Το Μανολιό (Μανόλης Ντισπυράκης 1916-1943)

Ο Μανόλης Ντισπυράκης γεννήθηκε στο χωριό Καμάρες Πυργιωτίσσης το έτος 1916. Δίδυμος, (τζιμπραγός), αδερφός με τον Λευτέρη Ντισπυράκη.

Ένα από τα εννιά παιδιά του Κωσταντή (Θεοχαροκωσταντή) Ντισπυράκη και της Αικατερίνης, (το γένος Κουτεντάκη).

Τα άλλα του αδέλφια ήταν ο Γιώργης, ο Δημοσθένης, ο Στέφανος, ο Διονύσης, η Μαρία, η Ελένη και η Ευγενία. Υπηρέτησε στον Ελληνικό στρατό πριν ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, αλλά δεν επιστρατεύτηκε στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, λόγω της πολυτεκνίας του πατέρα του.

Στα βουνά της Αλβανίας πολέμησαν τα αδέρφια του Γιώργης, Λευτέρης και Δημοσθένης.

Με τη λήξη του πολέμου, ο αδερφός του Λευτέρης Ντισπυράκης πνίγηκε στη Μικρή Πρέσπα μαζί με το άλογό του, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.

Ο Λευτέρης Ντισπυράκης, τζιμπραγός (δίδυμος) αδερφός του Μανόλη Ντισπυράκη
Ο Λευτέρης Ντισπυράκης, τζιμπραγός (δίδυμος) αδερφός του Μανόλη Ντισπυράκη. Στην διαδρομή για την επιστροφή του στην Κρήτη, στη λήξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου που είχε πάρει μέρος, ο Λευτέρης Ντισπυράκης πνίγηκε στη Μικρή Πρέσπα μαζί με το άλογό του.

Η οικογένεια Ντισπυράκη είχε και άλλα θύματα στη διάρκεια της κατοχής αλλά και σε προηγούμενους πολέμους.

Ο άντρας της αδερφής του Ελένης, Βασίλης Χατζάκης και ο πατέρας του Μιχάλης (Φουντομιχάλης) Χατζάκης πνίγηκαν στην καταβύθιση του πλοίου Τάναϊς από τους συμμάχους, στις 9 Ιουνίου 1944.

Η Ευαγγελία Ντισπυράκη, εκτελέστηκε στα Σκούρβουλα, στις 14 Αυγούστου 1944.

Ο Κυριάκος Ντισπυράκης του Ιωάννου σκοτώθηκε στη Μικρά Ασία το 1922.

Ο Μανόλης Ντισπυράκης δούλευε στο ποιμνιοστάσιο του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά, χαρακτηρίζοντας ο ίδιος τον εαυτό του ως «φαμέγιο», δηλαδή πιστό υπηρέτη.

Με την κατάληψη της Κρήτης από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής, την 1η Ιουνίου 1941, εντάσσεται στην Οργάνωση του ´αφεντικούª του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά. Από τους συναγωνιστές του παίρνει το όνομα «Μανολιό», λόγο της κορμοστασιάς του.

Ο Μανόλης Ντισπυράκης στέλνεται από το Μπαντουβά και ειδοποιεί τον Αρχιμανδρίτη της μονής Επανωσήφη Σωφρόνιο Ρουμπάκη, να μεταβεί στο σπήλαιο Χαμαμουτζή στον Άγιο Σύλλα Τεμένους, για να ορκίσει τους πρώτους αντάρτες, στις 2 Ιουνίου 1941.

Η Ελένη Γεωργίου Ντισπυράκη (το γένος Πουλινάκη από τα Σκούρβουλα).
Η Ελένη Γεωργίου Ντισπυράκη (το γένος Πουλινάκη από τα Σκούρβουλα). Εκτελέστηκε από τα στρατεύματα κατοχής στα Σκούρβουλα, στις 14 Αυγούστου 1944

Παραμένει αγγελιοφόρος στην Οργάνωση του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά ως το Δεκέμβρη του 1942. Από το Δεκέμβρη του 1942, πηγαίνει στην υπηρεσία του Αλεξανδρινού πατριώτη Νίκου Σουρή, υπεύθυνου της συμμαχικής αποστολής, για την προσέγγιση των πλωτών μέσων στις ακτές της νότιας Κρήτης.

Στις 8 Μαΐου 1943 συλλαμβάνεται στον Ψηλορείτη. Ήταν στην υπηρεσία του συμμαχικού ασυρμάτου, ο οποίος την Άνοιξη του 1943 βρίσκονταν σε μια σπηλιά στη θέση «Καχτάκι», ανατολικά του χωριού Φουρφουράς Αμαρίου.

Οδηγήθηκε από τους Γερμανούς στη Φορτέτσα Ρεθύμνου και βασανίστηκε με απάνθρωπα βασανιστήρια για να μαρτυρήσει τους συναγωνιστές του. Δικάστηκε και καταδικάστηκε δύο φορές σε θάνατο. Στο τέλος κατάφερε να ξεφύγει με περιπετειώδη τρόπο, έξω από το χωριό Άνω Μέρος Αμαρίου.

Επέστρεψε στο λημέρι του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά, στη θέση «Χαμαμουτζή», των Λασιθιώτικων βουνών. Μετά τη μάχη της Σύμης, τις εκτελέσεις και την καταστροφή των χωριών της Βιάννου, οι Βρετανοί Αξιωματικοί Σύνδεσμοι αποφάσισαν να απομακρύνουν από την Κρήτη τον Μανόλη Μπαντουβά και τους άντρες του. Κατευθύνθηκαν στα Χανιά, στην περιοχή του Καλλικράτη, περιμένοντας το πλωτό μέσον.

Στις 4 Οκτωβρίου 1943, οι αντάρτες έδωσαν μάχη με τους Γερμανοϊταλούς στην ορεινή περιοχή «Τσιλίβδικα». Στις 12 Οκτωβρίου 1943, ο Μανόλης Ντισπυράκης τραυματίζεται σε συμπλοκή του με Γερμανούς στην περιοχή της Σκαλωτής Σφακίων, με τρεις γερμανικές σφαίρες στα πόδια και στο χέρι. Παρά το ανελέητο κυνηγητό (οι Γερμανοί είχαν και σκυλιά μαζί τους), δεν μπόρεσαν να τον συλλάβουν.

Καταφεύγει στο χωριό Λευκόγεια, στο σπίτι του γιατρού Εμμανουήλ Παπαδάκη. Ο γιατρός περιποιείται τα τραύματά του. Ο Μανόλης Ντισπυράκης, φεύγοντας από το σπίτι του γιατρού, πέφτει πάνω σε γερμανική περίπολο και συλλαμβάνεται δεύτερη φορά. Κλείστηκε στα κρατητήρια Ρεθύμνου. Όταν διαπιστώνουν οι κατακτητές πως ο κρατούμενος είναι ο Μανόλης Ντισπυράκης, αλυσοδεμένος οδηγείται στην Αγυιά Χανίων και εκτελείται στις 30 Νοεμβρίου 1943, σε ηλικία 27 ετών.

Η πληροφορία της εκτέλεσης του «Μανολιού», δίδεται με δύο έγγραφο της Στρατιωτικής Διοικήσεως Κρήτης προς τον Πρόεδρο της Κοινότητας Καμαρών, με ημερομηνία 23 Δεκεμβρίου 1943. Συγκεκριμένα τα έγγραφα αναφέρεουν:

“Ηράκλειο τη 23/12/1943

Πρόεδρον Κοινότητας εις Καμάρες

Ο Βασίλης Χατζάκης του Μιχαήλ, σύζυγος της Ελένης, αδερφής του Μανόλη Ντισπυράκη.

Καθώς μας γνωρίζει το Γερμανικόν Φουραρχείον Ηρακλείου, δια της από 23/12/43 εγγράφου του, ο εν της Κοινότητός σας Εμμανουήλ Ντισπεράκης, κατεδικάσθην δι’αποφάσεως του Στρατοδικείου εις θάνατον, δι’εχθρικήν στάσιν προς τον Στρατόν Κατοχής και δι’απηγορευμένην κατοχήν όπλου. Η απόφασις του Στρατοδικείου εξετελέσθη την 30/11/43. Εντέλλεσθε όπως ανακοινώσητε τούτο εις τους οικείους του.

Ο Νομάρχης

(Εμμανουήλ Ξανθάκης”.

´Kreiskomandatur, Ηράκλειο τη 23/12/1943

Αφορά: Εχθρικήν στάσιν του πληθυσμού εναντίον της Κατοχής

Οι Έλληνες: 1) Εμμανουήλ Βιδάκης εκ Παναγιάς

2) Ιωσήφ Κανακουσάκης εκ Παναγιάς

3) Ματθαίος Κατσαδάκης εκ Παναγιάς

4) Εμμανουήλ Λαμπράκης εξ Αρκαλοχωρίου

5) Εμμανουήλ Δισμπυράκης εκ Καμαρών

Κατεδικάσθησαν υπό του Στρατοδικείου εις θάνατον, λόγω εχθρότητος προς τον Στρατόν Κατοχής ή ευνοίας προς τον εχθρόν και λόγω απηγορευμένης κατοχής όπλων. Η απόφασις δια τους μεν τέσσερας πρώτοις εξετελέσθη την 14 Δεκεμβρίου δια δε τον πέμπτον την 30 Νοεμβρίου. Να ειδοποιηθώσιν οι Πρόεδροι των ως άνω Κοινοτήτων. Δημοσίευσις εις τον τύπον δεν πρέπει  να γίνη.

Ο Φρούραρχοςª

Την πρώτη σύλληψη του Μανόλη Ντισμπυράκη, στις 8 Μαίου 1943 στη θέση «Καχτάκι» του Ψηλορείτη, περιγράφει ο Ιπποκράτης Αντωνάκης, αντιστασιακός και αυτόπτης μάρτυρας από το Φουρφουρά Αμαρίου.

“…η ώρα πρέπει να ήταν γύρω στις 8- 8.30 το πρωί. Πέρασα σαν αστραπή τη χαράδρα της «Σοχώρας», προχώρησα προς το «Σπηλιάρι» και μπήκα στη χαράδρα «Άπλυτρα» του βουνού στο πάνω μέρος της οποίας ήταν το λημέρι με τον ασύρματο και τους Άγγλους.

Το σπηλιάρι που ήταν ο ασύρματος ήταν αρκετά μεγάλο, λίγο δε πιο πάνω ήταν και δεύτερο, τα οποία εσκεπάζοντο από πυκνό δάσος από πρίνους σε μεγάλη πυκνότητα. Έφθασα λοιπόν λαχανιασμένος στο σπηλιάρι που ήταν ο ασύρματος και τους είπα σχετικά με τους Γερμανούς. Μέσα στο σπηλιάρι ήταν ο Σουρής, ο Μπήλ (Αυστραλός) και ο Τζων (Άγγλος) ο ασυρματιστής

Αύγουστος 1943. Ο Αρχηγός Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς με ομάδα των ανδρών του.
Ο Βασίλης Χατζάκης του Μιχαήλ, σύζυγος της Ελένης, αδερφής του Μανόλη Ντισπυράκη. Πνίγηκε κατά την καταβύθιση του πλοίου ΤΑΝΑΪΣ, ανοιχτά

Ο Λη Φέρμορ με τον Τυρογιώργη ήταν στα Ανώγεια από πριν μερικές μέρες. Η βαλίτσα του ασυρμάτου ήταν ανοιχτή με το κρύσταλλο στη θέση του, το πρόγραμμα πάνω στον ασύρματο, τα ακουστικά, το χειριστήριο και όλα τα απαραίτητα για τη λειτουργία του ασυρμάτου ήταν έτοιμα στη θέση τους. Με λίγα λόγια ο ασύρματος ήταν έτοιμος να τεθεί σε λειτουργία.

Η πρώτη μας δουλειά ήταν να συμμαζευτεί όσο γίνεται πιο γρήγορα ο ασύρματος με τα σχετικά και να κλείσει η βαλίτσα του για να την κρύψωμε όπως και την μπαταρία, το μοτέρ και ότι άλλο υπήρχε στο σπηλιάρι. Ο καημένος ο Τζων τα έχασε μόλις άκουσε για τους Γερμανούς και μετά δυσκολίας μπόρεσε να συμμαζέψει τον ασύρματο. Μετά μου είπε ο Σουρής ότι το Μανωλιό ήταν στο πάνω σπηλιάρι και να πάω να τον ξυπνήσω.

Έτρεξα αμέσως και τον βρήκα πράγματι να κοιμάται, πράγμα ασυνήθιστο για το Μανωλιό, καθ’ ότι αυτός ξυπνούσε πάντα τα χαράματα. Ήταν το τυχερό του φαίνεται. Του φώναξα να ξυπνήσει γιατί έρχονται οι Γερμανοί. Η απάντηση ήταν: «η κουμπούρα μου το κατέχει». Στην επιμονή μου όμως σηκώθηκε και τρέξαμε στο άλλο σπηλιάρι που ήταν οι άλλοι. Ωστόσο είχαν τακτοποιηθεί ο ασύρματος και τα λοιπά πράγματα και ήτα έτοιμα για κρύψιμο.

Όλη αυτή διαδικασία δεν κράτησε ούτε 5- 6 λεπτά της ώρας. Πήρε τότε το Μανωλιό τη βαλίτσα του ασυρμάτου και εγώ την μπαταρία και προχωρήσαμε δεξιά του σπηλιαριού και σε απόσταση 40- 50 μέτρα από το σπηλιάρι για να τα κρύψομε. Εκεί ήταν ένα υψωματάκι με πυκνούς θάμνους. Μου είπε τότε το Μανωλιό «βάλε κάτω

την μπαταρία που κρατάς και βοήθησέ με να σηκώσω τους θάμνους να κρύψω μέσα τον ασύρματο». Πράγματι έτσι κι έγινε. Αφού τον κρύψαμε και δε φαινόταν από πουθενά, πήρα εγώ την μπαταρία πάλι στα χέρια μου με σκοπό να προχωρήσω πιο δεξιά να βρω μέρος να την κρύψω.

Εκείνη όμως τη στιγμή με ένα πήδημα το Μανωλιό, από τη θέση που κρύψαμε τον ασύρματο, βρέθηκε κοντά μου και παίρνοντάς μου την μπαταρία από τα χέρια μου, μου είπε: «Δώσε μου την μπαταρία, να την κρύψω εγώ και πήγαινε να φέρεις από το σπηλιάρι το μοτεράκι (που γέμιζε τις μπαταρίες), να το κρύψομε και αυτό». Του έδωσα τότε την μπαταρία και τράβηξε δεξιά να πάει πιο πέρα για να την κρύψει, εγώ δε εγύρισα προς τα αριστερά που ήταν το σπηλιάρι για να πάρω το μοτεράκι.

Δεν είχα κάμει όμως ούτε 10 βήματα προς το μέρος του σπηλιαριού όταν είδα τους Γερμανούς 50 μέτρα πιο πάνω τρέχοντας ολοταχώς προς το μέρος που πήγαινε το Μανωλιό με την μπαταρία στα χέρια. Με δυο βήματα (πηδήματα) έφθασα στο σπηλιάρι που ήταν οι άλλοι και τους είπα για τους Γερμανούς. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Δεν ξέραμε όμως ποιος τον έριξε. Ο Μανωλιός ή οι Γερμανοί για να φοβίσουν το Μανωλιό και να το πιάσουν.

Η κορυφή «Άπλυτρα» του Ψηλορείτη, πάνω από το χωριό Φουρφουράς Αμαρίου.
της Σαντορίνης, στις 9 Ιουνίου 1944.

Όταν αργότερα τους έφυγε το Μανωλιό είπε ότι μόλις είδε τους Γερμανούς κοντά, τους έριξε τον πυροβολισμό για να μας ειδοποιήσει και να φύγομε αν βέβαια μπορούσαμε μη γνωρίζοντας ότι τους είδα εγώ έτρεξα και το είπα στους άλλους.

Αμέσως μαζί με τους άλλους Σουρή, Μπηλ, Τζων, βγήκαμε αριστερά του σπηλιαριού στην κόψη του βουνού που χωρίζει δυο χαράδρες, τη χαράδρα που κατεβαίνει στου «Κάτσο τη Ρίζα» και τη χαράδρα «των Απλύτρων». Η πρώτη είναι βορεινά του λημεριού και η άλλη νότια. Μόλις βγήκαμε εκεί εγώ κοίταξα πίσω από ένα βράχο προσεκτικά προς το μέρος του σπηλιαριού (που ήταν πρωτύτερα ο ασύρματος) και είδα τσούρμο Γερμανούς μπροστά στην είσοδο του σπηλιαριού. Ίσως θα ήταν μερικοί και μέσα στο σπηλιάρι.

Οι Γερμανοί ασφαλώς μόλις έπιασαν το Μανωλιό έτρεξαν στα σπηλιάρια για να πιάσουν και τους άλλους αλλά προπαντός τον ασύρματο. Για μας μόνο η φυγή ίσως θα ήταν η σωτηρία μας. Είπα στο Σουρή να με ακολουθήσουν και από το μέρος που ήμουν τράβηξα ολοταχώς τον κατήφορο προς τη χαράδρα βορεινά του σπηλιαριού που ήταν γεμάτη πρίνους και υπήρχε περίπτωση να γλυτώσομε έστω και αν μας καταδίωκαν οι Γερμανοί. Οι άλλοι όμως, δεν ξέρω για ποιο λόγο, ετράβηξαν την χαράδρα, δηλαδή των «Απλύτρων» νότια του σπηλιαριού.

Οι Γερμανοί είδαν αυτούς και τους καταδίωξαν μέχρι τη χαράδρα «Αγίου Αντωνίου», λίγο πιο έξω από τις Κουρούτες. Εκεί τους έχασαν γιατί αυτοί τράβηξαν χαράδρα- χαράδρα νοτιοδυτικά των Κουρουτών και έφτασαν στο μετόχι του «Περδίκη» απέναντι από τον Άγιο Ιωάννη (παλαιό λημέρι μας). Οι Γερμανοί ενόμιζαν ότι μπήκαν στις Κουρούτες και τους έψαχναν εκεί.

Εγώ τρέχοντας ολοταχώς κατέβηκα τη χαράδρα που ανέφερα παραπάνω και κατέβηκα μέχρι το μέρος που ήταν τα καλλιεργήσιμα χωράφια. Με προφύλαξη σταμάτησα για να ακούσω ή και να δω κάτι σχετικό με την καταδίωξη. Αφού δεν άκουσα και δεν είδα τίποτε το ύποπτο, κατάλαβα ότι ασφαλώς οι Γερμανοί

καταδίωξαν τους άλλους και δεν αντελήφθησαν εμένα που πήρα άλλη κατεύθυνση.

Τότε, πάντα με προφύλαξη, κατέβηκα στο χωριό και συνάντησα τους Παραδεισανό, Μαθιουδάκη και Μουρτζανό, στους οποίους είπα τα καθέκαστα, δηλαδή ότι ασφαλώς

οι Γερμανοί έπιασαν το Μανωλιό και βρήκαν ότι υπήρχε στο σπηλιάρι. Αβέβαιο τι έγιναν οι άλλοι και αν βρήκαν τον ασύρματο.

Ωστόσο ήταν πια απόγευμα μου είπε ο Παραδεισανός να ανέβομε με προφύλαξη προς το μέρος του λημεριού έστω και σε απόσταση για να παρακολουθήσομε την κίνηση. Πράγματι πήραμε τον ανήφορο, αλλά όταν φθάσαμε περίπου 800 μέτρα απόσταση από το σπηλιάρι είδαμε δυο Γερμανούς να έχουν το Μανωλιό στο μέσον με μια κόκκινη βαλίτσα στην πλάτη του όχι μεγάλου μεγέθους, στην οποία υπήρχαν όχι σημαντικά πράγματα, όπως είπε ο Σουρής κατόπιν. Τότε πλέον καταλάβαμε το μέγεθος της συμφοράς.

Γυρίσαμε πίσω στο χωριό και βάλαμε ανθρώπους να παρακολουθούν, με τρόπο και με προφύλαξη, στα αυτοκίνητα των Γερμανών να δουν αν κατεβάσουν τη βαλίτσα του ασυρμάτου.

Επιτέλους το βράδυ έφυγαν οι Γερμανοί με το Μανωλιό χωρίς τον ασύρματο που πιστεύαμε ότι δεν τον βρήκαν. Τι τώρα απέγιναν οι άλλοι, δηλαδή ο Σουρής, Τζων και Μπηλ δεν γνωρίζαμε αλλά ούτε και αυτοί εγνώριζαν τι έγινα εγώ και το Μανωλιό. Γι’ αυτό έστειλαν την ίδια νύχτα σύνδεσμο από του «Περδίκη» στο Φουρφουρά να ρωτήσει για μένα και να μάθει τα καθέκαστα. Με βρήκε βέβαια ο σύνδεσμος και μου είπε πού βρίσκονται οι άλλοι.

Αμέσως έφυγα με το σύνδεσμο (λησμονώ το όνομά του) και πήγα στου «Περδίκη» το λημέρι και βρήκα τους άλλους. Βέβαια η συνάντηση ήταν συγκινητική αλλά και θλιβερή όταν τους είπα ότι είδα το Μανωλιό να το κατεβάζουν οι Γερμανοί συνοδεία προς το Φουρφουρά.

Οι Γερμανοί το ίδιο βράδυ μαζί με το Μανωλιό έφυγαν για το Ρέθυμνο χωρίς να ενοχλήσουν κανένα χωριανό δεδομένου ότι ο διοικητής Γερμανός του φυλακίου Φουρφουρά εδήλωσε προς τους άλλους, ότι και κουνούπι να εκινείτο από το Φουρφουρά προς το λημέρι, θα το έπαιρνε χαμπάρι. Άρα ο Φουρφουράς ήταν τελείως άσχετος με το λημέρι του ασυρμάτου.

Σε εμάς τώρα εγεννήθηκε η αγωνία για τον ασύρματο. Τον βρήκαν και άφησαν σκοπούς με τη σκέψη ότι εφ’ όσον δεν μάθομε ότι τον βρήκαν και τον πήραν φεύγοντας, θα πάμε να τον πάρομε, οπότε θα μας συλλάβουν ή δεν τον βρήκαν; Πράγμα βέβαια ολίγον απίθανο.

Εδώ τώρα έγινε κατά τη γνώμη μου ένας παραλογισμός εκ μέρους του Σουρή, ο οποίος ήταν επικεφαλής του λημεριού καθ’ ότι ο Λη Φέρμορ, όπως είπα και παραπάνω, ευρίσκετο στα Ανώγεια. Ο Σουρής λοιπόν την δεύτερη βραδιά μετά την ανακάλυψη του λημεριού από τους Γερμανούς, παίρνει εμένα που εγνώριζα που εκρύψαμε τον ασύρματο με το Μανωλιό, τον Παραδεισανό και τον Εμμανουήλ Σημαντήρα να πάμε να πάρομε τον ασύρματο.

Αυτό ήταν τελείως τρελό, διότι υπήρχε περίπτωση, όπως λέω παραπάνω, να τον βρήκαν οι Γερμανοί και εμείναν σκοποί με την βεβαιότητα ότι θα έπιαναν αυτούς που θα πήγαιναν να τον πάρουν. Προχωρήσαμε νύχτα βέβαια, αλλά πανσέληνος, προς το λημέρι.

Πριν φτάσομε όμως στο λημέρι και σε απόσταση ενός χιλιομέτρου και παραπάνω ο Σουρής κράτησε τον Εμμανουήλ Σημαντήρα για να ψάξουν για τα κυάλια του που έκρυψε όταν τους κυνηγούσαν οι Γερμανοί και έδωσε εντολή να πάμε για τον ασύρματο εγώ και ο Παραδεισανός.

Τέλος πάντων, εγώ με τον Αριστείδη τρέξαμε αμέσως (βέβαια τρελοί νέοι των 21 ετών, με τον ενθουσιασμό της τότε εποχής). Θυμάμαι ήταν πανσέληνος και σάματι ήταν μέρα. Μόλις εφθάσαμε κοντά στο λημέρι διέκρινα ότι ο ασύρματος ήταν στη θέση του. Τον πήραμε και με μεγάλη χαρά κατεβήκαμε και βρήκαμε τους άλλους.

Χρειάστηκε αμέσως την επαύριο να πάμε εγώ, ο Σουρής, ο Μανώλης Βοσκάκης από την Νίθαυρη ως τεχνίτης μαραγκός και ο Μιχαήλ Λαντζουράκης από την Νίθαυρη στη «Σπηλιάρα» στο στόμιο του ποταμού Λιγιώτη, να κατασκευάσομε μια φτερωτή και τεχνητό καταρράκτη νερού και να τοποθετήσομε ένα δυναμό για να μαζέψει έστω και λίγο ηλεκτρικό φορτίο σε μια μπαταρία που μας επρομήθευσε ο Λαντζουράκης για να μπορέσει να δουλέψει ο ασύρματος και να επικοινωνήσει και πάλι με το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής (το δυναμό του λημεριού το πήραν οι Γερμανοί, γιατί δεν προλάβαμε να το κρύψομε).

Πράγματι πέτυχε ο σκοπός μας, η μπαταρία μάζεψε ρεύμα και ασύρματος δούλεψε…”.

 

* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου  Θραψανού Πεδιάδος