάγκην εργατικών χειρών. Υποχρεώ λοιπόν τας κάτωθι αναφερομένας κοινότητας να διαθέτουν καθ’ημέραν τους επόμενους εργάτας.

1) Πολυθέα 50 εργάτας

2) Ξειδάς 110 #

3) Καστέλλι 170 #

4) Σμάρι 100 #

5) Αποστολιανό 130 #

6) Σαμπά 35 #

7) Βώνη 90 #

8) Αστρίτσι 50 #

9) Θραψανό 265 #

10) Λιλιανό 40 εργάτας

11) Μουκτάροι 65 #

12) Βαρβάροι 35 #

13) Ζωφόροι 40 #

14) Κασταμονίτσα 60 #

15) Αμαριανό 55 #

16) Παρασκιές 70 #

17) Πεζά 40 #

Ζητώ εκ μέρους σας να υποδείξετε και πάλιν εις τας Κοινότητας, ότι την υποβληθείσαν εις αυτάς υποχρέωσιν, πρέπει απαραιτήτως να τηρήσουν. Αντίγραφον της διαταγής σας δέον να μου απευθύνετε.

Εις περίπτωσιν καθ’ην οι ζητούμενοι εργάται δεν διατεθώσιν, έχω υπ’όψιν μου να επιβάλω αισθητάς ποινάς. Εις τρεις περιπτώσεις έχω αναγκασθή ήδη να υποβάλω ποινάς. Ετιμωρήθησαν:

1) Η κοινότης Βώνης δια παραδόσεως 15 προβάτων.

2) Η κοινότης Κασταμονίτσας δια παραδόσεως 500 οκάδων ελαίου.

3) Η κοινότης Σμάρι δια παραδόσεως 2 βοών προς σφαγήν και 2 προβάτων

προς σφαγήν. Τα 2 πρόβατα θα διαθέση προσωπικώς ο πρόεδρος της

κοινότητος διότι δεν εξετέλεσε δοθείσαν αυτώ διαταγήν.

Δια τον Διοικητήν του Φρουρίου Κρήτης, Ο Επιτελάρχης”.

Το ερώτημα που προκύπτει από την ανάγνωση του παραπάνω εγγράφου είναι γιατί η Κοινότητα Σμαρίου (καθώς και η Κοινότητα Κασταμονίτσας και Βώνης), δεν έστελνε εργάτες στα έργα. Οι Σμαριανοί δεν υπάκουσαν στην διαταγή του Γερμανού Διοικητή, γιατί αφ’ενός οι περισσότεροι άνδρες του χωριού είχαν φτάσει εκείνους τους μήνες από το Αλβανικό μέτωπο προσπαθώντας να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους και αφ’ετέρου η δουλειά τους (να αγοράζουν απ’όλη την Κρήτη φετσόλαδα) δεν τους επέτρεπε να παρουσιάζονται κάθε μέρα στα καταναγκαστικά έργα. Η καθημερινή παρουσία θα σήμαινε γι’ αυτούς πείνα και δυστυχία των οικογενειών τους. Η αρνητική τους στάση, θεωρείται ύψιστη μορφή αντίστασης κατά του γερμανικού Στρατού και μάλιστα σε μια χρονική στιγμή, Μάρτιος 1942, που το ναζιστικό δόγμα είχε επιβληθεί στην Κρήτη με εκτελέσεις, συλλήψεις, αρπαγές και λεηλασίες περιουσιών. Μετά την επιβολή του προστίμου, οι Σμαριανοί υπάκουσαν και έτσι το Σμάρι έστελνε 100 εργάτες καθημερινά στην αγγαρεία.

Το πρόστιμο αναλογούσε σε όλους τους κατοίκους εξίσου και τα χρήματα μαζεύονταν με έρανο όπως αναφέρει πολλές φορές και ο διορισμένος Νομάρχης Ιωάννης Πασσαδάκης στις εγκυκλίου του.

Ο Γεώργιος Ιωάννου Καλογεράκης θυμάται πως τα χρόνια της κατοχή, απόσπασμα μεγάλης δύναμης γερμανικού στρατού έφτασε στο Σμάρι τουλάχιστον δύο φορές και επίταξαν τα βόδια του χωριού για να θρέψουν το γερμανικό στρατό του πολεμικού αεροδρομίου Καστελλίου. Του ίδιου του πήραν μία αγελάδα και συνέβη η παρακάτω σκηνή όπως την περιγράφει ο ίδιος:

“…εμαζώξανε οι Γερμανοί τσι αηλιές και τσι ματζέτες στη Ρουσά. Εγώ είχα μια κόκκινη ματζέτα και μου λέει η γιαγιά σου η Ερήνη. Γιώργη να πας θες κι εσύ τη ματζέτα; Ήντα να κάνω, να μη τη πάω; Και σηκώνομαι και παίρνω τη και πάω στη Ρουσά.

Όντεν εξεκίνουνα να πάω τη ματζέτα, ήρθανε στην αυλή δυο Γερμανοί και πιάνουνε δυο όρνιθες και τσι παίρνουνε. Εζητήξανε και αυγά και η γιαγιά σου τος ήδωσε πέντε αυγά και εκάνανε στα αυγά μια τρύπα και τα ρουφούσανε και τα τρώγανε άψητα. Τση γιαγιάς σου τότε σ’είχανε κομμένο το πόδι. Και έρχεται στη Ρουσά με τα γόνατα, γιατί το ψεύτικο πόδι το’βαλε μετά τη κατοχή. Και πάει στο Γερμανό και βάνει τα κλάματα και του λέει ανέ μας ε πάρετε τη ματζέτα, εμείς ήντα θα γενούμε; Ξάνοιξε του λέει που δεν έχω πόδι. Κι έχομε κι ένα κοπέλι, σε παρακαλώ μη μας ε πάρεις την αηλιά. Ο Γερμανός αξιωματικός την ξάνοιξε, φαίνεται πως τήνε λυπήθηκε και διαλέγει μια αδύνατη και κακοτερένια αηλιά του παπά Αντρέα από το Καστέλλι. Τη κακοτερένια αηλιά την είχενε ο Σταθάκης ο Γιάννης με το παπά Αντρέα ξεχαρτζιστή. Διατάζει τσι στρατιώτες και μας τη δίνει. Επήρανέ μας τη δική μας και μας εδώκανε τη κακοτερένια του Σταθάκη και του παπά Αντρέα.

Σε κάμποσο καιρό ήρθε ο παπά-Αντρέας στο Σμάρι, ήμαθε ότι οι Γερμανοί τη δική του αηλιά μας τη φήκανε με τα κλάματα που ήκανε η γιαγιά σου και μου γύρευγε μερτικό. Ήντα να κάνω, του το’δινα σιγά σιγά μέχρι που τόνε ξεπλήρωσα…».1

1 Γεώργιος Ι. Καλογεράκης,

μαγνητοφωνημένη συζήτηση, Σμάρι, Ιούνιος 1992.

 

* O Γιώργος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού.