Στις 5 Ιουνίου 1943, από το Συμμαχικό Στρατηγείο οργανώθηκε αποστολή Κρητών στη Μέση Ανατολή, καταδιωκόμενων των αρχών κατοχής. Μεταξύ των πατριωτών που επιβιβάστηκαν στη συμμαχική τορπιλάκατο τα μεσάνυχτα της 5ης Ιουνίου, ήταν και μία υπερήλικη γυναίκα, η Μαρία Δομαλάκη. Ήταν μητέρα των παλικαριών Αντωνίου και Δημητρίου Δομαλάκη. Η Μαρία, το 1943 ήταν εβδομήντα ετών και η μόνη ηλικιωμένη γυναίκα που κατέφυγε τα χρόνια της κατοχής στη Μέση Ανατολή.
Στις 20 Μαΐου 1942, ο Πρόεδρος της Κοινότητας Κρουσώνα Μιχάλης Τζουλιάς και ο γιος του Κωστής Τζουλιάς κείτονταν νεκροί από τις σφαίρες των αντρών της Ανεξάρτητης Ανταρτικής ομάδας Σατανά. Αμέσως μετά, οι έξι άντρες της ομάδας που αποτελούσαν τον αρχικό πυρήνα της, (Αντώνης και Δημήτρης Δομαλάκης, Χαράλαμπος Γιανναδάκης, Ιωάννης Ανδρεαδάκης, Νικόλαος Βιδάκης και Μενέλαος Ξυλούρης), έγιναν οι πλέον καταζητούμενοι των αρχών κατοχής. Κατέφυγαν στα ορεινά και στα μητάτα των κρητικών βουνών.
Απέκρυψαν τα μέλη των οικογενειών τους σε συγγενικά σπίτια και μετά από περιπλάνηση τριακοσίων ογδόντα μία ημερών, στις 5 Ιουνίου 1943 κατάφεραν να διαφύγουν με περιπετειώδη τρόπο στη Μέση Ανατολή. Είχε προηγηθεί μια αποτυχημένη απόπειρα διαφυγής τους το τρίτο δεκαήμερο του Ιουνίου 1942.
Στην αποστολή της 5ης Ιουνίου 1943, που ήταν η πολυπληθέστερη που είχε γίνει τα χρόνια της κατοχής, μετείχαν και διέφυγαν αρκετοί καταζητούμενοι της κρητικής αντίστασης. Μεταξύ τους τα αδέλφια Αντώνης και Δημήτρης Δομαλάκης η μητέρα τους Μαρία (70 ετών), και η αδερφή τους Σοφία.
Οι Βρετανοί αξιωματικοί Σύνδεσμοι Πάτρικ Λη Φέρμορ και Ραλφ Στόκμπριτζ, σε συνεργασία με τον επικεφαλής της συμμαχικής αποστολής στην Κρήτη Τομ Ταμπάμπιν, προετοίμασαν την αποστολή, έστειλαν τους αγγελιοφόρους να συγκεντρώσουν τους άντρες στην παραλία Τρυπητή-Αγίου Σάββα, ο Νίκος Σουρής έδωσε τα σήματα προσέγγισης στο σκάφος και τη νύχτα της 5ης Ιουνίου 1943 βρετανικό αντιτορπιλικό πλησίασε την ακτή και ξεκίνησε η επιβίβαση.
Μεταξύ αυτών που αναχώρησαν ήταν ο Γεώργιος Δουνδουλάκης με τον αδερφό του Λούη, οι καταζητούμενοι άντρες της Ανταρτικής Ομάδος Σατανά με την μητέρα και την αδελφή των Δομαλάκηδων, ο Άγγλος Ταγματάρχης Τζακ Σμιθ Χιουζ, ο Κωνσταντίνος Καστρινογιάννης από το Ηράκλειο, ο Εμμανουήλ Παπαδογιάννης με τη σύζυγο και το παιδί του, ο Μανόλης Βρελιανάκης, ο Γιάννης Ανδρουλάκης, ο Σήφης Μιγάδης, πέντε άντρες της Ανεξάρτητης Ομάδας Ανωγείων (Παπαγιάννης Σκουλάς, Μιλτιάδης Ξυλούρης αδερφός του Καπετάν Χριστομιχάλη, Ιωάννης Χαιρέτης Γρηγορογιάννης, Δημήτρης Κίππης, Γεώργιος Δραμουντάνης Στεφανογιώργης) και πολλοί άλλοι.
Από το αντιτορπιλικό κατέβηκε μια λαστιχένια βάρκα με οδηγό στα κουπιά έναν ναύτη.
Η βάρκα δέθηκε με κρίκους και σχοινιά στο πλοίο και αθόρυβα ο ναύτης πλησίασε στην ακτή. Στην παραλία τοποθετήθηκε ένας χοντρός πάσσαλος και το σκοινί της βάρκας τυλίχτηκε γύρω του. Έτσι με σταθερά δύο σημεία, (στην ακτή και στο αντιτορπιλικό), ο ναύτης οδηγούσε στο πλοίο τους αντάρτες.
Τη βραδιά αυτή η θάλασσα ήταν ήρεμη. Πρώτη επιβιβάστηκε η μητέρα των αδερφών Δομαλάκηδων Μαρία, (ήταν ηλικιωμένη και όλοι οι άντρες την σέβονταν) με την κόρη της Σοφία. Κανείς από τους αντάρτες δεν μπήκε στη βάρκα μαζί τους παρά μόνον ο ναύτης.
Όλοι τούς έδιναν κουράγιο και τους έλεγαν να μη φοβούνται. Μετά τις γυναίκες ακολούθησαν και οι υπόλοιποι. Λόγω της μικρής χωρητικότητας της βάρκας, η επιβίβαση των εβδομήντα περίπου Κρητικών που αναχώρησαν κράτησε ως τα ξημερώματα. Το αντιτορπιλικό, αθόρυβα όπως προσέγγισε την ακτή, έλυσε τους κάβους και ανοίχτηκε στο Λυβικό Πέλαγος.
Οι πέντε από τους έξι καταζητούμενους άντρες του Κρουσώνα, (στην Κρήτη παρέμεινε ο Μενέλαος Ξυλούρης), μπορούσαν να αναπνεύσουν ελεύθερα. Το απόγευμα της 6ης Ιουνίου 1943, έφτασαν στη Μάσα Ματρούχ.
Ο Καπετάν Χαράλαμπος Γιανναδάκης στο βιβλίο του «Αναμνήσεις από τα περασμένα», αναφέρει ότι τελικά τη νύχτα της 5ης Ιουνίου 1943 αναχώρησαν για την Αίγυπτο εξήντα πέντε αντάρτες. Ο ίδιος θυμάται και καταγράφει σαράντα τρεις.
1) Χαράλαμπος Γιανναδάκης 2) Δημήτρης Δομαλάκης 3) Αντώνης Δομαλάκης 4) Νικόλας Βιδάκης 5) Ιωάννης Δράκου 6) Σοφία Δομαλάκη 7) Μαρία Δομαλάκη
8) Ιωάννης Γεωργίου Ανδρεαδάκης 9) Γεώργιος Δουνδουλάκης 10) Κώστας Καστρινογιάννης 11) Ιωάννης Σκουλάς – Παπαγιάννης 12) Γεώργιος Δραμουντάνης 13) Ιωάννης Χαιρέτης 14) Μιλτιάδης Ξυλούρης 15) Δημήτρης Κίππης 16) Νικόλαος Νεονάκης- ιερέας 17) Κυριάκος Κατσαντώνης-ιερέας 18) Μιχαήλ Μαθιουδάκης 19) Εμμανουήλ Παπαδογιάννης 20) Μιχαήλ Παπαδογιάννης 21) Γεώργιος Βοσκάκης 22) Μηνάς Βοσκάκης 23) Μανόλης Βοσκάκης 24) Αντωνία Δουνδουλάκη 25) Κλέαρχος Πετράκης 26) Δημήτριος Γιαχνάκης 27) Φραγκίσκος Κατσούγκρης 28) Κώστας Παραδεισανός 29) Εμμανουήλ Βρελιανάκης 30) Εμμανουήλ Τζέκος 31) Εμμανουήλ Μαρκαντωνάκης 32) Πέτρακας 33) Ελευθέριος Ψαρουδάκης 34) Λούης Δουνδουλάκης 35) Ιωάννης Ανδρουλάκης 36) Σήφης Μιγάδης 37) Ιωάννης Βανδουλάκης 38) Ελπίδα Βανδουλάκη 39) Ζαχαρίας Καβλέντης 40) Λεωνίδας Τζαγκαράκης 41) Χαρίδημος Τζαγκαράκης 42) Ιωάννης Μαμουνάκης 43) Ηλίας Βοσκάκης.
Μία από τις ομάδες διαφυγής που έφτασαν στην παραλία Τρυπητή στις 5 Ιουνίου 1943, την αποτελούσαν οι Λούης Δουνδουλάκης, Κώστας Καστρινογιάννης, Σήφης Μιγάδης και Γιάννης Ανδρουλάκης. Είχαν ανέβει μετά από ειδοποίηση αγγελιοφόρου, (τον είχε στείλει ο Πάτρικ Λη Φέρμορ), στο μητάτο του Στεφανογιάννη στη θέση «Κορακόπετρα» του Ψηλορείτη. Από εκεί θα ξεκινούσαν για την παραλία όπως είχαν ειδοποιηθεί. Για την περιπέτειά τους, ο Λούης Δουνδουλάκης αφηγείται:
«…Είμαστε στο βουνό και να μην έχομε φάει εικοσιτέσσερις ώρες. Μια στιγμή ο Καστρινογιάννης εβγήκε έξω από το μητάτο. Επέρασε ένα αεροπλάνο και τρέχει μέσα και φωνάζει παιδιά θα είδανε το καπέλο μου από το αεροπλάνο. Οι βοσκοί στα βουνά δεν έχουνε καπέλο και θα είδανε το καπέλο μου, εφώναζε.
Σε παρακαλώ κύριε Καστρινογιάννη, ησύχασε του λέω γελώντας. Πρέπει να φύγομε μου λέει αυτός. Πού θα πάμε, πες μου πού θα πάμε του λέω. Αφού εδώ μας αφήσανε, εμείς δεν έχομε ιδέα που θα πάμε. Οι Γερμανοί θα’ρθουνε έλεγε αυτός. Εκεί που είμαστε τώρα ερχότανε οι πέρδικες και κακαρίζανε και μπαίνανε σχεδόν μέσα στο μητάτο. Εμείς πεινασμένοι, δεν είχαμε φάει καθόλου. Λέει ο Σήφης ο Μιγάδης εγώ θα τρέξω και θα πέσω απάνω ντως να πιάσω καμιά. Μόλις σηκωθείς και σε δούνε θα φύγουνε του είπα.
Είχα μια καρφίτσα και την έκαμα σαν το αγκίστρι αλλά δεν έχομε κλωστή. Εξεπαράλυσα από το πουλόβερ μου κλωστές και έδεσα τη καρφίτσα. Στη τσέπη μου εβρήκα μερικά θρούμπαλα από ψωμί που είχα την προηγούμενη μέρα. Το’βαλα στη καρφίτσα, το πέταξα και πάνε δύο πέρδικες. Το κοιτάζανε, εγυρίζανε το κεφάλι τους το κοιτάζανε. Πέφτει η μια να φάει τα θρούμπαλα, τραβούμε τη κλωστή αλλά αυτές εφύγανε. Επομείναμε με την όρεξη.
Εβράδιασε και δεν είχαμε φάει τίποτα. Στο τέλος ακούμε βήματα. Λέει πάλι ο Καστρινογιάννης οι Γερμανοί θα είναι. Δεν έχομε ούτε όπλα ούτε τίποτα. Ήτανε ένας βοσκός Δραμουντάνης και μας έφερε φασόλια και ένα γαλετάκι. Με δυο κουτάλια. Είμαστε τώρα τέσσερα άτομα. Ποιος να πρωτοφάει. Λέμε θα βάλομε στο καπάκι μερικά φασόλια και θα τρώμε δυο δυο. Μια κουταλιά ο ένας, μια κουταλιά ο άλλος. Εγώ με το Σήφη το Μιγάδη ετρώγαμε μαζί. Παίρνει μια κουταλιά εγώ μια αυτός και μου λέει οι πέρδικες. Πάω να γυρίσω να δω τσι πέρδικες και παίρνει άλλη μια κουταλιά.
Τον αντιλαμβάνομαι εγώ, σηκώνομαι απάνω και ήμουνα έτοιμος να μαλώσωμε. Τρέχει ο Καστρινογιάννης και μας λέει ρε παιδιά οι Γερμανοί δε μας έχουνε πιάσει ακόμη και μεις θα σκοτωθούμε μεταξύ μας για μια κουταλιά φασόλια. Με τη φασαρία εχυθήκανε τα φασόλια και πομείναμε πάλι νηστικοί, επιάσαμε και τα πετάξαμε. Το βράδυ ήρθε ένας βοσκός και μας πήρε και μας επήγε στα Ανώγεια. Μας επρωτοπήγανε σ’ενός γιατρού το σπίτι. Μας έκανε ένα τραπέζι τρικούβερτο. Εμείς είδαμε τόσα πολλά φαγητά και μας επιάσανε τα γέλια.
Γελούσαμε γιατί μας εφάνηκε παράξενο από τη πείνα που είχαμε να δούμε τώρα τόσα τυριά, τόσα ψωμιά, τόσα κρέατα. Μας λέει ο Καστρινογιάννης παιδιά σιγά γιατί θα παραξηγηθούμε. Μας κοίταζε ο γιατρός, μας κοίταζε η γυναίκα του, στο τέλος του λέμε συγγνώμη, δεν είναι ότι υπάρχει τίποτα το αστείο αλλά δεν έχομε φάει δυο τρεις μέρες και τώρα που είδαμε απότομα αυτά τα φαγητά μας επιάσανε τα γέλια. Εγέλασε κι ο γιατρός.
Μετά το φαγητό μας επήρανε και μας πήγανε στου Δημάρχου το σπίτι. Εμείναμε ένα δυο μέρες στο σπίτι του Δημάρχου. Εκεί ήρθε και μας βρήκε ο Λη Φέρμορ με τον αδερφό μου το Γιώργο Δουνδουλάκη. Το άλλο βράδυ μας πήρε ένας Ανωγειανός οδηγός να μας οδηγήσει στη παραλία. Μας είπε να τον ακολουθούμε όσο το δυνατόν καλύτερα να μη χαθούμε γιατί αυτός δεν θα ξέρει ποιος έχει μείνει πίσω. Αν αντιληφθούμε, είπε του Καστρινογιάννη, κανένα να πέσει κάτω και να μη μπορεί να ακολουθήσει θα πρέπει να τόνε σκοτώσουμε για να μη κινδυνέψει η αποστολή
. Στο δρόμο τώρα ο Καστρινογιάννης εκουράστηκε και έλεγε σας παρακαλώ μερικά λεπτά να ξεκουραστούμε. Ο οδηγός μας του είπε ότι δεν μπορούμε να σταματήσομε γιατί μέχρι τις τέσσερις τα ξημερώματα πρέπει να έχομε φτάσει σε ένα ορισμένο μέρος της διαδρομής. Δεν μπορώ να περιμένω. Μα λέει ο Καστρινογιάννης θα πέσω κάτω. Αν σας δω να πέσετε κάτω κύριε Καστρινογιάννη, του λέει ο οδηγός, θα πρέπει να σε σκοτώσω.
Ο Καστρινογιάννης μετά απ’αυτό δεν εξαναμίλησε αλλά ακολουθούσε. Ήτανε στην οργάνωση του αδερφού μου και προδοθήκανε και έπρεπε κι αυτός να φύγει για την Αίγυπτο. Στο δρόμο τώρα εσυναντήσαμε τρεις Κρητικούς. Με το έτσι θέλανε μας ελέγανε να τους πάρομε μαζί μας να πάνε κι αυτοί στην Αίγυπτο. Ο Λη Φέρμορ είπε ότι θα τσι πάρομε μαζί μας μέχρι την παραλία κι αν το πλοίο έχει τόπο θα’ρθούνε κι αυτοί στην Αίγυπτο, διαφορετικά θα δούμε ήντα θα τσι κάνομε.
Όταν εφτάσαμε κοντά στο Τυμπάκι μας λέει ο οδηγός ότι τώρα θα πρέπει να περάσουμε το κεντρικό δρόμο και οι προβολείς των Γερμανών θα πέρασουνε από πάνω μας. Μόλις δείτε τους προβολείς θα πέσετε μέσα στη βάγγα. Πραγματικά ένας μεγάλος προβολέας επέρασε από πάνω μας αλλά εμείς επέσαμε στη βάγγα. Τα ξημερώματα εφτάσαμε σε μια εκκλησία του Αγίου Σάββα που ήτανε κοντά στη θάλασσα. Μας είπανε ότι από αυτή τη παραλία που λέγεται Τρυπητή θα φύγομε.
Εμείναμε όλη μέρα κρυμμένοι σε σκίνους. Εβλέπαμε τη θάλασσα. Ερχόντανε συνέχεια ανθρώποι για να φύγομε όλοι μαζί στην Αίγυπτο. Όλη τη μέρα ερχόντανε αθρώποι. Ήρθε κι ένας άλλος Εγγλέζος και ο Νίκος ο Σουρής όπου θα’διδε τα σήματα στο σκάφος τη νύχτα για να πλησιάσει. Μας είπε ο Λη Φέρμορ να μη κουνήσομε καθόλου από τη θέση μας, όλη μέρα να ξεκουραστούμε χωρίς κινήσεις και θορύβους.
Από τη θέση μου επαρατηρούσα την κίνηση. Θα είμαστε πάνω από πενήντα ανθρώποι στους θάμνους κρυμμένοι. Μόλις σκοτείνιασε περιμέναμε το πλοίο. Κοντά στα μεσάνυχτα μας είπανε ότι ήρθε. Τορπιλάκατος ήτανε. Σιγά σιγά πλησιάσαμε στην παραλία. Ήτανε μαζί μας δυο αδέρφια από το Κρουσώνα που κουβαλούσανε τη μάνα και την αδερφή ντως. Η μάνα ντως τώρα μεγάλη γυναίκα. Πώς θα μπει στο πλοίο εσκεφτόμαστε όλοι. Επλησίασε στην ακτή μια λαστιχένια βάρκα με ένα ναύτη.
Αυτός εσυνενοήθηκε με το Λη Φέρμορ. Εκαρφώσανε ένα μεγάλο κουτσούρι στην άμμο και ετυλίξανε το σκοινί της βάρκας γύρω του. Πρώτα οι γυναίκες λέει ο Λη Φέρμορ. Είδα την ηλικιωμένη γυναίκα να κάνει το σταυρό τση, ο ένας τση γιος την έβαλε στη βάρκα και μπήκε και η κόρη της. Ο ναύτης τραβώντας το σκοινί που ήτανε δεμένο με το πλοίο σιγά σιγά επήγε τις γυναίκες στο πλοίο. Μετά τις γυναίκες μπήκαμε κι εμείς. Μέχρι τα ξημερώματα είχαμε ανεβεί όλοι.
Μόλις ανεβήκαμε στο πλοίο αυτό δεν έβαλε ταχύτητα αλλά έφυγε σιγά σιγά. Στη κορφή του λόφου απάνω από την Τρυπητή ήτανε γερμανικό φυλάκιο. Λοιπόν έβγαινε το πλοίο σιγά σιγά και μόλις εξημέρωσε ένα αεροπλάνο ήρθε από πάνω μας κι έκανε κύκλους. Τρέχουνε οι Άγγλοι στις θέσεις των πολυβόλων και των κανονιών με τα κράνη τους. Οπωσδήποτε, λέγανε οι Εγγλέζοι, ότι θα πάει να ειδοποιήσει ότι ένα πλοίο έφυγε από τη Κρήτη και θα έχομε συναντήσεις με τον εχθρό στη διαδρομή.
Εμείς τώρα είμαστε γύρω γύρω στο σκάφος και κρατούσαμε τα σύρματα. Είχε βάλει μια τέτοια ταχύτητα και ήτανε η τορπιλάκατος σα να πετούσε πάνω από το νερό. Και να κρατιόμαστε εμείς γερά να μη πέσομε στη θάλασσα. Όμως δεν ήρθε κανένα γερμανικό αεροπλάνο. Αν ερχόντανε οι πρώτοι που θα σκοτωνόμαστε θα είμαστε εμείς απάνω στο κατάστρωμα.
Μετά μας φέρανε να φάμε κάτι κονσέρβες με χοιρινό κρέας. Εμείς μόλις το φάγαμε και με το πλοίο να τρέχει με μεγάλη ταχύτητα εκάναμε εμετούς και κολλούσανε απάνω στα ρούχα μας. Το απόγευμα εφτάσαμε στη Μάσα Ματρούχ. Έρχεται ένας λοχίας και μας λέει να πετάξoμε όλα μας τα ρούχα και τα πράγματά μας. Τότε έβγαλα τις αρβύλες οι οποίες ήτανε ξεπατωμένες και τις είχα δέσει με ένα σύρμα. Μας φέρανε καινούρια ρούχα στρατιωτικά κι αλλάξαμε…»12.
Για τους επικηρυγμένους Κρουσανιώτες, αποκαλυπτική είναι η παρακάτω επιστολή που στέλνεται το 1942 από τον υπεύθυνο της Αγγλικής Αποστολής στην Κρήτη Τομ Ταμπάμπιν στον Αρχηγό Ανωγείων Γιάννη Δραμουντάνη-Στεφανογιάννη. Στην επιστολή, μεταξύ των άλλων ο Τομ Ταμπάμπιν τονίζει:
«…Δυστυχώς είναι πολύ ορισμένες αι θέσεις και δεν υπάρχει μέρος δια τους Κρουσανιώτας – στενοχωρώ πάρα πολύ δι’αυτούς, αλλά έτσι είναι το πράγμα – θα φεύγουν ο Μπαντουβάς ο Πετρακογιώργης ο γιατρός τα γυναικοπαίδια και καθένας θα πάρη μαζύ του ένα ή δυο ανθρώπους όχι περισσότερους…
…Λοιπόν δεν υπάρχει θέσι δι’όλους ούτε τους Κρουσανιώτες, και είμαι αναγκασμένο να τους αφήνω αυτή τη φορά–λυπούμαι πολύ, και είναι δια μένα ζήτημα τιμής διότι υπόσχεσα να τους υποστηρίξω κατά την δύναμιν–θα μείνουν επίσης άλλοι καταδιωκωμένοι εκ την παρέα του Πετρακογιώργη, αλλά δι’αυτούς δεν έχω την ιδία υποχρέωση–σε βεβαιώνω ότι δεν θα είμαι ήσυχος μέχρι που κινδυνεύουν εδώ αυτά τα παιδιά…
…Αν τύχεις να τους δεις παρακαλώ να τους παραμείνετε και να τους πεις ότι δεν τους λησμονούμε–διότι θα μάθουν ασφαλώς ότι έφυγον οι αρχηγοί και δεν μπορούμε να το κρύψωμε απ’αυτούς–και έχω ελπίδες να ξαναγίνη σύντομα αποστολή στην οποία θα είναι αυτοί οι πρώτοι επιβάται…»2.
Ο γιος του Αντωνίου Δομαλάκη Δημήτρης, θυμάται τις συζητήσεις με τη γιαγιά του Μαρία, καταθέτοντας ο ίδιος τη μαρτυρία του για τη διαφυγή της στη Μέση Ανατολή τα μεσάνυχτα της 5ης Ιουλίου 1943:
«…Θυμούμαι τη γιαγιά μου να μου λέει την ίδια ιστορία πολλά χρόνια, πως δηλαδή εφύγανε από τη Κρήτη για τη Μέση Ανατολή. Μου’λεγε η γιαγιά μου ότι επήγανε στο Ψηλορείτη από το Χώνο. Με τη θεία τη Σοφία μαζί. Είχανε κι ένα οδηγό από το Χώνο στον Ψηλορείτη.
Ο πατέρας μου Αντώνης, ο θείος μου Δημήτρης, η θεία μου η Σοφία και η γιαγιά μου η Μαρία. Από εκεί έπρεπε να κατεβούνε στα νότια να φύγουνε με πολεμικό πλοίο. Αφού εβαδίζανε δυο τρεις ώρες, η γιαγιά μου εκόπηκε, δεν μπορούσε να βαδίζει άλλο.
Τότε ο πατέρας μου και ο θείος μου ο Δημήτρης τη σηκώνανε πότε ο ένας πότε ο άλλος στους ώμους τους μέχρι τη Τρυπητή, την παραλία που ήρθε το πολεμικό και τους πήρε. Πότε ο πατέρας μου στους ώμους του, πότε ο θείος μου. Σε όλη τη διαδρομή. Θυμούμαι τη γιαγιά να μου λέει πως έβγαλε τα παπούτσια της όταν φτάσανε στην παραλία και είχανε γεμίσει αίματα. Έβγαλα παιδί μου τα παπούτσια μου κι είχανε γεμίσει αίματα…»3.
- Λούης Δουνδουλάκης, μαγνητοφωνημένη συνέντευξη, Αρχάνες 29 Αυγούστου 2006.
- Αρχείο Ανεξάρτητης Ομάδος Ανωγείων, ΑΟΑ., επιστολή Τομ Ταμπάμπιν προς Γιάννη Δραμουντάνη-Στεφανογιάννη, 31 Ιουλίου 1942.
- Δημήτρης Δομαλάκης του Αντωνίου, μαγνητοφωνημένη συνέντευξη, Ηράκλειο 20 Μαΐου 2012.
*Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος