Ο Γεώργιος Ζωγραφάκης ή Ξηρούχης και δεξιά απόσπασμα του στρατιωτικού μητρώου του Στρατηγού Χάινριχ Κράιπε
Ο Γεώργιος Ζωγραφάκης ή Ξηρούχης, Πρόεδρος της Κοινότητος Καστελλίου Πεδιάδος. Στο σπίτι του στην Κασταμονίτσα, (είχε παραιτηθεί από το αξίωμα του Προέδρου) φιλοξενήθηκαν οι απαγωγείς του Στρατηγού Κράιπε μετά την έλευσή τους στην Κρήτη στις 4 Απριλίου 1944, εφοδιάζοντάς τους με πλαστές ταυτότητες.

Την Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 1944 τα μεσάνυχτα, αφήνοντας με αλεξίπτωτο το αεροσκάφος τύπου Ουέλλικτον που τον μετέφερε, φτάνει ο Λοχαγός Πάτρικ Λη Φέρμορ στο οροπέδιο Ομαλού της Βιάννου. Οι σύντροφοί του δεν καταφέρνουν να τον ακολουθήσουν με τα αλεξίπτωτά τους, γιατί είχε απλωθεί ομίχλη που έκανε αδύνατη την προσπάθεια.

Αποστολή του Πάτρικ Λη Φέρμορ με την ομάδα του ήταν η απαγωγή του σφαγέα της Βιάννου Μίλερ. Δυο μήνες αργότερα, στην παραλία Δέρματος, (ανατολικά του Τσούτσουρα), την Τρίτη 4 Απριλίου 1944, αποβιβάζονται οι Στάνλεϋ Μος, Γιώργης Τυράκης και Μανόλης Πατεράκης. Με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ θα επιχειρούσαν την απαγωγή, όχι του Στρατηγού Μίλερ που είχε αποσυρθεί από την Κρήτη, αλλά του Στρατηγού Κράιπε.

Η πορεία των αντρών ήταν από την παραλία Δέρματος στο χωριό Σκινιάς, (5/4), στην Κασταμονίτσα, (από 7 ως 14 Απριλίου), στη μάντρα του Σηφογιάννη στα ορεινά της Κασταμονίτσας (Μεγάλη Παρασκευή 14/4), στο χωριό Κασταμονίτσα για την Ανάσταση το βράδυ της 15ης Απριλίου), στη μάντρα και πάλι την Κυριακή του Πάσχα το απόγευμα (16 ως 21 Απριλίου), στις Πατσίδες (21/4).

Το βράδυ της Τετάρτης 26 Απριλίου 1944, το εγχείρημα της απαγωγής στέφθηκε με επιτυχία. Ο Στρατηγός Κράιπε ήταν στα χέρια των απαγωγέων. Δύο Βρετανοί αξιωματικοί και έντεκα Κρητικοί αποτελούσαν την ομάδα της επιχείρησης και ήταν: Πάτρικ Λη Φέρμορ, Στάνλεϋ Μος, Μανόλης Πατεράκης, Γιώργης Τυράκης, Γρηγόρης Χναράκης, Στρατής Σαβιολής, Αντώνης Ζωιδάκης, Νίκος Αθανασάκης, Μιχάλης Ακουμιανάκης, Παύλος Ζωγραφιστός, Νίκος Κόμης, Δημήτρης Τζατζάς και Αντώνης Παπαλεωνίδας.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Αυτοαποκαλούμενος ιστορικός ερευνητής, μετά την αναγραφή των ονομάτων των παραπάνω απαγωγέων σε μαρμάρινες στήλες στο μνημείο της διακλάδωσης των Αρχανών την Κυριακή 13 Μαΐου 2018, ισχυρίζεται μιλώντας ψιθυριστά (σε ποιους άραγε;) ότι ένας από τους απαγωγείς, που ο δραστήριος Πολιτιστικός Σύλλογος Πατσιδών φρόντισε να τοποθετηθούν τα ονόματά τους μετά από 74 χρόνια, δεν συμμετείχε στο εγχείρημα και επομένως δεν έπρεπε να είναι εκεί το όνομά του.

Αναμένουμε με μεγάλο ενδιαφέρον να αποκαλύψει ποιος είναι αυτός ο «κατά φαντασίανª Κρητικός απαγωγέας». Αν δεν το κάνει, θα αποκαλύψουμε εμείς το όνομα του σπουδαίου «ιστορικού ερευνητή».

Τέσσερις ημέρες μετά την απαγωγή, η ομάδα με τον Στρατηγό Κράιπε βρίσκεται στα Πετροδολάκια του Ψηλορείτη, στα μητάτα της οικογένειας των Ξυλούρηδων.
Δεξιά απόσπασμα του στρατιωτικού μητρώου του Στρατηγού Χάινριχ Κράιπε (φωτογραφία αρχείου Annette Windgasse)

Ο Στρατηγός οδηγήθηκε στον Ψηλορείτη (27 Απριλίου-5 Μαΐου 1944), στη «Βορινή Τρύπα» της Νίθαυρης Αμαρίου στις 6 Μαΐου, στο χωριό Πατσός Αμαρίου διαμέσου του χωριού Αγίας Παρασκευής (από 7 ως 9 Μαΐου 1944), στη συνέχεια μέσω των χωριών Φωτεινού, Βιλανδρέδο κ.ά., κατέληξαν στην παραλία «Περιστερέ» του Ροδάκινου Χανίων. Ξημερώματα της 15ης Μαΐου 1944, ο Κράιπε επιβιβάζεται σε σκάφος επιφανείας με Κυβερνήτη τον Μπράιαν Κόλεμαν και μεταφέρεται με μέλη της ομάδας απαγωγέων στη Μάσα Ματρούχ της Αιγύπτου, το απόγευμα της ίδιας ημέρας.

Μέλη των Ομάδων των Αρχηγών Μπαντουβά, Πετρακογιώργη, Χριστομιχάλη, Πέτρακα, Ακουμιανάκη, αλλά και πολλοί Κρήτες πατριώτες και πατριώτισσες, συνέδραμαν στην απόκρυψη, τροφοδοσία και διαφυγή του Κράιπε, (από τις 24 Απριλίου ημέρα της απαγωγής, ως 15 Μαΐου 1944, ημέρα της αναχώρησης για Μάσα Ματρούχ).

Στην Κρήτη, το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Απριλίου, βρίσκονταν τέσσερις συμμαχικοί σταθμοί ασυρμάτου. Του Τομ Ταμπάμπιν (Ιωάννης) στον Ψηλορείτη, του Άλεξ Ρέντελ (Αλέξης) στα Λασιθιώτικα βουνά, του Ντένη Τσικλιτήρα (Διονύσιος) στην Ασή Γωνιά και του Ντικ Μπαρνς (Παύλος) στον Δρυγιαδέ Ρεθύμνου – ήταν αυτός που έδωσε τελικά το σήμα της απαγωγής στο Συμμαχικό Στρατηγείο.

Η απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε κυριαρχεί στις αντιστασιακές πράξεις που έγιναν στην Κρήτη το διάστημα της κατοχής από το σύνολο των ανταρτικών ομάδων. Οι λόγοι που την κατατάσσουν στην κορυφή της πυραμίδας είναι:

α) Κατέδειξε στους αξιωματούχους των κατακτητών ότι κανείς τους πλέον δεν ήταν ασφαλής, καταρράκωσε το ηθικό τους και έκανε υπερήφανους τους Κρητικούς.

β) Η επιχείρηση (πριν και μετά) ξεδιπλώθηκε και στους τέσσερις νομούς της Κρήτης. Από τον Ομαλό της Βιάννου ως τη φυγάδευση από το Ροδάκινο Χανίων.

γ) Το πλήθος της συμμετοχής των αντρών της Κρητικής Αντίστασης στην απόκρυψη, τροφοδοσία και διαφυγή του Κράιπε.

δ) Η αντίδραση των κατακτητών κατά το διάστημα της εξερεύνησης της Κρήτης τις ημέρες πριν τη διαφυγή του Κράιπε, (από 26 Απριλίου ως 15 Μαΐου 1944), αλλά και οι προφάσεις τους για τα αίτια των πυρπολήσεων δεκάδων χωριών και των εκτελέσεων εκατοντάδων πατριωτών την περίοδο που σχεδίαζαν την απόσυρσή τους στην «Οχυρά Θέση Χανίων» και

δ) Τα εγκλήματα πολέμου των Γερμανών αξιωματούχων – επικαλέστηκαν την απαγωγή του Κράιπε και τη συνδρομή του πληθυσμού της Κρήτης για να πυρπολήσουν χωριά και να εκτελέσουν κατοίκους – δεν είχαν προηγούμενο.

Όπως αποκαλύψαμε στην έγκριτη εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, Μύθοι και αλήθειες, 30 Απριλίου 2019, από την πρώτη στιγμή γνώριζαν από τις μυστικές υπηρεσίες τους με απόρρητα έγγραφα, ότι το εγχείρημα της απαγωγής σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από το Συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής.

Erholungsheim Kastamonitsa – αναρρωτήριο Κασταμονίτσας, στη βορειοανατολική έξοδο του χωριού.

Ο Γεώργιος Ζωγραφάκης ή Ξηρούχης, Πρόεδρος του Καστελλίου Πεδιάδος, παραιτήθηκε από το αξίωμά του λίγες ημέρες από την άφιξη των Γερμανών στο Καστέλλι.

Επέλεξε για κατοικία του ένα σπίτι στο χωριό Κασταμονίτσα και μετέφερε εκεί την οικογένειά του.

Οργανώνεται στην Αντίσταση και γίνεται ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες των Βρετανών πρακτόρων και των Κρητικών, που βρίσκουν καταφύγιο στα ορεινά της Κασταμονίτσας στη «μάντρα του Σηφογιάννη».

Ο Γεώργιος Ζωγραφάκης ή Ξηρούχης, ήταν πατέρας του Κίμωνα Ζωγραφάκη, αντιστασιακού και σαμποτέρ του αεροδρομίου Καστελλίου τον Ιούνιο του 1942 και Ιούλιο 1943, πατέρας του Χάρη Ζωγραφάκη που βρίσκονταν στο Κάιρο κυνηγημένος από τα στρατεύματα κατοχής, πατέρας του δασκάλου και Έφεδρου Ανθυπολοχαγού Γιάννη Ζωγραφάκη που εκτέλεσαν οι Γερμανοί στην Αγυιά Χανίων τον Οκτώβρη του 1943 μετά τη μεγάλη δίκη των αξιωματικών.

Πατέρας των κοριτσιών Ευθυμίας και Μαρίας, που περιγράφει ο Στάνλεϋ Μος στο βιβλίο της απαγωγής του Στρατηγού Κράιπε ´ILL MET BY MOONLIGHT» και πατέρας δύο ανήλικων αγοριών.

Στις 4 Απριλίου 1944, μία τορπιλάκατος προσεγγίζει την παραλία Δέρματος στις παρυφές των Αστερουσίων. Μεταφέρει τον Άγγλο Λοχαγό Στάνλεϋ Μος και τους Μανόλη Πατεράκη, Γιώργη Τυράκη, Ζαχαρία Χαιρέτη, Γεώργιο Δραμουντάνη, Γιάννη Κατσιά. Οι τρεις πρώτοι θα πάρουν μέρος στην απαγωγή του στρατηγού Κράιπε. Την τορπιλάκατο περίμεναν στην παραλία οι Πάτρικ Λη Φέρμορ, Άλεξ Ρέντελ, Κίμωνας Ζωγραφάκης, Γρηγόρης Χναράκης, Βασίλης Κονιός, Χάρης Σαριδάκης. Σκοπός των ανδρών υποδοχής – είχαν ξεκινήσει από την Κασταμονίτσα και το σπίτι του Γιώργη Ζωγραφάκη-Ξηρούχη – ήταν να οδηγήσουν τους Μος,

Η ταυτότητα του Μανόλη Πατεράκη, δραστήριου και ηγετικού στελέχους της Εθνικής Αντίστασης Κρήτης, μέλος της ομάδος των απαγωγέων του Στρατηγού Κράιπε.
Τέσσερις ημέρες μετά την απαγωγή, η ομάδα με τον Στρατηγό Κράιπε βρίσκεται στα Πετροδολάκια του Ψηλορείτη, στα μητάτα της οικογένειας των Ξυλούρηδων. Στην πίσω πλευρά της φωτογραφίας αναγράφεται: “Leigh Fermor and Moss resting at Xylouris’hideout, 28 April 1944 – Ο Λη Φέρμορ και ο Μος αναπαύονται στο κρησφύγετο του Ξυλούρη, 28 Απριλίου 1944”

και Τυράκη στην Κασταμονίτσα.

Ο Λοχαγός Στάνλεϋ Μος, ο ένας από τους δύο Βρετανούς απαγωγείς του Στρατηγού Κράιπε, στο βιβλίο του «ILL MET BY MOONLIGHT –σκιές στο φεγγαρόφωτο» περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τη γνωριμία του με τον Κίμωνα Ζωγραφάκη (είχε το ψευδώνυμο Ζαχαρίας) και την πορεία των απαγωγέων από την παραλία Χούσακας ως την Κασταμονίτσα. Σχετικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Λοχαγού Μος αναφέρουν:

«…μετά ένα λεπτό, όμως, ένα άγνωστο χέρι με έπιασε γερά από το μπράτσο. Γύρισα και είδα πίσω μου έναν νέο και ψηλό άντρα.

Τα μαλλιά του ήταν ομορφοκομμένα, το μουστάκι του ήταν μικρό και περιποιημένο, φορούσε ένα κοντό ζακέτο που κάτω από το φως του φεγγαριού ήταν πολύ της μόδας. Εγγλέζος ήταν ή μήπως ο πιο ταπεινός βοσκός; Τότε ο άγνωστος μίλησε:

-Συ φίλος Πάντυ; Τα αγγλικά του ήταν σπασμένα. Του απάντησα καταφατικά και το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα πλατύ χαμόγελο.

-Εγώ φίλος Πάντυ, πρόσθεσε. Όνομα, Ζαχάρης.

Πήρε το όπλο μου από την πλάτη μου και άρχισε να το ψάχνει.

Ο ίδιος δεν ήξερε πως χρησιμοποιούν τα όπλα αυτά-ήταν τύπου μάρλιν-και ο άγνωστος φίλος μου φαίνεται ότι ήξερε λιγότερα πράγματα από μένα. Γι’αυτό του είπα βιαστικά ότι το όπλο ήταν γεμάτο. Το μόνο αποτέλεσμα ήταν να αυξήσει το ενδιαφέρον του για τα διάφορα κουμπιά του όπλου και να προσθέσει:

-Πολύ καλό τόμμυγκαν.

Τέλος προς μεγάλη μου ανακούφιση, ξανάβαλε το όπλο στον ώμο μου.

Τον ερώτησα αν ήξερε που ήταν ο Πάτρικ Λη Φέρμορ.

-Πάντυ με Γερμανούς, ήταν η απάντησή του.

Όπως κατάλαβα ο Πάντυ ήταν στην άλλη άκρη της παραλίας με τέσσερις Γερμανούς αιχμαλώτους που θα ταξίδευαν στην Αίγυπτο με το πλοίο που μας είχε φέρει. Και τότε ρώτησα τον Ζαχάρη που έμαθε να μιλά Αγγλικά.

-Στην Αλεξάνδρεια, μου απάντησε…

…και άρχισεν η μεγάλη πορεία. Ο Ζαχάρης μου είπεν ότι θα φθάναμε στην κρυψώνα μας σε μιάμιση ώρα. Όταν ξεκινήσαμε ήταν μεσάνυχτα. Κι όταν φτάσαμε στον προορισμό μας ήταν πια τέσσερις το πρωί. Σύντομα έμαθα ότι όταν ο Κρητικός σου λέγει ότι θα χρειαστείς τόσην ώρα για να φτάσεις στον προορισμό σου, καλά θα κάνεις να τριπλασιάζεις το χρόνο που υπελόγισε

. Στην αρχή νόμισα ότι ήταν μια αδυναμία του Ζαχάρη, σύντομα όμως κατάλαβα ότι πρόκειται για γενικό ελάττωμα. Η Κρήτη μου φαινόταν σαν μια τεράστια σειρά από βράχους. Σε κάθε κορυφή που φθάναμε βλέπαμε να υψώνεται εμπρός μας μια άλλη πανύψηλη κορφή. Και το πράγμα γινόταν ακόμη πιο απελπιστικό, γιατί πάντα ο Ζαχάρης μας έλεγε με ύφος παρηγορητικό : Σε δέκα λεφτά φτάσαμε…

…όταν χάραζε η αυγή φάνηκε πίσω από ένα λόφο το χωριό. Πήγαμε κατευθείαν στο σπίτι του Ζαχάρη όπου μας περίμενε ολόκληρη η οικογένεια: ο πατέρας, (Γιώργης Ζωγραφάκης-Ξηρούχης), η μητέρα, δυο αδελφοί και δυο αδελφές. Είχαν ετοιμάσει από πριν ένα τεράστιο γεύμα και το γλέντι μας, γιατί γλέντι ήταν-κράτησε ως που ξημέρωσε για καλά…

Στο τέλος τα μάτια μας δεν άνοιγαν και με πραγματική ανακούφιση βρήκαμε, όταν ανεβήκαμε επάνω, να μας περιμένουν πραγματικά κρεβάτια, με μαλακά στρώματα και ολοκάθαρα σεντόνια. Δεν ξυπνήσαμε παρά το μεσημέρι…

…σαν πραγματικοί μεγιστάνες φάγαμε το μεσημεριανό μας στο κρεβάτι, όπου μας περιποιήθηκαν οι αδελφές του Ζαχάρη, (Μαρία και Ευθυμία), δύο γελαστές, έξυπνες και όμορφες κοπέλες που μου θύμιζαν τα πρώτα μοντέλα του Πικασό…

…αποφασίσαμε ότι την άλλη μέρα ο Πάντυ (Πάτρικ Λη Φέρμορ) θα έφευγε με τον Μίκυ, (Μιχάλης Ακουμιανάκης), για το Ηράκλειο για να αντιληφθεί κι ο ίδιος τις κινήσεις του Κράιπε, ενώ εγώ με την υπόλοιπη ομάδα θα ανέβαινα στα βουνά πάνω από την Κασταμονίτσα για να βρω ένα στρατηγείο από όπου θα επιχειρούσαμε το τόλμημά μας και θα ξεκινούσαμε για τη δύσκολη επιστροφή μας.

Ολόκληρη την ημέρα την περάσαμε με συζητήσεις. Ευτυχώς δεν είχαμε πολλούς επισκέπτες γιατί στην άκρη του χωριού υπήρχε ένα μεγάλο γερμανικό αναρρωτήριο και δεν ήταν φρόνιμο να μπαινοβγαίνουν μέσα στο σπίτι πολλοί άνθρωποι ενώ ήταν ακόμη μέρα. Οι Γερμανοί συνήθιζαν να διασχίζουν το χωριό σε μικρές ομάδες, να στέκονται στις γωνίες των δρόμων και να προσπαθούν να αγοράσουν κανένα φρέσκο αυγό από τους χωρικούς…

…αντιθέτως, παρά τις πικρές αναμνήσεις, ο πατέρας του Ζαχάρη (Γεώργιος Ζωγραφάκης ή Ξηρούχης), έμενε ασυγκίνητος και ατάραχος, σαν ακλόνητος βράχος. Σπάνια μιλούσε και σπάνια χαμογελούσε ο λαμπρός αυτός άνθρωπος με το όμορφο πρόσωπο, τα κατάλευκα μαλλιά και τις ελαφρές κινήσεις ενός αγριοκάτσικου…

…στις έντεκα τη νύχτα, ξεκινήσαμε και μεις. Η μάνα του Ζαχάρη μας αποχαιρέτησε με δάκρυα και κάνοντας τον σταυρό της. Οι αδελφές του μας είχαν ετοιμάσει ωραιότατα γλυκίσματα κι ο πατέρας του ήρθε μαζί μας για λίγο ως οδηγός. Ο καιρός ήταν θαυμάσιος, το φεγγάρι μεγάλο και κατακάθαρο. Επί μιαν ολόκληρη ώρα ο πατέρας του Ζαχάρη, προπορεύονταν. Τα άσπρα του μαλλιά έλαμπαν στο φως του φεγγαριού, θύμιζαν κάποιο παραμυθένιο πρόσωπο

. Μας οδήγησε στους πρόποδες του βουνού. Εκεί, δίχως άλλη κουβέντα, μας αποχαιρέτησε, γύρισε πίσω και χάθηκε μέσα στη νύχτα. Από κει που στεκόμαστε βλέπαμε το μεγάλο Γερμανικό αναρρωτήριο και το ανηφορικό μονοπάτι που θα ακολουθούσαμε. Επί τρεις ολόκληρες ώρες σκαρφαλώναμε, θα’λεγε κανείς ότι ανεβήκαμε σε δυσθεώρητα ύψη…

…η σπηλιά μας ήταν πολύ μικρή και η είσοδός της αθέατη ακόμα κι από κοντά. Για να μπει κανείς μέσα θα έπρεπε να συρθεί με την κοιλιά. Για μένα έμοιαζε με ένα μικροσκοπικό δωματιάκι, δυόμισι επί δύο μέτρα και με ύψος που μόλις έφθανε το ένα και σαράντα. Μικροσκοπικό αλλά και πολύ αναπαυτικό γιατί το πάτωμά του ήταν στρωμένο με φτέρες. Από τους έξη μας, ο Γρηγόρης (Γρηγόρης Χναράκης) ο Ζαχάρης κι ο Ουάλλας Μπήρυ (Αντώνης Παπαλεωνίδας) κοιμόταν κάτω από ένα βράχο εκεί δίπλα. Έτσι έμενε στην σπηλιά αρκετός χώρος για τους υπόλοιπους τρεις. Εμένα, το Γιώργη, (Γιώργης Τυράκης), και τον Μανόλη, (Μανόλης Πατεράκης)…

…ο Γιώργης κι εγώ οπλιστήκαμε ως τα δόντια κι ακολουθήσαμε το βοσκό (Μανόλη Σηφάκη ή Σηφομανόλη, γιος του Σηφογιάννη). Όταν όμως φτάσαμε στην καλύβα του, (στην μάντρα), ένας άλλος βοσκός, (ο Σηφογιάννης), μας είπε ότι οι δυο Ρώσοι φοβήθηκαν κι έφυγαν. Γυρίσαμε στη σπηλιά μας. Και μετά δύο ημέρες ο βοσκός μας ήρθε πάλι να μας πει ότι οι «άνθρωποί» του είχαν φανεί και πάλι.

Τον ακολουθήσαμε και σε λίγο βρισκόμαστε μπροστά σε δύο αληθινούς Ρώσους στρατιώτες που είχαν πιαστεί στην Κριμαία, αιχμάλωτοι. Είχαν δουλέψει επί δυο χρόνια σε διάφορα στρατόπεδα και ύστερα μεταφέρθηκαν στην Κρήτη, όπου εργάζονταν στα έργα στο αεροδρόμιο Καστελλίου. Το φαγητό τους ήταν αφαντάστως λιγοστό ωσότου στο τέλος αποφάσισαν να δραπετεύσουν. Περιπλανήθηκαν μερικές μέρες στα βουνά νηστικοί, ρακένδυτοι και γεμάτοι πληγές. Τους ντύσαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε, τους ταΐσαμε και έτσι ο Ιβάν και ο Βασίλης έγιναν δύο καλοί και ευχάριστοι σύντροφοί μας.

Τα βράδια τραγουδούσαν τα νοσταλγικά τραγούδια της Ουκρανίας και μας έλεγαν για τις τρεις περίπου χιλιάδες άτυχους συντρόφους τους που τυραννιόταν στα στρατόπεδα της Κρήτης. Κάναμε διάφορα παράτολμα σχέδια να τους ελευθερώσουμε και να σχηματίσουμε μια μεγάλη ομάδα κρούσεως που να τρομοκρατήσει τους Γερμανούς…ª.

Την πορεία της ομάδας των απαγωγέων από την παραλία Δέρματος ως την Κασταμονίτσα, περιγράφει ο Κίμωνας Γ. Ζωγραφάκης. Η οικογένειά του έμενε στην Κασταμονίτσα και ήταν γνώστης του δρομολογίου. Ο Κίμωνας Ζωγραφάκης μεταξύ άλλων διηγείται:

´«…το βράδυ της 5-4-44, (από το χωριό Σκινιάς), φορτώσαμε πάλι τα πράγματα στα ίδια μουλάρια και με οδηγό εμένα αναχωρήσαμε για την Κασταμονίτσα.

Περάσαμε κοντά από τα χωριά Λαγούτα-Βακιώτες-Κασάνους-Αυλή-την επικίνδυνη διασταύρωση στον μύλο του Γαζέπη, το Νιπιδητό, το Γεράκι, τη Μαθιά, το Αμαριανό και ξημερώματα φτάσαμε στην Κασταμονίτσα και καταλύσαμε στο σπίτι της οικογένειας του πατέρα μου. Στο ανώγειο του σπιτιού έμειναν οι: Πάτρικ-Λη-Φέρμορ, Στάνλεϋ Μος, Μανόλης Πατεράκης, Γιώργης Τυράκης, Αντώνης Παπαλεωνίδας και Γρηγόρης Χναράκης. Στην Κασταμονίτσα ειδοποιημένος πήγε και ο Μιχαήλ (Μίκης) Ακουμιανάκης και την 8-4-1944 ο Πάτρικ-Λη-Φέρμορ και ο Ακουμιανάκης αναχώρησαν για το Ηράκλειο, να συναντηθούν και με άλλους αγωνιστές και να καταρτίσουν το σχέδιο της επικίνδυνης επιχείρησης.

Στην Κασταμονίτσα μείναμε ως τη Μεγάλη Παρασκευή (14-4-1944). Τη Μεγάλη Παρασκευή πήγαμε στη μάντρα του Σηφογιάννη στην ορεινή τοποθεσία Καλόγερος και την επομένη επιστρέψαμε στην Κασταμονίτσα. Πάσχα, (16-4-1944) κάναμε στο σπίτι του πατέρα μου αλλά την ίδια μέρα αναχωρήσαμε και πάλι όλοι για την μάντρα του Σηφογιάννη. Εκεί ειδοποιημένοι έφτασαν και οι Αντώνης Ζωϊδάκης, Νίκος Κόμης και ο οπλαρχηγός Αναστάσιος Μπουρτζαλής με την ομάδα του.

Στη μάντρα του Σηφογιάννη γιορτάσαμε την Ανάσταση του Θεανθρώπου, ψήσαμε και φάγαμε αρνί, ήπιαμε κρασί, βγάλαμε πολλές φωτογραφίες και ευχόμαστε ο ένας στον άλλο καλή επιτυχία στη σχεδιαζόμενη επιχείρηση την οποία οι πολλοί δεν γνώριζαν επακριβώς. Τις πρώτες νυχτερινές ώρες της 21-4-1944, κινήσαμε από τη μάντρα του Σηφογιάννη σε τρία τμήματα για την πραγματοποίηση της αποστολής μας…».

 

* O Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος