Το παράπονο του Μανόλη Σπιθούρη – Νταμπακομανόλη
Η κήρυξη του πολέμου από τους Ιταλούς στις 28 Οκτωβρίου 1940, βρίσκει τον Νταμπακομανόλη να ποτίζει τα ζώα του στη στέρνα που βρισκόταν στη θέση Κάρχος της περιοχής Βρουλίδια στον Ψηλορείτη. Τη στρατιωτική του θητεία ο Νταμπακομανόλης είχε υπηρετήσει το 1932. Εκείνο το πρωινό, περνούν από τη στέρνα δυο Ανωγειανοί και όπως λέει ο ίδιος: «´…εμιλούσανε και λέγανε πράμα για πόλεμο. Κάτι λέγανε μα δεν έδωκα εγώ σημασία.
Μα ούτε αυτοί μου φανερέψανε το χαμπέρι του πολέμου. Τη δε άλλη μέρα εβγήκανε από το χωριό δικοί μας αθρώποι και εφέρασί μας τα μαντάτα. Εκατέβηκα στα Ανώγεια. Το χωριό ήτονε αναλωμένο. Οι Ιταλοί μας κηρύξανε το πόλεμο. Επαρουσιάστηκα στο στρατό και με τα παπόρια εφτάξαμε στην Αθήνα και τε στην Αλβανία…».
Ο Νταμπακομανόλης επιστρατεύτηκε. Στην Αλβανία ο Νταμπακομανόλης πολέμησε γενναία, όπως και όλοι οι άλλοι συμπολεμιστές του, έχοντας για αντιπάλους, εκτός από τους Ιταλούς και το χιόνι, το κρύο, τις λάσπες, την πείνα, τις ατέλειωτες πορείες, την υπεροπλία των Ιταλών και τις κακουχίες.
Ο Νταμπακομανόλης, το έτος 2003, διηγήθηκε δύο περιστατικά του Ελληνοϊταλικού πολέμου, στα οποία συμμετείχε και είχαν χαραχτεί βαθιά μέσα στη μνήμη του. Ο χωριανός του Κώστας Σκουλάς ή Κανονόκωστας είχε σκοτωθεί σε μια μάχη. Τον Κανονόκωστα έθαψαν ο αδερφός του ο Χαράλαμπος Σκουλάς – Κίκης και ο Νταμπακομανόλης. Οι Ανωγειανοί είχαν πεισμώσει με τον θάνατο του Κανονόκωστα και ένας απ’τους Ανωγειανούς που ζητούσαν εκδίκηση ήταν ο Βαγγέλης Σκουλάς. Ο Νταμπακομανόλης θυμάται τον Βαγγέλη Σκουλά να αρπάζει ένα πολυβόλο και να λέει στους υπόλοιπους να μην πιάνουν αιχμαλώτους εκείνη την ημέρα, (της ταφής του Κανονόκωστα).
Ο Βαγγέλης Σκουλάς τραυματίστηκε μετά από κάμποσες μέρες σε μια μάχη από βλήμα οβίδας στο πόδι. Οι σύντροφοί του τον επιδέσανε και τον άφησαν σε μια απυρόβλητη θέση. Επειδή όμως η θέση τους είχε επισημανθεί από τους Ιταλούς και ο τραυματίας βρισκόταν στο βάθος μιας ρεματιάς, τον άφησαν εκεί και του υποσχέθηκαν πως θα επιστρέψουν τη νύχτα να τον πάρουν. Οι ίδιοι γλίστρησαν σιγά σιγά και ανέβηκαν στις θέσεις που είχε καταλάβει ο λόχος τους.
Ο Βαγγέλης Σκουλάς επιδεμένος περίμενε πάνω στο χιόνι να νυχτώσει. Οι σύντροφοι του Βαγγέλη τη νύχτα έκαναν απόπειρα να τον μεταφέρουν από εκεί που τον είχαν αφήσει.
Απέτυχε όμως η προσπάθεια γιατί οι Ιταλοί χτυπούσαν κατά διαστήματα με οβίδες, αφού είχαν επισημάνει τη θέση του τραυματία. Την επόμενη ημέρα, η απόπειρα και πάλι απέτυχε. Την τρίτη ημέρα μαθαίνει ο Νταμπακομανόλης ότι κάποιος χωριανός του είναι τραυματίας σε μια δύσκολη εδαφικά θέση και δεν μπορούν να τον μεταφέρουν.
Ο Νταμπακομανόλης αποφασίζει να τον μεταφέρει ο ίδιος. Το απόγευμα παίρνει τον Κώστα Δραμουντάνη ή Λιαμόκωστα να του δείξει το μέρος που βρισκόταν ο τραυματίας. Με χίλιες προφυλάξεις προχωρούν και ο Λιαμόκωστας του δείχνει το σημείο που βρισκόταν ο τραυματίας. Εκείνη τη στιγμή τραυματίζεται και ο Λιαμόκωστας από ένα εξοστρακισμένο βλήμα. Οπισθοχωρούν και πάλι στις θέσεις τους. Ο Νταμπακομανόλης είναι αποφασισμένος να βοηθήσει τον Βαγγέλη Σκουλά. Καταστρώνει σχέδιο και μόλις πέφτει η νύχτα παίρνει μαζί του ένα φίλο του στρατιώτη από το χωριό Κάλυβος Μυλοποτάμου που λεγόταν Λυρώνης.
Ο Νταμπακομανόλης προχωρεί με τον Λυρώνη και όταν βρέθηκε κοντά στον τραυματία άρχισε να του φωνάζει:
-Σύντεκνε Βαγγέλη! Σύντεκνε Βαγγέλη!
Ο Βαγγέλης Σκουλάς τον ακούει και κάποια στιγμή του απαντά:
-Εδώ!
Ο Νταμπακομανόλης τον βρίσκει. Όπως ο ίδιος ο Νταμπακομανόλης διηγείται, το επιδεμένο του πόδι, που δεν μπορούσε να το μετακινήσει ο τραυματίας, είχε ξυλιάσει. Τρεις μέρες ο Βαγγέλης Σκουλάς βρισκόταν στην ίδια θέση, πάνω στο χιόνι. Ο Νταμπακομανόλης με τον Λυρώνη τον παίρνουν και τον ανεβάζουν σιγά σιγά από τη ρεματιά. Με τις οβίδες να πέφτουν δίπλα τους κατά διαστήματα. Ο Βαγγέλης Σκουλάς μεταφέρθηκε τελικά από τον Νταμπακομανόλη στο ορεινό χειρουργείο. Εκεί ο τραυματίας έδωσε μερικά από τα ατομικά του είδη στον Νταμπακομανόλη να τα αποδώσει αν σωθεί στους δικούς του ανθρώπους. Ο Βαγγέλης Σκουλάς είχε πάθει γάγγραινα και πέθανε στο ορεινό χειρουργείο. Ο Νταμπακομανόλης κράτησε την υπόσχεσή του και στην οπισθοχώρηση, όταν βρέθηκε στην Αθήνα, τα ατομικά είδη που του είχε εμπιστευθεί ο Βαγγέλης Σκουλάς τα έδωσε στον αδερφό του Μιχάλη Σκουλά ή Καπετανομιχάλη.
(Ο Νταμπακομανόλης παρέδωσε στον Καπετανομιχάλη μια φωτογραφική μηχανή, το πορτοφόλι με τα χρήματα και ένα πιστόλι μπερέτα, ιταλικό λάφυρο του Βαγγέλη Σκουλά. Το πιστόλι ο Νταμπακομανόλης το είχε μέσα σε ένα παγούρι το οποίο είχε διασκευάσει κατάλληλα).
Το δεύτερο περιστατικό αφορά τον Κλέαρχο Κεφαλογιάννη. Ο Κλέαρχος Κεφαλογιάννης, πολυβολητής, πολεμούσε μαζί με τον Νταμπακομανόλη.
«…ο Κλέαρχος είχε το πολυβόλο του σ’ένα χαράκι και ήβαζε των Ιταλών. Βλέπω και δε ελάβαινε προφυλάξεις. Του λέω:
-Βάστα μωρέ Κλέαρχε και να σου βαρούνε θέλει οι Ιταλοί!
-Μανόλη, άμα θέλει ο Θεός να σκοτωθείς, όπου και να σταθείς η σφαίρα θα σε βρει!
Δεν επέρασε πολλή ώρα και ο Κλέαρχος μου φωνάζει:
-Βρε Μανόλη, σκοτώσασί με!
Βλέπω και είναι πεσμένος. Απάνω του έχει πάρει τρεις τέσσερις σφαίρες από ριπή πολυβόλου…».
Ο Νταμπακομανόλης βάζει στους ώμους του τον Κλέαρχο Κεφαλογιάννη και τον οδηγεί στο ορεινό χειρουργείο. Ο Κλέαρχος στον δρόμο του λέει πως αν σωθεί, αυτό θα οφείλεται αποκλειστικά στον Μανόλη Σπιθούρη-Νταμπακομανόλη. Δυστυχώς όμως ούτε ο Κλέαρχος Κεφαλογιάννης σώζεται. Τα τραύματά του ήταν σοβαρά και πεθαίνει στο ορεινό χειρουργείο.
Και το παράπονο του Νταμπακομανόλη ήταν, όπως έλεγε:
«…δάσκαλε, δυο συχωριανούς μου επροσπάθησα να σώσω μέσα από τη μάχη. Και επήγα τσι στσι γιατρούς. Όμως δεν ήθελε ο Θεός να σωθούνε. Και το΄χω παράπονο ετούτονά του Θεού…».
Μετά τη λήξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, ακολούθησε ο δρόμος της επιστροφής. Οι στρατιώτες μας δεν μπορούσαν να δεχτούν πως χάσαμε τον πόλεμο. Γιατί μέχρι τον Μάρτιο του 1941, αυτοί ήταν οι νικητές στα βουνά της Αλβανίας. Έσκυψαν το κεφάλι και πήραν τον δρόμο της επιστροφής.
Η πορεία του Νταμπακομανόλη από τα βουνά της Αλβανίας μέχρι το χωριό του ήταν: Αλβανία, Ορεινή Ήπειρος, Καρπενήσι, Αθήνα, Ναύπλιο, Τολό, Γύθειο, Κρήτη, Ανώγεια.
(Ο Νταμπακομανόλης και οι σύντροφοί του αποβιβάστηκαν στην Κίσσαμο μετά από δύο προσπάθειες. Την πρώτη φορά το καΐκι αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Γύθειο γιατί είχε εντοπισθεί από τους Γερμανούς, οι οποίοι ανάγκασαν τον καπετάνιο να επιστρέψει χωρίς να αποβιβάσει τους Κρητικούς στρατιώτες που μετέφερε).
……………………………..
Μνήμες Ελληνοϊταλικού πολέμου
(+ Μανόλης Ζηδιανάκης, Γεράκι, τραυματίας Εληνοϊταλικού πολέμου)
«…είμαστε 6 άτομα κι επιάσαμε 200 Ιταλούς αιχμάλωτους. Επαραδοθήκανε σε μας. Εσηκώνανε τα χέρια και ερχόντανε προς το μέρος μας. Όντε τσι πιάναμε εβρίσκαμε απάνω τους πράγματα που εμείς δεν τα ξέραμε καθόλου. Σοκολάτες, κονσέρβες διάφορες, τσάι σε σακουλάκια.
Τρία άτομα βρισκόμαστε σε ένα λάκκο από χιόνι. Εγώ, ένας Κριθινίδης από την Παναγιά και ένας Σπανάκης Γιώργης από το Τζερμιάδω. Ο Κριθινίδης είχε πάρει μια ριπή από πολυβόλο στα πόδια και στην κοιλιά.
Μου έλεγε άμα πεθάνει να πάρω το χαμαϊλι του. Το’χε και ο πατέρας του μου’λεγε στον προηγούμενο πόλεμο με τσι Τούρκους. Το 1922. Τον εσηκώσαμε και τον πήγαμε πιο πέρα πίσω από ένα βράχο.
Εκεί επερίμενε να τόνε πάρουνε. Έπεσε μια οβίδα ακριβώς απάνω του και δεν εβρέθηκε τίποτα από το Κριθινίδη. Ούτε το χαμαϊλι του, ούτε τίποτα. Ούτε ένα κομμάτι ρούχο βρε παιδί μου. Τίποτα. Η οβίδα τον έκανε σκόνη…
Στην Ερσέκα, μετά που διώξαμε τσι Ιταλούς, εβρήκαμε μια αποθήκη Ιταλική και τη σπάσαμε. Μέσα είχε του κόσμου τα πράματα. Τυριά μεγάλα, τσουβάλια αλεύρι, ζάχαρη, απ’όλα. Οι αξιωματικοί δεν μας αφήσανε ούτε να πάρομε ούτε να φάμε πράμα. Μπορεί να τα είχανε δηλητηριάσει οι Ιταλοί, μας ελέγανε.
Εχτυπήθηκα στο πόδι από σφαίρα και με βάλανε σε ένα μουλάρι. Ο ημιονηγός με πήγαινε για το Ψάρι. Έπεσε μια οβίδα κοντά μας και με γκρέμισε από τ άλογο. Ούτε το άλογο, ούτε τον οδηγό έβλεπα. Είχανε πέσει στο γκρεμό. Επόμεινα ώρες μέχρι που πέρασε ένας άλλος οδηγός με μουλάρι και με ανέβασε απάνω του και με επήγε στο Ψάρι…».
…………………………….
(+Γεώργιος Μπουτσάκης του Κωνσταντίνου, Ασκοί, ανάπηρος Ελληνοϊταλικού πολέμου)
«´…ετραυματίστηκα στση 17 του Φλεβάρη το 1941. Είμαστε στην Αλβανία στην Άρτζα Ντι Σόμπρα. Μας έβαζε το Ιταλικό πυροβολικό. Έσκασε μια οβίδα λίγο πιο πέρα από μας και διασκορπιστήκανε τα βλήματα. Επήρα ένα βλήμα στο αριστερό χέρι, στον καρπό. Το βλήμα έμεινε μέσα και μου το βγάλανε στο νοσοκομείο, μεγέθους δραχμής ήτανε.
Ένα πιο μικρό βλήμα επήρα στο δεξί πόδι. Αυτό ήτανε πιο μικρό και δε μ’έβλαψε. Όταν μας χτυπούσανε οι Ιταλοί, εμείς είμαστε μπρούμυτα για να προφυλαχτούμε. Εσυρθήκαμε λίγο παραπέρα όπως μπορούσε ο καθένας από μας τσι χτυπημένους. Όταν εχτυπήθηκα εσηκώθηκα κι εκράτουνα τη χέρα μου κι ετρέχανε τα αίματα και φώναξα του χωριανού μου του Μιχάλη Χανιωτάκη που σκοτώθηκε αργότερα:
-Έλα Μιχάλη να με βοηθήσεις!
Οι αξιωματικοί δεν τον αφήκανε να σηκωθεί να με βοηθήσει και μου λέγανε και μένα να πέσω χάμω γιατί θα με σκοτώσουνε οι οβίδες. Έπεσα πάλι χάμω και με την κοιλιά εσύρθηκα αλάργο. Με πήρανε και με πήγανε στο ορεινό χειρουργείο σε ένα γιατρό που τον ελέγανε Μπεκιάρη. Στον Μπεκιάρη ήτανε και ο αδερφός μου ο Φώτης ο Μπουτσάκης τραυματιοφορέας. Εκουβάλουνε τσι τραυματίες, από τη μάχη, στου Μπεκιάρη. Μου’δεσε την πληγή όπως όπως και με έστειλε στο Ψάρι.
Με τα πόδια επήγα από το ορεινό χειρουργείο στο Ψάρι. Μας εκάνανε αλλαγές στσι επιδέσμους, μας επεριποιηθήκανε. Από εκεί μας επήρανε τσι
τραυματίες με αυτοκίνητα και μας επήγανε στα Γιάννενα. Στη μεταφορά μας εσυνοδεύανε και νοσοκόμες. Στη διαδρομή μας επιτεθήκανε τα Ιταλικά αεροπλάνα. Μας είπανε να κατεβούμε από τα αυτοκίνητα. Εμπήκαμε κάτω από τσι χαρουπιές που ήτανε στην άκρα του δρόμου. Τα αεροπλάνα ερίξανε βόμβες. Αυτή η νοσοκόμα που με εσυνόδευε εσκοτώθηκε. Δε θυμούμαι πως τη λέγανε.
Από τα Γιάννενα μας επήρανε και μας μεταφέρανε στο νοσοκομείο στο Αγρίνιο. Στο Αγρίνιο οι γιατροί εθέλανε να μου κόψουνε τη χέρα αλλά εγώ δεν ήθελα. Επρήστηκα πολύ, έγινα χάλια κι εκόντεψε να πεθάνω, αλλά δόξα τω Θεώ με τσι περιποιήσεις στο νοσοκομείο δεν επέθανα. Ούτε το χέρι μου κόψανε. Θυμούμαι δυο καλούς γιατρούς το Σπεράντζα και το Γιατράκο. Στο νοσοκομείο έκανα πολύ καιρό. Ούτε γράμμα δε έστειλα τση κεράς μου επαδέ στο χωριό τσι Ασκούς. Είχα και την κόρη μου, είχε γεννηθεί πριν το πόλεμο. Από το νοσοκομείο, όταν έφτιαξε λίγο το χέρι μου, επήγα στην Αθήνα. Εκατεβήκαμε στον Πειραιά κι εβρήκαμε ένα καράβι, κακοκάραβο. Μας είπε ο καπετάνιος να φύγομε για την Κρήτη γιατί την άλλη μέρα δεν θα μπορούμε. Εμπήκαμε μέσα με ένα άλλο στρατιώτη και μας εκατέβασε στσι Καλύβες στα Χανιά. Στσι Καλύβες εκάμαμε μισή μέρα. Εβρήκαμε ένα αυτοκίνητο και μας επήρε για το Ηράκλειο.
Από το Ηράκλειο ήρθα με τα πόδια στο χωριό και έφταξα νύχτα. Μετά δυο μέρες επέφτανε οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές στην Κρήτη…».
…………………………..
( + Γεώργιος Μπελημπασάκης τ. Νικολάου, Γεράκι, παγόπληκτος Ελληνοϊταλικού πολέμου)
«…όταν περνούσαμε από το Άργος Ορεστικό για να πάμε στην Αλβανία, εκείνο που θυμούμαι ήταν οι λάσπες. Επερνούσανε μέρες τα δικά μας στρατεύματα και ο δρόμος είχε μισό μέτρο λάσπη. Είχαμε τα πράγματα φορτωμένα στα μουλάρια. Εκάρφωσε ένα μουλάρι στη λάσπη μέχρι τη μέση και ότι κι αν κάναμε δεν εμπορέσαμε να το ξεκαρφώσομε. Στο τέλος το παρετήσαμε εκεί.
Θυμούμαι όταν εμπήκαμε στη Κορυτσά. Όλοι μας χειροκροτούσανε. Και οι Έλληνες της πόλης και οι Αλβανοί. Όλη μέρα εχορεύανε.
Υπηρετούσα στην 3η πολυβολαρχία με λοχαγό τον Παπαγιαννάκη Ευθύμη. Ένα μήνα είμαστε σε ένα χωριό που το λέγανε Λέσνια. Από κει πολεμούσαμε τσι Ιταλούς. Μας είχανε δώσει άσπρα ρασίδια και τα φορούσαμε για να μη μας βλέπουνε τα Ιταλικά αεροπλάνα. Εκεί έπαθα κρυοπαγήματα και εγύρισα πίσω. Το Μάρτη του 1941…».
……………………………
(+ Γεώργιος Χαραλαμπάκης τ. Μιχαήλ, Καστέλλι, ανάπηρος Ελληνοϊταλικού πολέμου)
«…φτάσαμε στα Γιάννενα και μας κατέβασαν στο Νοσοκομείο. Νοσοκόμες μας παραλαμβάνουν και μας τοποθετούν στα κρεβάτια αφού αλλάξαμε τα στρατιωτικά ρούχα.
Δεν θυμούμαι πόσες ώρες κοιμόμουνα αλλά όταν ξύπνησα ακούω στα αυτιά μου ένα ήχο σαν να σέρνονται κλαδιά. Νομίζω ότι είμαι στο μέτωπο και ότι μας κάνουν επίθεση οι Ιταλοί. Παίζω μια και σηκώνομαι στο κρεβάτι και φωνάζω:
-Το πολυβόλο μου!
Κάποιος γιατρός βάζει το χέρι του στο στήθος μου και μου λέει:
-Ησύχασε, δεν είσαι στο μέτωπο αλλά στο χειρουργείο.
Τότε κατάλαβα που βρισκόμουν κα ότι ο θόρυβος είναι από τα μηχανήματα του χειρουργείου.
Την άλλη μέρα βλέπω τα πόδια μου με επιδέσμους χωρίς να ξέρω τι συμβαίνει. Τη δεύτερη μέρα έρχεται το κλιμάκιο των γιατρών για αλλαγή. Ο νοσοκόμος μου βγάζει τους επιδέσμους και βλέπω τα πόδια μου σκισμένα με τρεις χαρακιές το καθένα. Ο νοσοκόμος με κάποιο ειδικό εργαλείο στην άκρη ενός ψαλιδιού με καθαρίζει και τοποθετεί άλλες γάζες.
Δεν θυμάμαι αν έγιναν τρεις ή τέσσερις αλλαγές, αλλά σε κάθε αλλαγή έβλεπα τα δάχτυλα των ποδιών μου να παίρνουν ένα μαύρο χρώμα.
Ένα πρωί έρχεται ένας γιατρός με δυο αδερφές και σέρνουν ένα καροτσάκι με τα ιατρικά εργαλεία. Έρχονται στο κρεβάτι μου. Οι αδερφές μου λύνουν τους επιδέσμους από τα πόδια. Ο γιατρός κάθεται στο κρεβάτι με την πλάτη γυρισμένη προς τα μένα. Οι αδερφές κάθονται η μια από τα δεξιά και η άλλη από τα αριστερά και μου πιάνουν την κουβέντα. Πόσα αδέρφια είμαστε, πως λένε τον πατέρα μου, πως τη μάνα μου. Μια ψαλιδιά αισθάνομαι και δίδω ένα τίναγμα στο πόδι μου χωρίς να ξέρω τι κάνει ο γιατρός. Η κουβέντα συνεχίζεται και οι ψαλιδιές το ίδιο. Εγώ να τινάσσω το πόδι μου μετά από κάθε ψαλιδιά. Η μια αδερφή πιάνει τους επιδέσμους και μου δένει τα πόδια.
Φεύγουν ο γιατρός με τις νοσοκόμες. Δεν είδα τι έγινε αλλά εκατάλαβα.
Σκεπάζομαι από κορφής με τις κουβέρτες και έκλαψα, έκλαψα, έκλαψα. Και τώρα που το λέω, 62 χρόνια μετά, ένας βαθύς αναστεναγμός βγαίνει από το στήθος μου…».