Σε όλα σχεδόν τα βιβλία που έχουν γραφτεί για τη Μάχη της Κρήτης και την Αντίσταση του Κρητικού λαού τα χρόνια 1941-1944, υπάρχουν σύντομες αποσπασματικές αναφορές στα παιδιά της κατοχής, στους μικρούς εκείνους αφανείς ήρωες που με τον δικό τους τρόπο βοήθησαν τον πρωτοπόρο αγώνα των Κρητικών απέναντι σε έναν ύπουλο, βίαιο και άνανδρο κατακτητή.
Αγώνα απέναντι σε έναν κατοχικό στρατό, που τα σημάδια από το πέρασμά του ιχνηλατούνται ακόμη και σήμερα, ογδόντα ένα χρόνια από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, (1944 – 2025).
Στη Μάχη της Κρήτης, ένα δεκατριάχρονο αγόρι ο Δημήτρης Μυτάρας ή Λάσκαρης, βρέθηκε με ένα παλιοντούφεκο να πολεμά τους αλεξιπτωτιστές στα Καμίνια. Κυκλώθηκε απ’ τους εχθρούς και, όταν διαπίστωσαν πως αυτός που τους έριχνε ήταν ένα μικρό παιδί, τον γάζωσαν με τα αυτόματά τους.
Το σώμα του Δημήτρη Μυτάρα ή Λάσκαρη βρέθηκε τρυπημένο από δεκάδες εχθρικές σφαίρες. Όταν μία μόνο σφαίρα, ήταν αρκετή για να ρίξει νεκρό τον μικρό Δημήτρη.
«…οι μικροί αδελφοί Παύλος και Παντελής είναι τα μικρότερα παιδιά του θείου μου Γιώργη Ζωγραφάκη ή Ξηρούχη. Αυτά τα παιδιά με την προσφορά και την δραστηριότητά τους στον Αγώνα, προκάλεσαν τον θαυμασμό όλων.
Με την ταχεία και αποφασιστική τους ενέργεια σε μια κρίσιμη στιγμή, διέσωσαν ολόκληρο το συγκρότημα της πολυμελούς Αγγλικής αποστολής στην Κρήτη.
Ισχυρές Γερμανικές δυνάμεις με πεπειραμένους οδηγούς κατέφθασαν στην περιοχή της Κοινότητος Κασταμονίτσας.
Είχαν αιφνιδιάσει με την τόσο ξαφνική κατάληψη των πλέον κρισίμων σημείων της περιοχής. Η κίνηση των συνδέσμων της Οργάνωσης είχε τελείως μπλοκαριστεί. Ουδεμιά κίνηση ήταν δυνατό να λάβει χώρα.
Οι Γερμανοί συνελάμβαναν και κρατούσαν όμηρο όποιον συναντούσαν και ήταν μέσα στον κλοιό τους.
Λίγος χρόνος ακόμη ήταν αρκετός, ώστε τα όρια του εχθρικού κλοιού να είχαν υπερκεράσει την τοποθεσία του Λημεριού «της Καράς το πηγάδι».
Ευτυχώς όμως που τα δύο μικρά παιδιά πήραν εγκαίρως την απόφασή των. Ως μικρά παιδιά καταφέρνουν να αποφύγουν την παρατήρηση και την υποψία του εχθρού, διεισδύουν μέσα στον κλοιό οπότε κινούνται γρήγορα κατευθείαν στο Λημέρι.
Μόλις πρόφθασαν και έδωκαν την πληροφορία για την απειλούμενη κύκλωσή τους από τους Γερμανούς. Όλοι οι ευρισκόμενοι στο Λημέρι σώθηκαν τραπέντες σε φυγή προς το όρος Δίκτη.
Η ενέργεια των παιδιών υπήρξε σωτήριος για τους πατριώτες αντιστασιακούς και ξένους πράκτορας.
Τα μικρά παιδιά Παύλος και Παντελής έκαναν μια τόσο δύσκολη και ασυμβίβαστη για την ηλικία τους δραστηριότητα.
Η ενέργειά τους αυτή φαίνεται να είναι ίσως απίστευτη και ακατόρθωτη σήμερα. Πολύ εύκολη και πολύ απλή για την εποχή εκείνη. Ήταν απλή γιατί ήταν αρμονικά δεμένη με τις πράξεις των γονέων τους και των μεγαλύτερων τους αδελφών ως και τα βιώματα της εποχής που ερμήνευαν! Τον πόθο του λαού για την αποτίναξη του ζυγού και την απόκτηση της λευτεριάς !..».
(+Ιωάννης Δαϊλάκης, Ταξίαρχος ε.α., ανέκδοτα απομνημονεύματα).
«…το μεσημεράκι λοιπόν η γιαγιά Κατίνα ετοίμαζε το σακουλάκι με τα τρόφιμα, το κρεμούσε η Λέλα στην πλάτη κι ανηφόριζε το στενό μονοπάτι για τις μέλισσες και το αρισμαρί.
Ήταν καλά δασκαλεμένη να μη μιλήσει στο δρόμο σε κανένα. Να φτάσει στο προορισμό της, να αφήσει το σακουλάκι κάτω από τ’αρισμαρί και να φύγει την ίδια στιγμή, χωρίς να περιμένει να δει ποιος θα το πάρει.
“Να πας και να’ρθεις βουβή και άλαλη”, παράγγερνε ο παππούς και η γιαγιά. Παραξενευόταν το μικρό κορίτσι, μα είχε νιώσει πως η σιωπή ήταν επιβεβλημένη. Μόνο κάποιες φορές είχε αντιληφθεί μια αδιόρατη κίνηση στα κλαδιά του αρισμαρί, σαν κάποιος κάτι να περίμενε και τα ανάδευε ανεπαίσθητα για να δει τι γινόταν.
Πρόσωπο όμως δε φάνηκε ποτέ. Έβγαζε γρήγορα από τους ώμους το σακουλάκι η Λέλα, το άφηνε στη ρίζα του αρισμαρί, έτσι που δε φαινόταν, κι έφευγε πάλι βιαστικά, κατηφορίζοντας πηδηχτά το μονοπάτι σα μικρό ευκίνητο ελαφάκι κι επέστρεφε στο σπίτι…».
Το τελευταίο απόσπασμα το δανειστήκαμε από το διήγημα Ο ΑΣΥΡΜΑΤΟΣ, (σελ. 52-56), του εξαιρετικού βιβλίου της σπουδαίας λαογράφου και συγγραφέα Ειρήνης Ταχατάκη με τίτλο: Πουλιέται ο Παράδεισος – τα παιδιά της γερμανικής κατοχής.
Το βιβλίο εκδόθηκε στο Ηράκλειο το έτος 2006 και παρουσιάστηκε στις Αρχάνες, χωριό της κ. Ταχατάκη την Κυριακή 25 Ιουνίου 2006.
Η ιστορία της Κρητικής Αντίστασης τα χρόνια 1941-1944 οφείλει να αποδώσει λίγες σελίδες σε κάποιους μικρούς ήρωες, όπως τον Δημήτρη Μυτάρα που σκοτώθηκε στη Μάχη της Κρήτης, τον Παύλο και Παντελή Ζωγραφάκη που διέσωσαν το κλιμάκιο της Συμμαχικής αποστολής που βρίσκονταν στη θέση Βατονερό-Λημέρι των Λασιθιώτικων βουνών, τη Λέλα που τροφοδοτούσε τους αντάρτες στη θέση Φασκομηλιά των Αρχανών και τόσων άλλων παιδιών της Κατοχής, που η δράση τους παρέμεινε και παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστη.
Το βιβλίο «Πουλιέται ο Παράδεισος», της ακούραστης Ειρήνη Ταχατάκη που εκδόθηκε πριν από 19 χρόνια, είναι συγκλονιστικό στην ανάγνωσή του.
Γιατί προσέθεσε στην ιστορική έρευνα νέα γνώση που ως τότε δεν ήταν γνωστή, δηλαδή τα κατοχικά βιώματα των παιδιών των Αρχανών και όλων εν γένει των παιδιών της Κρήτης, που ζούσαν κάτω από την πίεση ενός βάρβαρου και στυγνού κατακτητή.
Ο αξιακός κώδικας των Γερμανών της Βέρμαχτ, ήταν ο πόλεμος και η εξόντωση του αντιπάλου με κάθε μέσο. Οι ενήλικες Κρήτες μπορούσαν να δώσουν απαντήσεις στον εαυτό τους για το σκληρό πρόσωπο του πολέμου.
Πώς όμως να το εξηγήσουν στα μικρά παιδιά τους; Πώς να απαντήσουν οι μανάδες στις ερωτήσεις των παιδιών όταν μια μέρα αυτά ξυπνούσαν και διαπίστωναν πως έλειπε ο πατέρας τους από το σπίτι;
Γιατί δεν έρχεται ο πατέρας να φάει;
Γιατί δεν έρχεται να κοιμηθεί;
Γιατί δεν πήρε το πανωφόρι του;
Δεν πεινά;
Δε νυστάζει;
Δεν κρυώνει;
Τότε γιατί όλο κλαις μανούλα;
Αυτές ήταν κάποιες από τις πολλές καθημερινές ερωτήσεις τους. Πώς να εξηγήσει η μάνα ότι ο πατέρας σκοτώθηκε από τους Γερμανούς ή ότι αναγκάστηκε να καταφύγει καταζητούμενος στα βουνά;
Ο ζωγράφος που θα αποτυπώσει πάνω στον καμβά τα παιδιά της κατοχής, θα τα ζωγραφίσει ξυπόλητα ή φορώντας ξύλινα τσοκαράκια όπως φορά και η συγγραφέας στη φωτογραφία του εξωφύλλου του βιβλίου της, με χιλιομπαλωμένα ρούχα, να κρατούν ένα τενεκεδάκι και να στέκονται μπροστά στο αχνιστό γερμανικό καζάνι περιμένοντας κάποιον χορτάτο Γερμανό να τους φιλέψει με λίγα ψίχουλα.
Αυτό όμως που τις περισσότερες φορές κέρδιζαν οι μικροί ήρωες, ήταν οι κλωτσιές και οι βρισιές των εκπροσώπων της αρίας φυλής και αναμορφωτών του κόσμου, όπως αυτοαναγόρευαν τους εαυτούς τους.
Τα παιδιά που περιγράφει στις μικρές καθημερινές ιστορίες του βιβλίου της, η συγγραφέας Ειρήνη Ταχατάκη, είχαν όλα τους ένα κοινό γνώρισμα.
Τα μάτια τους. Ήταν παιδιά όλο μάτια. Που κοίταζαν τη μάνα τους και φώναζαν ψωμί. «…μάνα θέλομε ψωμάκι. Δώσε μας, δε μας λυπάσαι;» Ράγιζε η καρδιά της φτωχής μάνας, μα τι να κάμει;
Ας μπορούσε ν’ άνοιγε κι αυτή την κασέλα των προικιών της σαν που κάνανε όλες οι νοικοκυροπούλες στο χωριό, που είχανε ατράνταχτη προύκα να βγάλει κι αυτή για πούλημα τις πατανίες, τα κιλίμια, τα σεντόνια, τα χιράμια, τους κρεβατόγυρους, τα κλινοσκεπάσματα, τα τραπεζομάντιλα, τα μαξιλάρια.
Πόσα και πόσα πουλήθηκαν για ένα κομμάτι ψωμί, για μιας μέρας ζωή. Άδειαζαν οι ασφάλιχτες κασέλες και τα μπαούλα. Εργόχειρα που χρειάστηκαν μερόνυχτα να γίνουν τ’ άλλαζαν πρόθυμα μ’ ένα κιασέ σιτάρι με δυο οκάδες μαγεροψήματα, με μια σακούλα πατάτες…».
Αυτά σκεφτόταν η Ειρήνη και ο Μιχαήλος στο διήγημα του βιβλίου της Ειρήνης Ταχατάκη με τίτλο: Η ΣΤΕΡΗΣΗ ΚΙ Η ΠΕΙΝΑ, σελ. 122. Να πουλήσουν τα προικιά, να ταΐσουν τα παιδιά τους.
Να τα κουβαλήσουν στο Λασίθι να τ΄ αναταλλάξουν με πατάτες. Γιατί η νύχτα της Κατοχής βαστούσε πολύ. Κι εκείνη η νύχτα ήθελε καλίκωση. Ήθελε τα προυκιά των κοριτσιών για να δώσει πατάτες.
Η πείνα ήταν ο μεγάλος εχθρός των παιδιών. Μέσα στο μυαλό τους η πείνα έπαιρνε μορφή. Γινόταν θηρίο, γίγαντας, δράκος, με το ίδιο πάντα πρόσωπο. Με κράνος, μαρμαρωμένα χαρακτηριστικά και με μια φωνή που όλο έλεγε Χάιλ Χίτλερ.
«…μια μέρα ο Κωστής είδε τη θεία του τη Μαρία τη Καμαρώταινα να ψήνει στο μικρό ξυλόφουρνο ένα ταψί λαχταριστό κρέας με πατάτες. Μικρός καθώς ήταν ζήλεψε κι όταν γύρισε στο σπίτι τα’ βαλε με τη μάνα του:
-Εγώ μάνα θέλω ψητό κρέας με πατάτες στο φούρνο, το ίδιο που ψήνει κι η Μαρία του Καμαρώτη. Αγκάθια μάτωναν την καρδιά της χηρεμένης μάνας.
-Κωσταριδάκι μου, παιδί μου, του’λεγε. Ήθελα να σας σε πάρω κι εγώ μιαολιά κρέας μα ήτανε… κλειστά τα κασαπιά… άλλη φορά…
Κι ήρθε η ώρα κι αγόρασε η μάνα του η κερά Έλλη, μια οκά κρέας. Χαρά τα παιδιά. Χοροπηδούσαν.
-Να το κάμεις μάνα με πατάτες, λέει ο Κωστής.
-Δεν το κάνομε στο φούρνο, παιδί μου, γιατί ο φούρνος “το ρουφά”, μόνο δα το κάνομε με πατατάκια στο τσικάλι να γενεί και μπόλικο…
-Ας είναι, κάνει με το νου του ο Κωστής.
Κι έβλεπε με τρόμο μέσα στην παιδική του φαντασία το “ρουφηχτή” φούρνο, μ’ένα πελώριο στόμα να ρουφά και να εξαφανίζει το πολυπόθητο ταψί τους…
Τουλάχιστον θα γίνει… μπόλικο και θα χορτάσομε όλοι…».
(Ειρήνη Ταχατάκη, Πουλιέται ο παράδεισος. Διήγημα ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΜΕΤΑΚΑΤΟΧΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ, σελ. 190-191).
Η πείνα των παιδιών κράτησε τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Μέχρι το τέλος του πολέμου. Τον κρυφό πόθος των παιδιών της Κατοχής. Να τελειώσει ο πόλεμος! Κρυφός πόθος και για τη Λέλα, την ηρωίδα του διηγήματος ΠΟΥΛΙΕΤΑΙ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ, σελ. 100, του βιβλίου της κ. Ειρήνη Ταχατάκη.
«…συχνοπήγαινε η Λέλα έχοντας κρεμασμένο το μικρό καλαθάκι της, το καλαμένιο, στο διπλωμένο χεράκι της. “Διακονίκι κάνω”, έλεγε μόνη της.
“Μα η μάνα μου είπε πως ο Θεός θα βοηθήσει να έρθουνε και για μας καλύτερες μέρες”. Σταματούσε λίγο σκεπτική και συμπλήρωνε: “Μόνο Θεέ μου μην αργήσεις άλλο…”».
Και ήθελε ο Θεός, άκουσε τη μικρή Λέλα και ήρθανε οι καλύτερες μέρες. Και φύγανε οι Γερμανοί. Ο τόπος ελευθερώθηκε. Και τα μικρά παιδιά της Κατοχής και πρωταγωνιστές του βιβλίου της κ. Ειρήνη Ταχατάκη μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν έκαναν δικά τους παιδιά και εγγόνια.
Πολλά απ’ αυτά τα παιδιά της Κατοχής βρέθηκαν στις 25 Ιουνίου 2006 στις Αρχάνες, στην παρουσίαση του βιβλίου. Είμαστε εκεί και προσπαθούσαμε να τα αναγνωρίσουμε, κοιτάζοντας στα μάτια τους παρευρισκόμενους.
Είναι εύκολο να γράφει και να μιλά κανείς για μια εποχή που δεν την έζησε, κι άλλο να βρίσκεται δίπλα με τους πρωταγωνιστές, τους αλλοτινούς μικρούς ήρωες της κατοχής.
Τα παιδιά εκείνα που σήκωσαν το βάρος της ελεύθερης Ελλάδας τα δύσκολα μετακατοχικά χρόνια.
Εκπληκτικός και γεμάτος συναισθήματα ο τίτλος του βιβλίου της κ. Ειρήνη Ταχατάκη, Πουλιέται ο Παράδεισος.
«…ακούγανε τα μικρά κορασοπούλια κι αποθήκευαν στην ψυχή τους τα λόγια που λέγανε οι ηλικιωμένες γυναίκες. Ήταν ο σπόρος για τη συναίσθηση του χρέους και της βοήθειας στον συνάνθρωπο.
Μ’ αυτήν την αφορμή, η Μαρία λέει στη Λέλα, έλα να σου πω ίντα μου λέει και μένα η γιαγιά μου:
Πουλιέται ο Παράδεισος και πώς τον αγοράζεις; Με το κομμάτι το ψωμί και το παλιό το ρούχο…».
(Ειρήνη Ταχατάκη, Πουλιέται ο παράδεισος, σελ. 102).
Κάνουμε ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο. Να φέρουμε στο μυαλό και στη σκέψη μας τα παιδιά εκείνου του πυρπολημένου και λεηλατημένου κρητικού χωριού του Ρεθύμνου.
Εβδομήντα δύο χωριά της Κρήτης κατέκαψαν στο σύνολό τους ή εν μέρει οι στρατιώτες της Βέρμαχτ, την περίοδο της κατοχής 1941-1944.
Οι κάτοικοί τους αναγκάστηκαν να γίνουν πρόσφυγες στον ίδιο τους τον τόπο. Πολλοί φιλοξενούνταν σε φιλικά σπίτια γειτονικών χωριών, σε αποθήκες, σε σταύλους, ή έβρισκαν καταφύγιο στην ύπαιθρο.
Συγκεντρώνανε λοιπόν τα παιδιά οι μανάδες τους τον χειμώνα του 1945 γύρω από τη ζεστή παρασιά, στο σπίτι που ήταν φιλοξενούμενες. Εκεί, δίπλα στο τζάκι, τους λέγανε παραμύθια.
Και όπως μας διηγήθηκε πρόσφατα ένα απ’αυτά τα παιδιά, η μητέρα του κάποτε τελείωσε το παραμύθι της κάπως έτσι:
«…και θα γυρίσομε πίσω στο χωριό. Ο κύρης σας θα χτίσει ένα καινούριο σπίτι και θα’ χει πολλά δωμάτια. Θα’ χει και μια μεγάλη αυλή και θα φυτέψομε δυο λεμονιές και πολλά λουλούδια. Θα δέσομε κι ένα σκοινί στσι λεμονιές και θα βάλομε μια κούνια για σας, τα μικιά κοπέλια.
Θα χτίσουνε κι οι άλλοι μας γειτόνοι τα σπίθια ντως και θα έχει η γειτονιά πολλά κοπέλια να παίζετε μαζί ντως. Κι εκείνοι που τα χαλάσανε τα σπίθια μας δε θα ξαναρθούνε ποτέ.
Και κάθε Κυριακή θα σας ε βάνω τα καλά τα ρούχα και θα πηγαίνομε στην εκκλησία τση Παναγίας…».
Εκείνη τη στιγμή, το μικρότερο αδερφάκι κάρφωσε τα μάτια του πάνω στα δικά της και παρακαλώντας είπε:
«-Πε το πάλι μα το παραμύθι, πε το…».
Και η χαροκαμένη μάνα το’λεγε και το ξανάλεγε κάθε βράδυ, το ίδιο παραμύθι, προσέχοντας πάντα να μην κυλήσει κάποιο δάκρυ από τα μάτια της και το δούνε τα κοπέλια. Και κάθε φορά που τελείωνε το παραμύθι, το μικρότερο παιδί πάντα της έλεγε:
«-Πε το πάλι μα το παραμύθι, πε το…».
Όμως, πολλά από τα παιδιά της Κατοχής δεν τα κατάφεραν. Άλλα σκοτώθηκαν από τους κατακτητές, άλλα πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες, άλλα χάθηκαν στις αγγαρείες ή από αρρώστιες. Και άλλα χάθηκαν στο διάβα του χρόνου.
Για όλα αυτά τα παιδιά, έγραψε ο ποιητής:
Κοιμήσου ήσυχο κοιμήσου.
Του Άδη το πυκνό σκοτάδι
μην το φοβάσαι.
Το βράδυ θα’σαι
στου παραδείσου τις αυλές.
Δε θα πονάς πια, δε θα κλαις.
Λευκοντυμένο κι αλαφρό
θα περπατάς και θα πετάς
και θα πηγαίνεις χέρι χέρι
στον ουρανό το μακρινό
με κείνο κει ψηλά τ’ αστέρι.
Που ως η καμπάνα σου σημαίνει
λυπητερά – λυπητερά
κι η μάνα σου μοιρολογά,
άναψε και σε περιμένει.
O Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου