Στις 9 Ιουλίου 1942, στην τοποθεσία «Παπά Πέραμα – Τεμενέλι» κοντά στο χωριό Γρηγοριά της Μεσαράς, ομάδα δοσιλόγων του αποσπάσματος Σούμπερτ με τον ίδιο επικεφαλής, ανδρών δύναμης λόχου του τακτικού γερμανικού στρατού καθώς και ανδρών της Ελληνικής Χωροφυλακής, συγκρούστηκε με μικρή ομάδα ανταρτών του Καπετάν Πετρακογιώργη.
Από τις ενέργειες των Γερμανών και δοσιλόγων πριν τη σύγκρουση αλλά και κατά τη διάρκεια της μικρής σε διάρκεια μάχης, ο Πετρακογιώργης χάνει τέσσερα παλικάρια του. Τον Μιχάλη Σταθωράκη από το χωριό Καμάρες, τον Γιώργη Μαυράκη από το χωριό Μαγαρικάρι, τον Μιχάλη Κουκλινό ή Τσουνή από το χωριό Γρηγοριά και τον Δημήτρη Σταφυλαράκη από το χωριό Βατόλακκος Κυδωνίας Χανίων.
Ο Μανόλης Περράκης, (1912 – 2007) γεννήθηκε στο χωριό Βασιλική Ιεράπετρας και υπηρετούσε στην Ελληνική Χωροφυλακή με τον βαθμό του Υπενωμοτάρχη. Ήταν φίλος του Καπετάν Πετρακογιώργη και στέλεχος της Αντίστασης. Στις αρχές του 1942, αναγκάστηκε να καταφύγει στο βουνό και να ενταχθεί στην ομάδα του Καπετάν Πετρακογιώργη, γιατί η δράση του έγινε γνωστή στους Γερμανούς και κινδύνευε να συλληφθεί.
Στη μάχη της 9ης Ιουλίου 1942 στη θέση «Παπά Πέραμα-Τεμενέλι» ο Μανόλης Περράκης συμμετείχε και πιάστηκε από τους άνδρες του Σούμπερτ. Μεταφέρθηκε αρχικά στην Αυγενική και στη συνέχεια κλείστηκε στα μπουντρούμια της Γκεστάπο Ηρακλείου της οδού Πεδιάδος.
Ο Μανόλης Περράκης στις 14 Δεκεμβρίου 2006, σε μαγνητοφωνημένη συνέντευξή του αναφέρθηκε στους συντρόφους του που «χάθηκαν» στου Παπά το Πέραμα, τον εγκλεισμό του στα γερμανικά κρατητήρια της οδού Πεδιάδος, την απελευθέρωσή του, τη σχέση του με τον Αρχηγό της Ανεξάρτητης Ομάδας Ανωγείων Γιάννη Δραμουντάνη – Στεφανογιάννη και τον χαρακτήρα του καπετάν Πετρακογιώργη.
Ο Μανόλης Περράκης περιγράφει τα σκοτεινά κελιά της Γερμανικής Μυστικής Κρατικής Αστυνομίας, (Geheime Staatspolizei – Gestapo), τους συγκρατούμενούς του Σταθωράκη και Σταύρο Ανωγειανάκη από την Αγία Βαρβάρα Ηρακλείου, τη βοήθεια που του πρόσφερε η γυναίκα του Σταύρου Ανωγειανάκη Χρυσούλα και ο γιατρός Στυλιανός Γιαμαλάκης που τελικά μεσολάβησε και αφέθηκε ελεύθερος.
Αναφέρει ότι ήταν εκείνος που προμήθευσε με ταυτότητα στο όνομα Φραγκιαδάκης Γιάννης τον Αρχηγό Ανωγείων Στεφανογιάννη και ήταν η ίδια ταυτότητα που βρέθηκε επάνω του, όταν δολοφονήθηκε πισώπλατα από τα βάρβαρα κατοχικά στρατεύματα στα Ανώγεια στις 13 Φεβρουαρίου 1944.
Τονίζει τη φιλία και τη συνεργασία που είχε με τους αντιστασιακούς Βασίλη Κωνιό, Κίμωνα Ζωγραφάκη και Βασίλη Σπαχή, καθώς και τη μετάβασή του στη Μέση Ανατολή συνοδεύοντας αιχμαλώτους Γερμανοϊταλούς.
Ιδιαίτερη αναφορά ο Μανόλης Περράκης κάνει στον Αρχηγό Πετρακογιώργη, την ιδιοσυγκρασία του, τη φιλευσπλαχνία και τη βοήθεια που πρόσφερε στους συνανθρώπους του (υλική και χρηματική).
Στη μαρτυρία του Μανόλη Περράκη καταγράφεται η προσοχή που έδιδε ο καπετάν Πετρακογιώργης στους οιωνούς (μελετώντας τις κουτάλες ζώων) και πως συνέδεσε το σημάδι που είδε με τέσσερα μνήματα, νομίζοντας ότι είναι των παιδιών του.
Ο Μανόλης Περράκης τελειώνει την αφήγησή του με τη φράση για το πεπρωμένο (κισιμέτι) που άρεσε στον Πετρακογιώργη και την ανέφερε συχνά στις παρέες του :
Το κισιμέτι δε βουλιά, τ’ασήμι δε σκουριαίνει…
Συγκεκριμένα, ο Μανόλης Περράκης στην απομαγνητοφωνημένη του συζήτηση, τονίζει μεταξύ άλλων τα εξής :
«…από τον Αη Γιάννη με πήγανε στη Γκεσταπό. Στου Βογιατζάκη το Μέγαρο ήτανε τότε η Γκεσταπό. Με πήγανε στα σκοτεινά κελιά. Ήτανε οχτώ κελιά τω μελλοθανάτω στο υπόγειο της Γκεσταπό. Εμένα με πήγανε στο πιο σκοτεινό απ’όλα.
Πρωί μεσημέρι βράδυ δεν εξεκαθάριζες τίποτα αν ήτανε μέρα ή νύχτα. Ένα σανίδι βιδωμένο σε τέσσερις πασσάλους σιδερένιους, μια καρέκλα και τίποτα άλλο. Το νοικοκυριό μας ήτανε αυτό. Εκεί μέσα εβρήκα τον Ανωγειανάκη το Σταύρο από την Αγία Βαρβάρα καταδικασμένο εις θάνατο. Και ένα Σταθοράκη, μικρό παιδί, από τσι Καμάρες, που το’χανε για εκτέλεση οι Γερμανοί. Αυτοί ήτανε ο ένας από τη μια πάντα και ο άλλος από την άλλη.
Την ώρα που έγινε ένας συναγερμός ερώτηξα εγώ, άκουγε ο Σταύρος ο μακαρίτης, τόνε ρωτώ από πού θα φύγω. Μόνο ανέ σε πάνε στσι φυλακές μπορεί να βρεις ευκαιρία να φύγεις, μου λέει. Από δω αποκλείεται γιατί στη πόρτα στέκουνε Γερμανοί. Την ώρα του συναγερμού που καταφεύγανε οι Γερμανοί στα καταφύγια δηλαδή, ερώτηξα εγώ από πού μπορώ να φύγω.
Γιατί όταν εσήμαινε συναγερμός οι Γερμανοί ετρέχανε να κρυφτούνε στα καταφύγια. Λέω κι εγώ μέχρι εδώ ήτανε. Με γυρεύγει ο Γιαμαλάκης ο γιατρός που συνεργάζουμουνε μαζί του, ήμουνε σύνδεσμός του στην Αντίσταση. Εγύρευγε να μάθει που είμαι μετά που με πιάσανε οι Γερμανοί. Που μ’έχουνε. Κατόρθωσα από τη φυλακή τη Γκεστάπο να στείλω γράμμα σ’ένα θείο μου το Γιάννη το Περράκη.
Ήταν επιστάτης των αγροτεμαχίων του Γιαμαλάκη στο Ηράκλειο. Στο ένα κελί που ήτανε προς το δρόμο ήτανε ένας Κυπραίος που όλο πεινούσε ο κακομοίρης και κατόρθωσε να ξηλώσει λίγο το δίχτυ του παραθύρου και εφώναζε στο κόσμο να του πετούνε κομμάτια ψωμί. Αυτό το ανακάλυψε η γυναίκα του Σταύρο του Ανωγειανάκη και επήγαινε κάθε μέρα και του’λεγε :
-Ήντα θες ;
-Ψωμί.
Του’διδε ένα μπουκαλάκι ρακί, ένα πακέτο τσιγάρα και έγραφε και πληροφορίες. Είδα’γω τη κατάσταση και το λέω του Σταύρου. Μου λέει να γράψεις ένα γράμμα και θα το πάει η γυναίκα μου. Που θα το πάει, του λέω. Λέει θα το ρίξει ο Κυπραίος έξω και θα το πάρει. Δεν είχα τίποτα χαρτί να γράψω αλλά ο Ανωγειανάκης είχε ένα τεφτέρι που του’χε δώσει η γυναίκα του με τον Κυπραίο.
Μου δίδει το χαρτί κι ένα μολυβάκι και πήγα στο αποχωρητήριο και έγραψα του θείου μου ότι είμαι στη Γκεσταπό και να πάει να βρει το Γιαμαλάκη το γιατρό. Μου στέλνει ένα γράμμα μετά μια βδομάδα ο μπάρμπας μου, τι του’πε ο Γιαμαλάκης. Μου’γραφε ότι η υπόθεση για μένα ετελείωσε. Στο βουνό αντάρτης να με πιάσουνε, να σκοτώσουνε τέσσερις, δεν είχα και πολλές ελπίδες. Έτσι μου’γραφε.
Θα σου πω μια ιστορία για τσι τέσσερις που σκοτώσανε οι Γερμανοί. Ο Πετρακογιώργης διατηρώντας το εργοστάσιο το σαπουνάδικο και το πυρηνάδικο στο Τυμπάκι είχενε καμιά δεκαπενταριά με είκοσι καλή ράτσα πρόβατα για να ταΐζει τσι φίλους του από την Αθήνα όταν τους έκανε τραπέζι.
Όταν εφτάσανε οι Γερμανοί στο Τυμπάκι τα πήγε στη Γρηγοριά σ’ένα πρώτο του ξάδερφο Αντώνη το Χατζάκη. Του λέει να τα βλέπεις, να σφάζεις να τρως αλλά όταν σου λέω να μου σφάζεις και μένα. Τση τέσσερις (4) του Ιουλίου το απόγεμα λέει του Πετράκη του Αγησίλαου, πρώτος ξάδερφος του Πετρακογιώργη :
-Θα πας να βρεις το μπάρμπα σου το Χατζαντώνη να του πεις να σφάξει τση ρουσόματης προβάτας το αρνί, να κοιτάξει να μη πειράξει την αριστερή κουτάλα και θα μου φέρεις εμένα το αριστερό κομμάτι του αρνιού και τ’άλλο να το φάτε εσείς. Ήταν ο μακαρίτης ο Εφταμηνίτης, ο σύντεκνός μου ακόμη εκεί, και του λέει ο Πετρακογιώργης :
-Κοίταξε να ψήσεις την αριστερή κουτάλα αλλά να μη κάνει σημάδι.
Την έψησε ο Εφταμηνίτης και αρχινά ο Πετρκογιώργης να τη διαβάζει. Τέσσερα μνήματα ήτανε ανοιχτά στη κουτάλα μέσα. Ο Πετρακογιώργης το’πε δυνατά, τ’ακούσαμε όλοι.
-Μα γιατί σύντεκνε ; του λέω.
-Μα δε καταλαβαίνεις ; μου λέει. Οι κοπελιές μου είναι,. Να τσι.
Οι τρεις είχανε φύγει για τη Μέση Ανατολή. Εγώ τη πήρα τη κουτάλα, την είχα στη τσέπη μου, μέχρι την επομένη που με πιάσανε οι Γερμανοί και τη πέταξα.
-Δεν είναι σύντεκνε οι κοπελιές σου, του λέγαμε. Κι όμως τα τέσσερα μνήματα ήτανε ανοιχτά. Τα’βλεπα κι εγώ. Του Σταθοράκη, του Κουκλινού, του Σταφυλαράκη και του Μαυράκη.
Και γυρίζω πάλι στη Γκεστάπο. Μ’είχανε σ’ένα σκοτεινό κελί δεκαπέντε μέρες, ούτε κουβέρτα ούτε τίποτα, όπως ήσουνε με το σακάκι στο σκοτάδι. Ψύλλους, κοριούς και ψείρες γεμάτος. Μετά δεκαπέντε μέρες με βγάλανε και με πήγανε στα άλλα κελιά απέναντι που έφεγγε λιγάκι και ξεκαθάριζε.
Μ’αφήσανε ελεύθερο μετά λίγες μέρες. Ενόμιζα ότι ο Γιαμαλάκης εχρησιμοποίησε του πρώτου του ξαδέρφου τη γυναίκα που ήτανε Γερμανίδα και με βοήθησε να απελευθερωθώ. Επάλευα μέχρι που πέθανε ο μακαρίτης ο Στέλιος να μου πει πως τα κατάφερε και μ’αφήσανε ελεύθερο οι Γερμανοί.
Δε μου’λεγε. Λίγο πριν πεθάνει μου λέει να πας να κάνεις μια Αγία Λότι. Μια Γερμανίδα δακτυλογράφος που ήτανε στο Ηράκλειο τρία τέσσερα χρόνια πριν έρθουνε οι Γερμανοί, η οποία ήτανε διερμηνέας στο Γερμανικό Φρουραρχείο. Τη λέγανε Λότι. Αυτή με γλίτωσε. Οι Γερμανοί εφωνάξανε τη Διοίκηση Χωροφυλακής Ηρακλείου και με δώσανε στο Πολιουδάκη.
Δε μας εχρειάζεται, δεν έκαμε πράμα, δεν εβρήκαμε τίποτα είπανε οι Γερμανοί. Με πήρε ο Πολιουδάκης και με πήγε σ’ένα αστυνομικό Τμήμα του Ηρακλείου. Μετά ένα μήνα με φωνάζει και μου λέει θα σε στείλω Σταθμάρχη. Ότι διατάξατε του λέω. Και με πήγε στο Μάραθο. Παρά ταύτα το μικρόβιο το’χα μέσα μου.
Το φυλάκιο του Στρούμπουλα είχε μηχανήματα κι έκανε έρευνα. Ραδιογωνιόμετρα, να ανακαλύψουνε τσι ασυρμάτους του Ψηλορείτη. Εγώ εγνωρίστηκα με το Γερμανό επικεφαλής του φυλακίου. Είχα ρακή, τόνε πότιζα κι είχα το θάρρος και κουβεντιάζαμε. Σε μια έρευνα που έκανε στο Μάραθο του λέω μα ήντα γυρεύεις επαδέ και δεν έρχεσαι να πιούμε μια ρακή. Μου λέει μ’αυτό το μηχάνημα θα βρω που είναι ο Αγγλικός ασύρματος. Το δουλεύανε δυο μέρες.
Τη τρίτη μέρα επήρα το σύντεκνό μου το Μαρή από το Μάραθο και του λέω άντε να πάμε μαζί να μη πάω μοναχός και παραξηγήσουνε, άντε να βγούμε στ’Ανώγεια. Επήγα και βρήκα το μακαρίτη το Στεφανογιάννη και το Σήφη το Στόκμπριτζ. Επήγα στο σπίτι του Στεφανογιάννη του Δραμουντάνη και τσι βρήκα.
Όνταν ήμουνε στσι Μοίρες στο Σταθμό τον είχα εξυπηρετήσει. Όταν ήτανε καταδιωκόμενος από τ’Ανώγεια ήρθε στου πεθερού ντου στη Μεσαρά. Στα Βασιλικά Ανώγεια παρακάτω ήτανε ένα μεγάλο Μετόχι, τα Τρυπητά, του πεθερού του. Κι ερχόντανε ο Στεφανογιάννης από τα Τρυπητά στσι Μοίρες με ταυτότητα Φραγκιαδάκης Γιάννης από τα Βορίζα. Εγώ του την είχα δοσμένη. Είχα βγάλει ταυτότητες πολλές έτσι για τους καταδιωκομένους. Εγώ ήμουνε γραμματέας της Υποδιοικήσεως.
Επήγα λοιπόν και τόνε βρήκα στο σπίτι του στ’Ανώγεια. Και το Σήφη το λοχία το Βρετανό που’χε τον ασύρματο. Πήγα και τοσε λέω έτσι κι έτσι συμβαίνει τρεις μέρες τώρα από το Στρούμπουλα. Μ’αγκάλιασε και με φίλησε ο Στόκμπριτζ και μου λέει μας έσωσες. Τα αναμαζώνουνε και φεύγουνε. Την επομένη επήγανε και κάνανε έλεγχο στα σημεία που είχανε εντοπίσει οι Γερμανοί στο Ψηλορείτη.
Με το Στεφανογιάννη εγνωρίζουμουνε και συνεργαζόμουνα κιόλας. Ο Στεφανογιάννης ήτανε ο Αρχηγός των Ανωγείων. Ήξερα και το Σταυρακάκη, το παπα-Γιάννη, όλους τσι γνώριζα. Αλλά μ’αυτό που είχα ιδιαίτερη σχέση ήταν ο Στεφανογιάννης. Όταν τον εκτελέσανε οι Γερμανοί το Φλεβάρη του’44 τον εκτελέσανε ως Φραγκιαδάκη Ιωάννη. Αυτή την ταυτότητα κρατούσε πάνω του.
Στο Μάραθο έμεινα ένα χρόνο. Όλο το 1943. Μετά τα πράματα εζορίζουντανε και με στέλνανε στην Έμπαρο. Στην Έμπαρο δεν ήθελα να πάω. Εσηκώθηκα και πήγα στα Χανιά και παρακάλεσα ένα υπαξιωματικό και με στείλανε στη Σητεία. Μόλις αποφυλακίστηκα από τσι Γερμανούς εξανασυνδέθηκα με όλους. Και με το Πετρακογιώργη. Είμαστε μια παρέα τέσσερα άτομα που εσυνεργαζόμαστε μια φορά το μήνα. Εγώ, ο Βασίλης ο Κωνιός, ο Κίμωνας ο Ζωγραφάκης από το Καστέλλι και ο Βασίλης ο Σπαχής. Και με την εσωτερική Αντίσταση. Όνταν εφεύγανε οι Γερμανοί από το Ηράκλειο επήρα αιχμαλώτους και επήγα κι εγώ στη Μέση Ανατολή. Γερμανούς και Ιταλούς.
Ο Πετρακογιώργης ήτανε ένας ιδεώδης άνθρωπος. Είχε ένα ημερολόγιο που έγραφε με λεπτομέρειες όλα τα συμβάντα της κατοχής και του το κάψανε. Το’χε στο σπίτι του στο Μαγαρικάρι και κάψανε οι Γερμανοί το σπίτι και κάηκε το ημερολόγιο. Ο Πετρακογιώργης είχε δυο γιους και τέσσερις κόρες. Το Μανόλη που σκοτώσανε οι Γερμανοί στη Μάχη της Κρήτης και τον Ηρακλή.
Τη Μαρία, την Αφροδίτη, την Τασούλα, και την Ηλέκτρα. Να σου πω ορισμένα πράματα κι από κει να ζυγιάσεις τι άθρωπος ήτανε ο Πετρακογιώργης. Ο Πετρακογιώργης και ο γιατρός ο αδερφός του δε χωρίζανε. Πριν πάω στσι Καμάρες είχα κάμει Σταθμάρχης στο Σκινιά. Και είναι ο Παπαδημητρόπουλος ο γιατρός στο Σκινιά ο οποίος είχε κάμει με τη δουλειά του εργοστάσιο αλευροποιίας και ένα ελαιουργείο. Πάω και βρίσκω στσι Καμάρες τον αδερφό του Πετρακογιώργη το Πετράκη το γιατρό.
Αυτός έβγαζε είκοσι τόνους λάδι, πλούσια οικογένεια δηλαδή. Και βλέπω το σπίτι του να είναι ετοιμόρροπο απ’έξω. Του λέω σύντεκνε, στο Σκινιά ήμουνε Σταθμάρχης και ο Παπαδημητρόπουλος ο γιατρός έχει κάμει αυτά κι αυτά τα πράματα. Εσύ με περισσότερη περιφέρεια απ’αυτόν, έχεις ένα άλογο και μια φοράδα για να προλαβαίνεις τα χωριά να γυρίζεις, τι έκαμες ; Το σπίτι σου θα χαλάσει του λέω. Έχεις σύντεκνε δίκιο, μου λέει.
Δεν είμαι παντρεμένος αλλά έχω μια οικογένεια. Τι οικογένεια ; του λέω. Του αδερφού μου την οικογένεια. Του Πετρακογιώργη. Γιάντα ; Ο αδερφός μου ξανοίγει πως να εξυπηρετεί τσ’άλλους αθρώπους. Παίρνει το άλεσμα να το πάει στσι Μοίρες να τ’αλέσει και συναντά κάποιο που του λέει πως δεν έχει ψωμί να φάνε τα κοπέλια του και του δίνει το άλεσμα.
Μου λέει, πάει ο αδερφός μου να πληρώσει χρέος στην Τράπεζα και του κλαιγότανε άλλοι που’χανε μεγαλύτερο ζόρε και τος ήδινε τα λεφτά και πληρώνανε αυτοί και δεν επλήρωνε το δικό του χρέος.
Αυτός ήτανε ο Πετρακογιώργης… Θυμούμαι και μια φράση που του άρεσε να τη λέει συχνά:
Το κισιμέτι δε βουλιά
τ’ασήμι δε σκουριαίνειª.
*Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού