Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
ΟΧΙ θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’όχι – το σωστό – εις όλην την ζωή του.
Πολλοί λένε ότι τα ποιήματα που γράφουν οι ποιητές έχουν πάντοτε συγκεκριμένους αποδέκτες. Όταν ο μεγάλος μας ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης έγραψε το 1901 το παραπάνω ποίημα, δεν γνώριζε πως μετά από 43 χρόνια θα βρεθεί ο άνθρωπος για τον οποίο γράφτηκε.
Και δεν ήταν άλλος από τον Γιάννη Σκουλά ή Πιτοπούλιο. Γιατί αυτός έπρεπε να πει το μεγάλο ΝΑΙ ή το μεγάλο ΟΧΙ. Και να διαλέξει ποιο από τα δυο είναι το σωστό. Απόφαση που συνοδεύει ολόκληρη την ζωή, εκείνου που αποφασίζει.
Ο Γιάννης Σκουλάς ή Πιτοπούλιος γεννήθηκε στα Ανώγεια το 1891. Σε ηλικία 21 ετών πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους.
Συμμετείχε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην Μικρασιατική Εκστρατεία σε ηλικία 28 ετών. Πολλές φορές κινδύνευσε στις μάχες που έδωσε η Κρητική Μεραρχία. Εξαιρετική ανδρεία έδειξε στις επιχειρήσεις για την κατάληψη των υψωμάτων του Καλέ Γκρότο. Ο Πιτοπούλιος κατάφερε να επιστρέψει στην Κρήτη μετά την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου. Παντρεύτηκε την Αγγελική, κόρη του Αντώνη Σκουλά ή Καραμουζαντώνη και απέκτησε εφτά κόρες και δυο γιους.
Στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής ο Πιτοπούλιος ήταν πενήντα χρονών. Πήρε μέρος στην Αντίσταση τροφοδοτώντας τους αντάρτες στον Ψηλορείτη.
Στις 26 Απριλίου 1944 απήχθη ο Διοικητής Φρουρίου Κρήτης Στρατηγός Κράιπε. Μετά από μια περιπετειώδη καταδίωξη των απαγωγέων στα βουνά και τις λαγκαδιές του νησιού, στις 15 Μαΐου 1944 κατορθώθηκε η επιβίβαση των απαγωγέων με τον στρατηγό σε σκάφος επιφανείας και η μεταφορά τους τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας στο λιμάνι της Μάσα Ματρούχ. Την επομένη ημέρα 16 Μαΐου, ολόκληρος ο συμμαχικός τύπος και τα ραδιόφωνα μετέδιδαν το γεγονός. Οι εφημερίδες της Αλεξάνδρειας κυκλοφόρησαν με φωτογραφίες του στρατηγού στην πρώτη τους σελίδα.
Οι Γερμανοί πείθονται ότι ο στρατηγός τους έχει μεταφερθεί στη Μέση Ανατολή. Μέχρι τότε πίστευαν ότι είναι ακόμα στην Κρήτη.
Ο αντικαταστάτης του Κράιπε στρατηγός Μπρώυερ πρέπει να αντιδράσει. Έτσι τέλη Μαΐου στέλνει στρατό κατά τμήματα λόχων και γίνεται η κύκλωση στην περιοχή «Μονοδένδρι». Η πρώτη ενέργεια των Γερμανών για αντίποινα μετά την απαγωγή του Κράιπε. Τα χωριά Κυπαρίσσι, Πυργού, Καλού, Γαλένι, Ρουκάνι, Γέννα, Μελιδοχώρι, Δαμάνια, Αρκάδι, Καρκαδιώτισσα κυκλώνονται, εξερευνούνται και συλλαμβάνονται όλοι οι άντρες που βρίσκονται μέσα στον κλοιό. Οδηγούνται στην Μονή Επανωσήφη και από εκεί στο Χουδέτσι και κλείνονται στο Δημοτικό Σχολείο.
Με την βοήθεια των Χουδετσανών, πολλοί καταφέρνουν να δραπετεύσουν. Οι υπόλοιποι, την 1η Ιουνίου 1944, οδηγούνται στο Ηράκλειο στον προμαχώνα Μαρτινέγκο, στη στοά «Μακάσι». Εκεί έχουν οδηγηθεί και οι Εβραίοι της Κρήτης, (οι περισσότεροι ήταν από τα Χανιά) και Κρητικοί πατριώτες από άλλα μπλόκα.
Οι Γερμανοί βάζουν στην σειρά τους κρατούμενους. Ζητούν ταυτότητες. Όποια ταυτότητα έγραφε Σκουλάς ή Ξυλούρης ο κάτοχός της πήγαινε στην άκρη. Μετά τη διαλογή, όλοι οι κρατούμενο, Κρητικοί και Εβραίοι, επιβιβάστηκαν στο λιμάνι του Ηρακλείου σε ένα πλοίο το ΤΑΝΑΙΣ, μαζί με τους τους Ιταλούς.
Η στοά Μακάσι που βρίσκεται κάτω από τον προμαχώνα Μαρτινένγκο είναι μια από τις πολλές στρατιωτικές στοές του ενετικού οχυρωματικού περιβόλου που εξυπηρετούσε αποκλειστικά στη διακίνηση των στρατιωτών από το εσωτερικό της πόλης προς τον ανοιχτό χώρο της χαμηλής πλατείας.
Η στοά «Μακάσι» ως το Νοέμβριο του 1943 χρησιμοποιήθηκε ως καταφύγιο για τους πολίτες του Ηρακλείου όπως αναγράφεται σε δύο έγγραφα της εποχής.
Το πρώτο είναι της τεχνικής υπηρεσίας του Δήμου Ηρακλείου με ημερομηνία 9 Νοεμβρίου 1942, βρίσκεται στο αρχείο της Γερμανικής Στρατιωτικής Διοίκησης Κρήτης και αναφέρεται στα χαρτογραφημένα καταφύγια που διαθέτει η πόλη και τη συντήρηση που απαιτείται για καθένα απ’αυτά.
Μεταξύ άλλων διαβάζουμε: «…τα σημειούμενα 29 τον αριθμόν είναι τα ευρισκόμενα υπό την κατοχήν των πολιτών μεταξύ δε τούτων περιλαμβάνονται και τρεις ενετικαί στοαί. Υπάρχουσι και άλλα διπλάσια των ανωτέρω πλην ευρίσκονται υπό την κατοχήν των Γερμανικών Αρχών μεταξύ των οποίων και Ενετικαί Στοαί μεγάλης σπουδαιότητος…».
Το δεύτερο είναι ένα δημοσίευμα της γερμανόφιλης εφημερίδας του Ηρακλείου «ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ» με ημερομηνία Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 1943 και αριθμό φύλλου 696: «…εν τω πλαισίω συμπληρωματικών τινών μέτρων τα οποία πρέπει να ληφθούν δια την τάξιν και την ασφάλειαν εν τοις καταφυγίοις φέρομεν εις γνώσιν των αρμοδίων και μίαν αίτησιν των κατοίκων της συνοικίας Πηγάιδα.
Πρόκειται δια το «Μακάσι» όπου ως γνωστόν καταφεύγουν οι κάτοικοι όλων των πέριξ και του οποίου η μία θύρα εξόδου έχει φραχθή δυσχαιραίνουσα την κίνησιν του κόσμου και προκαλούσα μικροατυχήματα εις τας καταφευγούσας εκεί ιδίως γυναίκας και παιδιά. Αν δεν υπάρχη λοιπόν άλλος σοβαρώτερος λόγος ας ανοιχθή η θύρα αυτή…».
Την ενετική στοά ΜΑΚΑΣΙ χρησιμοποιούσαν περιστασιακά οι κατακτητές για να φυλακίζουν αμάχους και ομήρους που συνελάμβαναν κατά διαστήματα την περίοδο 1941-1944.
Ο ένας γιος του Γιάννη Σκουλά Πιτοπούλιου, ο Νίκος, πέθανε το 1943 από μηνιγγίτιδα. Ο άλλος γιος που του απέμεινε, ο Χαράλαμπος Σκουλάς, βρισκόταν τώρα στα χέρια των κατακτητών. Είχε συλληφθεί στην κύκλωση των Γερμανών στο Μονοδέντρι. Η είδηση έφτασε στα Ανώγεια και στον Πιτοπούλιο. Ο μοναχογιός του ο Χαραλάμπης όμηρος των Γερμανών. Στη στοά Μακάσι του προμαχώνα Μαρτινέγκο στο Ηράκλειο. Ο Πιτοπούλιος δεν είχε άλλο «αρσενικό» παιδί. Έπρεπε να τρέξει γρήγορα. Να προκάμει μήπως μπορέσει να το σώσει από τα νύχια των βαρβάρων !
………………
Το πλοίο που επιβιβάστηκαν οι Κρήτες και οι Εβραίοι ήταν πλοιοκτησίας Στέφανου Παν. Συνοδινού. Αγοράστηκε το 1935 αντί του ποσού των 3800 λιρών Αγγλίας. Ονομάστηκε Τάναϊς από τον πλοιοκτήτη που του άρεσε να ονοματίζει τα καράβια του με ονόματα ποταμών της Ρωσίας. Ο ποταμός Δον (που βρίσκεται στο εσωτερικό της Ρωσίας), έδωσε το όνομά του στο πλοίο. Με πλοίαρχο το Μιλτιάδη Νικ. Παπαγγελή, την 17η Μαΐου 1941 είχε καταπλεύσει στην Σούδα με φορτίο ξυλείας προερχόμενο από τον Πειραιά. Την 26η Μαΐου εξακολουθούσε να παραμένει αγκυροβολημένο στη Σούδα, όταν τις πρωινές ώρες της ημέρας αυτής βομβαρδίστηκε από γερμανικά αεροπλάνα και βυθίστηκε σε πολύ μικρό βάθος. Στη συνέχεια το πλοίο ανελκύστηκε και επισκευάστηκε από τους Γερμανούς και χρησιμοποιείτο για δικές τους μεταφορές με το ίδιο όνομα, Τάναϊς.
Σ’αυτό το πλοίο το πρωί της 9ης Ιουνίου 1944 οι Γερμανοί επιβίβασαν τους Εβραίους της Κρήτης (περίπου 300 άτομα) και τους Κρητικούς που είχαν συλλάβει σε μπλόκα (περίπου 250 άτομα). Φόρτωσαν ακόμα και κάμποσους Ιταλούς. Προορισμός του πλοίου ήταν το λιμάνι του Πειραιά. Από τον Πειραιά οι Γερμανοί θα μετέφεραν τους ομήρους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τελικά το πλοίο βυθίστηκε ανοιχτά της Σαντορίνης και παρέσυρε στον βυθό τις 600 ψυχές που κουβαλούσε.
Το Τάναϊς βυθίστηκε από το βρετανικό υποβρύχιο VIVID. Στοιχεία γα τη βύθιση του ΤΑΝΑΙΣ δίδει η αναφορά του Βρετανού πλοιάρχου του υποβρυχίου VIVID. Το πρωτότυπο της αναφοράς υπάρχει στο Βρετανικό Αρχηγείο Ναυτικού.
Σύμφωνα λοιπόν με την αναφορά του πλοιάρχου που λεγόταν Μπάρλεϋ, «το υποβρύχιό του ανήκε στο βρετανικό στόλο της Ανατολικής Μεσογείου. Εκείνη την ημέρα περιπολούσε στο Νοτιοανατολικό Αιγαίο. Το Τάναϊς απέπλευσε από το λιμάνι του Ηρακλείου το πρωί της 9ης Ιουνίου 1944 στις 8.32 η ώρα, συνοδεία τριών σκαφών. Στις 2.31 μετά το μεσημέρι έγινε αντιληπτό από το υποβρύχιο VIVID. Στις 3.12 το υποβρύχιο είχε πάρει την σωστή θέση σκόπευσης. Η απόσταση μεταξύ του VIVID και του Τάναϊς ήταν 2300-2700 μέτρα. Το στίγμα του ήταν 35ο – 40΄ Βόρειο και 25ο – 11΄ Ανατολικό. Το VIVID εκτόξευσε τέσσερις τορπίλες. Τον στόχο βρήκαν οι δύο από τις τέσσερις. Μετά την βύθιση του Τάναϊς το VIVID καταδύθηκε στα 80 πόδια (σε βάθος 24 μέτρων). Εκεί, σε κατάσταση κατάδυσης παρέμεινε μέχρι τις 5.30 η ώρα το απόγευμα.
Σαράντα πέντε λεπτά μετά τον τορπιλισμό του ακούστηκαν τέσσερις δυνατές εκρήξεις. Ίσως από το πολεμικό υλικό που μετέφερε στα αμπάρια του το πλοίο. Από την βυθομέτρηση που έκανε ο πλοίαρχος του υποβρυχίου Μπάρλεϋ, το Τάναϊς βυθίστηκε σε βάθος 1.858 μέτρων. Το πλήρωμα του πλοίου που το αποτελούσαν Έλληνες και Γερμανοί βρέθηκε στη θάλασσα. Τα συνοδευτικά σκάφη περισυνέλεξαν τους ζωντανούς».
Αυτά γράφει ο πλοίαρχος Μπάρλεϋ για την βύθιση του Τάναϊς από το υποβρύχιό του. Οι Βρετανοί, εξηγώντας με άλλο έγγραφο την ενέργειά τους, μιλούν για «μεγάλη τραγωδία».
Από τους Εβραίους τους Κρήτες και τους Ιταλούς που ήταν κλειδωμένοι στα αμπάρια δεν σώθηκε κανείς. Ούτε ο Χαράλαμπος Σκουλάς γιος του Πιτοπούλιου.
……………
Ο Πιτοπούλιος φτάνοντας στο Ηράκλειο κατευθύνθηκε στην στοά «Μακάσι» που βρίσκονταν οι κρατούμενοι και ο γιος του ο Χαραλάμπης. Έσφιξε την καρδιά του και αποφάσισε να συναντήσει ένα παλιό συμπολεμιστή του Μικρασιατικού πολέμου, που όμως σ’ αυτόν τον τωρινό πόλεμο είχε ντροπιάσει και τον τόπο και τους αγώνες του. Τον Νίκο Τζουλιά από τον Κρουσώνα, τον πιο στενό συνεργάτη των Γερμανών. Ντροπή ήτανε για τον Πιτοπούλιο αυτή η συνάντηση αλλά έδωσε τόπο στην οργή και πήγε να τον βρει. Του πρότεινε στο όνομα της παλιάς τους φιλίας, να αφήσει ελεύθερο τον γιο του Χαραλάμπη. Μιας φιλίας που δημιουργήθηκε στο Εσκή Σεχήρ, στο Αφιόν Καραχισάρ, στην Προύσα, στα Βουρλά, στους βράχους του Καλέ Γκρότο. Εκεί πολεμούσαν δίπλα δίπλα ο Πιτοπούλιος με τον Τζουλιά. Στον Μικρασιατικό πόλεμο.
Ο Νίκος Τζουλιάς του αντιπρότεινε ότι για να αφήσει τον γιο του έπρεπε να πάρει ανταλλάγματα. Αν τον άφηνε ελεύθερο έπρεπε ο Χαραλάμπης να γίνει Γκεσταμπίτης.
Τα λόγια του Τζουλιά έπεσαν σαν αστροπελέκι στα αυτιά του Πιτοπούλιου.
Ο γιος του να γίνει προδότης!
Να η στιγμή που ο Πιτοπούλιος έπρεπε να πει το μεγάλο ΝΑΙ ή το μεγάλο ΟΧΙ!
Λέγοντας ναι, έσωζε τον γιο του. Λέγοντας όχι, τον καταδίκαζε σε θάνατο. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Ο Νίκος ο Τζουλιάς περίμενε την απάντηση.
Ο Πιτοπούλιος στύλωσε το βλέμμα του και κοίταξε αγέρωχος τον προδότη. Και του αποκρίθηκε πιάνοντας τον παλμό μιας ολόκληρης Κρήτης. Μιας Κρήτης που η λέξη θυσία παίρνει την κυριολεκτική της σημασία στα χείλη των Κρητικών.
Μιας Κρήτης που πολεμά, μιας Κρήτης που αντιστέκεται, μιας Κρήτης που θυσιάζει τα παιδιά της στο πανανθρώπινο όραμα της Ελευθερίας.
-Έχω εφτά θυγατέρες, του λέει. Να τσι μαζώξεις κι αυτές να πάνε όλοι μαζί! Εγώ προδότη γιο δε κάνω!
Και γυρίζει την πλάτη του δίχως να περιμένει απάντηση.
Κάποτε βρέθηκε σε μια παρέα στα Ανώγεια ένας δάσκαλος από το Καστέλλι Πεδιάδος, ο Γιάννης Μαλεγιαννάκης. Στην παρέα βρισκόταν και ο Πιτοπούλιος.
Εξαιρετική εντύπωση στον δάσκαλο Γιάννη Μαλεγιαννάκη έκανε η σιωπή του Πιτοπούλιου. Ο Πιτοπούλιος καθόταν στην παρέα, έπινε με τους καλεσμένους , μα καθόλου δεν μιλούσε. Τότε ο δάσκαλος τον ρώτησε:
-Μα αφού όλοι κάτι λένε, εσύ γιατί δεν μιλάς;
Ο Πιτοπούλιος τον κοίταξε μα δεν του απάντησε. Ο δάσκαλος τον ρώτησε και δεύτερη και τρίτη φορά.
Τότε ο Πιτοπούλιος του ’πε μια μαντινάδα:
Αφού το ξέρεις πως πονώ γιάντα με δοκιμάζεις
και θες τη μαύρη μου καρδιά συχνά να την πειράζεις;
Και χάθηκε ο Χαραλάμπης ο γιος του Πιτοπούλιο.
Μαζί με το πλοίο ΤΑΝΑΪΣ.
Εκεί στα ανοιχτά της Σαντορίνης.
Για να μείνει με τον καημό ο Γιάννης Σκουλάς – Πιτοπούλιος που :
Δεν υποτάχθηκε στους Γερμανούς γιατί δεν γνώριζε αυτή τη λέξη.
Δεν λύγισε στην είδηση της σύλληψης του γιου του Χαραλάμπη.
Δεν είπε το μεγάλο ΝΑΙ, όπως λέει και ο ποιητής, στους προσκυνημένους που του το πρότειναν για να γλιτώσει την ζωή του γιου του, αλλά είπε το μεγάλο ΟΧΙ.
Δεν κέρδισε ο Πιτοπούλιος τον πόλεμο εναντίον των κατακτητών αλλά ούτε και η απόφασή του άλλαξε την ροή του πολέμου.
Δεν κατέβηκε στο λιμάνι να σταματήσει το πλοίο, έστω και με τα δόντια του, όπως έκανε στην αρχαιότητα ο Αθηναίος Κυναίγειρος.
Δεν πρόλαβε τους συμμάχους πριν βουλιάξουν το ΤΑΝΑΪΣ.
Δεν έδιωξε την πίκρα του θανάτου από το σπίτι του.
Εκείνο που έμεινε στον Πιτοπούλιο είναι η χαρά ότι ο γιος του δεν πέθανε.
Δεν τον σκότωσαν ούτε οι Γερμανοί, ούτε οι Εγγλέζοι, ούτε οι Τζουλιάδες.
Έμεινε ζωντανός.
Ο ίδιος ο Πιτοπούλιος τον κράτησε στη ζωή.
Μέσα στην καρδιά του και στην αιώνια μνήμη της Κρήτης.
*Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος