Το καλοκαίρι του 1942, στο μέτωπο της Αφρικής, οι δυνάμεις του άξονα με επικεφαλής το Στρατάρχη Ρόμελ εξαπέλυαν την τελική τους επίθεση για κατάληψη της Αλεξάνδρειας και του Καΐρου. Τα αεροδρόμια των χωρών της νοτιοανατολικής Μεσογείου που βρίσκονταν υπό γερμανική κατοχή, βοηθούσαν με διάφορους τρόπους τον ανεφοδιασμό των γερμανικών στρατευμάτων.
Εκείνο το καλοκαίρι του 1942, ονομάστηκε από τους Καστελλιανούς «καλοκαίρι του νερού και της πατάτας». Κι αυτό γιατί από το αεροδρόμιο του Καστελλίου καθημερινά ξεκινούσαν δεκάδες μεταγωγικά αεροπλάνα φορτωμένα με νερό και τηγανητές πατάτες για τις δυνάμεις του Ρόμελ στην Αφρική. Από τα πηγάδια που βρισκόταν γύρω από το αεροδρόμιο, άντρες της περιοχής εκτελώντας καταναγκαστική εργασία, αντλούσαν νερό και γέμιζαν κάνιστρα.
Οι γυναίκες του Καστελλίου και της γύρω περιοχής καθάριζαν «βουνά» από πατάτες, τις έκοβαν, τις τηγάνιζαν και τις τοποθετούσαν σε ατομικές συσκευασίες. Τα κάνιστρα με το νερό και οι πατάτες φορτώνονταν στα γερμανικά μεταγωγικά αεροπλάνα και κατέληγαν στους Γερμανούς στρατιώτες που πολεμούσαν στην έρημο. Εκείνο το καλοκαίρι, οι γυναίκες της περιοχής της καταναγκαστικής εργασίας, με υπόδειξη των Αξιωματικών Βρετανών Συνδέσμων που βρίσκονταν στο νησί και των ανδρών της Αντίστασης, έκαναν ένα ιδιότυπο σαμποτάζ.
Έβαζαν λίγο παραπάνω αλάτι στις πατάτες για να είναι αλμυρές, ώστε η κατανάλωσή τους να επιφέρει τη δίψα. Και είναι γνωστά τα αποτελέσματα αυτού του σαμποτάζ. Αναφέρεται ότι σε πολλές περιπτώσεις, Γερμανοί στρατιώτες που δεν άντεχαν τη δίψα από τις αλμυρές πατάτες, έτρεχαν, άδειαζαν το νερό από τα ψυγεία των αυτοκινήτων και των αρμάτων μάχης και το έπιναν.
Οι Καστελλιανοί και οι κάτοικοι της γύρω περιοχής ήταν υποχρεωμένοι από τους Γερμανούς να εργάζονται καθημερινά σε διάφορες δουλειές, (οχυρωματικών έργων, επισιτισμού κατοχικών στρατευμάτων, πλύσιμο ρούχων, καλλιέργεια λαχανικών, καθαριότητα κοινόχρηστων χώρων κ.ά.), και να παρέχουν καταναγκαστική εργασία.
Το σχέδιο που καλούνταν να εφαρμόσουν οι γυναίκες που μαγείρευαν για τα στρατεύματα του άξονα ήταν ότι, όσες τηγάνιζαν πατάτες, έπρεπε να τους βάζουν περισσότερο αλάτι. Αφενός να μην το καταλαβαίνουν οι Γερμανοί την ώρα του μαγειρέματος και αφετέρου να προκαλεί δίψα στους στρατιώτες που θα τις κατανάλωναν.
Από το χωριό Διαβαϊδέ στην αγγαρεία με τις πατάτες πήγαιναν η Μαρία Καλογεράκη-Καρυωτάκη, (Μαρία του Δημήτρη), η Ελευθερία Καρέλλη-Σμαριαννάκη (Καρέλαινα), η Ειρήνη Τρευλάκη-Σμαριαννάκη (Τρυφώναινα), η Αικατερίνη Μπιτζαράκη-Σμαριαννάκη (Καντή), η Χρυσή Σμαριαννάκη – Παπαδάκη (Χρυσή του Ράφτη), η Ανθούλα Σωμαράκη Μπιτζαράκη, η Μαρία Παπαδάκη-Παναγιωτάκη (Παπαδοπούλα).
Αφήγηση Μαρίας Καλογεράκη – Καρυωτάκη, Ιούλιος 2002: ´«…ήρθε με ένα χαρτί και εδιάβασε τα ονόματά μας ο Πρόεδρος του Καστελλίου. Μας είπε ότι δε θα πάμε αυτή τη φορά να πλύνομε ρούχα.
Εμείς επηγαίναμε στο πλυσταριό, στο Καρδουλιανώ στου Μπαλτζή το σπίτι και πλύναμε ρούχα. Μόνο να πάμε στο σπίτι του Νταήλα (σημ.: Νταήλας ο Γεώργιος Δαϊλάκης ή Μπουρνέλης.
Το σπίτι του στέγαζε το Ειρηνοδικείο Καστελλίου από τα έτη 1887 ως το 1930. Κατόπιν στέγασε το Σταθμό Χωροφυλακής μέχρι την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου
Πολέμου. Ήταν ένα σπίτι ωραίας αρχιτεκτονικής, διώροφο με μεγάλη αυλή. Σήμερα ανήκει στους απογόνους του Γεωργίου Ελευθερίου Μαυραντωνάκη).
Και θα μας πει ο Κωστής του Λιονή (σημ.: Κωνσταντίνος Λιονάκης του Θεόφιλου.
Στην κατοχή δούλευε αγγαρεία ως επιστάτης στα γερμανικά μαγειρεία που βρισκόταν στο σπίτι του Γεωργίου Δαϊλάκη ή Μπουρνέλη), τη δουλειά. Αυτός ήτανε ο επιστάτης στα μαγειρεία. Την άλλη μέρα το πρωί επήγαμε. Κι ήντα να δούμε.
Στην αυλή του σπιτιού ένας μεγάλος σωρός πατάτες. Τέσσερις Γερμανοί εξεφορτώνανε ένα φορτηγό που είχε σταθεί στο δρόμο. Μας είπε ο Κωστής να τσι καθαρίζομε.
Είμαστε καμιά κοσαριά γυναίκες κι άλλες τόσες στο σπίτι μέσα στα μαγειρεία. Και εκαθαρίζαμε τσι πατάτες. Μόλις εγέμιζε το καζάνι, άλλες από μας τσι κόβανε μικρές για το τηγάνι. Και τσι τηγανίζαμε. Αυτό εγίνουντανε όλη μέρα από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Μας εδίνανε ύστερα κάτι μικρά σακουλάκια και μας ελέγανε να τα γεμίζομε. Και βάναμε τα σακουλάκια σε ξύλινα κιβώτια ανοιχτά από πάνω. Μόλις εγέμιζε το κιβώτιο τα παίρναμε και τα φορτώναμε σ’ένα γερμανικό φορτηγό. Το φορτηγό εμάθαμε μετά πως επήγαινε στο αεροδρόμιο κι εφόρτωνε τα τελάρα στα αεροπλάνα. Το βράδυ εσκολούσαμε.
Την άλλη μέρα το ίδιο. Μετά τρεις μέρες ήρθε ο Κωστής ο Λιονής και μου λέει σιγανά:
-Μαρία, κατέχεις που πάνε οι πατάτες που καθαρίζεις;
-Όχι, του λέω.
–Πάνε στην Αφρική, και τσι τρώνε οι Γερμανοί του Ρόμελ. Μπορείς να μου κάνεις μια χάρη;
-Μπορώ Κωστή.
-Να βάνεις μια στάξη παραπάνω αλάτι και μετά να τσι βάνετε στο τηγάνι.
Δε του’πα πράμα, αλλά το΄κανα. Το βράδυ που σκολάσαμε ήμαθα πως το ίδιο το’χε πει σε όλες μας. Και εβάναμε παραπάνω αλάτσι. Όλο το καλοκαίρι αυτή η δουλειά. Ήρχουντανε οι Γερμανοί στο σπίτι του πατέρα μου και μας εζητούσανε συνέχεια αυγά.
Και εξέραμε ότι τα αυγά αρέσουνε στσι Γερμανούς. Και ήλεγα από μέσα μου ότι Μαρία και οι τηγανητές πατάτες θα τος αρέσουνε να’ναι λίγο αλμυρές. Άμα τελείωσε ο πόλεμος ήμαθα ότι αυτό με το αλάτσι μας εβάνανε και το κάναμε επίτηδες. Για να διψούνε οι Γερμανοί στην Αφρική…»ª.
Αφήγηση Ελευθερίας Καρέλη, Οκτώβριος 1998: ´«…εγώ, η αδερφή μου Ερήνη (Ειρήνη Σμαριαννάκη-Τρευλάκη), η Καντή (Αικατερίνη Σμαριαννάκη-Μπιτζαράκη), η Παπαδοπούλα (Μαρία Παπαδάκη-Παναγιωτάκη), η Μαρία του Δημήτρη (Μαρία Καλογεράκη-Καριωτάκη), η Χρυσή (Χρυσή Σμαριαννάκη-Παπαδάκη), η Ανθούλα (Ανθούλα Σωμαράκη-Μπιτζαράκη) είμαστε μαζί στις δεκαπενταμερίες στο Καστέλλι.
Μας εβάνανε κι επλύναμε τα ρούχα τω Γερμανώ. Όλη μέρα στα νερά. Ερωστούσαμε από τα νερά κι εξαναπηγαίναμε. Αυτό εγίνουντανε όλα τα χρόνια που οι Γερμανοί ήτανε στο αεροδρόμιο.
Ένα καλοκαίρι όμως μας εσταματήσανε από το πλυσταριό και μας είπανε ότι θα πάμε να καθαρίζομε και να τηγανίζομε πατάτες στου Μπουρνέλη. Όλη μέρα να καθαρίζομε και να μη τελειώνουνε. Στην αυλή του σπιθιού.
Λασιώτικες πατάτες. Και ήθελα να βρω τρόπο να πάρω δυο στο σπίτι μας το βράδυ που εφεύγαμε αλλά δεν το’κανα. Εφοβούμουνε τσι Γερμανούς.
Γιατί όλη μέρα εστέκανε δυο τρεις Γερμανοί στη πόρτα και μας επαρακολουθούσανε.
Ο Λιονής μια μέρα μου λέει:
–Λευτερία, μπορείς να βάνεις παραπάνω αλάτι στσι πατάτες;
-Μπορώ του λέω Κωστή. Μα γιάντα;
-Γιατί οι Γερμανοί τσι θέλουνε αλμυρές.
Και βάναμε παραπάνω αλάτι. Και επηγαίνανε οι πατάτες που εκαθαρίζαμε και ετηγανίζαμε και τσι τρώγανε οι Γερμανοί εκιά που πολεμούσανε. Αυτό εβάσταξε όλο το καλοκαίρι…ª».
Αφήγηση Κωνσταντίνου Λιονάκη, Μάρτιος 2004: ´´«…τη Κατοχή εδούλευα αγγαρεία στα μαγειρεία. Κι ετροφοδοτούσαμε και τσι Γερμανούς στρατιώτες του αεροδρομίου και τσι δεκαπενταμερίες. Εψήναμε κάθε μέρα δυο φαγιά. Ένα για τσι Γερμανούς κι ένα για τσι δικούς μας που εδουλεύγανε στα έργα. Αλλά το φαί των εδικών μας ήτανε άλλες μέρες νερόβραστο ρύζι, άλλες μέρες νερόβραστες πατάτες.
Έρχεται μια μέρα ο Διοικητής ο Κουτσάφτης, (σημ.: Ταγματάρχης Τροστ, Διοικητής αεροδρομίου Καστελλίου. Οι Καστελλιανοί τον λέγανε Κουτσάφτη γιατί το ένα του αυτί ήταν κομμένο. Αργότερα μαθεύτηκε πως το αυτί του κόπηκε σε μαθήματα ξιφομαχίας που έπαιρνε πριν τον πόλεμο. Είχε μια άσπρη φοράδα και του άρεσε να γυρίζει έφιππος τον Καστελλιανό κάμπο), και μου λέει:
-Κωσταντίνε, μπορείς να αναλάβεις μια δουλειά που θα σου πω;
-Ναι του λέω. Εμπόρουνα να του πω όχι; Αυτός εγνώριζε και μας εμιλούσε σπαστά ελληνικά.
Και με βάνει με ένα γερμανό Λοχία, δε θυμούμαι πως τόνε λέγανε, να επιστατούμε στο καθάρισμα και τηγάνισμα των πατατών που θα στέλνανε οι Γερμανοί στη Μέση Ανατολή. Κάθε μέρα είχαμε δυο συνεργεία από γυναίκες. Το ένα καθάριζε τσι πατάτες και το άλλο τηγάνιζε και συσκεύαζε σε ατομικά σακουλάκια. Τριάντα περίπου γυναίκες. Κάθε μέρα.
Έρχεται μια μέρα ο Μετζογιάννης, (σημ.: Μετζογιαννάκης Εμμανουήλ, υπάλληλος Δημοσίου Ταμείου Καστελλίου. Με μεγάλη πατριωτική δράση τα χρόνια 1941-1944 στο Καστέλλι, διασώζονται σε αρχείο πολλά από τα σημειώματα παρακολούθησης του αεροδρομίου Καστελλίου προς το κλιμάκιο του συμμαχικού Στρατηγείου της Κρήτης), στο σπίτι μας νυχτωπά και μου λέει:
-Κωστή, γνωρίζεις πως έχομε πόλεμο με ένα βάρβαρο εχθρό. Τώρα ο Ρόμελ πολεμά στην Αφρική και κοντεύει να την καταλάβει. Το ξέρεις, μου λέει, ότι εμείς του στέλνομε το φαί που τρώνε οι στρατιώτες του και το νερό που πίνουνε; Το Στρατηγείο εδιάταξε να βάλομε τσι γυναίκες που καθαρίζουνε τσι πατάτες να βάνουνε παραπάνω αλάτι. Κι εσύ πρέπει να το πεις μόνο σ’αυτές που έχουνε εμπιστοσύνη. Και πρέπει να μου πεις αν συμφωνείς.
Εγώ του απάντησα αμέσως πως συμφωνώ. Ο Μετζογιάννης ήτανε ένας από τσι καλούς πατριώτες. Μετά τη Κατοχή όμως δεν ξέρω γιατί, η δουλειά που έκανε για τσι συμμάχους δεν εμαθεύτηκε, δεν το γνώριζε πολύς κόσμος. Και πήγα και το’πα σε όλες τσι γυναίκες που ήτανε στα τηγάνια.
Σε όλες. Και εγίνουντανε αυτό όλο το καλοκαίρι. Μέχρι που μάθαμε ότι ο Ρόμελ οπισθοχώρησε. Και δεν εξανακαθαρίσανε οι γυναίκες πατάτες. Οι πατάτες μας ερχόντανε από το Λασίθι. Μεγάλα γερμανικά στρατιωτικά αυτοκίνητα τσι φέρνανε.
Ήτανε όλες κατασχεμένες από τσι Γερμανούς. Τα σακουλάκια με τσι πατάτες τα φορτώναμε στα μεγάλα γερμανικά αεροπλάνα με τσι έξε κινητήρες. Μαζί εφορτώνανε οι Γερμανοί και μεγάλες κανίστρες με νερό από το γερμανικό πηγάι. Αυτά τα αεροπλάνα όταν εβάνανε μπροστά τσι κινητήρες και εφεύγανε από το αεροδρόμιο, εκάνανε τόση φασαρία που έπιανες και με τα δυο χέρια τ’αυτιά σου. Εθάριες πως εγκρεμίζουντανε το Καστέλλι…»ª.
Στο Καστέλλι τα χρόνια 1941-1944 είχε αναπτυχθεί ένα πλήρες δίκτυο κατασκοπίας των ναζιστικών δυνάμεων. Κρήτες πατριώτες κατάσκοποι ενημέρωναν αρχικά τα μέλη της συμμαχικής αποστολής στην Κρήτη και αργότερα πύκνωσαν τις τάξεις της Εθνικής Οργάνωσης Δολιοφθοράς Πληροφοριών Ηρακλείου Λασιθίου Ε.Ο.Δ.Π.
Το αρχικό δίκτυο κατασκοπίας του αεροδρομίου Καστελλίου έστελνε τα σημειώματα με τις πληροφορίες στον Έλληνα αξιωματικό Εμμανουήλ Καμπάκη, που είχε βρει καταφύγιο στο χωριό Ζήντα. Από τους πρώτους πληροφοριοδότες ήταν ο Κωνσταντίνος Κανελής, Καστελιανός γαμπρός, είχε νυμφευθεί τη δασκάλα Μαρία Δαϊλάκη,
ο Εμμανουήλ Μετζογιαννάκης και ο δάσκαλος ανθυπολοχαγός Ιωάννης Ζωγραφάκης. Ο Γιάννης Ζωγραφάκης ήταν γιος του Γιώργη Ζωγραφάκη ή Ξηρούχη και της Αικατερίνης το γένος Κατζαγιαννάκη. Σπούδασε δάσκαλος και η έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου τον βρίσκει να υπηρετεί στο χωριό Γάλυπε Πεδιάδος. Επιστρατεύεται και με τον βαθμό του Έφεδρου Ανθυπολοχαγού παίρνει μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Διμοιρίτης του 1ου Λόχου, του 43ου Συντάγματος Πεζικού της V Μεραρχίας. Στα βουνά της Αλβανίας με την Κρητική Μεραρχία έδωσε πολλές και σκληρές μάχες. Τον Φεβρουάριο του 1941 τραυματίζεται από βλήματα οβίδας πυροβολικού και λόγω του τραυματισμού του παραμένει ανάπηρος στο αριστερό χέρι και μειώνεται η όρασή του. Επέστρεψε στην Κρήτη με καΐκι μετά από μεγάλες ταλαιπωρίες. Στη μάχη της Κρήτης δεν παίρνει μέρος γιατί δεν έχει αναρρώσει ακόμη.
Ο πατέρας του Γιώργης και ο αδερφός του Κίμωνας παίρνουν ενεργά μέρος στις μάχες «στου Κοκκίνη το Χάνι». Οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την Κρήτη και τον Ιούνιο του 1941 φτάνουν στο Καστέλλι. Στον κάμπο υπάρχει ένα διάδρομος προσγείωσης του αεροδρομίου που είχαν αρχίσει να κατασκευάζουν οι Άγγλοι.
Δεν τον ολοκλήρωσαν και για να μην πέσει στα χέρια των Γερμανών oι ίδιοι τον κατέστρεψαν. Οι κατακτητές βλέποντας τα πλεονεκτήματα της γεωγραφικής θέσης του Καστελλίου και επομένως ενός αεροδρομίου, (περιβάλλεται γύρω από βουνά κάνοντάς το απόρθητο), αποφασίζουν να το κατασκευάσουν.
Ο Πρόεδρος της Κοινότητας Καστελλίου Γιώργης Ζωγραφάκης ή Ξηρούχης και πατέρας του Γιάννη, παραιτείται από την θέση του μέσα στο γραφείο του Γερμανού Ταγματάρχη Τροστ (είχε φτάσει στο Καστέλλι επικεφαλής της Γερμανικής δύναμης), με μια υπερήφανη δήλωση. Χωρίς φόβο, δηλώνει μια μέρα στον Ταγματάρχη Τροστ, (διοικητή του αεροδρομίου Καστελλίου και των γερμανικών δυνάμεων της περιοχής) ότι: «εγώ υπηρετώ τους πολίτες της Κοινότητας Καστελλίου και όχι τους Γερμανούς».
Μετά απ’αυτήν την δήλωση, που άφησε αποσβολωμένο και αμήχανο τον Τροστ,(χρονικά τοποθετείται τον Γενάρη-Φλεβάρη του 1942), παίρνει την οικογένειά του και πηγαίνει στο χωριό Κασταμονίτσα, νοικιάζει ένα σπίτι, μεταφέρει εκεί την οικογένειά του και ηγείται της τοπικής Αντίστασης (της ευρύτερης περιοχής).
Ο Γιάννης Ζωγραφάκης οργανώνεται αμέσως, όπως και τα αδέρφια του Κίμωνας και Χάρης, οι αδερφές του Μαρία και Ευθυμία, ακόμη και τα μικρότερα αδέρφια Παύλος, Γρηγόρης και Παντελής. Όλη η οικογένεια του Ξηρούχη στην Αντίσταση. Στις αρχές του Σεπτέμβρη 1943, ο Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς προσκαλεί πολλούς αντιστασιακούς, μεταξύ αυτών και τον Γιάννη Ζωγραφάκη, στο λημέρι του πάνω από τη Σύμη.
Ο Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς πιστεύει πως η ώρα έχει φτάσει για την απελευθέρωση της Κρήτης και οι σύμμαχοι ετοιμάζουν απόβαση στο νησί. Αυτές οι πληροφορίες διέρρεαν σκόπιμα από τους Άγγλους πράκτορες για να παραπλανηθούν οι Γερμανοί και να πιστέψουν ότι θα ακολουθήσει απόβαση στην Κρήτη. Το είχε πιστέψει κι ο ίδιος ο Καπετάν Μανόλης.
Ο Γιάννης Ζωγραφάκης αποφασίζει να πάει στην σύσκεψη. Μαζί του πηγαίνει και οι αντιστασιακοί Γιώργης Πολεμαρχάκης και Γιάννης Μαυραντωνάκης. Επειδή όμως ο Γιάννης Ζωγραφάκης δεν βλέπει καλά τη νύχτα, (λόγω του τραυματισμού του στην Αλβανία) ο Γιώργης Πολεμαρχάκης τον κρατάει από το μπράτσο σ’όλη την διάρκεια της πορείας. Μετά τα γεγονότα της Βιάννου που ακολούθησαν άρχισαν οι συλλήψεις των αξιωματικών.
Η σειρά του Γιάννη Ζωγραφάκη δεν άργησε να φτάσει. Πιάστηκε, οδηγήθηκε σε δίκη, καταδικάστηκε και μαζί με άλλους τέσσερις αξιωματικούς εκτελείται στην Αγυιά Χανίων στις 27 Οκτωβρίου 1943.
Ένα έγγραφο με την υπογραφή του Γιάννη Ζωγραφάκη αναφέρεται στη μεταφορά νερού και τροφίμων από το Καστέλλι στη Μέση Ανατολή το καλοκαίρι του 1942.
´Καστέλλι τη β/7/42 (αρχείο Εμμανουήλ Καμπάκη, 2 Ιουλίου 1942)
Αγαπητέ κύριε Πλούτων, (σημ.: Εμμανουήλ Καμπάκης), σας ζητώ
Μας ανέφερε εις Γερμανός στρατιώτης εις το αεροδρόμιο ότι τα αεροπλάνα οπλιταγωγά σκοπός τους είναι η μεταφορά τροφίμων και υδρεύσεως…ª».
Δεύτερο έγγραφο που αναφέρεται στο σαμποτάζ της αλμυρής πατάτας είναι του έφεδρου ταγματάρχη Κωνσταντίνου Μιχαήλ Παραδεισανού:
Μεταξύ άλλων στο έγγραφο αναφέρονται τα παρακάτω: «…πρωτότυπον αλλά άκρως επιτυχές υπήρξεν το παθητικό σαμποτάζ των Γερμανών του Αφρικανικού μετώπου με τις αλμυρές πατάτες τας οποίας ετοίμαζον γυναίκες εις τα αεροδρόμια του Τυμπακίου και Καστελλίου και απεστέλλοντο αεροπορικώς εις το μέτωπον. Χαρακτηριστικώς μία έκθεσις
του Μοντγκόμερυ γράφει ότι: ìΥπήρξεν δι’ ημάς έκπληξις το γεγονός ότι ολόκληρα τμήματα Γερμανών παρεδόθησαν εις τον στρατό μας με την κραυγήν νερό…νερό… αφού είχον αφαιρέση και την τελευταίαν σταγόναν νερού από τας μηχανάς των οχημάτων των και αυτοί είχον καεί κυριολεκτικώς». Οι καημένοι οι Γερμανοί είχον φάει πολλές αλμυρές πατάτες από αυτάς τας
οποίας είχομεν εμείς αλατίσει εις το Τυμπάκι και το Καστέλλι…»ª.
(Έκθεσις οργανώσεως και δράσεως του Κωνσταντίνου Μιχαήλ Παραδεισανού
εφέδρου ταγματάρχου κατά την περίοδον της κατοχής 1941-1945 κατά των εχθρικών δυνάμεων κατοχής της Κρήτης. Εν Φουρφουρά τη 16- 3- 1970 ΚΩΝ/ΝΟΣ ΜΙΧ. ΠΑΡΑΔΕΙΣΑΝΟΣ, Έφεδρος Ταγματάρχης Πυροβολικού).
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος.