Στις 17 Ιουνίου 1945, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Κυβέρνησης κ. Πέτρος Βούλγαρης συνέστησε Επιτροπή που αποτελούνταν από τέσσερα μέλη, (Ιωάννης Κακριδής, Νίκος Καζαντζάκης, Ιωάννης Καλιτσουνάκης και Κωνσταντίνος Κουτουλάκης), με σκοπό να διερευνήσουν τις ωμότητες που διέπραξαν οι κατακτητές Γερμανοί και Ιταλοί στην Κρήτη, τα χρόνια 1941-1945.
Η Επιτροπή περιόδευσε με πολλές δυσκολίες ολόκληρη την Κρήτη από τις 29 Ιουνίου ως τις 6 Αυγούστου 1945. Στη συνέχεια συνέταξε Έκθεση, της έδωσε τον τίτλο ´«Εκθεσις της Κεντρικής Επιτροπής διαπιστώσεως ωμοτήτων εν Κρήτη» και την υπέβαλε στην Ελληνική Κυβέρνηση.
Την Έκθεση της Επιτροπής, το έτος 1983, ο δραστήριος και φιλίστορας Δήμαρχος Ηρακλείου κ. Μανόλης Καρέλλης, τύπωσε σε μικρού μεγέθους βιβλίο 120 σελίδων, ώστε οι βαρβαρότητες των Γερμανοϊταλών στην Κρήτη να γίνουν παγκοσμίως γνωστές.
Για τα ΓΔΟΧΙΑ, το χωριό του λαϊκού ποιητή Γεωργίου Εμμανουήλ Πατεραντωνάκη που έγραψε το ποίημα «Η καταστροφή της επαρχίας Βιάννου και η σφαγή των κατοίκων της υπό των Γερμανών», στην Έκθεση της Επιτροπής και στη σελίδα 51 του παραπάνω βιβλίου διαβάζουμε:
«…ούτω οι Γερμανοί εφόνευσαν εις τα Γδόχια 37 εν όλω. Το σύστημα υπήρξεν το ίδιον. Οι άνδρες οίτινες είχον προηγουμένως φύγει εκ του χωρίου επειδή οι Γερμανοί δεν προέβαινον εις καμμίαν βιαίαν πράξιν, επανήλθον και τότε τους συνέλαβον και τους εξετέλεσαν μαζί με όσους γέροντας ευρίσκοντο εντός του χωρίου. Δεκαεπτά εξετελέσθησαν ομαδικώς δια πολυβόλου εις την θέσιν Καρτσανά, οι υπόλοιποι εντός του χωρίου και ανά τους αγρούς.
Εις τους εκτελεσθέντας ανήκουν οι γέροντες Εμμ. Λενάκης (80 ετών), Νικ. Πηγιάκης (80 ετών), Γεώργιος Δασκαλάκης (75 ετών), Γ. Μεταξάκης (75 ετών), επίσης ο ανάπηρος Εμμ. Επιτροπάκης μετά του 13ετούς υιού του Χαραλάμπους.
Εξ άλλου έκαυσαν επί της κλίνης του, επιχύσαντες βενζίνην, τον ανάπηρον Γεώργιον Μπεκράκην, ετών 40, πατέρα 4 ανηλίκων τέκνων.
Η Μαρία Αρχοντικάκη πενθεί τον σύζυγόν της Γεώργιον, τον πατέρα της Εμμ. Δημητριανάκην, τους δύο αδελφούς της Ιωάννην και Μιχαήλ και τον πενθερόν της Εμμ. Αρχοντικάκην.
Επειδή όλη η περιφέρεια εκηρύχθη νεκρά, απαγορευθείσης πάσης εν αυτή κυκλοφορίας, οι νεκροί παρέμειναν επί δύο μήνας άταφοι, καταφαγωθέντες υπό των κυνών…».
…………………………….
Και ο ποιητής Γεώργιος Εμμανουήλ. Πατεραντωνάκης, στο ποίημα του για τα εγκλήματα του τακτικού γερμανικού στρατού τον Σεπτέμβριο του 1943 στο χωριό του τα Γδόχια και στα χωριά της Δυτικής Ιεράπετρας, συνεχίζει:
Θε μου τι άνθρωποι’ναι αυτοί χωρίς να λυπηθούνε
γέρους ογδοηκονταετείς να μη τους σεβαστούνε.
Εκεί’ταν κι ο πατέρας μου με τους πολλούς ομάδι
όπου με θάνατο άγριο τους στείλανε στον άδη.
Ήτανε ψάλτης ξακουστός σ’όλη την επαρχία
και τώρα αναζητήθηκε από την εκκλησία.
Στην εκκλησιά όταν θα μπω στη θέση του κοιτάζω
και δεν τον αντικρύζω πια και βαριαναστενάζω.
Ένας μονάχα σώθηκε κι είναι μεγάλο θαύμα
αλλά στο χέρι το δεξί έχει μεγάλο τραύμα.
Την τελειωτική βολή του ρίξαν στο κεφάλι
μα εκτός από το χέρι του σφαίρα δεν πήρε άλλη.
Πηγιάκης ονομάζεται και Γιάννης τ’όνομά του
κανείς δεν επερίμενε να’ρθή με τα παιδιά του.
Μεγάλο θαύμα το κρατώ αγαπητοί μου φίλοι
μέσα από την εκτέλεση να διασωθή να φύγη.
Γιάννη Πηγιάκη, άτυχε, ποσά’χεις παθομένα
κι εσύ κακό δεν έκανες ποτέ σου σε κανένα.
Ως επληροφορήθηκα κι εγώ απ’τον Πηγιάκη
θα σας ειπώ μαρτύρια του Γιώργη Σπυριδάκη.
Στο πόδι τραυματίστηκε να φύγη δεν ημπόρει
την τυραννία αυτουνού μόνο ο Θεός τη θώρει.
Με την κοιλιά εσύρθηκε και πήγε παρακάτω
εκεί κοντά εσταμάτησε σε δυο δεντρά ’ποκάτω.
Εκεί έβγαλε τη ζώνη του κι έδεσε την πληγή του
μα εξαντλήθηκε πολύ και βγήκε η ψυχή του.
Είχε εξαντληθεί πολύ απ’την αιμορραγία
κι αν έδεσε και την πληγή, δεν είχε θεραπεία.
Να’χε γιατρό απ’την αρχή για να τον επιδέση
και να του βάλη φάρμακα το αίμα για να στέσει.
Θα εσωνότανε κι αυτός να’ρθει με τα παιδιά του
και να τα βλέπει σήμερα να χαίρετ’η καρδιά του.
Στο τραύμα του υπέκυψε με πόνους και με λύπη
χάμαι στη γη ασάλευτο δεν άφησε χαλίκι.
Από τους πόνους τους φριχτούς εσπάρασσε στο χώμα
ως ότου άφησε η ψυχή πλέον νεκρό το σώμα.
Δεν ημπορώ τα θύματα ονομαστικώς να γράψω
γιατί δε σύρνω κοντυλιά να μην αναστενάξω.
Μα έκαμα λογαριασμό και τα’χω μετρημένα
τα βγάζω τεσσαράκοντα αν δεν ξεχνώ κανένα.
Στα Γδοχιανά τα χώματα όπου κι ανέ πατήσεις
αραχνιασμένα μνήματα παντού θα συναντήσεις.
Στα Γδοχιανά τα χώματα τα αιματοβαμένα
αιώνια θα βρίσκωνται κόκκαλα σκορπισμένα.
Δε δύναμαι τα πράγματα να σας τα περιγράψω
να’τανε τρόπος να παιχθούν στο κινηματογράφο.
Να δήτε πως τα λόγια μου δεν είναι παραμύθια
κι αυτά που γράφω στο χαρτί είναι σωστά κι αλήθεια.
Μα για τα γυναικόπαιδα θα ομιλήσω πάλι
που τά’χαν κλείσει στο σκολειό με λύσσα πιο μεγάλη.
Ώρες εικοσιτέσσερες τα είχανε κλεισμένα
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, τα κακομοιριασμένα.
Τα Γδόχια διατάξανε να τα εγκαταλείψουν
και μέσα στη Γεράπετρο να παν να κατοικήσουν.
Φύγαν γυναίκες και παιδιά κι οι Γερμανοί εμείναν
κι απ’άκρη σ’άκρη στο χωριό παντού φωτιά εδίναν.
Στο σπίτι του ευρήκανε ένα δυστυχισμένο
που ήτανε το πόδι του απ’τα μισά σπασμένο.
Ακίνητος βρισκότανε απάνω στο κρεββάτι
ως που τον είδαν οι εχθροί και έσπευσαν τρεχάτοι.
Να σηκωθεί του φώναζαν αλλά δεν ημπορούσε
το πονεμένο πόδι του δεν τόνε βοηθούσε.
Με λύσσα ένας Γερμανός απ’τη δική του μέση
έβγαλε το μπιστόλι του για να τον εκτελέση.
Τότε αυτός του φώναξε λυπήσου τα παιδιά μου
που η ζωή τους κρέμεται στα χέρια τα δικά μου.
Ήθελε κάτι να του πη να του ξαναμιλήση
μα ο βάρβαρος δεν ήθελε στιγμή να τον αφήση.
Το δάκτυλό του έβαλε κι έσυρε τη σκανδάλη
και τού’ριξε τρεις μπιστολιές επάνω στο κεφάλι.
Ακόμα ήταν ζωντανός κι εχτύπα η καρδιά του
κι αμέσως του’βαλαν φωτιά στο κλινοσκέπασμά του.
Εις τέτοιο φριχτό μαρτύριο τον βρήκαν τα παιδιά του
ενώ το σώμα εκαίγετο πάνω στη στρωματιά του.
Αυτά τα γράφω στο χαρτί να μάθη ο κοσμάκης
κι ο μάρτυρας ελέγετο Γεώργιος Μπεχράκης.
Σκοτώσανε τ’αδέρφια μας τα σπίτια μας εκάψαν
μόνο με την ξερή ψυχή στο δρόμο μας πετάξαν.
Στο Μύρτος τ’όμορφο χωριό την ίδια μέρα εκείνη
οι τύραννοι επήγανε κακό μεγάλο εγίνη.
Εις την αρχή φανήκανε απ’το καραβοστάσι
και τότε ο Μυρτιανός λαός άρχισε να τρομάσση.
Αλλά ποσώς δεν έχασε όμως το λογικό του
μεγάλη προϋπάντηση έκαμε στον εχθρό του.
Μια φάλαγγα γερμανική μ’όπλα και πολυβόλα
Το Μύρτος περικύκλωσε απ’τα σημεία όλα.
Κι από τους πυροβολισμούς ο κόσμος εχαλούσε
Το παν που αισθάνετο ζωή φόβο κι αυτό γροικούσε.
Και λίγο λίγο στην αρχή διαλλακτικοί φανήκαν
στο τέλος θα σας διηγηθώ εκείνα που συμβήκαν.
Δύο αρνιά διέταξαν να’ρθούν να τους τα σφάξουν
να φάνε τον περίδρομο πολλά κακά να πράξουν.
Κι αφού εφάγανε τ’αρνιά φωτιά να τους κεντήση
στο Μύρτος διατάξανε κανείς να μη καθήσει.
Μόνο μια ώρα ήτανε όλη η προθεσμία
κι οι Μυρτιανοί εφεύγανε με τόση αγωνία.
Τότε τους εφωνάξανε λίγο να σταματήσουν
να βάλλουν τον ασύρματο στη Βιάννο να μιλήσουν.
Να δούνε οι ανώτεροι τι θα τους διατάξουν
εάν θα επιστρέψουνε οι Μυρτιανοί να κάτσουν.
Λίγο εσταματήσανε μα συλληφθήκαν όλοι
κι αλύπητα τους θέρισε του Γερμανού το βόλι.
Ανδρεοπούλη αείμνηστε Φραντζικινάκη Γιάννη
το όνομά σας θα γραφτή ποτέ δε θα πεθάνη.
Στην ιστορία αθάνατο θα μείνει τ’όνομά σας
γιατί εκάνατε καλά εις την κοινότητά σας.
Ο Μύρτος τ’όμορφο χωριό πως έχει καταντήσει
άνθρωπος που το γνώρισε περνώντας θα δακρύση.
Ο Μύρτος τ’όμορφο χωριό που ήταν Παρισάκι
και τώρα εκατάντησε έρημο μετοχάκι.
Ο Μύρτος τ’όμορφο χωριό που’χε τα μεγαλεία
και τώρα εκατάντησε έρημη παραλία.
Τα μαγαζιά καήκανε σπίτια καταστραφήκαν
οι βάρβαροι οι Γερμανοί τίποτε δεν αφήκαν.
Μουρνιώτες αν το ξεύρατε να πάτε να κρυφθήτε
στη φάκα τη γερμανική εσείς να μη πιαστήτε.
Και στις Μουρνιές δεκαεννηά λεβέντες εκτελέσαν
εις τον Καλέ τους πήγανε εις την σειρά τους στέσαν.
Χριστοπαρσώτες φέρανε κι άλλους πολλούς ομάδι
βραδυάσματα τους στείλανε όλους μαζί στον Άδη.
Ολοί ’σαν νέοι στις Μουρνιές
αυτοί που σκοτωθήκαν
είχανε και μικρά παιδιά και ορφανά τ’αφήκαν.
Σ’αυτό δεν αρκεσθήκανε και το χωριό το κάψαν
και τους Μουρνιώτες πρόσφυγες στους δρόμους επετάξαν.
Στας δεκαέξι το πρωί επήγανε στη Ρίζα
κι εγώ’στεκα πο’μακρυά και με τα μάτια μου είδα.
Εκεί τους εσκοτώσανε αμέσως επί τόπου
ζωή λεπτό δε χάρισαν σε κανενός ανθρώπου.
Η Ρίζα το μικρό χωριό έχει φθορά μεγάλη
και χρόνια θα περάσουνε να ξαναζήση πάλι.
Γιατί όπου θα μπη φωτιά τα πάντα ερημώνει
και για να ξαναγίνουνε πολλοί απαιτούνται χρόνοι.
Πέντε χιλιάδες Γερμανοί κινητοποιηθήκαν
τα πάντα καταστρέψανε, τίποτε δεν αφήκαν.
Σ’αυτά τα δώδεκα χωριά που εγράφη η ιστορία
έχει εξακόσια θύματα σε σκορπιστά μνημεία.
Οι Ούννοι οι απαίσιοι το βάρβαρο μιλέτι
αυτοί που σφάξαν τα μωρά στης μάνας των το μπέτη.
Αυτοί την καταστρέψανε την περιφέρειά μας
και βγήκαμε στη ζητιανιά και μεις και τα παιδιά μας.
Ανάξιοι είσθε Γερμανοί στον κόσμο για να ζήτε
ανθρώπους που δεν φταίουνε εσείς τους εκδικείσθε.
Κι αφού υποσχεθήκατε άλλους δεν εκτελείτε
έπρεπε στην υπόσχεση ψεύτες να μη φανήτε.
Έξω απ’τη ζώνη πιάσατε από το Πεύκο ένα
ωσάν θηρία άγρια του χύσατε το αίμα.
Τον Παπαδημητρόπουλο Μανώλη τ’όνομά του
στο Μύρτος τον σκοτώσατε μακρυά ’πο τα παιδιά του.
Κι άφησε τρία ανήλικα παιδιά εις την ορφάνια
και μείναν απροστάτευτα μ’ανίκανη τη μάνα.
Τσ’αντάρτες εδειλιάσατε να πάτε να τους βρήτε
γιατί εφοβηθήκατε κι άλλα μην υποστήτε.
Τον άμαχο τον πληθυσμό εβάλατε σημάδι
άνδρες και γυναικόπαιδα εστείλατε στον Άδη.
Ανάθεμά σας Γερμανοί κακούργοι δολοφόνοι
κι εμείς όπου γλυτώσαμε μας εκοπήκαν χρόνοι.
Άνανδρε κι άτιμε λαέ Ούννοι κατηραμένοι
όλη η Ευρώπη βρίσκεται στα μαύρα φορεμένη.
Άνανδρε κι άτιμε λαέ Ούννοι κατηραμένοι
όλοι οι Ευρωπαίοι σας μισούν κανένας δεν σας θέλει.
Γιατί’σαι αιμοχαρής λαός θωρώντας πως γλεντίζεις
πιάνεις τον άμαχο λαό και τόνε τουφεκίζεις.
Σας είσαι τόσο δυνατός που βάνει το μυαλό σου
γιατί δεν εταπείνωσες τον Άγγλο τον εχθρό σου ;
Μονάχα υποχώρησες και έδειξες δειλία
κι οι Ρώσσοι προελαύνουνε μέσα στη Γερμανία.
Σ’ Εγγλέζους κι Αμερικανούς
και στσ’αντρειωμένους Ρώσσους
σ’αυτούς
θα τα πληρώσετε με τρίδιπλους τους τόκους.
Μα το χωριό η Ανατολή πρέπει να τ’αγαπούμε
γιατί μας έδωσε ψωμί που’θελε να χαθούμε.
Εκεί επρωτοπήγαμε κι είμαστε τρομαγμένοι
κι από την πείνα τη φριχτή κακά καταντημένοι.
Μια εβδομάδα ολόκληρη χωρίς ψωμί να δούμε
κι οι Γερμανοί σαν τους λαγούς να μάσε κυνηγούνε.
Κι ήρθαμε στην Ανατολή με την ψυχή στο στόμα
που πρώτη αυτή μας έσωσε και ζούμε εμείς ακόμα.
Γεραπετρίτες Κεντριανοί χρόνια πολλά να ζούνε
κι ευχόμαστε εις το Θεό πολλά καλά να δούνε.
Γιατί μας βοηθήσανε απ’τη στιγμή τη πρώτη
συσσίτιο μας κάμανε ωσάν του στρατιώτη.
Και σπίτια μας εδώκανε χωρίς να πληρωθούνε
τρεις μήνες που καθόμαστε νοίκι χωρίς να δούνε.
Έκαμα φίλους στο Κεντρί που δε θα λησμονήσω
τις χάρες που μου κάμανε όσους χρόνους κι αν ζήσω.
Όμως κι ο Ερυθρός Σταυρός αν δεν μας βοηθούσε
όλοι θα πεθαίναμε κανείς μας δε θα ζούσε.
Σ’όσους που θα διαβάσουνε συγγνώμην θα ζητήσω
γιατί δεν ξέρω γράμματα να τους τακτοποιήσω.
Εγώ δε θέλω να κρυφτώ όλοι ας με γνωρίσουν
κι αν έκαμα και λάθητα ας μου τα συμπαθήσουν.
Από τα Γδόχια το χωριό ειν’η καταγωγή μου
και Γιώργο με φωνάζουνε φίλοι και συγγενείς μου.
΄Εχω και το επώνυμο του Πατεραντωνάκη
έτσι μου το διδάξανε από μικρό παιδάκι».