Την άνοιξη του έτους 1957, τέσσερις νεαροί Καστελλιανοί κατασκεύασαν από απομεινάρια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου του πολεμικού αεροδρομίου Καστελλίου ένα μικρό πύραυλο, με τρία διαμερίσματα καυσίμων. Τον πήραν ένα απόγευμα και κατευθύνθηκαν στην περιοχή «Δροζίτης» Καστελλίου. Οι νεαροί ήταν οι Αθανάσιος Μαλεγιαννάκης, Γεώργιος Σαριδάκης, +Αλέξανδρος Ζουριδάκης, +Τσώρτσιλ Καρδουλάκης και Εμμανουήλ Κατζαγιαννάκης.
Μεταξύ των νεαρών, ο Τσώρτσιλ Καρδουλάκης βαφτίστηκε στο Καστέλλι μετά την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου από δώδεκα (12) νονούς. Το όνομα του Βρετανού Τσώρτσιλ κυριαρχούσε τότε παντού, ως αντίπαλος του Γ΄ Ράιχ. Οι νονοί του παιδιού, αποφάσισαν στην εκκλησία όλοι μαζί και έδωσαν στο παιδί το όνομα Τσώρτσιλ.
Η εκτόξευση του αυτοσχέδιου πυραύλου των νεαρών πέτυχε και ο πύραυλος εξαφανίστηκε στον ουρανό. Στην επιστροφή τους στο Καστέλλι, το έκαναν γνωστό και από στόμα σε στόμα έφτασε ως είδηση στον τοπικό σταθμό Χωροφυλακής. Ο Διοικητής της Χωροφυλακής Καστελλίου, τους κάλεσε στο τμήμα και άρχισε τις ανακρίσεις.
Πού έγινε η εκτόξευση, πότε έγινε, πώς έγινε, από τι υλικά ήταν φτιαγμένος ο πύραυλος και γιατί το έκαναν. Το γεγονός καταγράφηκε στο βιβλίο συμβάντων και ένας δημοσιογράφος τοπικής εφημερίδας του Ηρακλείου το ανακάλυψε και το δημοσίευσε την επόμενη ημέρα στο φύλλο της εφημερίδας του.
Ένας άλλος δημοσιογράφος αθηναϊκής εφημερίδας (Απογευματινή) που παρακολουθούσε τις τοπικές εφημερίδες της Κρήτης, την μεθεπόμενη ημέρα χρησιμοποιώντας το όνομα του νεαρού Καστελλιανού Τσώρτσιλ Καρδουλάκη, αναδημοσίευσε το άρθρο της Ηρακλειώτικης εφημερίδας, βάζοντας τον ευρηματικό χιουμοριστικό τίτλο: Στο Καστέλλι Πεδιάδος προχθές την απογευματινήν, εξετοξεύθη πύραυλος παρουσία του ιδίου του Τσώρτσιλ!!!
Αυτό το άρθρο είχε και συνέχεια. Αναδημοσιεύτηκε με το ίδιο χιούμορ και σε εφημερίδες των ΗΠΑ. Οι πέντε παραπάνω νεαροί, με χρονολογία γέννησης από το 1935 ως το 1940, ήταν τα χρόνια της κατοχής παιδιά. Έζησαν όλα τα γεγονότα της περιοχής που ήταν πολλά και δραματικά. Στον κάμπο του Καστελλίου βρίσκονταν το πολεμικό αεροδρόμιο που χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί και στην ευρύτερη περιοχή φιλοξενούνταν 2.500 στρατιώτες της Βέρμαχτ.
Η αέναη κίνηση γερμανικών αεροπλάνων, τα αεροπορικά ατυχήματα γύρω από το αεροδρόμιο, οι επιτάξεις, η καταναγκαστική εργασία, τα σαμποτάζ, οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί, οι ξυλοδαρμοί, οι εκτελέσεις, η σχολική διαρροή, η πείνα και η αθλιότητα, ήταν η καθημερινότητα των παιδιών της κατοχής του Καστελλίου. Και όπως ανέφερε σήμερα ένας από τους παραπάνω νεαρούς, (σεβάσμιος ηλικιωμένος σήμερα), το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν τότε ως παιδιά, ήταν στο παιγνίδι κλέφτες και αστυνόμοι. Τα χρόνια της κατοχής το είχαν μετονομάσει σε Γερμανοί και αστυνόμοι. Επειδή δεν ήθελε κανένα παιδί να μπει στην ομάδα των Γερμανών, γίνονταν κλήρωση.
Και όσοι αποτελούσαν τελικά αυτήν την ομάδα, περνούσαν δύσκολα. Γιατί η αντίπαλη ομάδα των αστυνόμων, παθιάζονταν με το παιγνίδι και όταν συνελάμβαναν κανένα «Γερμανό», τον άρχιζαν στο άγριο ξύλο. Μια μέρα που περνούσε ένας πραγματικός Γερμανός λοχίας από την πλατεία του Αγίου Γεωργίου Καστελλίου και είδε τα παιδιά να μαλώνουν και να δέρνονται πάνω στο παιγνίδι, ρώτησε το μεγαλύτερο παιδί γιατί ξυλοφορτώνει τον φίλο του. Η αφοπλιστική απάντηση του παιδιού, άφησε άναυδο τον Γερμανό λοχία που γνώριζε τα Ελληνικά:
-Τόνε δέρνω γιατί είναι Γερμανός!
…………………………….
Ο Σπυρίδωνας Εμμανουήλ Καρυωτάκης γεννήθηκε στο Καστέλλι Πεδιάδος το έτος 1929. Όταν κατέλαβαν οι Γερμανοί την Κρήτη το 1941, ήταν δώδεκα χρονών και όταν την εγκατέλειψαν το 1944, ο Σπυρίδωνας ήταν ένας έφηβος δεκαπεντάχρονος. Η κατοχική ζωή στο Καστέλλι ήταν δύσκολη και επικίνδυνη. Οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί ήταν καθημερινοί και 2.500 Γερμανοί στρατιώτες βρίσκονταν στην ευρύτερη περιοχή.
Ο Σπύρος ήταν μαθητής του Γυμνασίου και πολλές φορές αναγκάστηκε για δεκαπέντε οκάδες κριθάρι, (ώστε να βοηθήσει την οικογένειά του), να κάνει την αγγαρεία (δεκαπενταμερία) άλλων υπόχρεων. Τον επισκεφτήκαμε στο σπίτι του στο Καστέλλι τον Φεβρουάριο του 2023 και ο 94χρονος πλέον Σπυρίδωνας Καρυωτάκης, μας εξιστόρησε κάποια από τα κατοχικά βιώματά του. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων καταθέτει τις μαρτυρίες του ως εξής:
«…τους καλοκαιρινούς κυρίως μήνες που τα παιδιά είχαν πάψεις από τα σχολεία που ήτο κλειστά και τα απογεύματα έπαιζαν στ’αλώνια, στα οικόπεδα, στα γήπεδα κατά παρέες και γειτονιές, περνούσε μικρό αυτοκίνητο φορτηγό με δύο στρατιώτες γερμανούς. Έλεγαν στα παιδιά, “ελάτε να σας κάνομε βόλτα και θα σας επιστέψομε”.
Μας πήγαιναν στην κορυφή του αεροδρομίου, μας κατέβαζαν, μας βάζανε σε γραμμή κατά πλάτος του διαδρόμου, χωρίς άσφαλτο ακόμη το κατασκευαζόμενο αεροδρόμιο Καστελλίου Πεδιάδος και μας έλεγαν: “Θα προχωρήσετε σιγά σιγά προς τα κάτω χωρίς να χαλάσετε τις αποστάσεις σας και θα μαζεύετε τα πετραδάκια που είναι πάνω από το μέγεθος καρυδιού για να μην κοπούν τα λάστιχα των αεροπλάνων κατά την προσγείωση και απογείωσή τους. Θα τα πετάτε μέσα στο αμάξι, στην καρότσα του”.
Όταν φτάναμε στον πάτο του διαδρόμου, ξεφορτώναμε με τα χέρια το αυτοκίνητο και μετά μας έβαζαν όλους μέσα και μας πήγαιναν πάλι πίσω στο χωριό μας το Καστέλλι. Αυτό γινότανε τα έτη 1942 και 1943, μετά όχι, γιατί στο μεταξύ είχε ασφαλτοστρωθεί το αεροδρόμιο.
Παιδιά πάντα κατ’ομάδες επισκεπτόμαστε και το κάτω μέρος του αεροδρομίου. Στο κάτω μέρος του αεροδρομίου, υπήρχε τσαντίρι μ’ένα τηλέφωνο μέσα. Όπως περνούσαμε, ένα από μας τα παιδιά αντιλήφτηκε ότι σ’ένα τραπεζάκι μικρό υπήρχε πάνω του ένα τηλέφωνο.
-Δες μωρέ, δουλεύει; λέει ένας μας.
-Δεν το πιστεύω, λέει ένας άλλος.
Και πηγαίνει και σηκώνει το ακουστικό και εγύριζε το χερούλι χωρίς να χτυπά το τηλέφωνο. Για μια στιγμή, αυτός που κρατούσε το ακουστικό μας είπε:
-Αλό λέει, αλό, αλό, λέει!
Και μας το’πε μερικές φορές. Εγώ εβγήκα έξω από το τσαντίρι. Εκοίταζα προς το χωριό Αρχάγγελος που ήτο προς δυσμάς. Είδα λοιπόν ένα αυτοκινητάκι να τρέχει ολοταχώς προς το αεροδρόμιο και η σκόνη του δρόμου εγινόταν σύννεφο. Τότε τους λέω ότι τώρα έρχεται αυτοκίνητο από την παράγκα τω Γερμανώ και κακομοίρηδες θα πέσει πολύ ξύλο!
Το τσαντίρι ήτο κοντά στο σύνορο μ’ένα αμπέλι. Το αυτοκινητάκι σταμάτησε στο τσαντίρι. Ο Γερμανός που το οδηγούσε φορούσε μαύρα μποτάκια στα πόδια του και ένα κοντό παντελονάκι και είδε την κατάσταση. Ο Μανόλης Καμπάνης, ταχύς στο τρέξιμο, έφυγε προς το αεροδρόμιο. Ο άλλος που κρατούσε το τηλέφωνο, ο Γεώργιος Τζανακάκης του Ανδρέα, όπως στεκότανε, ο Γερμανός τον γρονθοκόπησε και με τα στιβανάκια τον κτυπούσε στα πόδια του δυνατά που είπα να τον σκοτώσει θέλει από το πολύ ξύλο.
Τον άλλο που έτρεχε στη μέση του αεροδρομίου του λέει ο άλλος γερμανός να’τος, ρε που πηγαίνει στη μέση του αεροδρομίου και βάζει μπροστά το αυτοκίνητο και τον κυνηγούσε. Τον πιάνει κι αρχίνησε χειρότερο ξύλο. Τον άφησε μισερό. Εγώ εφοβήθηκα και μπήκα κάτω από τσι κουρμούλες τ’αμπελιού. Ήμουνε πιο μικιός από τσ’άλλους. Κατσούλια, κατσούλια, εβγήκα στη τοποθεσία ανεμόμυλος κι όταν έφυγαν οι Γερμανοί, έφτασα τους άλλους δυο φίλους και βαδίσαμε για το Καστέλλι.
Στις αρχές του 1944 που το αεροδρόμιο αριθμούσε γεμάτο αεροπλάνα (400) περίπου, εγώ εβόσκιζα τα δυο κατσίκια μας στο πλάι του Δροζίτη, δυτικά του Δροζιτόπουλου μαζί με άλλα ξαδέρφια μου. Μια στιγμή βλέπομε δυο Γερμανούς στρατιώτες με τα κιάλια και μας έλεγαν να πάμε να μας δώσουν τα κιάλια να δούμε.
Πήγαμε λοιπόν, μας έδειχναν τα αεροπλάνα και τα γύρω βουνά και έφυγαν. Εμείς εγυρεύαμε τα κατσίκια. Αλλά οι Γερμανοί πήρανε τις κατσίκες, τις φορτώσανε στη διθέσια μηχανή και εφύγανε. Εμείς τρέχοντας φτάσαμε στο Καστέλλι και με κλάματα εξιστορούσαμε τα γενόμενα. Άλλα παιδιά που γνώριζαν τις κατσίκες, μας είπανε ότι τις έχουνε στου Μαρκουλή τα καζάνια.
Πήγε λοιπόν ο πατέρας μου τότε στο Φρουραρχείο και ο Φρούραρχος Τροστ με τη διερμηνέα του Γεωργία Μπαλτζάκη γράφει σημείωμα, το δίνει στον πατέρα μου και πήγε στα καζάνια και του έδωσαν τις κατσίκες. Την ίδια ημέρα είχανε πάρει και το μουλάρι του Μαραυγάκη και με τον ίδιο τρόπο το ξεμπέρδεψε κι αυτός. Ο Φρούραρχος ήτο πολύ μορφωμένος.
Οι γονείς μου ήτο στο χωριό Αρμάχα γιατί ήτο επιταγμένο το σπίτι μας και έμενε όλο το προσωπικό του στρατιωτικού νοσοκομείου. Εγώ πήγαινα στο Γυμνάσιο που έδρευε τότε στο Διαβαϊδέ. Εθεώρησε ο πατέρας μου καλό να κάμω κι εγώ μία δεκαπενταμερία ενός από την Έμπαρο. Έτσι επήγαινα κάθε πρωί και έδινα το παρών στο όνομά του για 15 οκάδες τότε κριθάρι.
Μια μέρα από τις πολλές επήγα να φύγω στα γρήγορα για το σκολειό. Εδιπλάρωσα λοιπόν μια ομάδα εργαζομένων που ερχόταν από το αεροδρόμιο στο Καστέλλι. Όπως βάδιζα προς το τέλος της ομάδας, έρχεται ο εκπαιδευμένος σκύλος του Κεσταμπού. Με πιάνει από το μανίκι του ξεσκισμένου σάκου και με πηγαίνει στον πεταλά (γκεσταμπό), που έστεκε στο κάτω μέρος του αεροδρομίου.
Μου μιλεί γερμανικά και μου λέει πίκουλο, που παρτί; (παιδί, πού πας; ). Εγώ του απήντησα γερμανικά μονολεκτικά και αφελέστατα χιούλε, δηλαδή στο σχολείο. Και γυρίζει το χέρι του και μου δίνει ένα μπάτσο που όπως ήμουν αδύνατος και μικροκαμωμένος, επήρα 10 κουλουμούντρες και τότε άκουσα τις φωνές όλων των συγκεντρωθέντων εργατών να λένε εσκότωσε ο κερατάς το κοπέλι. Ήλθε ένας άλλος Γερμανός και με σήκωσε και με ξαναπήγε στον πεταλά γκεσταμπό (αστυνόμο Γερμανό). Κάτι έλεγε ο γκεσταμπός γερμανικά στον στρατιώτη. Με πήρε και με πήγε στο ντεκοβίλ που έριχναν από τα βαγόνια τις πέτρες.
Με έβαλε μπροστά από ένα σωρό πέτρες. Μου έδωσε ένα σφυρί και μου είπε Αυτές τις πέτρες να τις σπάσεις και να τις κάνεις χοντρό χαλίκι (για οδόστρωμα) και δεν θα φύγεις, (νιξ παρτί). Όταν τελειώσω να μη φύγω μου είπε και να καθίσω εκεί μέχρι να ξανάρθει. Ήρθε ένας άλλος πεταλάς κατά τις 3 η ώρα μετά το μεσημέρι και με πήγε στον Αρχάγγελο και με έβαλε στο ξέφραγο υπόγειο του Οικονομάκη, (έστεκαν μόνο οι κολώνες του σπιτιού αλλά γύρω γύρω είχε συρματοπλέγματα).
Στη μέση άναβε μια μικρή φωθιά. Εκεί σε μια γωνιά είχε αγουδούρους ξερούς και κουρασμένος, ταλαιπωρημένος και νηστικός με πήρε ο ύπνος και ξύπνησα το ηλιοβασίλεμα. Φορούσα ένα αθλητικό φανελάκι και το σάκο μου. Ένας γέρος εκεί μαζί μου, μου είπε:
– Όταν με τη βέργα σηκώσω τα σύρματα, φεύγεις;
-Ναι, του λέω.
Και σηκώνει τα σύρματα και πέρασα αποκάτω έξω στο δρόμο. Εκείνη την ώρα περνούσε ο Λούης Πεκ, ένας Γερμανός οδηγός του ασθενοφόρου του στρατιωτικού νοσοκομείου. Αυτός εκοιμόταν στο ανώγειο του επιταγμένου σπιτιού μας και του είπα:
-Λούη, θα με πάρεις να πάμε στο σπίτι μας;
-Για, μου λέει.
Και με βάζει στο ασθενοφόρο αυτοκίνητο και με κατεβάζει στο σπίτι. Εγώ τρωγόμουνα από τις ψείρες, και αφού άναψα τον λύχνο, έβγαλα το σάκο και μετά το αθλητικό φανελάκι και τις παρατήρησα. Ψείρες άσπρες με μια μαύρη κουκίδα στη μέση. Τις μάζωνα μια μια και τις έριχνα στο λάδι του λύχνου. Το δε σάκο τον έβγαλα έξω. Και κοιμήθηκα στο μονό κρεβατάκι και σηκώθηκα το πρωί και πήγα ξανά στο προσκλητήριο…ª».
…………………………
Ο Αριστομένης Συγγελάκης από το χωριό Αμιράς, στα θλιβερά και βάρβαρα γεγονότα του Σεπτεμβρίου 1943 που εκτυλίχτηκαν στην επαρχία Βιάννου και στα χωριά της Δυτικής Ιεράπετρας, έχασε τον πατέρα του Αριστομένη, τον παππού του Νικόλαο και τους θείους του – αδέλφια του παππού του – Παύλο, Γιάννη και Ματθαίο. Τον τελευταίο χρόνο της κατοχής 1944 και τα μετακατοχικά χρόνια, μεγάλωσε αυτός και τα αδέλφια του Χρύσανθος και Ιωάννης κάτω από τις «φτερούγες» της χήρας μητέρας του Δέσποινας.
Στις 5 Μαρτίου 2023, στον ναό των Αγίων Αποστόλων στην Άρβη, απεύθυνε μερικά λόγια στον αδελφό του Ιωάννη, σαράντα ημέρες μετά τον θάνατό του. Μεταξύ άλλων, ο Αριστομένης Συγγελάκης αναφέρθηκε στη ζωή των παιδιών της κατοχής και στη δύσκολη καθημερινότητα που αντιμετώπιζαν μετά τον όλεθρο της ναζιστικής επέλασης των Γερμανών από την Κρήτη. Τα λόγια του Αριστομένη, συγκλονίζουν:
«…κατοχικές μνήμες ζωντανές σε όλα τα σπίτια της επαρχίας Βιάννου και σ’αυτό της Δέσποινας, χήρας Αριστομένους Συγγελάκη, με τα δυο μικρά παιδιά τον Χρύσανθο και τον Γιάννη και τον νεογέννητο Αριστομένη. Φτώχεια, πείνα ξυπολησιά, σκισμένα και μπαλωμένα ρούχα, έλλειψη τροφής, στέρηση όλων των αγαθών, εκτός από τα ήμερα και άγρια χόρτα. Και η απελπισμένη χήρα μητέρα μας να μας λέει:
– Φάτε χόρτα να χορτάσετε!
Για μας τα παιδιά της κατοχής, η ζωή ήταν ένας ατέλειωτος Γολγοθάς. Και πρώτα απ’όλα πείνας. Το «κατοχικό σύνδρομο» χαρακτήρισε τη γενιά μας. Ο Γολγοθάς της προσφυγιάς, της φτώχειας, της ορφάνιας, μας στέρησε τα τρυφερά μας χρόνια και μας υποχρέωσε να ενηλικιωθούμε βίαια πριν ακόμη ζήσουμε την παιδική μας ηλικία. Το χρέος της ευθύνης μας ανάγκασε να παίξουμε έναν πήδο και από το δημοτικό σχολείο να βρεθούμε ξαφνικά στα 18 χρόνια!
Θυμάσαι Γιάννη που και ο ύπνος μας ήταν δύσκολος; κοιμόμαστε πάνω σε 4 μονές ξύλινες τάβλες, χωρίς στρώμα, στηριζόμενες σε δύο τρίποδα. Εσύ στη μεριά του τοίχου, εγώ στη μέση και ο Χρύσανθος στην άκρη για προστασία. Για να χωράμε στις τάβλες κοιμόμαστε με το πλάι και μόλις κάποιος γύρναγε με την πλάτη, βρισκόμαστε πεσμένοι στο χωματένιο πάτωμα. Για χρόνια συνηθίσαμε και όπως ξαπλώναμε ξυπνούσαμε. Έτσι υπενθυμίζαμε το πρόσωπο του κρεβατιού χωρίς στρώμα. Δεν είναι λέξεις κενές περιεχομένου, είναι βίωμα από τάβλα «κούνια» και εύχομαι να μην το ζήσουν άλλα παιδιά.
Θυμάσαι αδελφέ μου που μόλις επέστρεφα το απόγευμα από το δημοτικό σχολείο, (τότε πηγαίναμε και απόγευμα), με ανάγκαζες να τελειώσω το διάβασμά μου γιατί μόλις άρχιζε να νυχτώνει προσπαθούσες να κοιμηθούμε εγώ και η μητέρα μας – ο Χρύσανθος τότε μόλις είχε αρχίσει το μικροεμπόριο – για να έχεις μόνος σου τον λύχνο για διάβασμα και, όπως έλεγες, με ησυχία κατανοούσες καλύτερα τα βασικά σημεία κάθε κεφαλαίου του μαθήματος που μελετούσες.
Επειδή όμως το λάδι που είχαμε για φαγητό ήταν λίγο, ο δε λύχνος παλιός με μικρή τρύπα και έσταζε, η μητέρα μας για οικονομία δεν ήθελε να τον ανάβουμε πολύ. Ξέραμε ότι σχεδόν κάθε χρόνο από Αύγουστο δανειζόμαστε 10 οκάδες λάδι και τέλος Οκτώβρη από το πρώτο που βγάζαμε επιστρέφαμε 15.
Έτσι Γιάννη χρησιμοποιούσες από κουρούπα, (ένα μικρό πιθάρι), το φετσόλαδο, (μείγμα από λιοζούμι με ελάχιστο λάδι, περισσότερο κατσίγαρος), κι άκουγες ένα δυνατό τσιτσίρισμα, τσιγάρισμα, γιατί «καβγάδιζαν» το αναμμένο φυτίλι του λύχνου με το φετσόλαδο και τέλος, εάν «σφαζόταν» μεταξύ τους, έσβηνε ο λύχνος και πήγαινες για ύπνο.
Η βοήθεια και συμπαράσταση της ηρωίδας μητέρας μας Δέσποινας ήταν καθοριστική. Αφοσιώθηκε στην οικογένειά της, στα παιδιά της, με όλες της τις δυνάμεις, ψυχή τε και σώματι!
Το μαύρο τσεμπέρι το φόραγε χειμώνα – καλοκαίρι και όταν μας χάιδευε στην ποδιά της έτρεχαν βροχή τα δάκρυα.
Όμως, παρά τη μεγάλη φτώχεια της οικογένειας, μας έστελνε και τα τρία της παιδιά στο Γυμνάσιο Βιάννου – 12 χιλιόμετρα καθημερινά, χωρίς παπούτσια και παλτό – γιατί ήθελε πάση θυσία να μορφωθούμε και να φύγουμε από την αφόρητη φτώχεια και ορφάνια που μας είχε κυριεύσει. Η διορατικότητα και η αφοσίωση της μάνας μας και ο σκληρός αγώνας του Χρύσανθου μας έσωσαν και μας ανέστησαν κυριολεκτικά.
Εμείς είμαστε τα κακορίζικα, που δεν μας άφηναν ακόμα και οι συγγενείς να κάνουμε το ποδαρικό την Πρωτοχρονιά στα σπίτια τους, γιατί είχαμε πολλά θύματα. Που, όμως, τους διαψεύδαμε όλους. Με τον σκληρό μας αγώνα επιζήσαμε, δώσαμε ξανά ζωή στο χωριό μας, προκόψαμε επαγγελματικά, φτιάξαμε τις οικογένειές μας, αναθρέψαμε με αρχές και αξίες τα παιδιά μας. Δεν επιτρέψαμε να φωλιάσει το μίσος στην ψυχή μας αλλά δεν ξεχάσαμε…“.
* O Γιώργος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού