Από τις 3 ως τις 5 Σεπτεμβρίου 1943, στην ορεινή περιοχή Γουρνόλακκος του Ψηλορείτη, στρατιώτες του τακτικού γερμανικού στρατού εκτέλεσαν 32 πατριώτες από τα χωριά Αβδελάς, Άγιος Μάμας, Κάλυβος, Αβδανίτες και Λιβάδια.
Δέκα άνδρες δολοφόνησαν στις 4 Σεπτεμβρίου με το αφήγημα της παραβίασης της νεκρής ζώνης του Ψηλορείτη και είκοσι δύο άνδρες στις 5 Σεπτεμβρίου την ώρα που συγγενείς των πρώτων νεκρών, με τον παπα Ανδρέα Βαρδιάμπαση, πραγματοποιούσαν την τελετή της ταφής τους. Ένα αποτρόπαιο έγκλημα, από έναν βάρβαρο κατοχικό στρατό.
Τα αντιχριστιανικά τους ιδεώδη, οι φασίστες Γερμανοί αξιωματούχοι τα εκδήλωσαν αμέσως με την κατάληψη της Κρήτης τον Ιούνιο του 1941. Ο Αντιπτέραρχος Στούντεντ, είχε διατάξει τη απαγόρευση των κωδωνοκρουσιών στους ναούς της Κρήτης και τις δημόσιες εκκλησιαστικές τελετές.
Τρία χρόνια αργότερα, ήρε αυτήν την απαγόρευση ο Διοικητής του Φρουρίου Κρήτης Στρατηγός Μπρόγερ, με διαταγή που γνωστοποίησε στην εφημερίδα των Χανίων ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ, με ημερομηνία 21 Δεκεμβρίου 1943. Συγκεκριμένα, ο Μπρόγερ έκανε γνωστό στους υπόδουλους Κρητικούς τα εξής:
«ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΙΣ
Εκτιμών δεόντως την κατά το τελευταίον χρονικόν διάστημα φιλήσυχον στάσιν του πληθυσμού διατάσσω δια της παρούσης, επί τη ευκαιρία των επικειμένων εορτών των Χριστουγέννων, του Νέου Έτους και των Θεοφανείων, τα εξής:
- Εις όλας τας εκκλησίας της νήσου παρέχεται δια της παρούσης άδεια, όπως και πάλιν κρούουν, ως συνήθως, τους κώδωνας και προβαίνουν εις τας λοιπάς εκκλησιαστικάς τελετάς επί δημοσίων πλατειών.
- Οι εις την νήσον ισχύοντες περιορισμοί της αστυνομικής ώρας αίρονται δια το χρονικόν διάστημα από 24.12.43 – 7.1.44, πλην εάν εις μεμονωμένας κοινότητας λάβωσιν χώραν επεισόδια.
- Πλην των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους, οι Έλληνες εργάται του στρατού απαλλάσσονται και κατά την 6.1.44 της εργασίας εις τα στρατιωτικά εργοτάξια. Επίσης δεν υφίσταται υποχρέωσις προς εργασίαν κατά το ενδιάμεσον χρονικόν διάστημα, ήτοι από 3 – 5.1.44.
Χανιά, 21.12.43
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΦΡΟΥΡΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ».
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης Γεώργιος Μ. Τρούλης, σε ένα κείμενό του με τίτλο: Τότε οι νεκροί πεθαίνουνε όταν τους λησμονούμε…, αναφέρεται στις δύο εκτελέσεις του Γουρνόλακκου στον Ψηλορείτη, τονίζοντας τα εξής:
«Η θυσία του Γουρνόλακκου, 4 και 5 Σεπτεμβρίου 1943, είναι μια από τις πιο βάρβαρες και ανίερες πράξεις που διέπραξαν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής σε βάρος του άμαχου πληθυσμού των χωριών του πάνω Μυλοποτάμου.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1943, 150 πάνοπλοι Γερμανοί που επιτηρούσαν την περιοχή της απαγορευμένης ζώνης του Ψηλορείτη, αναζητώντας αντάρτες στη θέση Τηγάνια, συνέλαβαν 12 κτηνοτρόφους και τους οδήγησαν στη θέση Γουρνόλακκος, όπου διανυχτέρευσαν φρουρούμενοι.
Μόλις ξεμέρωσε, στις 4 Σεπτεμβρίου 1943, τους είπαν πως είναι ελεύθεροι να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Είχαν επιλέξει να τους στοχεύσουν σε κίνηση σαν να επρόκειτο για θηράματα.
Έτσι, όπως έτρεχαν να φύγουν, εκτέλεσαν τους 10 από τους 12. Δυο τραυματίστηκαν σοβαρά και σώθηκαν από θαύμα.
Ο ένα πέθανε αργότερα. Δυστυχώς, το έγκλημα αυτό δεν τελείωσε με την αφαίρεση της ζωής των 11 Μυλοποταμιτών.
Υπήρξε συνεχές… Μόλις οι συγγενείς και φίλοι των εκτελεσθέντων πληροφορήθηκαν το γεγονός αποφάσισαν να πάνε στο Γουρνόλακκο, την Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου, για να θάψουν τους νεκρούς τους. Μαζί τους πήγε και ο παπα- Ανδρέας Βαρδιάμπασης, εφημέριος των Λιβαδίων, ο οποίος υπάκουσε στο καθήκον του και απέρριψε την απαγόρευση της Γερμανικής Διοίκησης.
Όταν έφθασαν στον τόπο της εκτέλεσης και άρχισαν το ιερό έργο της κηδείας, εμφανίστηκαν οι Γερμανοί και τους εκτέλεσαν.
Έτσι τα θύματα από τη “γερμανική απαγόρευση”, στη συγκεκριμένη περιοχή, ανήλθαν συνολικά σε 32 άνδρες: Είκοσι δύο από τον Αβδελά, έξι από τον Άγιο Μάμα, δύο από την Κάλυβο, ένας από τους Αβδανίτες και ένας από τα Λιβάδια Μυλοποτάμου, οι οποίοι πρόσθεσαν τη δική τους σελίδα στα Ρεθεμνιώτικα Ολοκαυτώματα (1941-1944)» (Μ. Τρούλης, 11ο Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο, ανάτυπο, σελ. 6)
Όλα τα θύματα ήσαν έντιμοι οικογενειάρχες, βιοπαλαιστές και αγωνιστές και τους αξίζει κάθε τιμή και έπαινος. Ανάμεσά τους αξίζει να εξαρθεί η θυσία δύο που μπορούσαν να λείπουν γιατί δεν ήσαν βοσκοί και δεν είχαν παραβιάσει καμιά απαγορευμένη ζώνη. Ήταν το εθνικο-θρησκευτικό δίδυμο που ενσαρκώνει διαχρονικά τα ιδεώδη της θρησκείας και της πατρίδας.
Ήταν ο παπα- Ανδρέας Βαρδιάμπασης από τα Λιβάδια, που σε ηλικία 38 ετών και ξέροντας ότι αφήνει δυο κορίτσια ενός και τριών ετών ορφανά, δεν δίστασε να πάει στον Γουρνόλακκο για να θάψει τα θύματα των ναζί. Ο άλλος ήταν ο δάσκαλος Νικόλαος Δετοράκης από την Κριτσά Λασιθίου που υπηρετούσε στον Αβδελά και που μόνο το ηθικό χρέος να συνοδεύσει τους γονείς των μαθητών του στον τόπο της θυσίας των συγγενών τους, τον υποχρέωσε να πάει μαζί τους και να θυσιαστεί, αφήνοντας και αυτός δύο ορφανά κορίτσια.
Ο δάσκαλος, ποιητής και αγωνιστής Γεώργιος Βαρδιάμπασης, πατέρας του παπα-Ανδρέα, συμπύκνωσε τη θυσία του Γουρνόλακκου στο επίγραμμα:
Παπανδρέας Βαρδιάμπασης επίκλην
έπεσεν μάρτυς και άλλοι είκοσι Κρήτες
του Γουρνολάκκου το φρύδι έχουν κοίτην,
εκεί κοιμούνται τρισμάκαρες Ακρίτες,
στα χίλια εννιακόσια σαράντα τρία.
Γερμανοί ήταν αυτοί που τους σκοτώσαν,
την ώρα που ετέλουν κηδείαν γι’ άλλους,
μα να την τελειώσουν δεν αποσώσαν,
τους κράζει η εκκλησία μάρτυρας μεγάλους,
του Σεπτεμβρίου τις πέντε μία χορεία».
Στον Στρατηγό Μπρόγερ, Διοικητή των κατοχικών στρατευμάτων της Κρήτης από τις 11 Ιανουαρίου 1943 ως τις 19 Ιουλίου 1944, κατά παράδοξο τρόπο δεν αποδόθηκε κατηγορία για τις εκτελέσεις του Γουρνόλακκου.
Στη διάρκεια της Κατοχής, αποκλειστικά υπεύθυνοι για ότι συνέβαινε ήταν οι Γερμανοί Διοικητές της Κρήτης. Αυτοί είχαν το πρόσταγμα κι αυτοί έδιδαν τις εντολές.
Στην απόφασή του, το Ειδικό Στρατοδικείο Εγκληματιών Πολέμου που τον καταδίκασε σε θάνατο, δέχεται ότι ο Στρατηγός Μπρόγερ ήταν υπεύθυνος για τις εκτελέσεις σε 33 χωριά της Κρήτης:
Παλαιά Ρούματα (19 ατόμων), Καλάθαινες (11 ατόμων), σε 5 άλλα χωριά της επαρχίας Κισσάμου (25 ατόμων), Άνω Μέρος (42 ατόμων), Γερακάρι (55 ατόμων),
Κρύα Βρύση (35 ατόμων), Γουργούθι – Καρδάκι – Δρυγιές – Βρύσες – Σμιλέ (46 ατόμων), Γδόχια (43 ατόμων), Πεύκος (19 ατόμων), Μουρνιές (32 ατόμων), Μονή Άνω Βιάννου (6 ατόμων), Μύθοι (4 ατόμων), Κεφαλοβρύσι (36 ατόμων), Ρίζα (56 ατόμων), Κρεββατά (23 ατόμων), Μύρτος (18 ατόμων), Αμιρά (114 ατόμων),
Συκολόγος (1 ατόμου), Αγ. Βασίλειος (33 ατόμων), Καλάμι (2 ατόμων), Ψαρή Φοράδα (7 ατόμων), Βαχός (32 ατόμων), Μάλλες (23 ατόμων), Σύμη (23 ατόμων), Χριστός (8 ατόμων).
Ο Μπρόγερ θεωρήθηκε υπεύθυνος και για την πυρπόληση και καταστροφή των παρακάτω 21 χωριών της Κρήτης:
Γδόχια, Κεφαλοβρύση, Πεύκος, Κάτω Σύμη, Κρεββατάς, Συκολόγος, Μουρνιές, Μύρτος, Καλάμι, Λίμνη, Έλος, Φλώρια, Κούνενι, Γοργούθι, Καρδάκι, Δρυγιές, Βρύσες, Σμιλέ, Άνω Μέρος, Γερακάρι και Κρύα Βρύση.
Πού είναι το έγκλημα του Γουρνόλακκου στην απόφαση καταδίκης σε θάνατο του Μπρόγερ; Γιατί απουσιάζει; Τα τριάντα δύο θύματα στον Γουρνόλακκο του Ψηλορείτη δεν υπάρχουν στο κατηγορητήριο, παρά τη μαρτυρία του καπετάν Πετρακογιώργη στο στρατοδικείο. Γιατί άραγε; Ένα ακόμη ανεξόφλητο χρέος της Ελληνικής Πολιτείας. Ο άνθρωπος που έδωσε την εντολή της εκτέλεσης των 32 Μυλοποταμιτών, δεν δικάστηκε γι’αυτό το στυγερό του έγκλημα.
Ο Δημήτρης Παρασύρης του Ανάστο από το χωριό Ζωνιανά, τραγούδησε την άνανδρη δολοφονία των 32 Κρητικών του Άνω Μυλοποτάμου στον Γουρνόλακκο, με τους στίχους:
Παρακαλώ τη σιωπή, στους παρευρισκομένους,
να πω τραγούδι θλιβερό, για κάποιους σκοτωμένους.
Μα θα’χει σιδερή καρδιά που θα το νταγιαντίσει,
να το γροικά γη να το πει, και δάκρυα να μη χύσει.
Με λυπημένη την καρδιά, με δάκρυα και πόνους,
θα πω τα πάθη του ντουνιά, για τουτουσές τσι χρόνους.
Το χίλια εννιακόσα, έτος σαράντα ένα,
ήρθε ένα κράτος βάρβαρο, πο μακριά απ’τα ξένα.
Εικοσιμία του Μαγιού, μια μαυρισμένη Τρίτη,
έπεσαν μ’αλεξίπτωτα, και γέμισεν η Κρήτη.
Οι πολιτείες τα χωριά, και τα βουνά γεμίζουν,
κι έχουν του χάρου τη μορφή, τον κόσμο φοβερίζουν.
Ντελόγο αρχίζουν τη σφαγή, και δεν αφήνουν άντρα,
κι ύστερα τσι διαλέγουνε, σα τα τραγιά στη μάντρα.
Μάνες δε ντουχιουντίζουνε, αυτοί δεν έχουν πόνο,
και δε λυπούνται τα ορφανά, π’αφήνουνε στο δρόμο.
Και ξακλουθούν τσι σκοτωμούς, και το σαράντα τρία
στρατός εφοδιάζεται, για μακρινή πορεία.
Τρεις του Σεπτέμβρη Παρασκή, η ώρα ήταν δέκα,
εβγήκε από τα Χανιά, μία μοτοσυκλέτα.
Και διατάζει το στρατό, εις τα βουνά να μπούνε,
να τα εξερευνήσουνε, να πιάσουνε όσους βρούνε.
Είχανε και διαταγή, όσους κι αν είχαν πιάσουν,
μπρος να τσι τουφεκίσουνε, κι ύστερα να τσι κάψουν.
Απ’τον Κρουσώνα πιάσανε, να πάει ως τ’Αρκάδι
κι αργά εμαζωχτήκανε, στσι Νίδας το Λιβάδι.
Καλά πολλούς επιάσανε, απ’όλα τα χωρία,
δεμένους τσι λαλούσανε, σαν άγρια θηρία.
Και το πρωί στο γιαγερμό, εις του Βικιά το Λάκκο,
βρίσκουνε τάφο φυσικό, λιγάκι παρακάτω.
Το λένε στο Γουρνόλακκο, μα άλλη ονομασία
θα’πρεπε να του δώσουνε, γιατ’ έγινε θυσία.
Εκειά τσι σταματήσανε, δώδεκα ξεχωρίσαν,
και στη γραμμή τσι βάλανε, και τους ετουφεκίσαν.
Ένας μόνο των έφυγε, με τραύματα στο χέρι,
ήτανε του Σαρρή ένας γιος, και λέντονε Λευτέρη.
Κι ένα κοπέλι γλίτωσε, που’ταν τραυματισμένο,
κι οι αποδέλοιποι νεκροί, το’χανε σκεπασμένο.
Είναι από την Κάλυβο, και το γνωρίζουν όλοι,
και Νικηφόρος λέγεται, ο Γιάννης του Μανόλη.
Ντελόγο μπαίνει στα χωριά, το θλιβερό χαμπέρι,
όπου φωνές και ταραχή, κι αναλωμή κι ασκέρι.
Οι πρώτοι που το μάθανε, στα Ζωνιανά εκούστη,
κι ειδοποιούν την Κάλυβο και παίρνει τσ’εδικούς τσι.
Πομένουν οι Αβδελιανοί, κι από τον Άγιο Μάμα
γιατί σε κείνα τα χωριά, δεν εκατέχαν πράμα.
Πεντέξε Παρασύρηδες, τη νύχτα εκειά πάνε,
για να παντούνε τα σκυλιά, τα όρνια μη τσι φάνε.
Σαν εξημέρωσε ήρθανε, και τρεις Αγιομαμίτες
κι απάνω κάτω πηαίνουνε σαν κουζουλοί τσι νύχτες.
Κι έξαφνα ακούνε μια φωνή με πόνο γυναικεία,
φύγετε το ταχύτερο, και βγαίνουν τα θηρία.
Και βιαστικά σκορπίσανε, ένας προς ένα χώρια,
κι ο πανικός τον έβγαλε, πουλιού φτερά στα πόδια.
Μ’άλλο μπουλούκι έβγαινε, πίσω για να τσι θάψει,
τσ’αγαπημένους αδερφούς, λυπητερά να κλάψει.
Και βιαστικά εβγαίνανε, κι άλλοι ξεδιαλεγμένοι,
γιατί το αίμα τσ’ήσερνε και ο χάρος τσ’ανημένει.
Μα μόλις ήτανε φταχτοί, κεια που’σαν σκοτωμένοι,
μία ομάδα γερμανούς, θωρούνε να προβαίρνει.
Ως κάνουν λύκοι στα αρνιά, ετσά τους εξεσκίσαν,
και με μεγάλα βάσανα, το αίμα τους εχύσαν.
Αλληλοσκοτωθήκανε, κι άλλοι στην οικουμένη,
μα τέτοιο θάνατο σκληρό, δεν είδαν οι καημένοι.
Κανείς δεν ήταν φανερά, να τσι παρηγορήσει,
στην τελευταία των πνοή, τα μάθια ντως να κλείσει.
Μα τα βουνά που’σαν κοντά, Κουρούνα και Σουμπούλι,
λένε με τι παράπονο, εξεψυχήσαν ούλοι.
Κι αυτά θα είναι μάρτυρες, εις του Θεού το θρόνο,
σ’όλα τα δικαστήρια, και εις τον κάτω κόσμο.
Εικοσιδυό Αβδελιανοί, κι έξι Αγιομαμίτες,
ήσαν και δυο Καλυβιανοί, κι ένας πο τσ’Αβδανίτες.
Πολλοί ’σανε συντέκνοι μου, και φίλοι και γνωστοί μου,
κι αν κάθομαι κι αν περπατώ, κλαίει τσι η ψυχή μου.
Εκειά τονε και ο παπά, Ντρέας πο τα Λιβάδια,
που’χε καθήκον ιερό, να θάψει παλικάρια.
Τα χτήματά τους πήρανε, στα Ζωνιανά περνούνε,
μα στο χωριό δε μπαίνουνε, κι ανθρώπου δε μιλούνε.
Εκειά τους εσυνάντησε, ο Πρόεδρος τ ’Άγιου Μάμα,
και τσι ρωτά για να του πουν, καλά δεν κάνουν πράμα.
Εννιά νομάτοι εβγήκανε, με άδεια γραμμένη,
κι επήγαν και τσι θάψανε, με πόνους οι καημένοι.
Και Ζωνιανοί ήσαν εκειά, με τον παπά το Γιάννη,
εκειά’ταν κι ο Βαρδιάμπασης, με δυο του γιους ομάδι.
Κοντά στο δρόμο τσ’είχουνε, με μαστοριά θαμμένους,
όλοι οι διαβάτες να τσι κλαιν, τσι παραπονεμένους.
Εκείνους να ρωτήξετε κι αυτοί θα σας το πούνε,
που’ναι θαμμένος κάθα εις, ξέρουνε και θα βρούνε.
Μνήματα να τους κάμετε, και με σταυρό κοντά των,
με κεφαλαία γράμματα, να γράφει τ’όνομά των.
Πουλί δεν ξανακελαηδεί, στο γέρο Ψηλορείτη,
γιατί μαυροφορέψανε οι γερμανοί την Κρήτη.
Μαύρα εβάψαν τ’Αβδελά, Κάλυβο κι Άγιο Μάμα,
και όλα τα περίχωρα, λυπούνται τσι με κλάμα.
Στέλνω συλλυπητήρια, όλων των πονεμένων,
και να’χουνε υπομονή, μα ετσά’τανε γραμμένο.
Στόμα δεν έχω μπλιο να πω, άλλα στην ιστορία,
και ολονών η μνήμη των, να είναι μακαρία.
Μα αν ρωτήξει και κανείς, που βγήκε σ’ήντα σπίτι,
το’βγαλε ένας Ζωνιανός, ο Αναστοδημήτρης.
Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος