Lamsdorf
Οι Γερμανοί αξιωματούχοι του στρατοπέδου Lamsdorf προμήθευσαν για τις ανάγκες της προπαγάνδας τους μουσικά όργανα στους αιχμαλώτους, τους φωτογράφισαν και υποχρέωσαν να στείλουν όλοι οι κρατούμενοι φωτογραφίες στις οικογένειές τους.

Κλείνουν φέτος 78 χρόνια από τον Ιούνη του 1941 που ξεκίνησε ο Γολγοθάς πενήντα  εννιά ανθρώπων του νομού μας. Η 16η  Ιουνίου 1941 είναι η ημέρα που σημάδεψε  ανεξίτηλα τη ζωή τους. Ο Γερμανός Στρατηγός Διοικητής Κρήτης Στούντεντ εξέδωσε  διαταγή που έλεγε ότι οι στρατιώτες που πολέμησαν στην Αλβανία, (όσοι απ’αυτούς  είχαν  επιστρέψει) πρέπει να παρουσιαστούν αμέσως στις τοπικές διοικήσεις  Χωροφυλακής. Τη διαταγή κλήθηκαν να υλοποιήσουν οι  Πρόεδροι των  Κοινοτήτων.

Πάνω σειρά από αριστερά: Δηλαβεράκης Μανόλης (Κασταμονίτσα), Κριτσωτάκης Μανόλης (Αμαριανό), Ψαράκης Αριστόδημος (Αμαριανό).

Από τον νομό  Ηρακλείου, πενήντα εννιά άτομα με επικεφαλής έναν  υπαξιωματικό από το Ζουρίδι Ρεθύμνου, τον Σήφη Καβρουδάκη,  οδηγήθηκαν με  αφάνταστη ταλαιπωρία στο Ηράκλειο πρώτα, έπειτα στα Χανιά και από εκεί στην  Αθήνα στο στρατόπεδο της Κοκκινιάς.

Από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη και με τρένο στη Γερμανία. Στη  Γερμανία  κλείστηκαν  στο στρατόπεδο εργασίας  Λάμσντορφ και το μέλλον τους ήταν  αβέβαιο. Μεταξύ τους ο Αντώνης Κορναράκης από το χωριό Αμαριανό Πεδιάδος. Γεννήθηκε το 1919 και πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο.

Στα παιδιά του εξιστόρησε την δραματική περιπέτεια της αιχμαλωσίας του. Η διήγηση καταγράφηκε απ’αυτά σε ένα πολυσέλιδο κείμενο. Δημοσιεύουμε τις πρώτες ημέρες εγκλεισμού του στο στρατόπεδο STALAG VIIIB, LAMSDORF, (που βρίσκονταν στην Πολωνία) και τις τελευταίες ημέρες της απελευθέρωσης από την 9η Αμερικανική Στρατιά.

Η αιχμαλωσία των ομήρων κράτησε 49 μήνες και 16 ημέρες (16 Ιουνίου 1941 – 3 Αυγούστου 1945). Στο στρατόπεδο εργασίας βρίσκονταν αιχμάλωτοι από την Ελλάδα, την Βρετανική Κοινοπολιτεία, την Κύπρο και την Παλαιστίνη κ.α. Κάποια ονόματα περιοχών και πόλεων έχουν γραφτεί λανθασμένα, λόγω του χρόνου και της απόστασης από τα γεγονότα. Ο Αντώνης Κορναράκης στο στρατόπεδο είχε το νούμερο 3733 και διηγείται:

…φτάσαμε στη Γερμανία, κατεβήκαμε κάτω, μας πήγαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης «Λαμσντορφ», αυτό ήταν το όνομα του στρατοπέδου. Ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Μας έφτιαξαν οι Εγγλέζοι τσάι και ζεσταθήκαμε, μας έβαλαν μέσα, μας έδειξαν τα κρεβάτια που θα μέναμε.

Την επόμενη μέρα μας μοίρασαν γάλα σκόνη αλλά όμως εμείς, δεν ξέραμε τι ήταν, νομίζαμε ότι ήταν αλεύρι και λόγω Πάσχα μας το έδωσαν για να κάνομε κουλούρια, αλλά κάποιος από το Καστέλλι, ο Λιονάκης Γιώργης το δοκίμασε και νόμισε ότι ήταν τυρί ξυσμένο. Μας είχαν δώσει και ζάχαρη και το κάναμε μυζήθρα και ήταν ωραίο…

θέση του στρατοπέδου Lamsdorf
Κάτω σειρά από αριστερά: Κορναράκης Αντώνης (Αμαριανό), Λουλακάκης Ιωάννης (Σκαλάνι), Μουντράκης Γεώργιος (Κουτουλουφάρι).

…την άλλη μέρα μας πήγανε για κλίβανο και μετά μπάνιο, γιατί βρωμούσαμε από απλυσιά και ψείρες. Την Τρίτη μέρα, μας βγάλανε για αγγαρεία. Βρήκαμε έναν αγρό και είχε μέσα καρότα και μας αφήσαν οι σκοποί και την κάναμε φούσκα.

Την άλλη μέρα πάμε για κουμάντο εργασίας στο «Νόι ντορφ», το χωριό. Μας είχαν προμηθεύσει οι Εγγλέζοι με χλαίνες, αρβύλες, παντελόνια, τα πάντα. Δουλεύαμε στο αεροδρόμιο, π.χ. βγάζαμε χαντάκια, ξεχιονίζαμε, βοηθούσαμε μαστόρους κτλ. Εκεί μείναμε ενάμιση χρόνο.

Κατόπιν έρχεται διαταγή να μετακομίσουμε σε άγνωστη κατεύθυνση. Ήρθαν φορτηγά αυτοκίνητα, περίπου τέσσερα να μας πάρουν. Ξεκινήσαμε βράδυ –ταξιδεύαμε όλη νύχτα- φτάσαμε το πρωί σε ένα μέρος ΟΥΝΤΕΤ ΦΕΡΤ έξω από την Βαρσοβία, στην Πολωνία. Εκεί μείναμε περίπου έξι μήνες στο αεροδρόμιο…

…εκείνες τις μέρες κάποια νύχτα, μας φώναξαν να βγούμε έξω να κάνουμε τριάδες και να ετοιμαστούμε για να φύγουμε. Τότε κάπως καταλάβαμε ότι ο πόλεμος τελείωνε. Τα Ρωσικά στρατεύματα μας πλησίαζαν και αναγκαστικά μας πήραν οι Γερμανοί και φύγαμε για να μην μας πιάσουν οι Ρώσοι και ενισχύσουν τις δυνάμεις τους.

Βαδίζαμε όλη μέρα, όλη νύχτα, σε 40 πόντους χιόνι. Φθάσαμε σε μια κωμόπολη και μείναμε εκεί. Μας φιλοξένησαν σε κάτι κινηματογράφους. Αλλά ρούχα και καλύμματα τίποτα. Ούτε φαγητό μες τον χειμώνα. Την δεύτερη μέρα μας βάλανε σε κάτι αποθήκες δίπλα είχε και αγελάδες και πήγαμε και πήραμε το φαγητό των αγελάδων γιατί πεινάγαμε. Τις αδειάσαμε όλες, ήταν τσουκαριμπέ αυτά που βγάζουν την ζάχαρη. Αυτό το έκαναν επίτηδες για να βρίσκουμε κάτι να τρώμε. Στο διάστημα αυτό, μια μέρα έτυχε να μας βάλουν σε ένα γήπεδο μέσα στο χιόνι.

Η φάλαγγα ήταν 50.000. Εκεί στο γήπεδο με διαταγή του Χίτλερ να τουφεκιστούν όσοι ξένοι ήταν μέσα στη Γερμανία, 26.000.000 εκατομμύρια. Ωστόσο, οι στρατηγοί του είπαν αν κάνουμε αυτό και μπουν οι Αμερικάνοι θα μας ξαφρίσουν όλους και τότε ο Χίτλερ απέσυρε την διαταγή του. Βράδυ- βράδυ ήρθε μες το γήπεδο ένας αγγελιοφόρος και λέει των Γερμανών: απεσύρθη η διαταγή.

Τότε οι Γερμανοί σκοποί χάρηκαν, ήταν απερίγραπτη η χαρά τους. Έτσι την γλυτώσαμε. Συνεχίσαμε την πορεία μας, μείναμε σε σταύλους, αποθήκες περίπου για ενάμισι μήνα. Φθάσαμε στην Τσεχοσλοβακία. Εμάς τους Κρητικούς και όλους τους Έλληνες μας έβαλαν χωριστά. Την περίοδο αυτή, έτυχε να περάσει κάποια κυρία απ’έξω, άκουσε Ελληνικά και μπήκε μέσα χαρούμενη και μας αγκάλιασε και μας είπε ότι: και εγώ είμαι Ελληνίδα και έχω παντρευτεί από εδώ.

Σπουδάζαμε μαζί στην Ελβετία και παντρευτήκαμε και τώρα μένουμε εδώ. Ζήτησε συγνώμη, ρώτησε πόσα άτομα είμασταν και είπε ότι θα ξαναέρθει. Γύρισε μετά από μία ώρα και έφερε κοντά της 3 κοφίνια ψωμί και τυρί και μας τα μοίρασε και δύο τσιγάρα και μας λέει: ότι από τώρα και μετά όσο είστε μέσα στην Τσεχοσλοβακία δεν θα πεινάσετε. Ο άνδρας μου είναι μέλος της Κυβέρνησης και αυτός θα κανονίσει.

 

Lamsdorf.

Πράγματι συνεννοήθηκε με το φαλαγγάρχη για τις επόμενες στάθμες να μας ταΐσουν, φέρνανε σκάφες με σούπες και ψωμί και τρώγαμε πάρα πολύ καλά. Όλη η φάλαγγα έτρωγε πάσης φυλής, Ρώσοι, Γάλλοι, Σέρβοι, Τούρκοι, Ιταλοί κτλ. Αυτό έγινε για ενάμιση μήνα περίπου, μας έσωσε ειδάλλως θα πεθαίναμε όλοι. Φθάνοντας στα σύνορα της Γερμανίας μας λένε οι Γερμανοί: αύριο τέρμα το φαγητό. Πράγματι έτσι και έγινε. Φθάσαμε σε ένα Γερμανικό χωριό, Κάιζε Χάους το όνομα.

Εκεί, ο Ερυθρός Σταυρός μας έφερε ένα αυτοκίνητο τρόφιμα και τσιγάρα και μας τα μοίρασε. Κάτσαμε φάγαμε, μείναμε εκεί άλλη μια μέρα. Το πρωί φύγαμε, το βράδυ φθάσαμε σε μια πολιτεία με το όνομα Νόιστατ στα Ελληνικά Νεάπολη. Την επόμενη μέρα μας έβαλαν στο τρένο, ήταν πια Απρίλιος. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα που ξεκινήσαμε και φύγαμε με το τρένο.

Στην διαδρομή άρχισε βομβαρδισμός από τους Εγγλέζους, νόμιζαν ότι ήταν Γερμανοί. Ευτυχώς έπεσαν δίπλα και δεν μας έκαναν ζημιά οι Εγγλέζοι, φώναζαν φάκιν-φάκιν, εμείς τρομαγμένοι κατεβήκαμε από τα βαγόνια να μπούμε μέσα στο δάσος, και οι Εγγλέζοι φώναζαν όχι, όχι. Βγάλαμε τις χλαίνες και κάναμε σινιάλο και μας πήραν χαμπάρι και σταμάτησαν.

Μας είδαν και μας ζήτησαν συγνώμη και φύγανε. Βαδίζαμε όλη μέρα και φθάσαμε το βράδυ στο Λουξεμβούργο. Η πόλη ήταν καμένη εντελώς, από τα αεροπλάνα, τις βόμβες και είπαν οι Γερμανοί να μείνουμε εκεί και το πρωί θα φύγουμε. Εμείς αντιδράσαμε είπαμε “ΟΧΙ” καλύτερα να φύγουμε. Φύγαμε λοιπόν από εκεί, βαδίζαμε όλη τη νύχτα. Περάσαμε από μια άλλη πολιτεία “Χαιντζ Σχιουτ”. Ωστόσο, ξημέρωσε την άλλη μέρα που φθάναμε στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως “Μους Μπουρκι”.

Ήταν Εγγλέζοι. Μας περιποιήθηκαν και πολλοί κάναμε το μπάνιο μας, ξυριστήκαμε, μας τάισαν όσο θέλαμε, μείναμε μια μέρα παραπάνω και ξεκουραστήκαμε. Μας λένε οι Γερμανοί να γυρίσουμε πίσω στο “Λατζχιούτ”. Μας χώρισαν σε ομάδες ανά χώρα εμάς τους Έλληνες, μας πήγαν σε μια αποθήκη και δουλεύαμε κάθε μέρα στην πόλη. Εκεί κάναμε περίπου ένα μήνα.

Συγκεκριμένα μια γέφυρα μας πήρε έναν μήνα να την φτιάξουμε. Την ημέρα την φτιάχναμε την νύχτα την χαλάγαμε, για να περνάει ο καιρός. Μια από αυτές τις μέρες, πήγαμε αγγαρεία σε ένα μεγάλο εξαώροφο κτήριο, είχαν σπάσει όλα τα τζάμια από τους βομβαρδισμούς και μας πήγαν να καθαρίσουμε το κτήριο. Κατά τις 9 παρά ήρθε ένας αγγελιοφόρος και λέει στον σκοπό να μας κατεβάσει κάτω να μας πάει μέσα στο στρατόπεδο. Ο σκοπός σφύριξε “αλες ρουτα” όλοι κάτω. Μας έβαλαν τριάδες και μας λέει: “Εσείς έξω και μεις μέσα” . Τότε καταλάβαμε ότι ο πόλεμος είχε τελειώσει.

Μας έβαλαν στο στρατόπεδο και μας λέει ο Διοικητής του στρατοπέδου να πάμε στο απέναντι ύψωμα, ότι βάζανε κανόνια και ίσως να σας ρίχναν και έτσι φύγαμε και βγήκαμε πάνω στο ύψωμα. Εκεί πάνω ήταν γεμάτο πολίτες, γυναικόπαιδα κοίταγαν και προφυλαχτούν. Εκεί μείναμε όλη τη νύχτα και όλη την νύχτα ακούγαμε τα κανόνια να βάζουν οι Αμερικάνοι και οι Γερμανοί από την άλλη.

Το πρωί που ξημέρωσε βγήκαμε στην κορυφή του υψώματος και είδαμε τον δρόμο. Τα στρατεύματα των Αμερικανών που προχωρούσαν με τανξ και άλλα πολεμικά οχήματα. Όταν περνούσαμε από το στρατόπεδο ήξεραν ότι είμασταν εκεί και μας ζητούσαν εμάς όμως είχαμε φύγει. Τότε ο Καβρουρδάκης ο Επιλοχίας μας, λέει του διερμηνέα Ασλάνη Αναστάσιο να κάνει ένα σημείωμα να το δώσει στον Βρουζά Γεώργιο να κατέβουν να το δώσουν σε έναν Αμερικάνο, ότι εμείς είμαστε πάνω στο ύψωμα.

Ένας Αμερικάνος αξιωματικός τους δίνει 5 στρατιώτες και έντυσαν και δύο δικούς μας με αμερικάνικες στολές και όπλα και ήρθαν πάνω στο ύψωμα, τους χαιρετήσαμε και τους δικούς μας και μας λέει: “Ο Βρουζάς είμαι μωρέ” οι Αμερικάνοι πήραν τα όπλα των Γερμανών σκοπών και τα έσπασαν μπροστά μας.

Ο επικεφαλής ο Γερμανός ανέφερε με χαιρετισμό στους Αμερικάνους “Σας παραδίδω τόσους αιχμαλώτους, σώους και αβλαβής και παίρνουμε τους Γερμανούς. Μας λέει ένας από τους Αμερικάνους να μην φύγουμε μέχρι ανωτέρας διαταγής. Οι Αμερικάνοι ήταν η έβδομη στρατιά. Μας διέταξαν να φύγουμε από εκεί πήγαμε σε ένα χωριό. Εκεί βρήκαμε ένα φυλάκιο και μας είπαν που να πάμε μετά. Μόλις κατεβήκαμε για να πιάσουμε την άσφαλτο, εβάλανε οι Γερμανοί με κανόνια πάνω στο ύψωμα και ακούγαμε τις φωνές των γυναικόπαιδων (αυτοί νόμιζαν πως είμαστε εμείς εκεί). Αυτή ήταν η οργάνωση S.S. παιδιά του Χίτλερ και είχαν σκοπό να πολεμήσουν μέχρι την τελευταία πατουχιά της Γερμανίας. Από το χωριό που μας έστειλαν πήγαμε σε ένα άλλο που ήταν μια μέρα με τανξ. Εκεί ήταν πολλοί Αμερικάνοι και μας λέει πάλι ο Διοικητής να μείνουμε εκεί μέχρι νεωτέρας διαταγής.

Και μας λέει πάλι αυτός ο ίδιος, να βγουν οι Γερμανοί έξω από τα σπίτια τους και να μπούμε εμείς μέσα, και μη τυχόν και λυπηθεί κανένας. Εμείς μπήκαμε μέσα στα σπίτια τους, και μας φιλοξένησαν πολύ. Μια μέρα μας ειδοποίησαν μετά από 10 μέρες πήραμε διαταγή να φύγουμε και να γυρίσουμε πίσω στο “Λανγκ Χιουτ” από εκεί που είχαμε ξεκινήσει.

Ο πρόεδρος του χωριού είχε πάρει διαταγή να μας φιλοξενήσει στα σπίτια τους και έτσι έγινε. Πηγαίναμε μες την πόλη και ένα μικρό τριών- τεσσάρων τζιπ, το είχαν γεμίσει οι Αμερικάνοι σοκολάτες. Ήταν 2-3 άτομα και σκόρπιζαν στους δρόμους και τρέχανε τα γυναικόπαιδα και τις μαζεύανε. Εκεί μείναμε περίπου ένα μήνα. Είχαμε πια ελευθερωθεί, η ζωή ήταν ωραία, βόλτα, φαγητό και τίποτε άλλο. Περίπου ένα μήνα μετά ήρθε διαταγή να φύγουμε. Μας πήγαν στο αεροδρόμιο, μας έβαλαν σε Γερμανικά αεροπλάνα “οπλιταγωγά” και φύγαμε για την Γαλλία. Μία η ώρα την νύχτα προσγειωθήκαμε στο αεροδρόμιο της Γαλλίας μόνο εμείς οι Έλληνες.

Μας πήγαν στο εστιατόριο για να φάμε περίπου 200 άτομα, 60 Κρητικοί, 17 Αξιωματικοί, γνήσιοι αιχμάλωτοι, γιατί υπήρχαν 2 κατηγορίες αιχμαλώτων, οι Πολιτικοί και οι στρατιωτικοί αιχμάλωτοι. Εμείς ανήκαμε στους στρατιωτικούς. Φάγαμε καλά στο εστιατόριο και πήγαμε να κοιμηθούμε. Μετά από δύο μέρες μας έδιωξαν πάλι με το τρένο με το όνομα “Σετάν” φύγαμε ξανά με το τρένο για “ Σαλούν” μας έδιωξαν πάλι στο ”Ρενσι” έξω από το Παρίσι. Εκεί μείναμε πάνω από 20 μέρες.

Περάσαμε καλά. Θα φεύγαμε για την Αγγλία αλλά λόγω καιρού δεν μπορούσαν να πετάξουν τα αεροπλάνα. Μετά που έφτιαξε ο καιρός φύγαμε με πολεμικά αεροπλάνα, περάσαμε πάνω από την Αγγλία και μας άνοιξαν την πόρτα για να δούμε το Λονδίνο. Έπεφτε μάλιστα στούπες το χιόνι μέσα ήταν πια Μάιος αλλά ο καιρός ήταν χιονιάς. Προσγειωθήκαμε σε ένα αεροδρόμιο της Αγγλίας όπου εκεί μας περιμένανε πολλές κοπέλες να μας περιποιηθούν όσοι ήταν άρρωστοι και μας είπαν να πάν στην άκρη για να μας δει γιατρός και οι υπόλοιποι στην αίθουσα υποδοχής. Είχαν τραπέζια στρωμένα με πάρα πολλά γλυκά, ποτά… ότι ήθελες να φας και να πιεις.

Μας έδωσαν στον καθένα μία κάρτα ελευθέρας για σινεμά, θέατρο, να πάμε όπου θέλουμε δωρεάν. Μετά φύγαμε για το Λονδίνο με τρένο. Στο Λονδίνο υπήρχε μια αίθουσα μαγειρείο, φάγαμε δωρεάν, μετά πήγαμε στα προάστια όπου το μέρος λεγόταν “μπικιες” αυτό ήταν Ινδιάνικο στρατόπεδο. Μας πέρασαν για Ινδιάνους (Ινδία). Το βράδυ μας φώναξαν για συσσίτιο και είχαν ρύζι και τηγανόπιτες για ψωμί και ζωμό τσάι. Περνούσε ένας-ένας και του έβαζαν με χούφτα το ρύζι, μια πίτα πάνω στη Καραβάνα και πως να φας; Το έπιαναν με τα χέρια, εμείς πηγαίναμε κατευθείαν στα σκουπίδια και μας είδε ένας Εγγλέζος και ρώτησε γιατί το πετάμε το φαγητό; και είπαμε είμαστε Έλληνες και τρώμε με τραπέζι και πιρούνι στο τραπέζι και λέει “I’m sorry” εμείς νομίζαμε ότι είσασταν Ινδιάνοι. Μην σας δουν οι Ινδιάνοι και παρεξηγηθούν. Αύριο θα σας φέρουμε Έλληνες μαγείρους.

Μας μοίρασαν τυρί, κονσέρβες, μπισκότα, διάφορα. Την άλλη μέρα πράγματι ήρθαν οι Έλληνες μαγείροι. Μια μέρα, γύρω μετά από 25 μέρες ήρθε ο Βασιλιάς Γεώργιος Β’ να μας δει. Είχαμε μείνει μόνο οι Κρητικοί. Μας είπε: “παιδιά, αν έρθω στην Ελλάδα και με θέλει ο Ελληνικός λαός, θα πληρωθείτε όλους τους μισθούς που δικαιούστε τα 4 χρόνια, όπως της Μέσης Ανατολής”.

Όλες αυτές τις μέρες περάσαμε καλά κατεβαίναμε καμιά φορά στο σταθμό “ Oxford”, πηγαίναμε με συνοδεία με κοπέλες για να μας ξεναγήσουν στα αξιοθέατα του Λονδίνου. Πήγαμε στο Μέγαρο του Τσόρτσιλ, ήταν πρωθυπουργός, αγαπούσε την Ελλάδα πολύ, μας κατέβασε κάτω στο μετρό και μας πήγαν στο ζωολογικό κήπο όλη μέρα. Μας μοίρασαν κάτι ρούχα, εγώ πήρα ένα φόρεμα και το’δωσα στην Αμαλία.

Μια μέρα μας λένε, αύριο φεύγετε. Το βράδυ μας έβαλαν σε μια ταχεία και το πρωί φθάσαμε στο Λίβερπουλ της Σκωτίας στο λιμάνι. Μας έβαλαν σε ένα υπερωκεάνιο καράβι “ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ” και φύγαμε για Ελλάδα. Αλλά, ο προορισμός του καραβιού ήταν για Αλεξάνδρεια. Δεν πήγαμε από εκεί, αλλά πήγαμε από Ιταλία στην Νεάπολη όπου και κατεβήκαμε εκεί. Μας έβαλαν σε ένα τρένο και πήγαμε στο “Τάραντα” ένα πολύ ωραίο μέρος. Μείναμε σε ένα Εγγλέζικο στρατόπεδο. Περάσαμε πάλι ωραία, μας περιποιήθηκαν πολύ καλά, περίμενα για καράβι Ελληνικό μετά από 10 μέρες.

Αντώνης Κορναράκης
Χάρτης της Πολωνίας με τη θέση του στρατοπέδου Lamsdorf

Μια ημέρα από αυτές είχαμε πάει θέατρο με τον Αριστόδημο, κάπως ήμουν αδιάθετος με έκοβε η κοιλιά μου. Δεν σκέφτηκα ότι υπήρχε τουαλέτα και είπα να πάω πίσω στο στρατόπεδο. Στο δρόμο όμως μεταξύ Νέο και παλιό Τάραντα υπήρχε γέφυρα και την ώρα εκείνη περνούσε καράβι. Εκεί βρισκόταν ένας γέρος και πουλούσε βερίκοκα. Με είδε ότι ζοριζόμουν και με ρώτησε τι είχα. Του είπα: “δεν είμαι καλά, με κόβει η κοιλιά μου”. Μου είπε να πάω μέσα στο σπίτι του και με φιλοξένησε με σούπα. Πράγματι αισθανόμουν καλύτερα. Σηκώθηκα και έφυγα. Μου πρόσφερε να μείνω την νύχτα. Την άλλη μέρα πήγα από εκεί, γέμισα μια σακούλα μπισκότα, σοκολάτες, ότι υπήρχε, τσιγάρα, που έκανε μεγάλη χαρά. Το καράβι τελικά ήρθε και φύγαμε για την Ελλάδα. Φθάσαμε στον Πειραιά, βγήκαμε από το καράβι, δύο φαντάροι τότε μας έβαλαν σε συρματοπλέγματα, μας πέρασαν για κουμουνιστές, είχαμε ένα ταγματάρχη Εγγλέζο συνοδό να μας παραδώσει στην Ελληνική κυβέρνηση. Ο ταγματάρχης έφυγε από το καράβι χωρίς να μας δώσει στο κράτος νομίζοντας ότι όλα ήταν εντάξει… Τι διαφορά που υπήρχε… Ζητήσαμε ένα ποτήρι νερό που διψάσαμε και έπρεπε να το πληρώσουμε. Λεφτά δεν υπήρχαν.

Το μεσημέρι γύρισε ο Ταγματάρχης μας είδε μέσα στα συρματοπλέγματα, ρωτάει: “παιδιά τι κάνετε εδώ;” Λέμε: “εδώ μας έβαλαν”. Ρώτησε το σκοπό: “γιατί αυτοί είναι εδώ;” Λέει: “Έχομε διαταγή.” Πήγε ρώτησε και του είπαν. Μετά γύρισε και είπε: “άνοιξε την πόρτα να βγουν τα παιδιά έξω”. Ήρθαν δύο μεγάλα στρατιωτικά φορτηγά, μας έβαλαν και πήγαμε στο στρατόπεδο. Δύο μέρες μετά ο Λοχαγός του Κέντρου μας λέει: “Παιδιά να παραδώσετε τις καραβάνες γιατί οι δικοί μας είχαν για καραβάνα κουτιά από μπάμιες κονσέρβες και ήθελαν τις δικές μας”. Είπαμε “ΟΧΙ”. Τις πετάξαμε στα μούτρα και τους είπαμε αυτή είναι η υποδοχή που μας κάνατε; Μετά από δύο μέρες μας πήγαν σε ένα καράβι το “Ελένη” μας πήρε περίπου 10 μέρες, πήγαινε πολύ σιγά, ήταν φορτωμένο, κατεβήκαμε κάτω και η νομαρχία Ηρακλείου σε καθένα έδωσε 300 δραχμές και ένα Ελευθέρας να πηγαίνουμε όπου θέλουμε τσάμπα. Αυτό έγινε μόνο στην Κρήτη. Η υπόλοιπη Ελλάδα δεν έδωσε σημασία. Μας έκλεισε σε συρματοπλέγματα. Όταν ήρθαμε πίσω, πήραμε ένα χαρτί από τον Ερυθρό Σταυρό που έλεγε πότε φύγαμε για αιχμάλωτοι και πότε γυρίσαμε και ένα χαρτί από το Γενικό Επιτελείο Στρατού που έλεγε: “Το παρόν δίνετε να χρησιμοποιηθεί για πάσα νόμιμη χρήση ως αιχμάλωτος πολέμου που συνελήφθη τον Ιούνιο του 1941 και επιστρέφει 3 Αυγούστου 1945”.

*O Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος