Α. Το παράθυρο
Κάθε βράδυ η Μαρία καθόταν σε ένα σκαμνί πίσω από το παράθυρο του σπιτιού της και αγνάντευε τον κεντρικό δρόμο του χωριού. Κάθε βράδυ το ίδιο σκηνικό. Να τοποθετεί η Μαρία το σκαμνί, να κάθεται, να κοιτάζει τον δρόμο και να μελαγχολεί.
Περίμενε ένα σημάδι, περίμενε ν’ ακούσει τα βήματα του καλού της στις πλάκες του δρόμου. Δυο χρόνια μόνο είχαν προλάβει να περάσουν μαζί. Δυο χρόνια με την Κρήτη να βρίσκεται κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό. Παντρεύτηκαν το 1942. Δεν πρόλαβαν να κάνουν παιδιά.
Τον Γιώργη τον συνέλαβαν οι Γερμανοί τον Μάιο του 1944. Κάθε βράδυ στο ίδιο σκαμνί η Μαρία, με την ίδια προσμονή. Τι κι αν της είχαν πει ότι ο Γιώργης της πνίγηκε στο πέλαγος; Αυτή ποτέ δεν το πίστεψε. Περίμενε να γυρίσει. Περίμενε ν’ ακούσει τα στιβάνια του να χτυπούν στο καλντερίμι του δρόμου.
Και δεν έπαιρνε τα μάτια της από τον δρόμο. Ατέλειωτες ώρες προσμονής. Κάθε βράδυ στην ίδια θέση. Πόσες μέρες; Πόσους μήνες; Πόσα χρόνια; Πάντα περίμενε τον Γιώργη. Εκεί δίπλα στο παράθυρο. Με στυλωμένο το βλέμμα. Η Μαρία Φαρσαράκη. Δεν ξαναπαντρεύτηκε.
Μέχρι το τέλος της ζωής της περίμενε να ξεπροβάλει ο καλός της. Το σπιτικό της Μαρίας και του Γιώργη στο Ίνι, σήμερα είναι μισογκρεμισμένο. Το παράθυρο όμως είναι στη θέση του. Να μας θυμίζει τη Μαρία και τον Γιώργη Μαθιουδάκη. Να μας θυμίζει τη βαρβαρότητα των πολέμων. Να μας θυμίζει τα βάσανα και τους καημούς της Κρήτης…
Β. Γεώργιος Νικολάου Μαθιουδάκης
Ο Γεώργιος Μαθιουδάκης γεννήθηκε στην Εθιά Αστερουσίων το έτος 1911. Οι γονείς του ήταν ο Νικόλαος και η Μαρία (Βελεγράκη). Ο Γεώργιος είχε δύο αδέρφια, τον Μανόλη και την Κρουσταλλένια. Τον χαρακτήριζε ο ήρεμος και φιλότιμος χαρακτήρας του και η μεγάλη σωματική του δύναμη.
Το έτος 1942, παντρεύτηκε τη Μαρία Φαρσαράκη από το χωριό Ίνι και εγκαταστάθηκαν εκεί. Με τη γυναίκα του ο Γεώργιος Φαρσαράκης δεν πρόλαβαν να αποκτήσουν παιδιά. Στις 4 Μαΐου 1944, ο Γεώργιος Φαρσαράκης αιχμαλωτίστηκε από τα κατοχικά στρατεύματα που είχαν κυκλώσει το Ίνι, μαζί με άλλους συγχωριανούς του.
Σε κατάσταση ομηρίας οδηγήθηκαν όλοι στο Αρκαλοχώρι όπου διανυκτέρευσαν σε ένα μεγάλο σπίτι. Την επόμενη ημέρα, με πορεία μέσω του χωριού Αλάγνι, μεταφέρθηκαν στα Πεζά και κλείστηκαν σε περιφραγμένη περιοχή στην τοποθεσία «Διακονιάρης».
Από τα Πεζά, οι όμηροι μεταφέρθηκαν στο Ηράκλειο και χρησιμοποιήθηκαν σε καταναγκαστικές εργασίες στα οχυρωματικά έργα των κατακτητών (στο αεροδρόμιο και στο Λιμάνι του Ηρακλείου, στο Σκαλάνι, στα Σπήλια, στα Δυο Αοράκια κ.α. ).
Ένα μήνα μετά τη σύλληψή του, ο Γεώργιος Μαθιουδάκης οδηγήθηκε από τους Γερμανούς μαζί με άλλους 250 πατριώτες και 300 Εβραίους της Κρήτης στο λιμάνι του Ηρακλείου. Την Παρασκευή το πρωί στις 9 Ιουνίου 1944, τους επιβίβασαν στο πλοίο Τάναϊς με προορισμό το λιμάνι του Πειραιά. Στις 3 η ώρα μετά το μεσημέρι, το βρετανικό υποβρύχιο VIVID στόχευσε και τορπίλισε το πλοίο Τάναϊς ανοιχτά της Σαντορίνης.
Το σύνολο των Κρητών και των Εβραίων καθώς και των μελών του πληρώματος, βρήκε τραγικό θάνατο. Τον ίδιο θάνατο συνάντησε και το παλικάριI, o Γεώργιος Νικολάου Μαθιουδάκης.
Ο Νικόλαος Εμμανουήλ Μαθιουδάκης, ανιψιός του Γεωργίου Μαθιουδάκη, θυμάται τι του έλεγε ο παππούς του ο Νικολής για τον γιο του τον Γιώργη, που χάθηκε για πάντα στα νερά του Αιγαίου πελάγους στις 9 Ιουνίου 1944:
«Θυμάμαι την μαρτυρία του παππού μου του Νικολή, που πολλές φορές έφερνε την αθιβολή του κλαίγοντας και να μου διηγάτε ότι αποφάσισαν μαζί με τον πατέρα μου από το χωριό να τον επισκεφθούν στις φυλακές στο Ηράκλειο κρατώντας του ρούχα και τρόφιμα. Παρά τα μέσα και τις παρακλήσεις τους στις τότε αρχές, δεν τους επέτρεψαν να τον συναντήσουν. Γύρισαν πίσω στο χωριό κλαίγοντας πικραμένοι και στεναχωρημένοι που δεν τον είδαν έστω και τελευταία φορά.
Θυμούμαι ακόμη τη μαρτυρία της Κουμάκη, γειτόνισσας στο Ίνι όταν συνοδεία γερμανών τον οδηγούσαν στην έξοδο από το Ίνι και βλέποντας την και διερωτώμενη και αυτή για την σύλληψή του, να της απαντά ότι μην πεις στην γυναίκα μου τίποτα και κακοβάλει γιατί μας είπαν ότι γίνεται κάποιος έλεγχος στοιχείων και θα με αφήσουν ελεύθερο, εξ άλλου εγώ δεν έχω κάνει κάτι για να με κρατήσουν…
Στις 9 Ιουνίου του 1944 τους μετέφεραν στο λιμάνι του Ηρακλείου και μαζί με 350 Εβραίους, Ιταλούς και άλλους Κρητικούς αντιστασιακoύς, τους επιβίβασαν στο υπό γερμανική σημαία ατμόπλοιο ΤΑΝΑΙΣ, με προορισμό τον Πειραιά.
Όμως, την ίδια ημέρα, 9 Ιουνίου του 1944, μεταξύ Μήλου και Σαντορίνης ανατίναξαν το καράβι και έτσι βρήκαν όλοι φριχτό θάνατο. Η είδηση ότι το καράβι βυθίστηκε και όλοι πνίγηκαν, ήρθε σαν κεραυνός στην οικογένεια του παππού μου και στην γυναίκα του τη Μαρία στο Ίνι.
Κανένας δεν ήθελε να το πιστέψει και περισσότερο η θεία μου που αν και νέα δεν ξαναπαντρεύτηκε και πέθανε με την ελπίδα της επιστροφής του. Και όπως μας έλεγε κάποια γειτόνισσά της, καθόταν συχνά τις νύχτες στο παράθυρο κοιτάζοντας προς το σοκάκι με την ελπίδα να τον δει να έρχεται.
Ο παππούς μου ο Νικολής από την ημέρα που μαθεύτηκε το δυσάρεστο γεγονός για τον θείο μου, έβαλε την μπολίδα μαγουλίτη, σε ένδειξη βαρύτατου πένθους, άφησε γένια και απομονώθηκε στο σπίτι του κλαίγοντας απαρηγόρητα. Απείχε από τα κοινά και συχνά να τον παίρνει το παράπονο να κλαίει και να μοιρολογάτε για τον άτυχο γιο του. Το γεγονός αυτό του θείου μου του Γιώργη που χάθηκε άδικα μας σημάδεψε όλους…».
Γ. Η απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε, η μεγάλη κύκλωση του Μονοφατσίου και η σύλληψη του Γεωργίου Μαθιουδάκη
Στις 26 Απριλίου 1944 απήχθη ο Διοικητής της 22ας Μεραρχίας Πεζικού και των κατοχικών δυνάμεων Ανατολικής Κρήτης (Ηρακλείου και Λασιθίου), με έδρα τις Αρχάνες Ηρακλείου, Στρατηγός Χάινριχ Κράιπε.
Η απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε, ήταν ο λόγος της σύλληψης και του θανάτου του Γεωργίου Μαθιουδάκη. Οι Γερμανοί αξιωματούχοι, προκειμένου να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό, ξεκίνησαν εξερευνήσεις στην ενδοχώρα του νησιού.
Έτσι αποφασίστηκε μετά την Πρωτομαγιά του 1944, άντρες του τακτικού γερμανικού στρατού να κυκλώσουν τα χωριά του ανατολικού Μονοφατσίου, (Ίνι, Μαχαιρά Μοναστηράκι, Γαρύπα, Σκινιά, Καστελλιανά, Φαβριανά, Δεμάτι, Πουλιές, Χανδρού, Καλό Χωριό, Λαγούτα, Βακιώτες, Πάρτηρα, Μπαδιά κ.α.) Η εξόρμηση των Γερμανών ονομάστηκε από τους κατοίκους και τους ιστορικούς ως «η μεγάλη κύκλωση του Μονοφατσίου».
Το σχέδιο των Γερμανών εξελίχτηκε με τη σύλληψη δεκάδων κατοίκων της παραπάνω περιοχής ως ομήρων, για εξαναγκασμό των συγχωριανών τους στην αποκάλυψη των απαγωγέων. Μαζί με τους Ινιώτες ομήρους, ήταν και ο Γεώργιος Μαθιουδάκης
Στη συνέχεια, μετά από μια περιπετειώδη καταδίωξη των απαγωγέων του Στρατηγού Κράιπε στα βουνά και τις λαγκαδιές του νησιού, στις 15 Μαΐου 1944 κατορθώθηκε η επιβίβαση των απαγωγέων με τον Κράιπε σε σκάφος επιφανείας και η μεταφορά τους τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας στο λιμάνι της Μάσα Ματρούχ.
Την επομένη ημέρα 16 Μαΐου, ολόκληρος ο συμμαχικός τύπος και τα ραδιόφωνα μετέδιδαν το γεγονός. Οι εφημερίδες της Αλεξάνδρειας κυκλοφόρησαν με φωτογραφίες του στρατηγού στην πρώτη τους σελίδα. Οι Γερμανοί πείθονται ότι ο στρατηγός τους έχει μεταφερθεί στη Μέση Ανατολή. Μέχρι τότε πίστευαν ότι είναι ακόμη στην Κρήτη.
Ο Γερμανός Διοικητής Κρήτης Στρατηγός Μπρόγερ, συνεχίζει με διαταγές του την τρομοκρατία και τις συλλήψεις των κατοίκων της ενδοχώρας του νομού Ηρακλείου. Στα τέλη Μαΐου 1944, στέλνει στρατό κατά τμήματα λόχων και γίνεται η κύκλωση στην περιοχή «Μονοδένδρι». Τα χωριά Κυπαρίσσι, Πυργού, Καλού, Γαλένι, Ρουκάνι, Γέννα, Μελιδοχώρι, Δαμάνια, Αρκάδι, Καρκαδιώτισσα, κυκλώνονται, εξερευνούνται και συλλαμβάνονται όλοι οι άντρες που βρίσκονται μέσα στον κλοιό.
Συγχρόνως γίνονται συλλήψεις στην πόλη και στα περίχωρα του Ηρακλείου. Οι Γερμανοί έχουν συγκεντρώσει 250 Κρήτες πατριώτες στη στοά Μακάσι και 300 Εβραίους της Κρήτης. Οδηγούνται στις 9 Μαΐου στο λιμάνι του Ηρακλείου, επιβιβάζονται στο πλοίο Τάναις και ξεκινούν για τον Πειραιά.
Στη διαδρομή, όπως αναφέραμε παραπάνω, το πλοίο τορπιλίζεται από Βρετανικό υποβρύχιο και όλοι βρίσκουν ηρωικό θάνατο. Μεταξύ των παλικαριών που έδωσαν τη ζωή τους για τη λευτεριά, ήταν και ο Γεώργιος Μαθιουδάκης.
Δ. Η περιγραφή του +Μιχαήλ Εμμ. Αλεξάκη
Τα γεγονότα της σύλληψης και την πορεία των αιχμαλώτων Ινιωτών, περιγράφει ο δάσκαλος +Μιχαήλ Εμμανουήλ Αλεξάκης από το χωριό Αστρίτσι, αφού ήταν κι αυτός ένας από τους ομήρους. Το κείμενό του είναι συγκλονιστικό και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, στις 19 Μαΐου 1993. Γράφει ο Μιχάλης Αλεξάκης:
«Το βάπτισμα του δασκάλου, σαν πρωτοδιορισμένος, το πήρα στο πλουσιοχώρι Ίνι Μονοφατσίου, τον Σεπτέμβριο του 1943, τη γερμανική κατοχή. Είχα εγκατασταθεί στο σπίτι του Μανόλη Φαρσαράκη, που επειδή ήταν στρογγυλοπρόσωπος και ροδοκόκκινος σαν πορτοκάλι, τον έλεγαν ¨Πορτακάλα¨. Εγώ, νέος τότε, 22 ετών, ενθουσιώδης, είχα ριχτεί με όρεξη στη σχολική δουλειά και σιγά σιγά γνωρίστηκα με όλους τους κατοίκους και με τον κατάλληλο τρόπο και την εργατικότητά μου, γρήγορα απόκτησα την αγάπη και την εκτίμηση όλων.
Εδώ γνώρισα κι ένα νιόπαντρο παλικάρι, τον Γεώργιο Μαθιουδάκη. Καταγόταν από το ορεινό χωριό των Αστερουσίων Εθιά, γεωργός στο επάγγελμα, είχε παντρευτεί εδώ και λίγο καιρό και καθόταν σώγαμπρος στο Ίνι. Ήταν κανονικού αναστήματος, γεροδεμένος και ακούραστος δουλευταράς.
Ήταν μελαχρινός και δασύτριχος. Για κάποιο οικογενειακό του πένθος, για πολύ χρόνο, ούτε κουρευόταν ούτε ξυριζόταν. Όταν τον πρωτοείδα, από μακριά, έτσι με τα μεγάλα μαύρα μαλλιά και γένια, μου φάνηκε σαν αγριάνθρωπος. Όταν όμως τον γνώρισα από κοντά και μίλησα μαζί του, εκτός από τα αθώα και ήρεμα μάτια του, διαπίστωσα πως είχε μια αγαθή καρδιά και μια αγνή ψυχή σαν αγγέλου.
Η εμφάνιση αυτή του Γιώργη, η εξωτερική βέβαια, στάθηκε μοιραία για τη ζωή του, μετά από μια απρόσμενη περιπέτεια με τους Γερμανούς, που μπλέχτηκαν σ’αυτή άθελά τους, σχεδόν όλοι οι χωριανοί, μαζί κι εγώ. Παρακολουθήστε την, γιατί, θαρρώ πως αξίζει τον κόπο.
Την επαύριο της Πρωτομαγιάς του 1944, κατά τα μεσάνυχτα, ένα αγγλικό αεροπλάνο έριξε σ’όλη την περιφέρεια προκηρύξεις. Ο Ιπποκράτης, ένα παιδί 9-10 χρόνων, μαθητής μου, γιος του σπιτονοικοκύρη μου Πορτακάλα, πρωί πρωί μου’φερε μια προκήρυξη. Τη διάβασα και την έκρυψα.
Θυμάμαι πως άρχιζε : “πατριώτες, μη χάνετε το θάρρος σας…”. Την άλλη μέρα το μεσημέρι, σχολώντας βλέπω στο δρόμο έξω από το σχολείο δυο μεγαλόσωμους Γερμανούς με πέταλο στο στήθος, να με κοιτάζουν βλοσυρά. Παρά τούτο, εγώ τους καλημέρισα στα γερμανικά, μα δεν μου απάντησαν. Σκυφτός, μα θαρρετά, προχώρησα για το σπίτι μου, μα με μια μικρή κίνηση των ματιών μου, κατάλαβα πως με παρακολουθούσαν.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της ίδιας βραδιάς, 3 προς 4 Μαΐου, άκουσα βαριά βήματα στην πόρτα μου. Με καλούσαν να ανοίξω. Ήσαν 6 Γερμανοί και μου ζήτησαν να ντυθώ αμέσως και να τους ακολουθήσω. Ακόμη μου ζήτησαν και τους έδωσα το κλειδί του σχολείου.
Έχοντάς με στη μέση, αμίλητοι, με οδήγησαν στο σχολείο. Άνοιξαν την πόρτα και με έβαλαν μέσα. Στην πόρτα στάθηκε ένας Γερμανός, οπλισμένος σαν αστακός και οι άλλοι έγιναν άφαντοι.
Σε λίγη ώρα άρχισαν να φέρνουν έναν – έναν, δυο – δυο, τους χωριανούς. Ως το πρωί τους έφεραν όλους, όσους βέβαια βρήκαν να κοιμούνται στα σπίτια τους, γιατί μερικοί πονηροί, είτε απουσίαζαν σκόπιμα στα χωράφια τους, είτε κατάφεραν να ξεφύγουν από τον κλοιό. Μέσα στους κρατούμενους ο Γιώργος Μαθιουδάκης ξεχώριζε από μακριά, από τα μαύρα ακούρευτα μαλλιά και γένια του. Πού να φανταζόταν ο άτυχος, πως αυτά, θα γινόταν η αφορμή του τέλους του …!
Το πρωί – το ανθρωπομάζωμα είχε τελειώσει – μας βάζουν σε τριάδες και με πυκνή συνοδεία μας οδηγούν στο Αρκαλοχώρι. Εδώ συγκεντρωθήκαμε πάνω από 1.000 άτομα από τα γειτονικά χωριά : Άνω και Κάτω Πουλιές, Μοναστηράκι, Ίνι, Μαχαιρά, Λαγούτα, Βακιώτες, Σκινιά, Δεμάτι, Καστελλιανά, ίσως κι από άλλα.
Όπως μάθαμε αργότερα, οι Γερμανοί ζητούσαν ένα άτομο – Έλληνα, που δούλευε μαζί τους ως διερμηνέας και ανακάλυψαν ότι τους πρόδιδε, δίνοντας πληροφορίες στην αγγλική κατασκοπία, μα αυτός έγκαιρα το κατάλαβε και έφυγε. Είχαν δε την πληροφορία πως ήλθε και κρυβόταν σ’αυτά τα χωριά. Μ’αυτόν δε τον τρόπο πίστευαν πως θα τον έπιαναν.
Από το Αρκαλοχώρι μας οδήγησαν πεζή, δρόμο – δρόμο αμαξωτό στο στρατόπεδο Πεζών. Στη διαδρομή, στη θέση “Σκεπαστά Πατητήρια”, κοντά στο χωριό μου Αστρίτσι, σκότωσαν τον Ηρακλή Πρασανάκη από τις Πουλιές, γιατί αποπειράθηκε να δραπετεύσει πηδώντας κάτω από ένα καμαράκι του δρόμου.
Το στρατόπεδο ήταν ένα μεγάλο λιόφυτο, 7-8 περίπου στρεμμάτων, περιφραγμένο με αγκαθωτά συρματοπλέγματα, πλάτους 2 μ. περίπου και 3 ύψους. Η μοναδική είσοδός του ήταν ένα άνοιγμα πλάτους μισού μόνο μέτρου, από τη μεριά του κεντρικού δρόμου. Κανείς δεν μπορούσε να φύγει απ’αυτό.
Ήταν αλησμόνητα η βραδιά της 4ης Μαΐου 1944. Μας έβαλαν στο στρατόπεδο νύχτα, με τη συνοδεία μεγάλων λυκόσκυλων, που στη θέα τους μόνο ανατρίχιαζες. Εμείς όλοι κατάκοποι από την κούραση της οδοιπορίας, διψασμένοι, κουρασμένοι – δεν μας έδωσαν όλη μέρα ούτε νερό – ξαπλώσαμε κάτω από τις μεγάλες ελιές πάνω στις ανθισμένες μαντηλίδες και σκεφτόμαστε το τέλος μας !
Την άλλη μέρα το πρωί ζητήσαμε νερό. Τίποτε. Κοντά στο μεσημέρι, ξαφνικά, εισέβαλλεν στο στρατόπεδο ένας λόχος γερμανών. Μας έβαλαν σε τετράδες και άρχισαν να μας μετρούν από δυο και τρεις φορές. Το ίδιο εγινόταν και τις άλλες μέρες.
Το απόγευμα είδαμε να καταφθάνουν πολυτελείς λιμουζίνες. Ήταν ο Γενικός Διοικητής Κρήτης, ο Νομάρχης Ηρακλείου και άλλες Ελληνικές αρχές. Μας έβαλαν πάλι στη γραμμή. Μας είπαν να μην ανησυχούμε, κάτι θέλουν να διαπιστώσουν οι γερμανικές αρχές…
Εμείς τους ζητήσαμε νερό. Μας είπαν πως θα μας φέρουν και νερό και φαγητό. Πράγματι το ίδιο βράδυ μας έφεραν νερό και φαγητό από τα μαθητικά συσσίτια των γύρω Δημοτικών Σχολείων.
Εδώ μείναμε 5 μέρες. Την έκτη μέρα, μια μαγιάτικη λιακάδα, κοντά στο μεσημέρι μας έβαλαν πάλι στη γραμμή. Ένας συνταγματάρχης και 4 άλλοι Γερμανοί αξιωματικοί, κάθισαν μπροστά από ένα τραπεζάκι και δίπλα τους στάθηκαν 3 κουκουλοφόροι με πολιτική περιβολή, που δεν ξεχώριζες τίποτε, παρά μόνο τα μάτια των από τις δύο τρύπες της κουκούλας.
Το έργο του ελέγχου άρχισε. Ένας – ένας από τους κρατουμένους, πλησίαζε κοντά τους, έδιδε την ταυτότητά του, την εξέταζαν και ερωτούσαν σε άπταιστα ελληνική, να τους πει τα στοιχεία του : όνομα, επίθετο, όνομα πατέρα και μητέρας, έτος γεννήσεως, χωριό κλπ. Αλίμονο αν έκανε λάθος, Επήγαινε αμέσως πιο πέρα με εκείνους που οι κουκουλοφόροι έκαναν νόημα ότι είναι ύποπτοι.
Όλοι οι Ινιώτες είμαστε μαζεμένοι. Μια στιγμή άρχισε η σειρά μας. Λίγο πιο μπροστά από μένα έστεκε ο Γιώργος Μαθιουδάκης, με το κρητικό μαντήλι στο κεφάλι, ακούρευτος, αξύριστος που με την αγωνία που τον κατείχε, όπως κι όλους μας, φαινόταν ακόμη πιο άγριος, παρ’ότι εμείς που τον γνωρίζαμε ξέραμε πως η ψυχή κι η καρδιά του ήταν πιο αθώα κι από ενός προβάτου.
-Μαθιουδάκης Γεώργιος !… Φώναξε ο Γερμανός αξιωματικός. Ο Γιώργος, λίγο σκυφτός, πλησίασε κι είπε άφοβα και καθαρά όλα του τα στοιχεία. Εγώ, δυο βήματα πιο πίσω, παρακολουθούσα με έντονη προσοχή στη σκηνή. Είδα τη ματιά του συνταγματάρχη να διασταυρώνεται με τη ματιά των κουκουλοφόρων, κι αμέσως δυο γερμανοί πήραν το Γιώργη και τον πήγαν μαζί μ’αυτούς που κράτηζαν.
Η καρδιά μου πήγε να σπάσει από το απρόσμενο αυτό γεγονός. Σχεδόν αμέσως ήλθε η σειρά μου. Είπα τα στοιχεία μου, διασταυρώθηκαν πάλι οι ματιές και άκουσα –Ελεύθερος !…Μού ’δωσαν πίσω την ταυτότητα κι έφυγα. Περνώντας από την έξοδο του στρατοπέδου, δεν ξέρω γιατί, δεν χάρηκα την ελευθερία μου. Σταθήκαμε αρκετή ώρα έξω από τα συρματοπλέγματα – όλοι οι Ινιώτες – μήπως δούμε και χαιρετίσουμε τον Γιώργη… Φύγαμε λυπημένοι…
Μετά ένα περίπου μήνα, μάθαμε πως όλους τους κρατούμενους τους πήγαν και τους έβαλαν σ’ένα μεγάλο καράβι, που είχε μέσα εβραίους και δικούς μας. Το καράβι το έσυραν πίσω από το νησί Ντία , εκεί το ανατίναξαν και όλοι βρήκαν τραγικό τέλος στον βυθό της θάλασσας.
Όποτε μούρχεται στη μνήμη η σκληρή αυτή ιστορία και το τέλος του αδικοχαμένου παλικαριού, άθελά μου στη γλώσσα μου έρχεται η ευχή : Ας είναι αιωνία η μνήμη σου αθώε Γιώργο Μαθιουδάκη !».
Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου