ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΗΣ - ΚΡΗΤΗ 1940-45: Ιστορικές σελίδες

Στις 21 Μαΐου 1941, δεύτερη ημέρα της πτώσης των αλεξιπτωτιστών στην Κρήτη, στο χωριό Πλακάλωνα Κισσάμου, Κρήτες ελεύθεροι σκοπευτές έδωσαν μάχη με τους Γερμανούς. Στη μάχη σκοτώθηκαν τρία παλικάρια. Ο Γιάννης Τζουτζουράκης από το χωριό Κωσταδιανά, ο Δημήτρης Πατεράκης από το χωριό Νοπήγεια και ο Δημήτρης Βαβουλές από το χωριό Στροβλές.

Ο Γιάννης Τζουτζουράκης ήταν μοναχοπαίδι. Ο ίδιος είχε παντρευτεί και απέκτησε εφτά παιδιά. Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, η μητέρα του Γιάννη δεν ήθελε ο γιος της να πάρει μέρος και να σκοτωθεί. Αν πας σκοτωθείς, του έλεγε, θα πέσω σε ένα πηγάδι και θα πνιγώ.

Ο Γιάννης λόγω της πολυτεκνίας του δεν επιστρατεύτηκε. Στη Μάχη της Κρήτης όμως, πήρε αμέσως τα όπλα να πολεμήσει τους εχθρούς της πατρίδας του. Και έπεσε νεκρός. Η μητέρα του Θεανώ, μόλις έμαθε το χαμό του παιδιού της, κατευθύνθηκε σε ένα πηγάδι στην αγροτική περιοχή των Κωσταδιανών. Δεν άντεξε τον θάνατο του γιου της και έπεσε στο πηγάδι και πνίγηκε. Οι Γερμανοί, στις 23 Μαΐου 1941, ως «αντίποινỪ για τις απώλειες που είχαν στη μάχη των Πλακαλώνων, εκτέλεσαν τέσσερις πατριώτες.

Μεταξύ τους και τον παπά Αντώνη Λιουδάκη, πρώτο ιερέα θύμα των εκτελεστικών αποσπασμάτων των βάρβαρων κατακτητών. Το σχολικό έτος 2001-2002, οι μαθητές του τμήματος Γ1 του Γυμνασίου Κολυμβαρίου, με την καθοδήγηση της καθηγήτριάς τους Κ. Κουφογιαννάκη, υλοποίησαν εργασία 16 σελίδων με τίτλο: «Η μάχη της Κρήτης και η αντίσταση μέσα από τα μνημεία της περιοχής μας».

Στην εργασία τους, η τρίτη ομάδα των μαθητών (Καμηλάκη Κλεάνθη, Κωνσταντακάκης Ανδρέας, Λεβάκης Γιάννης, Λεμενιτάκης Χαρίλαος, Λουλαδάκη Αργυρώ και Λυβιάκη Αποστολία), μελέτησαν και παρουσίασαν το μνημείο των Πλακαλώνων. Γράφουν οι μαθητές:

ΜΝΗΜΕΙΟ ΠΛΑΚΑΛΩΝΩΝ

«Περνώντας από τον παλιό δρόμο Κισσάμου – Χανίων, στην είσοδο του χωριού όπου ο κεντρικός δρόμος συναντιέται με αυτόν του χωριού βρίσκεται σε ευδιάκριτο σημείο το μνημείο των Πλακαλώνων. Στην δεξιά άκρη του δρόμου υπάρχει μια τσιμεντένια πλατεία, περιτριγυρισμένη από πετρόκτιστο τοίχο και δύο επίσης πετρόκτιστα παγκάκια για τους κουρασμένους περαστικούς και επισκέπτες.

Στην άκρη της πλατείας προς το δρόμο ορθώνεται το μνημείο: δύο ογκώδεις λευκοί μαρμάρινοι βράχοι, πάνω σε μια χαμηλή πέτρινη βάση. Στην κορυφή του αριστερού ξεπροβάλλει η προτομή του Κρητικού, μια φυσιογνωμία με αδρά χαρακτηριστικά που αποπνέει παλικαροσύνη και λεβεντιά. Στην πρόσοψη του ενός βράχου ο στίχος του Κ. Καβάφη

” Τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή των όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες”.

Κι από κάτω:

” Στη μνήμη εκείνων που τις μέρες της Μάχης της Κρήτης το Μάη του ’41 έχασαν τη ζωή των ή συμμετείχαν με κάθε τρόπο στα γεγονότα της περιοχής του χωριού μας υπερασπιζόμενοι τη λευτεριά και την αξιοπρέπεια ”

Ένα κλαδί δάφνης κλείνει την αφιέρωση. Στις άλλες πλευρές σημειώνονται τα ονόματα των πεσόντων και εκτελεσθέντων, ο τόπος και η ημερομηνία.

Είναι πάντα εκεί, μέσα στο πράσινο του τοπίου, σαν μια πηγή αναπόλησης και μεγαλείου για τους επισκέπτες και τους περαστικούς.

Η ιστορία που αποκαλύπτει αυτό το μνημείο, επικεντρώνεται σε δύο βασικά γεγονότα. Το πρώτο είναι η μάχη των Πλακαλώνων που δηλώνει την αντίσταση των ντόπιων εναντίον των Γερμανών που κατευθύνονταν προς το Καστέλλι στις 21 Μαΐου 1941 και το δεύτερο η εκτέλεση τεσσάρων θυμάτων που επακολούθησε δύο μέρες μετά, στις 23 Μαΐου. Τα θύματα των ημερών εκείνων ήταν συνολικά 9:

1η μάχη 21-5- 1941: Δημ. Π. Βαβουλές – Στροβλές, Δημ. Σ. Πατεράκης – Νωπήγεια, Ιωάν. Ευσ. Τζουτζουράκης – Κωσταδιανά.

Φονευθέντες στα Νοχιά: Εμμ. Απ. Κουτουλάκης, Γεωργ. Ιωάν. Παπουτσάκης.

Τουφεκισθέντες την 23- 5- 1941: Παπα- Αντώνης Λιουδάκης, Πέτρος Πετράκης, Σταύρος Σταυρουλάκης, Τζανής Φανδρίδης.

Ο Γιάννης Τζουτζουράκης με τη σύζυγό του Μαρία (Γιαννιουδάκη)
Ο Γιάννης Τζουτζουράκης με τη σύζυγό του Μαρία (Γιαννιουδάκη)

Η μάχη στα Πλακάλωνα

Είναι η γιορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, γύρω στις 10 το πρωί. Καμιά δεκαριά άνδρες από τα γύρω κοντινά χωριά κατευθύνονται προς το Μάλεμε. Η δίψα και η κούραση τους κάνει να σταματήσουν στη βρύση. Οι χωριανοί τους προσφέρουν λίγη πρόχειρη τροφή και κρασί, όταν ξαφνικά φτάνει η είδηση πως δύο αυτοκίνητα με Γερμανούς περνούσαν εκείνη ακριβώς τη στιγμή από τον δρόμο, 300 μέτρα πιο κάτω από τη βρύση. Αμέσως τρέχουν όλοι δυτικά προς τις στροφές της Κουκουναράς

για να τους προλάβουν. Πριν φτάσουν όμως στο ύψωμα “Αλώνια” πάνω από τις στροφές, ακούγονται ήδη τουφεκισμοί. Πρόκειται για μια άλλη ομάδα Κρητικών από γύρω χωριά, που είχε συναντηθεί με τους Γερμανούς και βρισκόταν τώρα σε δύσκολη θέση, καθώς έχει εγκλωβιστεί σ’ ένα κοίλωμα του εδάφους που δεν της επιτρέπει ούτε την επιτυχή άμυνα, ούτε τη διαφυγή. Ευτυχώς που η πρώτη ομάδα από τα Πλακάλωνα έχει φτάσει και κατέχοντας προνομιακή θέση χτυπά επιτυχώς επί μία ώρα τους Γερμανούς. Οι απώλειες των Γερμανών ήταν σοβαρές ενώ από τους δικούς μας έπεσαν οι Πατεράκης και Τζουτζουράκης.

Οι Γερμανοί έφυγαν, αλλά επέστρεψαν σε λίγες ώρες με μεγάλη δύναμη και βαρύ οπλισμό. Προηγήθηκε όμως σφοδρός βομβαρδισμός του χωριού και των γύρω υψωμάτων. Το βράδυ οι υπερασπιστές των υψωμάτων των Πλακαλώνων υποχωρούν μπροστά στην υλική υπεροχή των εχθρών, απειλούμενοι από τον κίνδυνο να κυκλωθούν από τους Γερμανούς.

Αυτή ήταν εν συντομία η μάχη των Πλακαλώνων, που βασίστηκε αποκλειστικά στις δυνάμεις ελεύθερων σκοπευτών, αφού κανείς στρατιώτης δεν πήρε μέρος σ΄αυτές.

Η πρώτη εκτέλεση αμάχων στην Κρήτη.

Οδός Ιωάννη Τζουτζουράκη. Συνδέει την κεντρική οδό Χανίων – Κισσάμου  με το χωριό του ήρωα Κωσταδιανά

Την 23η Μαΐου 1941, οι Γερμανοί συγκέντρωσαν στη θέση “Γιαλιά” των Πλακαλώνων 8 άτομα. Τους Πλακαλωνιώτες Πετράκη Πέτρο, Σταυρουλάκη Σταυρούλη, Μπερτάκη Λαμπρινό, τον γιο του Κωστή, Φανδρίδη Τζανή, Γαλανάκη Μιχάλη. Ξενοχωρίτες ο παπα- Αντώνης Λιουδάκης και ο 27χρονος Λεμενιτάκης Νίκος από την Καμάρα Κουμούλη. Οι περισσότεροι ήταν ηλικιωμένοι και έμειναν να φυλάνε το ερημωμένο χωριό πιστεύοντας πως οι Γερμανοί δεν θα τους πείραζαν σεβόμενοι την ηλικία τους. Τους είχαν συλλάβει σε δρόμους και χωράφια και τους είχαν βάλει να στέκονται αμίλητοι. Το μόνο πράγμα που δεν υποψιάζονταν ήταν ο θάνατός τους.

Ξαφνικά οι Γερμανοί άρχισαν να τους πυροβολούν κι αυτοί ανήμποροι άρχισαν να τρέχουν την κατηφορική πλαγιά, πέφτοντας ο ένας μετά τον άλλο, μέχρι που νεκρική σιγή απλώθηκε στον τόπο εκείνο.

Συγκεκριμένα, ο Σταυρουλάκης μόλις αντελήφθη τις προθέσεις των Γερμανών διαμαρτυρήθηκε αλλά δεν πρόλαβε να πει και πολλά γιατί με μια σπρωξιά βρέθηκε νεκρός στην πλαγιά. Κοντά του σκότωσαν και τον Πετράκη. Ο γερο- Λαμπρινός επιβαρυμένος κι από το άσθμα του έπεσε κατρακυλώντας την πλαγιά σ’ ένα σκίνο. Οι Γερμανοί δεν τον αναζήτησαν κι εκείνος τη νύχτα γλίστρησε κρυφά και τα ξημερώματα διηγήθηκε τα συμβάντα.

Ο ένας από τους τρεις Γερμανούς πυροβολούσε ευθεία και επανειλημμένα προς τον παπά, που κατηφόριζε γρήγορα την πλαγιά με τα ράσα του να ανεμίζουν, μέχρι που έπεσε νεκρός.

Ο Φανδρίδης και ο Κωστής Μπερτάκης κρύφτηκαν μέσα σ’ ένα ρυάκι. Οι Γερμανοί σκότωσαν τον Φανδρίδη, δεν είδαν όμως τον Μπερτάκη που καλυπτόταν από το σώμα του Φανδρίδη κι έτσι γλίτωσε. Τον Γαλανάκη παρ’ όλο που κρυβόταν μέχρι να σουρουπώσει τον είδαν και τον σκότωσαν στη θέση “Πλακούρα”. Ο Λεμενιτάκης γλίτωσε χάρη στην σβελτάδα και την ευλυγισία του από τα πυρά των Γερμανών.

Όλα αυτά που διαδραματίζονταν στην πλαγιά, μια ομάδα χωριανών τα έβλεπε από απέναντι. Έβλεπαν την πρώτη ομαδική εκτέλεση αμάχων, παγωμένοι και χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα.

Γιατί όμως έγινε αυτή η εν ψυχρώ εκτέλεση; Πού αποσκοπούσε;

Λένε ότι οι Γερμανοί ξέσπασαν στους αθώους και άμαχους ανθρώπους γιατί είχαν θυμώσει για την σθεναρή αντίσταση του πληθυσμού της Κισσάμου που τους αντιστάθηκε και δεν τους άφησε να κατακτήσουν εύκολα το Καστέλλι. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη μαρτυρία του Γ. Μελάκη που τον είχαν για διερμηνέα οι Γερμανοί. Αυτός έχει πει πως μια ομάδα Γερμανών γύρισε σε έξαλλη κατάσταση, κι αυτό ήταν το έναυσμα για το σκοτωμό αθώων Κρητικών.

Ο βομβαρδισμός του χωριού και ο Αη -Γιώργης .

Ανάμεσα στις δύο μάχες που δόθηκαν στα Πλακάλωνα το χωριό όπως είπαμε βομβαρδίστηκε από αεροπλάνα που πετούσαν σε πολύ χαμηλό ύψος . Έριξαν δώδεκα βόμβες μέσα στο χωριό από τις οποίες έσκασαν μόνο δύο. Οι άλλες δέκα έμειναν άθικτες. Αυτό το περίεργο φαινόμενο προσπάθησαν πολλοί να εξηγήσουν. Είπαν πως οφείλεται στο μικρό ύψος από το οποίο ρίχθηκαν, με αποτέλεσμα να μην ασκηθεί η απαιτούμενη πίεση στους επικρουστήρες. Όμως πώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός πως βόμβα είχε χτυπήσει σε μια μεγάλη πέτρα, είχε παραμορφωθεί ο επικρουστήρας της κι αυτή παρέμεινε άθικτη!

Πολλές ερμηνείες ακούστηκαν που καμιά όμως δεν άντεξε στη λογική και στο χρόνο. Γιατί επικράτησε η πιο απλή, η πίστη του θρησκευόμενου ανθρώπου που χρειάζεται περισσότερο το θαύμα παρά την αλήθεια σε τέτοιες περιπτώσεις. Πολλοί έλεγαν πως ο Αη – Γιώργης, περήφανος καβαλάρης τριγύριζε στην εκκλησία και στο χωριό. Άλλοι τον είχαν δει κι άλλοι είχαν ακούσει μόνο τον καλπασμό του και τις σπίθες των πετάλων του πάνω στο καλντερίμι. Μ’ αυτές τις εξόδους του ο Άγιος έδειχνε τη συμπάθειά του στα πάθη των χωριανών ή την οργή του στις αμαρτίες τους. Γιατί λοιπόν να μην έκανε το θαύμα του και τότε όταν γλίτωσε το χωριό κι όσοι είχαν απομείνει σ’ αυτό από τις θανατηφόρες βόμβες;

Η αυτοκτονία της γριάς Τζουτζούραινας.

Ο Ιωάννης Τζουτζουράκης του Ευστρατίου 44 ετών
Οδός Ιωάννη Τζουτζουράκη. Συνδέει την κεντρική οδό Χανίων – Κισσάμου με το χωριό του ήρωα Κωσταδιανά

Δυο παλικάρια, ο Γιάννης Τζουτζουράκης 35 ετών και ο Γιώργης Μπερτάκης έφηβος τότε με τις πρώτες τουφεκιές μπήκαν σ’ ένα λάκκο λίγο πιο κάτω από την πρώτη στροφή των Πλακαλώνων.

Από κει όμως δε μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Γι αυτό έπρεπε να πάρουν γρήγορα μια απόφαση. Να μείνουν εκεί και να τους σκοτώσουν οι Γερμανοί ή να βγουν αλλά και πάλι κινδύνευαν από τις σφαίρες που έπεφταν.

Χωρίς καλά – καλά να το σκεφτούν, ο Γιάννης και ο Γιώργης βγήκαν από το λάκκο τρέχοντας. Μόλις όμως πάτησαν τα πόδια τους στον αμαξωτό, ο Γιάννης σωριάστηκε στη μέση του δρόμου.

Ο Γιώργης τρέχοντας έφτασε στο χωριό, είπε για το θάνατο του Γιάννη και όλοι λυπήθηκαν για τον άδικο χαμό του τριανταπεντάχρονου που άφηνε πίσω του ένα τσούρμο μικρά παιδιά.

Η μάνα του Γιάννη, η γριά Τζουτζούραινα δεν άντεξε το χαμό του γιου της. Όταν είδε το νεκρό κορμί του δεν μπόρεσε να αντέξει το πόνο της και εξαφανίστηκε. Κανείς δεν ήξερε πού πήγε και τι έγινε.

Μετά από μέρες τη βρήκαν πνιγμένη σ’ ένα πηγάδι. Η μάνα δε μπόρεσε να παρηγορηθεί και έδωσε τέλος στη ζωή της. Όταν η αυτοκτονία της έφτασε στ’ αυτιά των ανθρώπων, η αίσθηση πως το δράμα που ζούσαν τότε ήταν πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο το είχαν εκτιμήσει, τους κυρίευσε.

Οι μαρτυρίες

Η συνέντευξη του κ. Μπερτάκη Στέφανου.

Ο κ. Στέφανος Μπερτάκης μας διηγείται επιβεβαιώνοντας τα παραπάνω γεγονότα. Είναι ο εγγονός του Λαμπρινού Μπερτάκη και ανιψιός του Κωστή Μπερτάκη που είχαν τη τύχη να σωθούν από την εκτέλεση αυτή.

Η θύμησή του γυρίζει στις μέρες εκείνες που οι φαντάροι επέστρεφαν από το αλβανικό έπος και έβγαιναν στις ακτές της Κρήτης με ψαροκάικα, σκυλοπνίχτες τα λέει . Οι μανάδες κατέβαιναν να τους υποδεχτούν, να τους κεράσουν, να τους ρωτήσουν για τα παιδιά τους. Θυμάται πως όταν μιλούσαν για επικείμενη επέμβαση των Γερμανών στο νησί, χαμήλωναν τη φωνή τους γιατί φοβόντουσαν.

Οι Γερμανοί είχαν πέσει στο Καστέλλι, αλλά αποκλείστηκαν και έπρεπε να περάσουν από το χωριό τους. Έτσι δόθηκε η μάχη στις στροφές Κουκουναράς με Χάνι από απλούς ανθρώπους που είχαν έρθει από τα γύρω χωριά εκεί, μια και η διαμόρφωση του εδάφους ήταν κατάλληλη για άμυνα. Το πρώτο βράδυ έμειναν σ’ ένα σπήλιο. Το πρωί της 21ης Μαΐου άκουσαν το θόρυβο των σφαιρών. Κάποιος τους είπε να φύγουν κι αυτοί μέσα από τους πυροβολισμούς διέφυγαν.

Την άλλη μέρα έμαθαν για τις συλλήψεις των ανθρώπων. Μας διηγείται την τύχη του καθενός απ΄αυτούς που καταδιώχτηκαν από τα πυρά των Γερμανών. Ο θείος του, μας λέει, βρήκε μια τρύπα που περνούσε το νερό, έβαλε κι ένα κλαδί από πάνω του. Τότε τον είδε κι ο Φανδρίδης και πήγε δίπλα του. Οι Γερμανοί είδαν μόνο το Φανδρίδη τον οποίο πυροβόλησαν και η σφαίρα τραυμάτισε και τον θείο του, χωρίς όμως αυτό να γίνει από κανένα αντιληπτό.

Οι απώλειες των Γερμανών μας βεβαιώνει πως ήταν σοβαρές. Ο Μιχάλης Κουρσαράκης από τα Κωσταδιανά βρισκόταν τότε κρυμμένος σ’ ένα καμίνι και είδε το ερειπωμένο σπίτι στο οποίο κουβαλούσαν τους νεκρούς και τους τραυματίες. Όταν παραμέριζαν τις κουβέρτες που είχαν τοποθετήσει στις πόρτες φαίνονταν πολλοί, αλλά δεν μπορούμε να πούμε τον ακριβή αριθμό.

Στη διακλάδωση των Νοχιών σ’ ένα καμιόνι με αγγλικά σήματα που το είχαν λάφυρο οι Γερμανοί από τους Άγγλους, μετέφεραν τους τραυματίες τους. Τότε ένα γερμανικό αεροπλάνο το ανατίναξε κατά λάθος περνώντας το για εχθρικό.

Οι Γερμανοί βομβάρδισαν το χωριό, αλλά φαίνεται πως μάλλον οι βόμβες δεν ήταν μεγάλης ισχύος. Ανατινάχτηκαν 2-3 μόνο απ’ αυτές που έπεσαν. Όμως οι εχθροί έσπασαν τα σπίτια, πήραν κουβέρτες κι άλλα αντικείμενα. Το μόνο σπίτι που δεν κατάφεραν να ανοίξουν ήταν το δικό τους, όπως μαρτυρούσε η σκαλίδα που βρέθηκε καρφωμένη στην είσοδο του σπιτιού όταν επέστρεψαν.

Τα γεγονότα τελείωσαν και μαζί τους και οι τροφές που σήμαινε πως έπρεπε να γυρίσουν από τα σπήλια . Στην επιστροφή, κουβαλώντας μαζί τους πράγματα και ζώα συνάντησαν τους Γερμανούς που δεν τους μίλησαν καθόλου…ª».

……………………..

Ένα από τα οχτώ παιδιά του Γιάννη και της Μαρίας Τζουτζουράκη, που έμειναν ορφανά μετά τον θάνατο του πατέρα τους στις 21 Μαίου 1941 στη μάχη των Πλακαλώνων, είναι ο Γιώργης. Ο Γιώργης Ιωάννου Τζουτζουράκης ζει σήμερα στην Αθήνα, είναι 84 χρονών και αφηγείται:

«…γεννήθηκα το 1938. Ο πατέρας μου ήταν ο Γιάννης Τζουτζουράκης και η μητέρα μου η Μαρία (Γιανιουδάκη). Το σπίτι μας ήταν στο χωριό Κωσταδιανά. Τον παππού μου τον έλεγαν Ευστράτιο, (Στρατή τον φωνάζανε) και τη γιαγιά μου Θεανώ. Ο παππούς με τη γιαγιά κάνανε μόνο ένα παιδί, τον πατέρα μου τον Γιάννη.

Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1899 και ήταν μοναχοπαίδι. Εγώ ήμουνα τριών χρονών, όταν οι Γερμανοί σκότωσαν τον πατέρα μου. Όλα όσα έμαθα μετά για τον πατέρα και τον θάνατό του, μου τα διηγήθηκε η μητέρα μου η Μαρία. Όταν επέφτανε οι Γερμανοί με τα αλεξίπτωτα, πολλοί χωριανοί και άλλοι από τα γύρω χωριά επήρανε ότι όπλο είχε ο καθένας και πήγανε να τους πολεμήσουνε. Πήγε και ο πατέρας μου με ένα νεαρό από τα Πλακάλωνα, το Γιώργη το Μπερτάκη. Κι εδώσανε μάχη στα Πλακάλωνα και σκοτώθηκε ο πατέρας μου. Τότε ήτανε σαράντα ένα χρονών.

Η μάνα μου η Μαρία μου έλεγε ότι η γιαγιά μου η Θεανώ, όταν οι Ιταλοί μας εκήρυξαν τον πόλεμο, έλεγε του πατέρα μου που τον είχε μοναχοπαίδι να μη πάει στον πόλεμο γιατί αν σκοτωθεί θα πέσει σε ένα πηγάδι να πνιγεί.

-Δεν έχω άλλο παιδί μόνο εσένα, αν πας στον πόλεμο και σκοτωθείς, θα πέσω σ’ένα πηγάδι να πνιγώ, του έλεγε.

Ο πατέρας μου δεν πήγε στον πόλεμο γιατί ήταν γονιός πολύτεκνης οικογένειας. Εννιά αδέλφια είμαστε. Δυο πεθάνανε νωρίς, ο Βασίλης και η Κατερίνα. Οι υπόλοιποι εφτά με τη σειρά είμαστε η Αντωνία, η Αργυρώ, η Γεωργία, ο Μιχάλης, η Καλλιόπη, εγώ ο Γιώργης και η Ασπασία.

Όταν επέφτανε οι Γερμανοί, το χωριό μας εβομβαρδίστηκε και οι χωριανοί κι εμείς τα κοπέλια είχαμε μπει σε μια σπηλιά έξω από το χωριό. Εκεί εφέρανε την είδηση της μάνας μου ότι εσκοτώθηκε ο πατέρας μου. Στη σπηλιά ήταν και η γιαγιά μου η Θεανώ. Η μάνα μου επήγε με άλλες χωριανές να φέρουνε τον πατέρα μου για να τόνε θάψουνε. Τότε εχάθηκε η γιαγιά μου. Έφυγε από τη σπηλιά και δεν την είδε κανείς. Η κηδεία του πατέρα μου έγινε αμέσως.

Μετά τη κηδεία εγυρέψανε τη γιαγιά μου. Η μάνα μου που την είχε ακούσει πολλές φορές να λέει ότι αν σκοτωθεί ο γιος της θα πάει να πέσει σε ένα πηγάδι, είπε στους χωριανούς να ψάξουνε τα πηγάδια. Και εκεί τη βρήκανε. Μέσα σ’ένα πηγάδι πνιγμένη. Τη θάψανε κι αυτή την ίδια μέρα με το γιο της. Τη γιαγιά μου τη Θεανώ…».

 

* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος