Ο Κλεόμβροτος ήταν βασιλιάς της Σπάρτης. Στη μεγάλη μάχη των Λεύκτρων, μεταξύ Σπαρτιατών και Θηβαίων το 371 π.Χ., νίκησαν οι Θηβαίοι και ο βασιλιάς των Σπαρτιατών Κλεόμβροτος σκοτώθηκε. Ένας από τους τέσσερις γιους του Μανόλη Κουριδάκη, (Σφακιανομανόλη ή Μπαϊρακτάρη), από το χωριό Παθιεκιανά Κισσάμου Χανίων (σημερινή Καλλιθέα), βαφτίστηκε από έναν δάσκαλο και έλαβε το όνομα Κλέομβροτος.
Η επιχείρηση “Ερμής” ήταν η εφαρμογή του σχεδίου των Γερμανών για την κατάληψη της Κρήτης. Από τις 6 ως τις 30 Απριλίου 1941, οι Γερμανοί είχαν καταλάβει την Ελλάδα. Το μόνο κομμάτι ελληνικής γης που απέμενε ελεύθερο ήταν η Κρήτη. Εξυπηρετούσε τα πολεμικά τους σχέδια στη Μεσόγειο (Κύπρο Μάλτα Γιβραλτάρ) και στη Ρωσία, (επιχείρηση Μπαρμπαρόσα που ακολούθησε).
Στις 25 Απριλίου 1941, ο Αδόλφος Χίτλερ εξέδωσε την 74η Πολεμική Ντιρεκτίβα, με την οποία ανακοίνωνε στους επιτελείς του το σχέδιο ΕΡΜΗΣ (κατάληψης της Κρήτης). Η επιχείρηση ξεκίνησε τα ξημερώματα της 20ης Μαΐου 1941 στον νομό Χανίων. Στην ευρύτερη περιοχή του Κολυμπαρίου, το ίδιο πρωινό άρχισε η ρίψη των αλεξιπτωτιστών.
Ο Κλεόμβροτος Κουριδάκης, αποφάσισε να μεταφέρει την γυναίκα του Ελευθερία, τον τρίχρονο γιο του Μανόλη, την μητέρα του Ρουμπίνη και την αδελφή του Αικατερίνη από το χωριό του Παθιεκιανά στο σπίτι του πεθερού του Λουφαρδάκη Αντώνη στο χωριό Κακόπετρος Χανίων για να τους προφυλάξει. Το χωριό ήταν ορεινό, μακριά από τις επιχειρήσεις και πίστευε ότι εκεί οι δικοί του θα είναι ασφαλείς. Ο ίδιος επέστρεψε πίσω και πήρε μέρος στη Μάχη της Κρήτης. Όμως η μοίρα, πολλές φορές, άλλα σχεδιάζει. Πρωταγωνιστής σ’ αυτήν την τραγωδία ο Κλεόμβροτος Κουριδάκης.
Στις 23 Μαΐου 1941, τέταρτη ημέρα της Μάχης της Κρήτης, λίγο πριν το μεσημέρι, ομάδα 20 Γερμανών αλεξιπτωτιστών κατευθύνεται προς Κάντανο – Παλαιόχωρα. Στη θέση Αγριμοκεφάλα – Στροφές του Κακοπέτρου, εξοντώνεται από τους κατοίκους της περιοχής. Σώζεται μόνο ένας. Στις 11 η ώρα, άλλη ομάδα 22 αλεξιπτωτιστών (2η διμοιρία 10ου Τάγματος Σκαπανέων με επικεφαλής τον Ανθυπολοχαγό Χέλλερ), δίδουν μάχη στο χωριό Φλώρια, ένα χωριό που βρίσκεται μετά τον Κακόπετρο. Εξοντώνονται οι 16 και συλλαμβάνονται 6 αιχμάλωτοι.
Την πέμπτη ημέρα της Μάχης της Κρήτης, το Σάββατο 24 Μαΐου 1941, ομάδα Γερμανών που δεν είχε πάρει μέρος στις μάχες στα Φλώρια και στην Αγριμοκεφάλα, οπισθοχωρεί προς τις Βουκολιές. Περνώντας από τον κεντρικό δρόμο του Κακοπέτρου, τρεις Γερμανοί παραμερίζουν στο σπίτι του Λουφαρδαντώνη που βρισκόταν κάτω από το δρόμο σε μια κατάφυτη ρεματιά. Χωρίς λόγο και αιτία, την αποφράδα εκείνη ημέρα για τον Κλέομβροτο, στο σπίτι του Λουφαρδαντώνη οι Γερμανοί σκοτώνουν τη γυναίκα του Ελευθερία, τον τρίχρονο γιο του Μανόλη, την μητέρα του Ρουμπίνη, την αδελφή του Αικατερίνη, την πεθερά του Αγγελικώ Λουφαρδάκη και την κουνιάδα του Ιωάννα
Πέντε γυναίκες και ένα παιδί. Από τους αλεξιπτωτιστές στρατιώτες του τακτικού γερμανικού
στρατού εκτελέστηκαν χωρίς λόγο και αιτία πέντε γυναίκες και ένα τρίχρονο παιδί. Άλλη μια γυναίκα που βρέθηκε στο σπίτι του Λουφαρδαντώνη, η Κυριακούλα Μαλανδράκη – Δεσποτάκη και ένα εγγονάκι του Λουφαρδαντώνη, η πεντάχρονη Μαρία (παιδί της άλλης κόρης του Ελένης Λουφαρδάκη) σώθηκαν μπαίνοντας κάτω από ένα κρεβάτι. Η Κυριακούλα Μαλανδράκη δέχτηκε εφτά σφαίρες στα κάτω άκρα, έχοντας τη μικρή Μαρία στην αγκαλιά της κάτω από το κρεβάτι. Η μητέρα της μικρής Μαρίας Ελένη Λουφαρδάκη, μετά την εκτέλεση των δύο αδελφών και της μητέρας της, λίγο πριν το μνημόσυνο των σαράντα ημερών, πεθαίνει από τη λύπη της.
Το 2006, ο Εμμανουήλ Ιωάννη Δεσποτάκης από το χωριό Κακόπετρος Χανίων εξέδωσε ένα βιβλίο με τίτλο «Ο Κακόπετρος στις φλόγες του πολέμου». Ο Κωνσταντίνος Δεσποτάκης περιγράφει την τραγωδία της 24ης Μαΐου 1941 ως εξής:
«…πέμπτη μέρα του πολέμου. 24/5/1941. Ενός πολέμου παράξενου, πρωτόγνωρου, εξοντωτικού. Ο εχθρός, με τα πλέον σύγχρονα όπλα, αιφνιδιάζει τους πάντες, κατεβαίνει στην Κρήτη από τον ουρανό, πανέτοιμος να ισοπεδώσει τα πάντα. Κι ο άμαχος κρητικός πληθυσμός, γέροι, γυναίκες και αγύμναστα παιδιά, προσπαθούν με πρωτόγονα μέσα αμυνόμενοι να υπερασπιστούν την Πατρίδα, τη Θρησκεία και την Οικογένεια.
Τις προηγούμενες τρεις μέρες ο Κακόπετρος και τα γύρω χωριά δέχονται αλλεπάλληλες αεροπορικές επιδρομές. Ένα σωστό πανδαιμόνιο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα ΣΤΟΥΚΑΣ που ορμούσαν σαν δαιμονισμένα και πυροβολούσαν σε κάθε γωνιά της γης. Πολυβόλα, σειρήνες, βοή, χαλασμός κόσμου. Ακόμη και βόμβες έπεσαν γύρω από τη συνοικία ΧΑΤΖΙΑΝΑ. Δεκαπεντάχρονος τότε είχα βρεθεί μόνος στο πατρικό μας σπίτι, στη συνοικία ΜΙΧΕΛΙΑΝΑ. Έτρεξα και χώθηκα στη ρίζα μιας γέρικης μεγάλης ελιάς. Από κει έβλεπα τα ΣΤΟΥΚΑΣ που επί μία και πλέον ώρα, ανενόχλητα και με λύσσα, σκορπούσαν τον τρόμο γύρω τους. Σκοπός τους ήταν να τρομοκρατήσουν και να σπάσουν το ηθικό των κατοίκων, να δείξουν την κυριαρχία τους στον ουρανό και τη γη, για να μπορέσουν να προχωρήσουν στην κατάληψη όλης της Κρήτης. Έτσι, μετά απ’αυτές τις αεροπορικές επιδρομές, ξεκίνησαν οδικώς για να καταλάβουν την Επαρχία Σελίνου. Η πρώτη δύναμη των Γερμανών που πέρασε από τον Κακόπετρο προς το Σέλινο, εξουδετερώθηκε λίγο έξω από το χωριό, στη θέση ΣΤΡΟΦΕΣ ΑΓΡΙΜΟΚΕΦΑΛΑΣ μεταξύ του Κακοπέτρου και του χωριού Φλώρια, της επαρχίας Σελίνου.
Για τη μάχη αυτή, όπως και για την αμέσως επόμενη, μέσα στο χωριό Φλώρια, έχουν γράψει πολλοί ιστορικοί, αρμόδιοι, στρατιωτικοί, δημοσιογράφοι, ερευνητές κι ακόμη άνθρωποι που έλαβαν μέρος και πολέμησαν σ’αυτές τις μάχες. Εγώ δεν έχω τη δύναμη και την ικανότητα που απαιτείται για να ερευνήσω και να συμπληρώσω τυχόν παραλείψεις αυτών των ιστοριογράφων. Περιορίζομαι σε γεγονότα του Κακοπέτρου, σ’αυτά που έζησα από κοντά. Ιστορικές μαρτυρίες που δεν έχουν δει το φως της δημοσιότητας ακόμη, αν και έχουν περάσει πενήντα τρία ολόκληρα χρόνια από τότε και αποτελεί μεγάλη παράλειψη και ντροπή για όλους μας να μην τα καταγράψουμε, για να μάθουν οι νέοι του χωριού, έστω και λίγα πράγματα απ’αυτόν τον πόλεμο. Λίγα, γιατί ασφαλώς είναι πάρα πολύ δύσκολο να καταγραφούν σ’αυτό το βιβλιαράκι όλα τα γεγονότα ενός άγριου πολέμου και μιας σκληρής κατοχής που κράτησε τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Και η καταγραφή αυτών των λίγων γίνεται με μεγάλη προσοχή, χωρίς υπερβολές και χωρίς παραλείψεις.
Επανέρχομαι στα θλιβερά γεγονότα της 24ης Μαΐου 1941. Ημέρα Σάββατο. Μεσημέρι. Μια ομάδα τριάντα περίπου Γερμανών οπισθοχωρούν προς Βουκολιές, πεζοπόροι. Βρίσκονται ακριβώς στο κέντρο του χωριού Κακόπετρος, στο δημόσιο δρόμο, πάνω από τη συνοικία Μιχελιανά. Ενώ προχωρούσαν και πλησίαζαν προς τα καφενεία του χωριού, τρεις Γερμανοί έμειναν στο δρόμο πάνω από εκεί που σήμερα έχει κτιστεί το εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου, που τότε ήταν το σπίτι του Αντωνίου Λουφαρδάκη, ένα αρχοντικό από τα καλύτερα της περιοχής. Εκεί λοιπόν πάνω από το σπίτι του Λουφαρδαντώνη, σταμάτησαν οι τρεις Γερμανοί και συνομιλούσαν μεταξύ τους αφήνοντας τους άλλους να προχωρούν. Κάποια στιγμή πέταξαν προς το δώμα του σπιτιού τρεις χειροβομβίδες (σημειώνεται εδώ ότι εκείνα τα χρόνια σχεδόν όλα τα σπίτια στα ορεινά χωριά είχαν χωμάτινη σκεπή – δώμα και παραδοσιακά τζάκια) μετά και οι τρεις μαζί κατηφόρισαν και πήγαν στο αρχοντόσπιτο.
Μέσα στο σπίτια ήταν έξι γυναίκες και δυο νήπια. Ένας Γερμανός, με πολυβόλο στα χέρια, ορμά μέσα στο σπίτι και στο πρώτο δωμάτιο βλέπει την Ελευθερία, σύζυγο του Κλεόμβροτου Κουριδάκη, ετών 25, που κρατούσε από το χεράκι το αγγελούδι της το Μανώλη, 3 ετών. Χωρίς καμιά καθυστέρηση το κτήνος, με μια ριπή, σκοτώνει τη μάνα και αμέσως επιστρέφει στην αυλή που περίμεναν οι δυο σύντροφοί του.
Με τους πυροβολισμούς και τις κραυγές του τρίχρονου Μανωλάκη, που βουτηγμένο στα αίματα της νεκρής μάνας του μάταια προσπαθούσε να της ανοίξει τα μάτια, βγήκαν από το διπλανό δωμάτιο οι υπόλοιπες γυναίκες.
Πριν προλάβουν όμως να πλησιάσουν το νήπιο, που προσπαθούσε ν’αναστήσει τη μητέρα του, έγιναν αντιληπτές από το ανθρωπόμορφο τέρας, που ξαναγύρισε μέσα στο σπίτι.
Με το πολυβόλο του σημαδεύει και σκοτώνει πρώτα το αγγελούδι, στη συνέχεια αρχίζει τις ριπές στις ανυπεράσπιστες γυναίκες, που ανάμεσά τους ήταν και η Κυριακούλα, χήρα Νικολάου Μαλανδράκη, η γυναίκα που κρατούσε στην αγκαλιά της το δεύτερο νήπιο, τη Μαρία Ανδρέα Τσοντάκη, μόλις 2 ετών.Την κρατούσε και την έσφιγγε στην αγκαλιά της κι όταν με τις ριπές έπεφταν η μια πάνω και δίπλα στην άλλη, εκείνη με το παιδί στην αγκαλιά, έπεσε και σύρθηκε κάτω από ένα κρεβάτι, καλυμμένη από το μακρύ κρεβατόγυρο, κλείνοντας και το στοματάκι του παιδιού για να μη φωνάζει.
Ο στυγερός δολοφόνος όμως αδειάζει μια ολόκληρη γεμιστήρα του πολυβόλου του κάτω από το κρεβάτι και μετά μαζί με τους άλλους δύο συντρόφους του τρέχουν για να προλάβουν τους πολλούς, που προχωρούσαν για τις Βουκολιές.
Επανέρχομαι στον τόπο του μαρτυρίου και τον τρομερό απολογισμό.
ΝΕΚΡΕΣ :
- Η αρχόντισσα οικοδέσποινα Αγγελική, σύζ. Αντωνίου Λουφαρδάκη, ετών 65
- Ιωάννα Αντωνίου Λουφαρδάκη, ετών 19
- Ελευθερία Αντωνίου Λουφαρδάκη, σύζυγος Κλεόμβροτου Κουριδάκη, ετ. 25
- Το αγγελούδι της Ελευθερίας, Μανώλης Κλεόμβροτου Κουριδάκης, ετών 3
- Ρουμπίνη Κουριδάκη, μητέρα του Κλεόμβροτου, ετών 75
- Αικατερίνη Κουριδάκη, αδελφή του Κλεόμβροτου, ετών 40
Σημειώνεται εδώ ότι η Ελευθερία, σύζυγος του Κλεόμβροτου Κουριδάκη, κατοικούσε στο χωριό Μούλετε, κάτω από τις Βουκολιές και είχε έλθει στο πατρικό της σπίτι με το παιδάκι της, την πεθερά της και την κουνιάδα της (Μανωλάκι, Ρουμπίνη και Βασιλική), γιατί το θεωρούσαν ασφαλέστερο, επειδή ήταν μακριά από το πεδίο των μαχών.
Η χήρα Κυριακούλα Νικ. Μαλανδράκη, που είχε λουφάξει κάτω από το κρεβάτι με το κοριτσάκι στην αγκαλιά της, δέχτηκε ολόκληρη ριπή πολυβόλου, επτά σφαίρες. Επτά διαμπερή τραύματα στα πόδια. Έζησε όμως και έσωσε το κοριτσάκι που δεν τραυματίστηκε και που σήμερο είναι μεγάλη γυναίκα με οικογένεια, εγκατεστημένη στην Αθήνα.
Από τους πρώτους που αντίκρυσαν αυτό το φρικιαστικό μακελειό, ήταν ο εγγονός της οικογένειας Αντ. Λουφαρδάκη, Νίκος Γ. Θεοδωράκης, που δεκαεξάχρονος τότε και ορφανός από μητέρα ζούσε κοντά στη γιαγιά και τις θείες, αδελφές της μητέρας του. Σήμερο ζει συνταξιούχος στον Κακόπετρο, καλός οικογενειάρχης κι όπως διηγείται, ένα δεκάλεπτο πριν απ’αυτήν την τραγωδία είχε έλθει σε συμβιβασμό με τη σχεδόν συνομήλικη θεία του, την Ιωάννα, να πάει εκείνος στις κατσίκες, αν και δεν ήταν η σειρά του. Από το χωράφι που είχε τις κατσίκες, έβλεπε τους Γερμανούς που πέταξαν τις τρεις χειροβομβίδες στο σπίτι, άκουσε τους πυροβολισμούς, δεν φανταζόταν όμως πως θα έβλεπε να κολυμπούν σε μια λίμνη αίματος τ’αγαπημένα του πρόσωπα, όπως τα βρήκε, όταν επέστρεψε.
Μόνο η Μαρία, εκείνο το μικρό κοριτσάκι, στεκόταν όρθιο ανάμεσα στα πτώματα, αλλά δεν μιλούσε. Έτρεμε όλο το κορμάκι του και δεν είχε τη δύναμη ούτε να κλάψει. Μόνο του “ξεκλειδώθηκε” από την αγκαλιά της χήρας Κυριακούλας Μαλανδράκη, που βαριά τραυματισμένη προσπαθούσε να το προφυλάξει και παράλληλα μόνη να περιποιηθεί τα επτά τραύματα που είχε στα πόδια από τις σφαίρες του κτηνανθρώπου.
Την άμοιρη τη θεία Κυριακούλα τη θυμάμαι που προσπαθούσε να επουλώσει τα επτά τραύματά της, πλύνοντάς τα με αγνό κρασί και όσο για επιδέσμους χρησιμοποιούσε κομμάτια καθαρό πανί, από σεντόνια που είχε κόψει. Η κακιά μοίρα της φύλαγε όμως και άλλα, δυσβάσταχτα κτυπήματα. Έτσι, ενώ προσπαθούσε με κομματιασμένα πόδια σ’όλη τη διάρκεια της κατοχής ν’αναθρέψει τα βλαστάρια της, τα ορφανά παιδιά της, δυο αγόρια και δυο κορίτσια, ήρθε η αποφράδα για τον Κακόπετρο μέρα, 28/8/1944, όταν οι Γερμανοί πρωί – πρωί όρμησαν μέσα στο σπίτι της κι άρπαξαν τους δυο λεβέντες της, τον Αναστάση 21 χρονών και τον Μιχάλη, 19. Στην αυλή του σπιτιού της γάζωσαν με σφαίρες τα κορμιά τους, μπροστά στα μάτια της άμοιρης μάνας, που την κρατούσε ένας Γερμανός για να μην προσφέρει βοήθεια στα σπλάχνα της και μάλιστα τη στιγμή που ο μικρός Μιχάλης, όρθιος ακόμη, προσπαθούσε να επαναφέρει με τα χέρια του τα εντόσθιά του, που είχαν χυθεί στην αυλή, στη θέση τους, κι ενώ τα κτήνη έβγαζαν φωτογραφίες να τις έχουν για ενθύμιο…»ª.1
Το παιδάκι που σώθηκε από την Κυριακούλα Μαλανδράκη, η Μαρία Τσοντάκη, σήμερα ζει στο χωριό Άγιος Αντώνιος Κισσάμου Χανίων, είναι 82 ετών και θυμάται:
«…η μάνα μου Ελένη ήταν κόρη του Λουφαρδαντώνη. Παντρεύτηκε και ήρθε κι έμεινε εδώ στο χωριό Άγιος Αντώνιος. Εγώ γεννήθηκα το 1936. Όταν πέφτανε οι αλεξιπτωτιστές, ήμουν πέντε χρονών. Μας πήρε ο πατέρας μου, εμένα, τον αδερφό μου, τη μάνα μου και πήγαμε στου παππού μας το σπίτι στο χωριό Κακόπετρο. Έλεγε ο πατέρας μου ότι στον Κακόπετρο είναι δάση και σπηλιές και δεν κινδυνεύομε. Μετά δυο μέρες κι αφού ο πατέρας μου έβλεπε ότι δεν γινότανε τίποτα, είπε και πάλι να φύγομε να’ρθούμε στον Άγιο Αντώνιο. Η γιαγιά μου η Αγγελικώ έλεγε του πατέρα μου να μας αφήσει εμένα και τον αδερφό μου εκεί. Ο αδερφός μου είπε ότι δε μένει, εκεί που θα πάει ο πατέρας μου θα πάω κι εγώ, έλεγε. Κι έφυγαν κι έμεινα εγώ με τη γιαγιά και τον παππού μου. Και σε δυο μέρες φτάνουν στο σπίτι του παππού μου οι Γερμανοί. Θυμούμαι τη θεία μου την Ιωάννα πως τους καλομίλησε στην πόρτα του σπιτιού. Όμως αυτοί μόλις μπήκανε στο σπίτι αρχίσανε να πυροβολούνε. Εμένα με τράβηξε η Κυριακούλα και μπήκαμε κάτω από ένα κρεβάτι. Τότε τα κρεβάτια ήταν ψηλά κι είχαν φαρδιά σκεπάσματα. Θυμούμαι ότι ακούγαμε πυροβολισμούς κι εγώ είχα σφιχτεί απάνω στην Κυριακούλα. Οι Γερμανοί πυροβολούσανε και κάτω από το κρεβάτι. Η Κυριακούλα χτυπήθηκε στα πόδια. Δεν εμίλησε όμως. Με κρατούσε σφιχτά. Θυμούμαι όταν εφύγανε οι Γερμανοί και βγήκαμε από κάτω από το κρεβάτι. Μου’κλεισε η Κυριακούλα τα μάτια να μη βλέπω. Εγώ δεν την άφηνα. Έκλαιγα. Με πήγε κουτσαίνοντας σ’ένα άλλο δωμάτιο. Κοίταξα τα πόδια της. Ήταν γεμάτα αίματα…».2
Δυστυχώς, η τραγωδία δεν είχε φτάσει στο τέλος της. Συνεχίστηκε στη διάρκεια της κατοχής. Ο Λουφαρδαντώνης εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στις 28 Αυγούστου 1944, μαζί με άλλους 23 συγχωριανούς του. Της Κυριακούλας Μαλανδράκη – Δεσποτάκη συνέλαβαν στις 28 Αυγούστου 1944 τους δυο γιους, Μιχάλη και Αναστάση Δεσποτάκη, και τους σκότωσαν στην αυλή του πατρικού σπιτιού μπροστά στα μάτια της. Ο Κλεόμβροτος, την ώρα που οι Γερμανοί εκτελούσαν τα μέλη της οικογενείας του, ο ίδιος πολεμούσε στον Ταυρωνίτη τους Γερμανούς. Μετά την κατοχή, συχνά σιγοτραγουδούσε μια μαντινάδα. Κι έλεγε αυτή η μαντινάδα:
“Είχα καρδιά από μπαξέ
με άνθη μυρισμένη
κι οι Γερμανοί την κάνανε
να’ναι πάντα θλιμμένη”.
Στο χωριό Κακόπετρος, στη θέση «Μιχελιανά» ορθώνονται οι τοίχοι του σπιτιού του Λουφαρδαντώνη. Η βλάστηση, τα φυτά και τα δέντρα, αγκαλιάζουν ό,τι έχει απομείνει. Κάθε Μάη, επέτειο της Μάχης της Κρήτης, την εικόνα συμπληρώνουν χιλιάδες αγριολούλουδα. Ένα αρχοντικό ερειπωμένο σπίτι, μνημείο της σύγχρονης ιστορίας της Κρήτης. Εγκαταλελειμμένο στην τύχη του. Ένα σπίτι, μάρτυρας της βαρβαρότητας του «καλύτερου ιπποτικού» στρατού στον κόσμο, σύμφωνα με τις απόψεις πολλών σύγχρονων ιστορικών. Ένα σπίτι που η αναστήλωση, διατήρηση και προφύλαξή του αποτελεί ιερό καθήκον όλων των Κρητικών. Για να θυμίζει τα εγκλήματα της γερμανικής στρατιωτικής μηχανής. Για να θυμίζει σε όλους μας πως μπορούν τρεις πάνοπλοι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές, να σκοτώνουν απάνθρωπα πέντε γυναίκες, ένα παιδί, να τραυματίζουν ακόμη μία γυναίκα με εφτά σφαίρες και την ψυχή ενός άλλου παιδιού πέντε χρονών για πάντα. Κι ακόμη, ως αποτέλεσμα των παραπάνω βάρβαρων εκτελέσεων, μια γυναίκα να πεθαίνει από τη λύπη της.
Σήμερα, ο άλλος γιος του Κλεόμβροτου Μανόλης Κουριδάκης, ζει στο χωριό Καλλιθέα Χανίων, (πρώην Παθιεκιανά) και αφιερώνει μια μαντινάδα στους βάρβαρους εκτελεστές των έξι μελών της οικογενείας του:
«Τιμή σ’αυτούς που δώσανε
ζωή για την πατρίδα,
και χαλαλίσαν το κορμί
για λευτεριάς ελπίδα».
1 Εμμανουήλ Ιωάννου Δεσποτάκης,
Ο Κακόπετρος στις φλόγες του πολέμου, Γ΄ έκδοση, Χανιά 2006, σελ. 18-23.
2 Μαρία Τσοντάκη, απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη, Άγιος Αντώνιος Κισσάμου Χανίων, Σάββατο 21 Απριλίου 2018.
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης, είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος