Στις 3 Αυγούστου 1941, η Kreiskommantandur Χανίων αποστέλλει έγγραφο-διαταγή στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Διοίκησης Κρήτης Γεώργιο Δασκαλάκη, με αποδέκτες τους Νομάρχες Χανίων, Ρεθύμνης και Ηρακλείου. Διατάζονται όλοι οι άντρες της Κρήτης από 16 χρονών και άνω στρατεύσιμοι και αιχμάλωτοι που απελευθερώθηκαν, να παρουσιαστούν στους Προέδρους των Κοινοτήτων και να καταγραφούν σε καταλόγους.
Με την παραπλανητική αυτή διαταγή, οι Γερμανοί ήθελαν να συγκεντρώσουν τους άντρες και να τους οδηγήσουν προσωρινά στο Ηράκλειο για αγγαρείες, (θάψιμο νεκρών Γερμανών της Μάχης, άνοιγμα των δρόμων του Ηρακλείου που είχαν κλείσει με μπάζα από τους βομβαρδισμούς, καθαρισμός λιμανιού Ηρακλείου και παράκτιων περιοχών, κ.α.).
Στον Σταθμό Χωροφυλακής Καστελλίου Πεδιάδος, παρουσιάστηκαν οι άντρες της περιοχής και αφού καταγράφηκαν οδηγήθηκαν στην πόλη του Ηρακλείου. Καθημερινά υποχρεώνονταν να εκτελέσουν τις αγγαρείες σύμφωνα με τις οδηγίες των αρχών κατοχής και το βράδυ κλείνονταν στο Καπετανάκειο.
Στις 25 Σεπτεμβρίου 1941, μη αντέχοντας άλλο τις βαριές εργασίες και τις ταλαιπωρίες, κάποιοι έγκλειστοι αποφασίζουν και δραπετεύουν. Συνολικά δραπέτευσαν 71 άτομα. Οι Γερμανοί, από τις στήλες της εφημερίδας «Κρητικός Κήρυξ», στις 9 Οκτωβρίου 1941, ανακοινώνουν τα ονόματα των αποδρασάντων και απαιτούν την άμεση επιστροφή τους. Την ανακοίνωση της δραπέτευσης και τις παραινέσεις για επιστροφή, υπογράφει στην παραπάνω εφημερίδα ο Νομάρχης Ηρακλείου Ιωάννης Πασσαδάκης.
Το αντεθνικό του κείμενο ονομάζει «έκκληση», συνοδεύεται από πλήθος χαρακτηρισμών εναντίον των Κρητικών και ύμνους προς τον βάρβαρο γερμανικό στρατό, που είχε προλάβει ως τότε να παρουσιάσει το στυγνό του πρόσωπο προς τους Κρητικούς με εκτελέσεις, πυρπολήσεις χωριών, επιτάξεις οικιών και προϊόντων και υποχρεωτική καταναγκαστική εργασία. Ενδεικτικά στην «έκκλησ绪 του Ι. Πασσαδάκη, διαβάζουμε μεταξύ άλλων:
«Την νύκτα της 25ης προς 26ην π. μηνός Σεπτεμβρίου απέδρασαν ομαδικώς εκ του ενταύθα Στρατοπέδου αιχμαλώτων πολέμου 71 κρατούμενοι εξ ων 4 αξιωματικοί, 19 εκ παλαιάς Ελλάδος και οι υπόλοιποι εκ διαφόρων χωρίων του Νομού.
Κατακρίνω και χαρακτηρίζω ως εντελώς επιπολαίαν και αδικαιολόγητον την απόφασιν της αποδράσεως και δη της ομαδικής των άνω κρατουμένων.
Ίσως η ζωή των αποδρασάντων εις το στρατόπεδον τούτο είχε ποιας τινάς στερήσεις, αλλά δεν έπρεπε να λησμονήσουν οι αποδράσαντες ότι ήσαν αιχμάλωτοι πολέμου και έπρεπε να έχουν υπομονήν διότι δεν εισήλθομεν ακόμην εις την περίοδον της ειρήνης αλλά ευρισκόμεθα εις την ακμήν του παγκοσμίου πολέμου και ότι οι κανονισμοί όλων των στρατών του κόσμου τιμωρούν άνευ οίκτου και πολλών διατυπώσεων την πράξιν της αποδράσεως.
Ως Νομάρχης Ηρακλείου είμαι βαθύτατα περίλυπος και ανήσυχος δια το άνω ζήτημα, διότι εάν δεν διευθετηθεί είναι ενδεχόμενον τούτο να γίνει αφορμή να λάβουν χώραν σοβαρά γεγονότα και εδώ τώρα εις τον Νομόν μας όστις τόσον αρμονικώς και φιλησύχως διήγε με τα στρατεύματα κατοχής.
Λυπούμαι μάλιστα ιδιαιτέρως, διότι η απόδρασις αύτη είναι ενδεχόμενον να επιδράσει και επί της τύχης των άλλων κρατουμένων αιχμαλώτων μας οίτινες πειθαρχούντες έμειναν εις τας θέσεις των και να γίνει αφορμή να ναυαγήσει η καταβαλλομένη προσπάθεια δια την απόλυσίν των ως επίσης να αποτύχει το έργον της Επιτροπής, την οποίαν τη εγκρίσει του ευγενεστάτου Φρουράρχου μας κ. Litzenberger συνέστησα εσχάτως υπό την προεδρείαν του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κρήτης και εξ εκλεκτών μελών της κοινωνίας μας και ήτις επιτροπή ανέλαβε να προμηθεύσει δι εράνων εις τους αιχμαλώτους παν ότι χρειάζεται προς βελτίωσιν της ζωής των, εσώρουχα, σκεύη, καθίσματα, σκεπάσματα, βιβλία, σιγάρα και ραδιόφωνον ακόμη. Δεν έπρεπε λοιπόν να αποδράσουν…
..ο Γερμανικός στρατός της Κατοχής, παρ’ότι ημείς παρασυρθέντες από μίαν κακήν πολιτικήν, τον επολεμήσαμεν και αυτός μας κατέκτησε δια των όπλων, δεν έκαμε κατάχρησιν της δυνάμεώς του, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι κατακτηταί έπραξαν εις βάρος των προγόνων μας…
…πέραν όμως τούτου τα γερμανικά στρατεύματα διευθυνόμενα υπό γενναίων ανδρών με ευγενή και ανθρωπιστικά αισθήματα ούτε τα σιτηρά μας έθιξαν καίτοι είχον ανάγκη αυτών και επιπλέον έδειξαν μίαν εξαιρετικήν επιείκιαν και μίαν υπέροχον και άψογον διαγωγήν έναντι του λαού μας διότι εσεβάσθησαν τας γυναίκας μας και την οικογενειακήν μας τιμήν και ουδένα πολίτην κατεδίωξαν δια πολιτικούς λόγους και προπαγάνδαν υπέρ της Αγγλίας την οποίαν τόσον αναιδώς πολλοί εξακολουθούν ακόμη…».
Στον κατάλογο των ονομάτων που δημοσιεύει η εφημερίδα, στο νούμερο 1 των δραπετών, βρίσκεται ο Γεώργιος Πολεμαρχάκης από το Καστέλλι Πεδιάδος. Πήρε μέρος στην Αντίσταση και έχασε τον αδερφό του Στέλιο Πολεμαρχάκη στην Αθήνα το 1944, (εκτελέστηκε από τους Γερμανούς).
Ο πατέρας τους Νικόλαος Πολεμαρχάκης, ήρωας της μάχης της Δοϊράνης, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Γιώργος Πολεμαρχάκης ζούσε στις ΗΠΑ. Τα καλοκαίρια έρχονταν στο αγαπημένο του χωριό το Καστέλλι. Τον Αύγουστο του 2002, μας αφηγήθηκε για τη δραπέτευσή του από το Καπετανάκειο:
«´…ήρθανε μόλις καταλάβανε την Κρήτη εδώ στο Μεϊντάνι οι Γερμανοί με τσι μοτοσικλέτες που έχουνε το κοφίνι. Με τα κράνη, με τα όπλα, γερά εξοπλισμένοι. Κατεβήκανε και κάτσανε στο Μεϊντάνι και λένε που είναι ο Δήμαρχος, που είναι ο παπάς. Εθέλανε να δώσουνε εντολές και διαταγές. Μας εμαζέψανε και λένε του Δημάρχου πρέπει να μας κάνεις μια κατάσταση με αυτούς που λάβανε μέρος στον πόλεμο να παρουσιαστούνε αύριο το πρωί στην αστυνομία που ήτανε στην κάτω πλατεία.
Την άλλη μέρα πήγαμε. Εγώ έκαμα βλακεία. Έπρεπε να σηκωθώ να φύγω. Αλλά πήγα κι εγώ στη γραμμή. Θέλανε να μαζέψουνε αγγαρεία αυτούς που πολεμήσανε. Βλέπω το Πολίτη στην επιτροπή με τσι Γερμανούς. Ο Περάκης ο Μανόλης ένας αξιωματικός, ο Δήμαρχος, ο παπάς. Στέκω στη γραμμή.
Οι Γερμανοί μας κοιτάζανε ένα ένα. Όταν ήτανε κανείς γερός τονε βάνανε σε μια μεριά. Όταν ήταν κανείς κακουρές του λέγανε φύγε. Όταν ήρθε εμένα η σειρά μου, ήμουνα αδύνατος τότε, και λέει ο Περάκης και η επιτροπή να φύγω. Προχωρώ να φύγω.
Αλλά εκείνη τη στιγμή λέει ο Πολίτης κάτι του Γερμανού και με φωνάζουνε πίσω. Του μίλησε του Γερμανού στα Γερμανικά. Αυτός ο Πολίτης, μ’αυτό το επίθετο τονε ξέραμε, ερχότανε από το 1939 και παραθέριζε στο Καστέλλι μαζί με τη γυναίκα του. Κανείς μας δεν ήξερε από πού ήτανε. Μιλούσε τα γερμανικά καλά.
Εκατάλαβα μετά ότι τον είχανε στείλει οι ίδιοι οι Γερμανοί κατάσκοπο όταν οι Άγγλοι εφτιάχνανε το αεροδρόμιο στο κάμπο. Έρχουνται λοιπόν και με παίρνουνε και με πάνε στη γραμμή με τσι άλλους. Μας εμαζέψανε πολλούς, πεντακόσοι νομάτοι θα είμαστε. Πρώτος σταθμός στσι Κουνάβους. Στο γύρο του σχολείου εμείναμε. Πεζοπορία από το Καστέλλι. Μετά μας επήγανε στο Ηράκλειο στο Καπετανάκειο. Αρχίξαμε τσι αγγαρείες και ράους ράους οι Γερμανοί κάθε μέρα.
Οι αγγαρείες σκοπό είχανε να ερευνήσομε όλα τα σπαρτά γύρω από το Ηράκλειο. Ήτανε αρχές Ιούνη και πολλά σπαρτά δεν είχανε θεριστεί ακόμα και εκεί μέσα ήτανε και πολλοί σκοτωμένοι. Γερμανοί αλεξιπτωτιστές. Και όπου ήθελα να βρούμε κανένα φωνάζαμε στον επικεφαλής του κλιμακίου που μας παρακολουθούσε. Ερχότανε ο αξιωματικός, έβγαζε από το λαιμό μια αλυσίδα με την ταυτότητα, εγράφανε το όνομά του και τον παίρναμε και πηγαίναμε και τον θάβαμε.
Όταν ετελείωσε αυτή η περισυλλογή αρχίζει η ανοικοδόμηση. Οι Ρουσές είχανε βομβαρδιστεί άγρια, ο στρατώνας, στον οποίο ορισμένα χτήρια είχανε καταρρεύσει. Μας είχανε και κουβαλούσαμε τα ερείπια. Θυμούμαι και πήρα μια μεγάλη γωνιά και τη βάνω στον ώμο και από πίσω με χτυπούσε με τον υποκόπανο ο Γερμανός και μου’λεγε ράους. Κι άρχισα να τρέχω να σηκώνω και το ρούκουνα.
Όταν ετελείωνε η αγγαρεία μας φέρνανε πίσω. Κοντά στο αεροδρόμιο υπήρχε και ένα λιόφυτο που ήτανε γεμάτο βόμβες, των Εγγλέζων φαίνεται, μεγάλες βόμβες τις οποίες αναγκαστικά οι Γερμανοί έπρεπε να τσι εξαφανίσουνε. Κάναμε ένα είδος τελάρου και βάναμε μια βόμβα και τη σηκώναμε τέσσερις ανθρώποι και τη ρίχναμε στη θάλασσα.
Πηγαίναμε μέσα στη θάλασσα μέχρι τα γόνατα και τσι ρίχναμε εκεί. Το φαγητό μας ήτανε δυο τρία ροβίθια που πλέγανε σε μια κουταλιά ζουμί που μας το βάνανε στην καραβάνα. Μας δίνανε και μια κουραμάνα για τέσσερα άτομα κάθε τρεις μέρες. Πρωί εξεκινούσαμε τη δουλειά και το βράδυ εγυρίζαμε πίσω.
Κοιμούμαστε κάτω στο τσιμέντο. Είχα βγάλει τα παπούτσια μου και τα’βαζα για μαξιλάρι. Μου τα πήρε κάποιος από κει και έμεινα ξυπόλυτος και πήγαινα στην αγγαρεία ξυπόλυτος.
Εσυνεχίστηκε αυτό το βιολί κάμποσο καιρό. Μια μέρα λέω τι κάθομαι εδώ. Ερχότανε καμιά φορά ο πατέρας μου να μου φέρει φαγητό, δεν του το επιτρέπανε, τον κυνηγούσανε οι Γερμανοί, τον χτυπούσανε, οι σκοποί δεν αφήνανε να πλησιάσει κανείς. Μια μέρα από τα τείχη που τον είδα του λέω πατέρα φύγε, φύγε γιατί θα σε σκοτώσουνε. Φύγε και μη φέρνεις τίποτα. Τον ειδοποίησα. Θα φύγω πατέρα, του λέω, θα φύγω. Ο πατέρας μού λέει μη φύγεις παιδί μου,μ γιατί είπανε πως θα σας απολύσουνε.
Του λέω ότι αυτό δε θα γίνει ποτέ πατέρα, όπως και δεν έγινε ποτέ. Κάθε μέρα σκεφτόμουνα τι κάθομαι εγώ εδώ, τι κάθομαι. Μια μέρα ενώ ήμουνε στα τείχη βλέπω εκεί που είχανε βάλει οι Γερμανοί τσι δικούς μας με τούβλα να κάμουνε ένα χώρισμα, ένα είδος μαγειρείου, αντιλαμβάνομαι από τα τείχη τσι απόστρατους αξιωματικούς της Αλβανίας που ήτανε από την περιοχή μας εδώ, και σκαρφαλώνανε.
Βοηθούσανε ο ένας τον άλλο με τα στιβάνια που φορούσανε και επέφτανε απ’ έξω. Θυμούμαι ένα Κοιλιαράκη από το Αρκαλοχώρι, ένα Ρογδάκη, ένα Τερζάκη. Λέω κι εγώ ήντα κάθομαι. Επήγα και βοήθησα δυο τρεις. Έβαζα τα χέρια μου και τσι πετούσα απ’ έξω.
Η ώρα ήτανε βραδάκι. Πιάνω κι εγώ το τοιχιό δίνω μια και πέφτω και γυρίζω από πέρα. Κάθομαι και αφρουκούμαι λίγο. Μετά άρχισα να προχωρώ, να προχωρώ. Μόλις είχε αρχίσει να μουχλιάζει. Μόλις έφυγα και είδα ότι δεν έρχεται στρατός από την πύλη να με πιάσουνε προχωρώ προς την έξοδο να πάω αριστερά προς την εκκλησία, να απομακρυνθώ από το στρατόπεδο.
Εκεί παραπάνω είναι το σπίτι ενός ανθρώπου που με τη γυναίκα του έφερνε σταφύλια και τα πουλούσε στην πύλη. Βλέπω φως και μπαίνω μέσα. Ξέχασα να πω ότι μας εντύσανε στρατιωτικά με γερμανικά ρούχα. Και μια επιγραφή μας βάλανε που έγραφε στα γερμανικά αιχμάλωτος Κρήτης.
Μπαίνω μέσα στο σπίτι και τση λέω θεια εσύ δεν είσαι απού πουλείς τα σταφύλια με τον άντρα σου στην πύλη; Μη φοβάσαι, τση λέω. Τα ρούχα που φορώ θα βγάλω να σου τα βάλω κάτω από το καναπέ. Από μέσα εφόρουνα τα δικά μου ρούχα. Έτσι έγινε. Προχωρώ προς τα πάνω και βλέπω την ταβερνούλα.
Παραπάνω από το Καπετανάκειο ήτανε μια εκκλησία και μια ταβέρνα. Κάθουντανε τση γειτονιάς οι ανθρώποι στην ταβέρνα. Κάθομαι και λέω «σας παρακαλώ μου δίδεται ένα ούζο»; Οι άνθρωποι που κάθονταν στα τραπεζάκια το καταλάβανε ότι ήμουνα δραπέτης και λένε του καφετζή δώστου άλλο ένα.
Η ώρα περνούσε και η εντολή των Γερμανών ήτανε ότι όσοι βρεθούνε στσι δρόμους μετά από τση οχτώ η ώρα θα εκτελούνται. Εγώ λέω τώρα τι θα κάνω; Εδώ στην πύλη του στρατοπέδου υπήρχε ένα μικρό σπιτάκι και έμενε του Νταήλα από το Καστέλλι η νύφη η Κατίνα, φραγκοραφτού, που είχε παντρευτεί τον Πτολεμαίο. Χτυπώ την πόρτα και με βλέπει.
Μου λέει: Γιώργη; Το’σκασα Κατίνα και τι θα γίνει; Κάτσε εδώ μου λέει. Εγώ άκουγα το περπάτημα των Γερμανών πάνω κάτω πάνω κάτω. Τι είχε γίνει; Όταν εγώ έφυγα με ακολουθήσανε πολλοί. Εβδομήντα ένα άτομα εφύγαμε εκείνο το βράδυ. Οι Γερμανοί το πήρανε χαμπάρι. Όταν εξημέρωσε σηκώνομαι και βαδίζω από την εκκλησία να ανακαλύψω που είναι ο δρόμος προς το Χαρασσό να τονε πάρω για να μπορέσω να’ρθω στο Καστέλλι.
Τράβηξα από τη Γαλύφα, Χαρασσό κι ήρθα στο Καστέλλι. Πιάνω δουλειά αγγαρείας όχι με πληρωμή, στον Τζίγκουνα στου Μαυράκη του Μανόλη το καμίνι που έβγαζε τούβλα για τον Χελλάου. Ο Χελλάου ήτανε ένας Γερμανός μηχανικός που κατασκεύαζε το αεροδρόμιο στο Καστέλλι. Έπιασα δουλειά για να δικαιολογηθώ.
Μετά από λίγες μέρες μαθαίνω ένα πρωί πριν φύγω για τη δουλειά ότι έρχεται στην πλατεία του χωριού στο Μεϊντάνι ο Γκεσταπός. Βγαίνω στην πλατεία και έρχεται ο Γκεσταπός του Ηρακλείου με το πέταλο, ο διοικητής τση αστυνομίας ο Πολιουδάκης και ο Ευγένιος Ψαλιδάκης. Έρχουνται και λένε να ειδοποιηθεί ο Δήμαρχος, ο παπάς και οι προύχοντες του χωριού.
Λένε ότι θα εκτελεστούνε αν δεν παρουσιαστούνε οι αιχμαλώτοι που δραπετεύσανε από το Καπετανάκειο. Κρατούν και την εφημερίδα που το ’γραφε. Ολόκληρο κατεβατό έγραφε η εφημερίδα κι εγώ είναι γραμμένος πρώτος λες και το ξέρανε ότι ήφυγα πρώτος. Θα εκτελεστούν γονείς αδέρφια, πρώτα και δεύτερα ξαδέρφια, ο παπάς και ο Δήμαρχος. Κλαίει η μάνα μου, κλαίει ο πατέρας μου.
Ο Γαλανάκης ο χωριανός μας, ο βουλευτής των Φιλελευθέρων ήτανε παρών. Κατεβαίνω από το σπίτι μας που είναι στο Μεϊντάνι και πάω και σταματώ μπροστά τους. Λέω γεια σας. Εγώ είμαι κύριε Πολιουδάκη, ο Πολεμαρχάκης. Που γράφει η εφημερίδα σας. Και μας έχετε υποσχεθεί επανειλημμένως και σεις και ο αρχιμανδρίτης Ευγένιος Ψαλιδάκης ότι θα μας απολύσουνε σύντομα οι Γερμανοί.
Εμείς δεν είμαστε αιχμάλωτοι πολέμου και πήγαμε να πολεμήσομε στην πρώτη γραμμή. Επήγαμε να βοηθήσομε τον Ελληνικό στρατό για την πατρίδα μας. Και το ξέρετε εσείς πολύ καλά. Και δεν πιαστήκαμε αιχμαλώτοι. Σας παρακαλώ να το πείτε στον κύριο και του δείχνω τον Γερμανό αξιωματικό. Να του το εξηγήσετε. Εγώ δεν είμαι αιχμάλωτος. Κοιτάξετε εδώ, και του δείχνω την ταμπέλα που φορούσαμε. Τι λέει εδώ; Δεν γράφει αιχμάλωτος;
Εγώ δεν επιάστηκα αιχμάλωτος. Και τα ρούχα τα γερμανικά που φορούμε γιατί; Και μου απαντά ο Πολιουδάκης, μετά που μιλήσανε μεταξύ ντως με τον Γερμανό, να τους ειδοποιήσω όλους, λέει, να έρθετε στο Ηράκλειο αύριο στο γραφείο μου πίσω από τη Νομαρχία. Θα πάμε να παρουσιαστούμε στο Καπετανάκειο και έχετε το λόγο της αντρικής μου τιμής ότι θα σας απολύσουνε σύντομα. Λέω εντάξει.
Αυτήν την προσπάθεια θα τη κάνω. Ήμουνε τολμηρός. Ειδοποιώ όλους από τα γύρω χωριά που είχαμε φύγει και τους λέω αυτό κι αυτό μού είπε ο Πολιουδάκης. Ελάτε να παρουσιαστούμε και μου υποσχέθηκε ο Πολιουδάκης και ο Αρχιμανδρίτης Ψαλιδάκης ότι θα μας απολύσουνε οι Γερμανοί.
Ο Γκεσταπός δεν εμίλησε. Πάμε στο Ηράκλειο την άλλη μέρα το πρωί. Μας βάζει σε παράταξη ο Πολιουδάκης όπως κάνανε οι στρατηγοί του Χίτλερ και μας επήγε με βήμα από τη Νομαρχία στο Καπετανάκειο. Εμπήκαμε μέσα. Δεξιά στην πύλη ήτανε ο φρουρός Γερμανός. Του λέει ότι αυτοί είναι οι αιχμάλωτοι που δραπετεύσανε και τους φέρνω πίσω. Και φεύγει ο Πολιουδάκης. Ο πρώτος που τση έφαγε ήμουνα εγώ.
Με στένει ένας Λοχίας Αυστριακός στη γραμμή και μου παίζει 25 γροθιές στην καρδιά. Εγώ το πώς ζω τώρα είναι θαύμα. Μου φώναζε ο Αυστριακός ότι εσύ ’σαι λοχίας κι έφυγες; Λοχίας ήμουνε στο στρατό. Ευτυχώς είχα ένα κονισματάκι στο τσεπάκι μου κι αυτό με έσωσε. Με χτυπούσε πάνω στο εικονισματάκι και έσπασε στο τέλος. Εγώ εκατόρθωσα και δεν έπεσα χάμω. Έστεκα ορθός και δεν εγκρεμίστηκα.
Σεπτέμβριος μήνας ήτανε η δραπέτευση. Κι έρχεται ο Οκτώβρης, ο Νοέμβρης, ο Δεκέμβρης. Με αγγαρείες. Παντού στο Ηράκλειο πηγαίναμε. Κακουχίες, κακοπέραση. Πού’ντονε τον κύριο Πολιουδάκη; Που να μας απολύσουνε; Και μας πήρανε και μας πήγανε στα Χανιά. Θα μας πηγαίνανε στη Γερμανία, μας είπανε οι Γερμανοί».
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος