Η επιστράτευση που ακολούθησε την κήρυξη του πολέμου από τους Ιταλούς στην Ελλάδα τη Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940, ανέτρεψε τη ζωή της ελληνικής οικογένειας. Το ίδιο έγινε και στην Κρήτη. Οι άντρες ετοιμάστηκαν να αναχωρήσουν για να επανδρώσουν την Πέμπτη Μεραρχία Κρητών και να μεταφερθούν στο μέτωπο.
Πολλοί νέοι με τις αρραβωνιαστικιές τους έτρεξαν στους ναούς των χωριών τους και παντρεύτηκαν, πριν ντυθούν στο χακί.
Πολλές μητέρες, αδερφές και γιαγιάδες στρατιωτών μας, κατευθύνονταν στις μέρες του πολέμου σε εξωκκλήσια, άναβαν τα καντήλια και παρακαλούσαν τους Αγίους να διαφυλάττουν τους δικούς τους αλλά και όλα τα Ελληνόπουλα που πολεμούσαν στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας.
Δάσκαλοι, Πρόεδροι Κοινοτήτων, ιερωμένοι και άλλοι τοπικοί παράγοντες, σύστηναν ομάδες εργασίας και συγκέντρωναν διάφορα είδη για τους στρατιώτες μας, (μάλλινα πλεκτά, κουβέρτες, σταφίδες κ.α.).
Το σύνολο του λαού μας υπέφερε μαζί με τα φανταράκια μας που βρίσκονταν στο μέτωπο και πολεμούσαν, πιστεύοντας στην τελική νίκη.
…………………………..
Επήγα στον Άγιο Γεώργιο το Σφακιώτη και είδα το άλογό του ιδρωμένο
Η Μαρία Μαντακάκη του Αντωνίου από το χωριό Διαβαϊδέ, κατευθύνθηκε τις μέρες του πολέμου σε ένα από τα εξωκκλήσια του χωριού της, του Αγίου Γεωργίου του Σφακιώτη.
Ο ναός είναι βυζαντινός και κατάγραφος, χτισμένος σε μια ρεματιά μέσα σε ένα δάσος από βελανιδιές. Η Μαρία άνοιξε τη μικρή ξύλινη πόρτα και άναψε τα καντήλια.
Στη συνέχεια, προχώρησε να ασπαστεί τη θαυματουργή εικόνα του Αγίου που βρίσκονταν στο αριστερό πεζούλι του ναού.
Διαπίστωσε έκπληκτη ότι η εικόνα είχε υγρασία που ξεκινούσε από το άσπρο άλογο του Αγίου. Έκανε το σταυρό της και πίστεψε ότι το άλογο του Αγίου Γεωργίου ήταν ιδρωμένο. Επιστρέφοντας στο χωριό, το ανέφερε στους συγχωριανούς της.
Η είδηση διαδόθηκε σαν αστραπή σε όλα τα γειτονικά χωριά. Την άλλη ημέρα, πολλές γυναίκες από το Διαβαϊδέ αλλά και από το χωριό Ξυδάς, πήγαν στον ναό να δουν το θαύμα.
Κρατούσαν στα μαντηλάκια τους βαμβάκι να συλλέξουν τον ιδρώτα από την εικόνα. Η Μαρία Μαντακάκη – Δηλαβεράκη ή Σάββενα, (1908-2007), σε χειρόγραφο δισέλιδο κείμενό της τον Αύγουστο του 1983, περιγράφει το παραπάνω περιστατικό που βίωσε ως εξής:
«Ο Άγιος Γεώργιος ο Σφακιώτης είναι γνωστός σε όλο τον κόσμο. Εγώ θα γράψω απ’ότι άκουσα και θυμάμαι από την ιστορία του.
Τον Άγιο Γεώργιο το Σφακιώτη τον έχτιζαν πιο χαμηλά από εκεί που είναι χτισμένος τώρα. Και πρώτα έχτισαν ένα κουβούκλιο και έβαλαν μέσα ένα εικόνισμα του Αγίου Γεωργίου και μετά άρχισαν το έργο και έχτιζαν όλη τη μέρα και το βράδυ έφευγαν.
Το πρωί πήγαν και τα βλέπουν όλα γκρεμισμένα και το εικόνισμα έλειπε από τη θέση του. Τότε άρχισαν να ψάχνουν παντού και το βρήκαν κάτω από μια σφάκα. Το πήραν και το πήγαν στη θέση του και άρχισαν πάλι το έργο τους, αλλά και πάλι τα ίδια, επί τρεις μέρες το εικόνισμα έφευγε και το χτήρι γκρεμιζόταν. Τότε κατάλαβαν ότι ήθελε να τον χτίσουν εκεί στη σφάκα, όπως και έγινε και τον χτίσανε πάνω στη σφάκα όπου βγάζει και αγίασμα. Επίσης είναι και πολύ θαυματουργός.
Όταν τον έχτιζαν άκουγαν λέει τα πέταλα του αλόγου να τρέχουν και να σταματούν στην εκκλησία χωρίς να βλέπουν κανένα και όταν ετελείωσε είδαν μια λάμψη και άκουγαν και πάλι τα πέταλα του αλόγου να μπαίνουν μέσα στην εκκλησία και φάνηκε το πέταλο πάνω στο μάρμαρο όπου και σήμερα φαίνεται. Αυτοί που τον έχτιζαν τους έλεγαν Ατσιπαγάδες, όπου πήρε και όλη η περιοχή το όνομα Ατσιπαγάς, αλλά επειδή το επίθετό τους έμοιαζε με αγά αφαίρεσαν το γ και πρόσθεσαν το ρ και γι’αυτό λέγεται Ατσιπαράς και όχι Ατσιπαγάς.
Ο Άγιος Γεώργιος ο Σφακιώτης κάνει πολλά θαύματα. Εγώ θυμάμαι στον πόλεμο του 40 που τρέχαμε όλοι στα μοναστήρια με ευλάβεια και παρακλήσεις και πήγα στον Άγιο Γεώργιο το Σφακιώτη και είδα το άλογό του ιδρωμένο και ήρθαν και άλλες γυναίκες από τον Ξυδά και αυτές κρατούσαν βαμβάκι και έπαιρναν τον ιδρώτα από την εικόνα του Αγίου και κλαίγοντας έλεγαν, τώρα έρχεται από το μέτωπο. Οι στρατιώτες έλεγαν ότι τον άκουγαν να πηγαίνει μπροστά πάντα χωρίς να τον βλέπουν και έπαιρναν θάρρος..»ª.
………………………………
Τα «γαβρωμένα» χέρια του Μπιτζαροδημήτρη
Ένα παλικάρι από το χωριό Μπιτζαριανώ Πεδιάδος, ο Δεκανέας Μπιτζαράκης Γεώργιος του Δημητρίου, ένας νέος με όμορφα μάτια, δεν επέστρεψε από το μέτωπο. Παιδί του Δημητρίου και της Χαριστής (το γένος Χρονάκη), γεννήθηκε το 1916, μοναχογιός με τρεις αδερφές, τη Μαρία (Κανάκη), την Αικατερίνη (Χουλάκη) και την Ελένη (Καρυωτάκη).
Μερακλής και πρωτοχορευτής στα γλέντια και στις χαρές φίλων και συγγενών του, ενθουσίαζε λένε όσοι τον γνώρισαν με τον χορό του. Δεν πρόλαβε να παντρευτεί και να δημιουργήσει τη δική του οικογένεια, τον πρόφταξε ο πόλεμος.
Με τη Μεραρχία των Κρητών και το 43ο Σύνταγμα μεταφέρθηκε στο μέτωπο. Στις 2 Μαρτίου 1941, η μονάδα του βρισκόταν στο αλβανικό χωριό Άρτζα ντι Σόμπρα (ή Μεγάλη Άρζα που είναι η σωστή ονομασία της και στα αλβανικά σημαίνει Μεγάλη Καρυδιά) στις πλαγιές του όρους Τρεμπεσίνα.
Το πυροβολικό των Ιταλών σε όλη τη διάρκεια του πολέμου χτυπούσε ασταμάτητα τις ελληνικές θέσεις. Η υπεροπλία σε πυρομαχικά και πολεμικό υλικό του εχθρού, ήταν από την πρώτη στιγμή εμφανής. Χιλιάδες ιταλικές οβίδες έσκαψαν τα αλβανικά βουνά και τις πεδιάδες. Το Ιταλικό πυροβολικό δεν σταματούσε παρά μόνο τη νύχτα. Στις 2 Μαρτίου το μεσημέρι, ένα βλήμα ιταλικής οβίδας σκότωσε τον Γεώργιο Μπιτζαράκη.
Οι συμπολεμιστές του περίμεναν να νυχτώσει και τον έθαψαν, σκεπάζοντας το κορμί του με πέτρες. Από το πρωί της επόμενης ημέρας 3 Μαρτίου, το σφυροκόπημα των Ιταλών συνεχίστηκε. Μια οβίδα χτύπησε τον τάφο του Μπιτζαράκη. Το σώμα του παλικαριού διαμελίστηκε και σκορπίστηκε τρίγυρα. Οι συμπολεμιστές του βιώνοντας αυτό το συγκλονιστικό γεγονός, πείσμωσαν και μπήκαν στη μάχη με ορμή. Το βράδυ που κόπασαν οι κανονιοβολισμοί, σε ένα σεντόνι μάζεψαν το παλικάρι (ότι είχε απομείνει). Τον έθαψαν στην ίδια θέση για δεύτερη φορά.
Αρχές Φεβρουαρίου 1941, ο Δημήτρης με τη γυναίκα του Χαριστή και τις κόρες τους Ελένη, Αικατερίνη και Μαρία, ετοίμασαν και έστειλαν ένα δέμα στον γιο τους Γεώργιο που πολεμούσε στα βουνά της Αλβανίας τους Ιταλούς. Του έστειλαν μάλλινα ρούχα, (πουλόβερ, κάλτσες, φανέλες) που είχαν πλέξει οι αδερφές, για να αντιμετωπίσει το πολύ κρύο που επικρατούσε στο μέτωπο.
Στα τέλη Μαρτίου, το δέμα επέστρεψε πίσω στο Μπιτζαριανώ. Το πήρε στα χέρια του ο Μπιτζαροδημήτρης και είδε ότι το δέμα είχε επισημανθεί με μια μαύρη κορδέλα. Αμέσως κατάλαβε ότι ο γιος του σκοτώθηκε. Το δέμα του έπεσε από τα χέρια. Από εκείνη τη στιγμή, τα δάχτυλα των χεριών του Μπιτζαροδημήτρη έπαθαν αγκύλωση (εγάβρωσαν, όπως λένε οι ντόπιοι), που κράτησε ως τον θάνατό του.
……………………………
Δε σκοτώνουν οι σφαίρες, ο Θεός σκοτώνει!
Ο Μπαλτζάκης Ελευθέριος του Γεωργίου ήταν από το χωριό Καρδουλιανώ. Στο κάλεσμα της πατρίδας την 28η Οκτωβρίου 1940 παρουσιάστηκε από τους πρώτους επίστρατους. Όλοι οι στρατιώτες μας ήθελαν να πάνε αμέσως στο μέτωπο. Με τον βαθμό του Λοχία μεταφέρθηκε με την Πέμπτη Μεραρχία Κρητών στο μέτωπο. Ο Λευτέρης υπηρετούσε στο πυροβολικό. Στις 9 Μαρτίου 1941, ο Μουσολίνι εξαπέλυσε την μεγάλη εαρινή επίθεση των Ιταλών με την ονομασία PRIMAVERA.
Την πρώτη ημέρα έναρξης της ιταλικής επίθεσης, στις 9 Μαρτίου 1941, ο Λευτέρης σκοτώθηκε στον αυχένα του υψώματος Μετζγκοράνι από Ιταλική οβίδα.
Ένας συμπολεμιστής του από το χωριό Σμάρι, ο Μανόλης Καλυκάκης του Αντωνίου, πολέμησε μαζί με τον Λευτέρη Μπαλτζάκη και διηγείται:
«…μας εβάνανε οι Ιταλοί από τα Τρία Αυγά. Ο Λευτέρης επήγαινε και ήφερνε συσσίτιο στους στρατιώτες του πυροβόλου του. Ήτανε λοχίας. Του λέμε, Λευτέρη κάτσε! Μας ε λέει, δε σκοτώνουνε οι σφαίρες! Και ποιος σκοτώνει; Ο Θεός! μας ήλεγε. Στα τελευταία ήπεσε μια οβίδα και τόνε χτύπησε ένα βλήμα στη κοιλιά και τόνε σκότωσε. Άντρας πολύ ζωηρός, δεν εφοβούντανε τίποτα. Πιάνω και βρίσκω ένα κουτάκι που μας εφέρνανε τσι Κορινθιακές σταφίδες το’κοψα και ήκανα ένα σταυρό. Γράφω απάνω, Ελευθέριος Μπαλτζάκης, λοχίας του πυροβολικού από τη Κρήτη. Εκειά θαν είναι ακόμη…ª».
………………………………
Είδα στον ύπνο μου τον πατέρα μου και με φίλησε και στα δυο μάγουλα.
Ο Μιχάλης Γερογιαννάκης του Εμμανουήλ, γεννήθηκε το 1910 στο Γεράκι. Υπηρετούσε στον Ελληνικό στρατό πριν μας κυρήξουν οι Ιταλοί τον πόλεμο, στο 36ο Σύνταγμα Πεζικού και βρέθηκε γρήγορα στην πρώτη γραμμή του πολέμου.
Στις 16 Φεβρουαρίου 1941, σκοτώθηκε στα στενά της Κλεισούρας. Άφησε τη γυναίκα του Βασιλική και δυο μικρά παιδιά ορφανά. Τον Νίκο και τον Σοφοκλή.
Ο ξάδερφός του Κίμωνας Γερογιαννάκης, ήταν μαζί του όταν χτυπήθηκε ο Μιχάλης και διηγείται:
«…τα ξημερώματα εκείνης τση μέρας είχε μια μεγάλη όρεξη ο Μιχάλης. Εσηκώθηκε κι επήγαινε απάνω κάτω και τραγούδιε. Πρώτη φορά που το’κανε αυτό. Μας εσήκωσε κι εμάς με τα τραγούδια του. Του εφώναξα:
-Έλα μωρέ ξάδερφε να σου πω. Ήντά’χεις και τραγουδείς;
-Είδα στον ύπνο μου τον πατέρα μου και με φίλησε και στα δυο μάγουλα. Πόσο καιρό έχει ποθάνει και μόνο απόψε τον είδα όνειρο.
Εμένα δε μου’ρθε καλό αυτό το όνειρο. Εσκέφτηκα από μέσα μου ότι είναι αντάμωση και δε θα βγει σε καλό. Δε του’πα πράμα όμως. Όταν έφεξε, εσηκώθηκε και πήγε λίγο πιο πέρα από μας, σε ένα δεντρό από κάτω.
Η πρώτη οβίδα που ρίξανε οι Ιταλοί το πρωί, τόνε χτύπησε. Κόπηκε το πόδι του. Οι τραυματιοφορείς δεν τον πήρανε αμέσως. Αργήσανε. Το βράδυ μου’πανε ότι επόθανε ο Μιχάλης ο Γερογιαννάκης. Για το Μιχάλη ήβγαλα τσι μαντινάδες που θα σου πω:
Μες στ’Αλβανίας τα βουνά στα πεύκα τριγυρίζω
ψάχνω να βρω το Χάροντα μα δεν τόνε γνωρίζω
Κι ένα πρωί ξημέρωμα το Χάροντ’ ανταμώνω
λέω του Χάροντ’ άσε με και του μιλώ με πόνο
Κι αυτός απαρηγόρητα γυρίζει και μου λέει
εμένα μου’πενε ο Θεός κοντά του πως με θέλει».
……………………………….
Λειτουργιά στον Άγιο Θεόδωρο
Ο ναός του Αγίου Θεοδώρου, βρίσκεται στο χωριό Νιπιδιτό και είναι το νεκροταφείο του χωριού. Σήμερα, οι νεαροί Νιπιθιανοί που καλούνται να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία και μένουν στο χωριό αλλά και σε τα μέρη της Ελλάδας, πηγαίνουν στον Άγιο Θεόδωρο και κάνουν μία λειτουργία.
Στο τέλος της λειτουργίας, ο ιερέας του χωριού τους χαρίζει μία μικρή Αγία Γραφή για να την έχουν συντροφιά στον στρατό.
Η σημερινή συνήθεια των νέων του χωριού, ανάγεται στις μέρες του Ελληνοϊταλικού πολέμου.
Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, όλοι μαζί οι νέοι του Νιπιδιτού που επιστρατεύτηκαν, πήγαν στον Άγιο Θεόδωρο με τον παπά του χωριού, έκαναν μια ´λειτουργιά», μετάλαβαν και έφυγαν για να επανδρώσουν το 44ο Σύνταγμα Πεζικού της Πέμπτης Μεραρχίας Κρητών.
Ένας μόνο δεν πήγε. Ο Ηρακλής Παπαδάκης του Εμμανουήλ. Όλοι οι στρατιώτες του Νιπιδιτού επέστρεψαν από το μέτωπο, εκτός από τον Ηρακλή.
Σκοτώθηκε στις σφοδρές μάχες του Πούντα Νορτ, τις τελευταίες ημέρες του πολέμου, στις 24 Μαρτίου 1941.
……………………………..
Μνήμες Ελληνοϊταλικού πολέμου
(+Σαριδάκης Μιχάλης τ. Σπυρίδωνα, Κασταμονίτσα)
«…στου Μπαλαμπάνη το Χάνι ήμουνα όταν μας έκανε τη μεγάλη επίθεση στις 9 του Μάρτη ο Μουσολίνι. Θυμούμαι τσι Ιταλούς που βαδίζανε εναντίον μας, χιλιάδες ήτανε και γεμίσανε οι πλαγιές των βουνών. Ήτανε και στη γραμμή στον αμαξωτό μέσα οι Ιταλοί. Τα δικά μας όπλα τσι θερίζανε κι αυτοί δεν εκουνούσανε. Δεν εθέλανε να πολεμήσουνε. Την ημέρα εκείνη στση 9 του Μάρτη, έγινε μεγάλο κακό. Σκοτωμός.
Τα αεροπλάνα μας εβάνανε, το ιταλικό πυροβολικό μας έβανε, εμείς όμως ήμαστε σταθεροί. Τίποτα δεν εκαταφέρανε. Θυμούμαι που μας εβομβαρδίσανε και τσι εγκαταστάσεις του εφοδιασμού. Ο Παπαδογιωργάκης από του Ξυδά ο αξιωματικός, εμπήκε σ’ ένα καταφύγιο και μετά το βομβαρδισμό που είχανε χαλάσει τα πάντα, αυτός εκατάφερε να βγει ζωντανός μέσα από το καταφύγιο.
Θυμούμαι τσι Ιταλούς αιχμαλώτους που τσι βάναμε σε μια γραμμή και τσι οδηγούσαμε στα πίσω. Αυτοί είχανε κατεβασμένα τα μούτρα τους, δεν μας εκοιτάζανε στα μάτια. Πολλά μουλάρια είχανε ψοφήσει μέσα στα ρυάκια και εκατεβαίνανε τα νερά, επερνούσανε από τα ψόφια μουλάρια και παρακάτω επίναμε εμείς νερό. Στην οπισθοχώρηση τη μέρα τση Λαμπρής, είμαστε στο Καλπάκι. Μας εφέρανε ένα αμάξι αρνιά να τα ψήσομε και θυμούμαι που κατεβήκανε τα ιταλικά αεροπλάνα και μας εβομβαρδίσανε και έβλεπες τα αρνιά και σηκώνουντανε στα ύψη τ’ ουρανού…».
…………………………….
( +Τζιμπιμπάκης Ματθαίος τ. Γεωργίου, Μαθιά,)
«…με πήρανε από το Ηρακλειώτικο Σύνταγμα και με βάλανε στο Χανιώτικο το 14ο γιατί είχε πολλές απώλειες και μεις το συμπληρώσαμε. Εγώ ήμουνα οπλοπολυβολητής. Ο γεμιστής μου ήτανε από την Έμπαρο και λεγόταν Γεώργιος Φραγκάκης. Στο ύψωμα Πούντα Νόρντ εδώσαμε τις μεγάλες μάχες. Οι στρατιώτες εκάναμε έφοδο, εφωνάζαμε Αέρα και παίρναμε των Ιταλώ τσι κορφές τω βουνών. Μόλις ήθελα να πάρομε ένα ύψωμα, επηγαίναμε εμείς οι οπλοπολυβολητές και εστέναμε τα οπλοπολυβόλα και εκρατούσαμε το ύψωμα.
Μια βραδιά εξάνοιγε το αριστερό μου πόδι να παγώσει. Δεν μπορούσα να το κουνήσω. Έβγαλα γρήγορα γρήγορα τσι αρβύλες, τσι κάλτσες, έσυρα τη ξιφολόγχη και εχάραξα το πόδι μου. Άρχισε να τρέχει αίμα και μου πέρασε. Οι γιατροί μας εδίνανε οδηγίες τι να κάνομε σε τέτοιες περιπτώσεις…»ª.
……………………………….
(+Μαραγκάκης Κώστας του Ιωάννου, Μουχτάρω)
«…ο πρώτος τραυματίας που είδα στην Αλβανία ήταν ο χωριανός μου ο Μελισουργάκης Νικόλαος τ. Γεωργίου. Μας ελέγανε να βάζομε στην αριστερή τσέπη τα πράγματά μας, χαρτί για γράμματα, αναπτήρες, ταυτότητες. Ο Νίκος είχε πάρει μια σφαίρα ακριβώς στην τσέπη του. Επειδή όμως είχε μέσα πολλά πράματα, δε τόνε πείραξε, μόνο ελαφρά.
Ο Μουσολίνι έβαζε και μας πετούσανε τα αεροπλάνα του προκηρύξεις στα Ελληνικά γραμμένες. Θυμούμαι που γράφανε ότι για το κάθε ένα Έλληνα στρατιώτη έχει διακόσες οβίδες. Τρεις φορές το κατάλαβα αυτό στην Αλβανία.
Τη πρώτη φορά μ’έστειλε ο λοχίας ο Τζιτζικαλάκης να φέρω νερό. Όπως ανέβαινα τη πλαγιά μετά που γέμισα τα παγούρια, με είδανε φαίνεται οι Ιταλοί και μ’αρχίξανε. Μου ρίξανε τσ’ οβίδες που’λεγε ο Μουσολίνι στην προκήρυξη. Ευτυχώς όμως με τη βοήθεια του Θεού δεν εβλάφτηκα. Μόνο ένα μικρό βλήμα εχτύπησε το κράνος μου.
Τη δεύτερη φορά ο Λοχαγός μου Αποστολάκης Ιωάννης μου’δωσε ένα σημείωμα να το πάω στη Διοίκηση. Πάλι με εντοπίσανε οι Ιταλοί και μ’αρχίξανε. Όλοι που βλέπανε το κακό με περάσανε για σκοτωμένο. Ελέγανε ότι αυτός δε μπορεί να βγήκε από κει μέσα ζωντανός. Εγώ είχα πέσει σ’ένα λάκκο και πάλι δε με χτυπήσανε. Ο χωριανός μου ο Μακράκης Ματθαίος έγραψε τότε γράμμα στσι δικούς του στο χωριό ότι ο Μαραγκάκης ο Κώστας επήγε στου μπάρμπα του το λόχο. Τάξε και καλά εσκοτώθηκε, γιατί ο μπάρμπας μου ήτανε πεθαμένος. Οι αξιωματικοί δε μας αφήνανε να γράφομε στα χωριά μας ποιοι σκοτωθήκανε κι αυτός το’γραψε συνθηματικά.
Τη τρίτη φορά πάλι μ’έστειλε ο Λοχαγός μου ο Αποστολάκης Ιωάννης στη Διοίκηση με σημείωμα. Οι Ιταλοί εβάλανε τότε με το πυροβολικό στο σταθμό Διοικήσεως και τη φορά αυτή παρά λίγο να σκοτωθώ. Έπεσε ένα βλήμα στο ανώφλι της πόρτας, εκεί που ήτανε ο σταθμός Διοικήσεως και ήρθε μπροστά μας, στα πόδια μας. Δεν έσκασε. Πάλι ο Θεός εβοήθησε…
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος.