Τον Αύγουστο του 1944 οι Γερμανοί σχεδίασαν και εκτέλεσαν ένα σχέδιο που άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια του στην επαρχία Μυλοποτάμου και στο ιστορικό χωριό Ανώγεια. Το σχέδιο είχε να κάνει με την ασφαλή μεταφορά και σύμπτυξη των Γερμανών και Ιταλών στρατιωτών από τους νομούς Λασιθίου Ηρακλείου και Ρεθύμνης στα Χανιά. Οι πληροφορίες του Γερμανού Διοικητή του Φρουρίου Κρήτης στρατηγού Μίλερ ήταν ότι στον ορεινό Μυλοπόταμο και ειδικά στις παρυφές του Ψηλορείτη βρίσκονταν:
-
Η ομάδα του Αρχηγού Καπετάν Γεωργίου Πετρακογιώργη
- Η Ανεξάρτητη ομάδα Ανωγείων στη Μίθια του οροπεδίου της Νίδας, με αρχηγό τον καπετάν Μιχάλη Ξυλούρη ή Χριστομιχάλη
- Η Ανταρτική ομάδα του Κρουσώνα στη θέση Ασφενταμιά ή Τσιλαθιά, με τα κυριότερα στελέχη της.
- Η ομάδα του ΕΛΑΣ Ηρακλείου στη θέση Τσουνιά, με καπετάνιο τον Ιωάννη Ποδιά και τριπλή διοίκηση.
- Η ομάδα του ΕΛΑΣ Ρεθύμνης στη θέση Τσουνιά με τριπλή διοίκηση.
- Η ομάδα ενόπλων Ανωγειανών του ΕΑΜ στη θέση Βιτσιλιά, με επικεφαλής τον Έφεδρο Ανθυπολοχαγό Γεώργιο Τρουλινό.
- Οι Βρετανοί Αξιωματικοί Αντ/χης Τομ Ταμπάμπιν και Λοχαγός Ουίλλιαμ Στάνλεϋ Μος στη θέση Πετροδολάκια με ασύρματο1.
Έπρεπε λοιπόν να εξουδετερωθούν οι παραπάνω ομάδες για να γίνει η μεταφορά των Γερμανών και Ιταλών στρατιωτών στα Χανιά με τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Το σχέδιο που ετοίμασαν οι Γερμανοί προέβλεπε την κύκλωση και την εξερεύνηση του Ψηλορείτη καθώς και την εκ θεμελίων καταστροφή των Ανωγείων.
Για την εκτέλεση του σχεδίου πήραν μέρος οχτώ τάγματα. Δύο από το Ηράκλειο του 65ου Συντάγματος, δύο από την Μεσσαρά του 47ου Συντάγματος, δύο από το Ρέθυμνο, ένα από τα Χανιά και το τάγμα του Σπηλίου Ρεθύμνου. Την διοίκηση της επιχείρησης είχε ο Συν/χης Μπέτμαν. Η επιχείρηση άρχισε την νύχτα της 12ης προς την 13η Αυγούστου 1944 με όλα τα γνωστά επακόλουθα (κάψιμο και λεηλασία των Ανωγείων, ομαδικές εκτελέσεις αμάχων, καταστροφή και λεηλασία των μητάτων του Ψηλορείτη).
Στις 20 Αυγούστου ο Συντ/χης Μπέτμαν διέταξε την διακοπή των επιχειρήσεων, επιχειρήσεις που στην εξερεύνηση του Ψηλορείτη δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Οι ομάδες των αντιστασιακών είχαν καταφέρει να διαφύγουν από τον ασφυκτικό κλοιό. Οι Γερμανοί άρχισαν να υποχωρούν προς τις βάσεις εξορμήσεώς τους αφού παρέμειναν αρκετοί στα Ανώγεια για υποστήριξη των τμημάτων του Μηχανικού που κατέστρεφε το ιστορικό χωριό. Στις 21 Αυγούστου 1944 οι Γερμανοί του 65ου Συντάγματος που βρίσκονταν στα Σίσαρχα και κατευθύνονταν προς το Ηράκλειο, συνέλαβαν από τα χωριά Καμαράκι και Αστυράκι αμάχους καθώς και τους Ανωγειανούς κτηνοτρόφους που συνάντησαν στο δρόμο τους Σουλτάτο Ιωάννη ή Αλισαβογιάννη και Σουλτάτο Μιχάλη. Τους οδήγησαν στην έξοδο του φαραγγιού στην τοποθεσία Ποροφάραγγο και τους εκτέλεσαν. Απ’ αυτήν την εκτέλεση σώθηκε ο Σουλτάτος Γιάννης ή Αλισαβογιάννης. Σώθηκε επειδή προτίμησε να ριχτεί στον γκρεμό βάθους αρκετών δεκάδων μέτρων και να σκοτωθεί παρά να πέσει νεκρός από τις σφαίρες των κατακτητών. Την πτώση του σταμάτησαν τα κλαδιά μιας χαρουπιάς. Σύρθηκε όπως μπορούσε σε μια σχισμή της πλαγιάς, σε μια πέζα όπως λέει ο ίδιος. Για την εκτέλεση στο Ποροφάραγγο και την διαφυγή του, διηγείται ο ίδιος ο Αλισαβογιάννης:
“´Τον πατέρα μου τόνε λέγανε Γιάννη Σουλτάτο και την μάνα μου Αλισάβη Γρυλλάκη. Είχα και μια αδερφή τη Μαρία. Εγεννήθηκα το 1922. Ο πατέρας μου ήτανε στον τουρκικό πόλεμο. Και πριν τον τουρκικό πόλεμο είχε πάει στρατιώτης. Δώδεκα χρόνια έκαμε στο στρατό. Ετραβήξανε πολλά. Ήτανε Βεντζελικός κι αυτός και το κόκαλό του. Είχε πάρει στσι πολέμους τέσσερα παρασήματα και το σταυρό τση αντρείας. Η μάνα μου τα’χε σε μια κορνίζα. Όντεν εκαίγανε οι Γερμανοί το χωριό τα πήρανε.
Όντες έχασε ο Βεντζέλος τσι εκλογές και αλλάξανε οι αξιωματικοί στο στράτευμα, εμάλωσε μ’ένα αξιωματικό. Τονε χτύπησε άσκημα, τονε δικάσανε και τονε βάλανε στη φυλακή. Σε ένα υπόγειο, πόσα σκαλιά κάτω από τη γη ποιος ξέρει, δεν εμπόριε φαίνεται να βαστάξει άνθρωπος πολύ καιρό σε κείνη τη φυλακή. Επήγε μια μέρα η βασίλισσα και του χάρισε την ποινή. Επόρισε ο κύρης μου αλλα είχε πάρει πνευμονία στη φυλακή. Μόλις ήρθε στην Κρήτη το 1922 επέθανε. Εγώ γεννήθηκα τη χρονιά που πέθανε ο πατέρας μου γι’αυτό με βγάλανε κι εμένα Γιάννη. Γιάννης το όνομά μου και η μάνα μου Αλισάβη δε με βρίσκεις εδώ στ’ Ανώγεια παρά Αλισαβογιάννη.
Την Κατοχή που πέφτανε οι Γερμανοί στην Κρήτη ήμουνα με το Δραμουντάνη Γιάννη ή Στεφανογιάννη που τον σκοτώσανε μετά οι Γερμανοί. Είχαμε τα πρόβατα στα Βρουλίδια στην Κορακόπετρα και μ’είχε σύνδεσμο. Τότε ήμουνα δεκαεννιά χρονών.
Προτού κάψουνε το χωριό ήρθανε οι Γερμανοί μας επήρανε τα πρόβατα και τα πήγανε στο Ζαρό. Μας απομείνανε μια πατούλια και τα κατεβάσαμε στα Σίσαρχα. Μας τα ξαναπαίρνουνε πάλι οι Γερμανοί από τα Σίσαρχα. Ένα βράδυ είμαστε μια παρέα και λέει μας ο πεθερός μου (δεν τον είχα κάνει τότες ακόμη πεθερό), ο Νικολής ο Γρύλλος, αμέτε από τα Σίσαρχα να πάρετε ένα δυο οζά. Πάω τη νύχτα. Έχουνε στα Σίσαρχα από κάτω ένα φράγμα και έχουνε τα πρόβατα μέσα οι Γερμανοί. Σπω τα σύρματα και βγάνω τα πρόβατα. Οι Γερμανοί πηγαίναν κι ήρχουντονε περίπολο, αυτό εγίνουντο όλη τη νύχτα. Πάω τα εγώ ύστερα στο Στύλο, έχω ένα υπόστεγο και είναι κια χωριανοί μας και τονε λέω κρατήξετε πέντε-έξε οζά να τα σφάξετε γιατί θα’ρθούνε πάλι οι Γερμανοί να τα πάρουνε. Εγώ λαλώ τα οζά στη Γωνιανή περιφέρεια. Αλλά ήντα κάνουνε οι Γερμανοί το πρωί. Σηκώνουντε και παίρνουνε τω Δαμιανήδω (Χαιρέτηδω) τα ζά, τω Στελήδω (Χαιρέτηδω) τα ζα επειδή είχα πάρει εγώ από βραδύς τα οζά από το φράμα. Εγώ τα οζά τα πήγα στον Έβδομο, είναι αντάρτες εκεί δα κουμουνιστές. Ερμέξανε τα οζά και κρατήξανε το γάλα. Και τοσε λέω κρατήξετε επαδέ πέντε-έξε ζα. Εκειδά είναι χωριανοί μας ο Μπάφου Κώστας (Σμπώκος), ο Κλάδος, ο Πατραμάνης, τρεις Χανιώτες. Εκρατήξανε έξε ζα και τα άλλα τα πάω στο Φλεχτρό και τ’αφήνω. Είχε πάει δώδεκα η ώρα. Ήρθε ένας μπάρμπας μου ο Βρούβας (Σουλτάτος Γιώργης) και μου λέει πάρε τα ζα και πήγαινέ τα οθέ το Αστυράκι κι εγώ θα τα πάρω από κια να τα γείρω οθέ το Μαλεβύζι. Τα πρόβατα ήσανε πεντακόσα ενενήντα που πήρα τω Γερμανώ. Πηγαίνομε να τα πάρομε και βγαίνει ο Μανόλης του Αριστοβασίλη (Χαιρέτης) και μας λέει που θα τα πάτε τα ζα, Γερμανοί βγαίνουνε στο μνημείο και στο φαράγγι και χαλούνε το χωριό. Δεν μπορείτε να περάσετε. Επήραμε εμείς τα ζα με το Βρουβόκωστα (Σουλτάτο Κώστα) και με τον αδερφό του το Μιχάλη (Σουλτάτο Μιχάλη) που σκοτώσανε οι Γερμανοί. Φτάνομε αναμεσώς του φαραγγιού και λέμε του Μιχάλη εσύ θα σταματήσεις εδώ κι όταν περνούνε οι φάλαγγες πάνω ή κάτω θα μας ειδοποιείς να χωστούμε να μη πέσομε στα χέρια τω Γερμανώ. Εκαταφέραμε και περάσαμε τα ζα πάνω. Και απομένουνε εκειδά έντεκα αίγες με τρία καμπανέλια. Όντεν είχαμε περάσει τα ζα, μας λέει ο Βρουβόκωστας, οι αίγες με τα καμπανέλια δεν είναι επαδέ. Μας λέει ο Μιχάλης ότι όντεν εζυγώναμε τα ζα με τσι μπαλωθιές και τη φασαρία επομείνανε οι αίγες σε μια χαρουπιά αποκάτω μόνο αλλάξετε να τσι πάρετε. Λέω εγώ του Κώστα ότι δεν αλλάζω. Ήντα λογάται πως τα πήρες τω Γερμανώ και θα τ’άφήσομε επαδέ μου λέει. Επήραμε κάτω και βρίσκομε τσ’αίγες. Πάω εγώ να πα ξηλώσω τσ’αίγες να πάρουνε πάνω τον αραγό και κατεβαίνουνε τρία αμάξα τω Γερμανώ και δίδομε κούτελο. Πέφτομε απάνω στσι Γερμανούς. Κι έχου και μέσα τση Καμαρακιανούς είκοσι τρεις νομάτους. Εγώ εγκρεμίστηκα από κάτω το δέτη και κατέβηκα κοντά στο ποταμό. Οι Γερμανοί αρχίξανε να μου βάνουνε με τα όπλα. Στο ποταμό με τραυματίσανε και πήρα μια σφαίρα αλλά τη πήρα ξέφορτση. Όλοι οι Γερμανοί μας πυροβολούσανε. Εγώ έμεινα σ’ένα χαράκι από πίσω και κατεβαίνουνε οχτώ Γερμανοί και πιάνουνε το Μιχάλη. Εγώ βαστώ ένα γερμανικό πιστόλι με δυο δεσμίδες. Το’χα πάρει από ένα αλεξιπτωτιστή, όντε τσι πολεμούσαμε τότες που πέφτανε στη Κρήτη, στο Μέγα Λάκο. Βγάνω το πιστόλι και με τη θήκη του μαζί το βάνω σ’ένα κλαδί για να μη το βρούνε καταπάνω μου. Μας πιάνουνε οι Γερμανοί. Εμάς τότε μας είχανε δώσει ταυτότητες κι εγώ δεν την είχα απάνω μου. Βγάζουσί μας απάνω εμένα και τον αξάδερφό μου το Μιχάλη στο δρόμο κι είχανε τσι Καμαρακιανούς στα αυτοκίνητα.
Οι Καμαρακιανοί εβαφτίζανε ένα παιδί στο χωριό ντως το Καμαράκι. Επήγανε και έξε δικοί μας, τρεις Χανιώτες ο Μπάφου Κώστας, ο Κλάδος στη βάφτιση. Στο μεταξύ αυτοί δεν εσταθήκανε στο τραπέζι, μόνο φύγανε. Κάνουνε μια τυλιξά οι Γερμανοί και πιάνουνε τσι Καμαρακιανούς.
Μας πάνε στην Τύλισσο, θαν ήτανε κατά τση μια η ώρα. Μας κάνουνε έρευνα και μου βρίσκουνε δυο γεμιστήρες του πιστολιού στην τσέπη κι ένα γράμμα του Στεφανογιάννη, μου το’χε δώσει τη δε άλλη χρονιά να το πάω στην Αντάνασσο των Εγγλέζων αλλά τονε σκοτώσανε τότες και δεν το πήγα μόνο το κράτηξα. Μας εκάνανε με τον Μιχάλη στρούσια μεγάλα. Μας εβάνουνε σ’ένα παραγκάκι. Λέω εγώ αυτοί θα μας σκοτώσουνε, μας επήρανε τσι ζωστήρες. Λέω ενούς Καμαρακιανού μπρε συ εμένα πιάνουνε ακόμη τα χέρια μου, συμφωνάς να πιάσω το σκοπό να γλιτώσομε μερικοί από μας; Κι ήντα μου λέει αυτός. Ανε το πεις δεύτερη φορά θα σε αναφέρω στσι Γερμανούς. Οι Καμαρακιανοί εθαρρούσανε πως ήθελα μας εφήσουνε οι Γερμανοί. Δεν περνούνε δυο λεφτά και ανοίγουνε το παραγκάκι. Μας εβγάνουνε όξω και μας ρίχνουνε απάνω στο αμάξι σα τα σταφύλια. Είκοσι τέσσερα άτομα. Όντε μας εβγάζανε στο αμάξι λέει ο Γερμανός αξιωματικός να ξυπολίσουνε εμένα με τον αξάδερφό μου το Μιχάλη. Εγώ φορώ ένα ζευγάρι μαύρα υποδήματα και πιάνει να μου σύρει τα υποδήματα και του λέω δε τα βγάνω. Εγύρισε το ταχυβόλο που κράθιε να με χτυπήσει και έβαλα το χέρι μου. Εγώ δεν τα’βγαλα αλλά του Μιχάλη τα βγάλανε τα υποδήματα. Μας παίρνουνε και μας πάνε στο μνημείο. Είκοσι έξι Γερμανοί, δυο αξιωματικοί μ’ένα τζιπ και εμείς στο αυτοκίνητο. Στένουνται στο μνημείο, κατεβαίνουνε και ακροβολίζουνται. Μας εκατεβάζουνε ένα ένα στη γραμμή. Η ώρα θαν ήτανε τέσσερις με πέντε. Πατώ τη χέρα μου στην καρότσα του αμαξιού και λέω κερατάδες να παίξω θέλω το σάλτο να με σκοτώσετε στον αέρα να μη με στέσετε σκιας στη γραμμή.
Παίζω το σάλτο και οι αξιωματικοί που ήτονε κοντά στη καρότσα μου παίζουνε μιαν αμποθιά και μου λένε σακραμέντο και πέφτω χάμω, δεν επρόλαβα να φύγω. Και ξεφεύγει ο αξάδερφός μου ο Σουλτάτος ο Μιχάλης δυο βήματα αξυπόλητος και του παίζουνε με τουφέκι και παίρνει τη σφαίρα στην κεφαλή. Έπεσε στη μέση του δρόμου και μας λένε να τονε σηκώσομε. Πάω και τονε πιάνω από τσι μασχάλες και λέω του Γερμανού ότι είναι βαρύς και στέλνει άλλο ένα Καμαρακιανό και τονε σηκώσαμε. Μας λένε να τονε πάμε κάτω κάτω στην άκρα του γκρεμού. Όταν επήραμε κάτω το μονοπάτι και σηκώναμε το νεκρό λιγώνεται ο άλλος που τονε σηκώναμε μαζί και σκοτώνουντον κι αυτόν. Μας πάνε στο φρούδι του γκρεμού. Όντε μας επήγανε στο φρούδι έπαιξα το σάλτο και εγκρεμίστηκα στο δέτη. Η Παναγία με βοήθησε. Ο γκρεμός είναι διακόσα μέτρα ύψος. Η πρώτη ταινία που μου ρίξανε δεν με βρήκε σφαίρα. Αρχίσανε οι Γερμανοί και πυροβολούσανε τσ’άλλους και τσι σκοτώνουνε. Εγώ στένομε σε μια πέζα του δέτη. Ο ήλιος εβασίλευγε. Αρχίξανε να γκρεμίζουνε τα πτώματα και κατεβαίνουνε ύστερα να με γυρεύγουνε. Εκρεμάστηκε ένας, Αργύρη τονε λέγανε, έμαθα το όνομά του ύστερα γιατί έβγαλα σύνταξη στσι δικούς του. Εκρεμάστηκε το πόδι του σ’ένα κλαδί, εγώ ήμουνα από κάτω από το κλαδί, και συρώνει όλο το αίμα του απάνω μου. Κατεβαίνουνε από το μνημείο έξε Γερμανοί και παίζουνε ριπή κατά ριπή στο ποταμό και εξερευνούνε το ποταμό. Όση ώρα μας εκτελούσανε εγώ δεν εφοβήθηκα. Όταν τσ’είδα από κάτω μου δυο μέτρα απόσταση κι έτρεχε και το αίμα του Αλέκου, εφοβήθηκα για μια στιγμή. Λέω εδά θα με βρούνε. Λέω πάλι του εαυτού μου ανέ με βρούνε δε πειράζει. Μαζί με τσ’άλλους θα πάω κι εγώ. Κάνω κουράγιο του εαυτού μου και σε λίγη ώρα φεύγουνε απάνω οι Γερμανοί, δε με βρήκανε. Φεύγω από κει δα τση δέκα με έντεκα η ώρα και επήγα στου Αρφαλά τη στέρνα. Ήσανε κει δα οι Μανουράδες ο Γιώργης, ο Αριστείδης και άλλοι. Εγώ πήγαινα πέντε βήματα και κάθιζα. Από το πέσιμο στο γκρεμό είχα χτυπήσει πολύ. Επήγε ύστερα ένας κουνιάδος μου και μου’φερε ρούχα και με επιδέσανε. Τη δεύτερη βραδιά επήγανε και πήρανε τον αξάδερφό μου το Μιχάλη Σουλτάτο οι αδερφοί του. Λένε να τονε πάρουνε να μη τονε φάνε οι σκάρες. Όντεν επήρανε κάτω ο Λευτέρης με τον Κώστα μου λένε να πάω να τοσε δείξω το τόπο. Εγώ δεν εμπόρουνα να βαδίσω μόνο είπα ντως που είναι. Όντεν επήρανε κάτω λένε ο Μιχαλογιώργης (Μανουράς) με τον Μιχαλαριστείδη (Μανουράς) ότι είναι ντροπή να πάνε μοναχοί ντως μόνο αμέτε κι άλλοι να τσι βοηθήσετε να μη στσι σκοτώσουνε οι Γερμανοί. Επήγε μαζί ντως ο Μενέλαος του Κεφαλομιχάλη (Μανουράς) και ο Σαρακηνόκωστας (Μανουράς) και τον εβγάνουνε απάνω και τον θάψανε στου Αρφαλά τη στέρνα από πάνω από το Αστυράκι. Μετά επήγαμε και εφέραμε τα οστά του στ’ Ανώγεια. Τσι υπόλοιπους που σκοτώσανε εμονιάσανε τα οστά ντως και κάνανε το μνημείο και τσι θάψανε εκεί.
Τέσσερις φορές επήγα να βρω το πιστόλι που είχα χώσει στο κλαδί πριν με πιάσουνε οι Γερμανοί αλλά δεν το’βρηκα. Επήγα, το γύρεψα, δεν το’βρηκα.
Οι Γερμανοί εσκοτώσανε στο Ποροφάραγγο είκοσι τρεις νομάτους. Η Παναγία τότες με βοήθησε κι έζησα. Μου’δωσε παράταση στη ζωή”.
Στο μνημείο, στον τόπο της εκτέλεσης, αναγράφονται τα ονόματα των είκοσι τριών πατριωτών:
- Αργύρης Ελευθέριος τ. Μιχαήλ Καμαράκι
- Αργύρης Γεώργιος τ. Ε. Καμαράκι
- Αργύρης Εμμανουήλ τ. Κ. Καμαράκι
- Κοκκινάκης Γεώργιος τ. Κ. Καμαράκι
- Κοκκινάκης Βασίλειος τ. Χ. Καμαράκι
- Μακρυδάκης Αθανάσιος τ. Α. Καμαράκι
- Μακρυδάκης Εμμανουήλ τ. Γ. Καμαράκι
- Μακρυδάκης Ζαχαρίας τ. Α. Καμαράκι
- Μακρυδάκης Ιωάννης τ. Α. Καμαράκι
- Μπέρκης Μενέλαος τ. Δ. Καμαράκι
- Μπέρκης Εμμανουήλ τ. Δ. Καμαράκι
- Παντερής Ζαχαρίας τ. Γ. Καμαράκι
- Παντερής Ματθαίος τ. Σ. Καμαράκι
- Στρατήγης Εμμανουήλ τ. Δ. Καμαράκι
- Στρατήγης Εμμανουήλ τ. Ν. Καμαράκι
- Στρατήγης Αντώνιος τ. Ν. Καμαράκι
- Στρατήγης Ζαχαρίας τ. Ν. Καμαράκι
- Κουκιαδάκης Γεώργιος τ. Ν. Καμαράκι
- Μαρκατάτος Χρήστος τ. Μ. Γωνιές
- Μαυρόκωστας Βασίλειος τ. Α. Σίσαρχα
- Παπαδιός Ιωάννης τ. Σ. Ανώγεια γαμπρός στο Καμαράκι
- Σουλτάτος Μιχάλης τ. Γεωργίου Ανώγεια
- Βεληβασάκης Μιχαήλ τ. Α. Καμαριώτης
1 Γεωργίου Κάβου, Γερμανοϊταλική Κατοχή και Αντίσταση Κρήτης, σελ. 538
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης
είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος