ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΗΣ - ΚΡΗΤΗ 1940-45: Ιστορικές σελίδες

Τα χρόνια της κατοχής στην Κρήτη 1941-1944, οι Γερμανοί Διοικητές του «Φρουρίου Κρήτης» επέτρεψαν την κυκλοφορία και τη διάθεση δύο εφημερίδων, αφού πρώτα τοποθέτησαν ως εκδότες και αρθογράφους, δικούς τους ανθρώπους, (δοσίλογους και συνεργάτες τους). Οι εφημερίδες ήταν ο «Κρητικός Κήρυξ» στον νομό Ηρακλείου και η εφημερίδα «Παρατηρητής» στον νομό Χανίων.

Το πρώτο φύλλο της εφημερίδας ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ κυκλοφόρησε τη Δευτέρα  18  Αυγούστου 1941. Όπως αναγράφεται στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας, ιδιοκτήτης  της είναι ο Πέτρος Βάρβογλης. Η εφημερίδα ήταν τυφλό όργανο της γερμανικής  προπαγάνδας, ασκούσε φιλογερμανική πολιτική και σταμάτησε η έκδοσή της λίγο πριν αποχωρήσουν οι Γερμανοί από το Ηράκλειο τον Οκτώβρη του 1944. Τον εκδότη της Πέτρο Βάρβογλη εκτέλεσαν οι άντρες της  Κρητικής Αντίστασης το 1944.

Η μοναδική σειρά των φύλλων της εφημερίδας «ΚΡΗΤΙΚΟΣ  ΚΗΡΥΞ» που  διασώθηκε βρίσκεται στο Αρχείο της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου.

Ανατρέχοντας στην εφημερίδα του Ηρακλείου Κρητικός Κήρυξ τους μήνες Ιούλιο ως Σεπτέμβριο του έτους 1943, συναντήσαμε οκτώ μικρά άρθρα με τίτλο: «ΕΜΠΟΡΟΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΑΡΚΑΛΟΧΩΡΙΟΥ – ΔΕΛΤΙΑ ΤΙΜΩΝ». Τα δελτία τιμών του παζαριού στο Αρκαλοχώρι, αναφέρονται στις τιμές των παρακάτω προϊόντων: Σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, κουκιά, φακές, ρεβίθια, πατάτες, τυρί, λάδι και σφαγίων (κρεάτων). Μελετώντας τα παραπάνω δελτία τιμών για το καλοκαίρι του έτους1943, παρατηρούμε τα εξής:

 

7Εφημερίδα ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ, 3 Αυγούστου 1943. Δελτία τιμών της εμποροπανήγυρης του Αρκαλοχωρίου, για το Σάββατο 31 Ιουλίου 1943.

 

α) Η τιμή του σιταριού κυμαίνεται από 6.000 ως 7.800 δραχμές. Το κριθάρι από 3.500 ως 6.000 δραχμές. Η βρώμη από 2.800 ως 3.000 δραχμές. Τα κουκιά από 6.000 ως 8.000 δραχμές. Οι φακές από 5.000 ως 8.000 δραχμές. Τα ρεβύθια από 6.000 ως 8.000 δραχμές. Οι πατάτες από 3.000 ως 5.500 δραχμές. Το τυρί από 12.000 ως 17.000 δραχμές. Το λάδι από 6.500 ως 7.000 δραχμές και τα σφάγια (κρέατα) από 12.000 ως 14.000 δραχμές.

β) Στα σφάγια δεν συμπεριλαμβάνεται το βοδινό και το χοιρινό κρέας, γιατί με  απόφαση του Διοικητή του Φρουρίου Κρήτης απαγορεύονταν αυστηρά η σφαγή  βοδιών και χοίρων, αφού αυτά έτρεφαν τον γερμανικό κατοχικό στρατό. Οι τιμές των σφαγίων του παζαριού στο Αρκαλοχώρι αφορούσαν αρνιά, πρόβατα, κατσίκες, κουνέλια και κοτόπουλα.

γ) στα δελτία τιμών του Αυγούστου, απουσιάζουν τα σφάγια, όχι ότι υπήρχε έλλειψη, αλλά για τη νηστεία του Δεκαπενταύγουστου, αποδεικνύοντας με τον καλύτερο  τρόπο το βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα των Κρητικών.

δ) Από τα μέσα Αυγούστου ως και τον Σεπτέμβριο του 1943 απουσιάζουν από τα δελτία τιμών και το λάδι και το τυρί. Ακολούθησαν κι αυτά τις διαταγές των κατοχικών αρχών που απαγόρευαν τη διάθεσή τους χωρίς άδεια του Τοπικού Φρουραρχείου.  Χαρακτηριστική είναι η παρακάτω αφήγηση του Γεωργίου Ψυλλάκη, στις 30 Μαρτίου 2003 στην Κασταμονίτσα:

«…μου λέει μια μέρα ο πατέρας μου να πάρω πέντε κεφάλια τυρί που είχαμε στην αποθήκη, να πάω να βγάλω μια άδεια από το Φρούραρχο στο Καστέλλι και να τα πουλήσω ή να τα ανταλλάξω με λάδι. Επήρα τη βούργια, ήβαλα τα τυριά μέσα και εκατέβηκα στο Καστέλλι. Ο Φρούραρχος ήτανε εκειά που κάνει εδά το φαρμακείο ο χωριανός μας ο Φραγκίσκος. Επήγα να μπω με τη βούργια και με ήστεσε ένας Γερμανός στη πόρτα. Μου δείχνει το σακούλι και μου κάνει νόημα να το ανοίξω.

Εφοβήθηκε μη κι είχα πράμα μέσα; Δεν κατέχω. Και ξανοίγει τα τυριά και μ’ αφήνει και μπαίνω. Στο γραφείο του εκάθουντανε ο Φρούραρχος και στο πιο πέρα γραφείο μια Καστελλιανή, τη γνώριζα ήτανε η Μόνικα. Μου λέει η Μόνικα ήντα θέλω. Και τσ’ είπα ότι θέλω άδεια να πουλήσω τα τυριά. Το λέει αυτή του Φρουράρχου του Κουτσάφτη (σημ.: έτσι τον ονόμαζαν οι κάτοικοι κοροϊδευτικά γιατί του έλειπε το ένα αυτί). Ο Φρούραρχος τση μίλησε τη γλώσσα ντου κι αυτή μου λέει ότι θα μου γράψει μια άδεια αλλά τα δυο από τα πέντε τυριά να του τα αφήσω. Μα ήντα λες; Από τα πέντε τυριά θα μου πάρει τα δυο; Και μου δίνει το χαρτί και μου παίρνει ο Κουτσάφτης τα πια μεγάλα τυριά. Εδιαολίστηκα εγώ μα ήντα να πω. Επήρα το χαρτί και τα τυριά κι εγύρισα στη Κασταμονίτσα. Και μου λέει ο πατέρας μου, μα που’ναι μωρέ το λάδι;

Εγυάγυρες οπίσω χωρίς το λάδι; Ναι, του λέω, να πάνε στο διάολο και οι Γερμανοί και οι άδειες που μας εδίνουνε. Και λέω του ότι για να μου δώσει το χαρτί μου επήρε δυο τυριά. Το μάθανε δα ύστερα οι χωριανοί και δεν εξανακατέβηκε κιανείς να πουλήσει τυριά ή κρέας με άδεια. Αφού τα μισά μας τα παίρνανε οι Γερμανοί…».

Στον νομό Ηρακλείου τα κατοχικά χρόνια λειτουργούσαν δυο μεγάλες εμποροπανηγύρεις. Στις Μοίρες και στο Αρκαλοχώρι.  Η ίδρυση και λειτουργία του παζαριού των Μοιρών έχει ως αφετηρία τα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας, του Αρκαλοχωρίου πολύ νωρίτερα, ίσως μετά την Επανάσταση του 1881. Τα παζάρια από την ίδρυσή τους γίνονταν και στις δύο πόλεις, Αρκαλοχώρι και Μοίρες, κάθε Σάββατο.

Οι αγρότες διακινούσαν προϊόντα παραγωγής τους, (πατάτες, λαχανικά, δημητριακά, όσπρια, εσπεριδοειδή κλπ.) και οι μικρέμποροι με τους πάγκους τους είδη οικιακής χρήσης (σπίρτα, σαπούνια, αγροτικά εργαλεία, σάκους, χρώματα, αλάτι κλπ.). Εκείνα όμως τα προϊόντα που καθόριζαν τις τιμές όλων των υπόλοιπων, κάτι σαν το χρηματιστήριο της εποχής, ήταν τα σιτηρά. Στα παζάρια του Αρκαλοχωρίου και των Μοιρών, εκτός από τους αγρότες και τους εμπόρους, είχαν θέση και οι μαυραγορίτες με τη σιωπηρή άδεια του κατοχικού στρατού.

 

 

Αυτοί  διακινούσαν κυρίως δημητριακά, σπίρτα και αλάτι. Τα είδη αυτά τα προμηθεύονταν από τους Γερμανούς, ως ανταπόδοση των υπηρεσιών που προσέφεραν, αφού το σύνολο των μαυραγοριτών ήταν γερμανόφιλοι και συνεργάτες τους. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Καστελλιανού Γεωργίου Ανδρέα Τζανακάκη, τον Αύγουστο του 2015 για το παζάρι του Αρκαλοχωρίου: «…μ’ έστειλε ο κύρης μου στο Αρκαλοχώρι να πάρω κριθάρι για το σπίτι μας. Να πα τ’αλέσομε να ζυμώσει η μάνα μου γιατί δεν είχαμε ψωμί.

Να πάω στο παζάρι στο Αρκαλοχώρι. Στο Καστέλλι δεν εγίνουντονε παζάρι τότε. Μετά τη κατοχή εξεκίνησε το παζάρι στο Καστέλλι. Μου αρμήνεψε να πάρω καλό κριθάρι. Μου’δωσε λίγα λεφτά και ένα κουβά αυγά να τ’ ανταλλάξω. Ήφταξα στο Αρκαλοχώρι, με τα πόδια επήγα κι εσήκωνα και τ’αυγά. Εγύρισα το παζάρι να βρω κριθάρι. Βλέπω ένα να στέκει ορθός μπροστά από ΄να μικρό τραπεζάκι. Απάνω το τραπεζάκι είχε μια λεκανίδα γεμάτη κριθάρι. Καθαρό κριθάρι. Το βλέπω και μ’άρεσε. Του λέω:

– Πόσο έχεις θείε το κριθάρι;

-Τρεις χιλιάδες δραχμές την οκά, μου λέει.

Εγώ τώρα έχω στη τσέπη μου ένα χιλιάρικο και τον κουβά τ’ αυγά. Του λέω:

-Άμα σου δώσω ένα χιλιάρικο και τ’αυγά του κουβά, και του δείχνω τον κουβά, πόσο κριθάρι θα μου δώσεις;

-Τέσσερις οκάδες, μου λέει.

-Εντάξει, πάρε το χιλιάρικο και τ’ αυγά και βάλε μου.

Αυτός τώρα αντί να μου βάλει το κριθάρι στον κουβά που εκράτουνα, μου λέει να πάω μ’ έναν άλλο που ήτανε εκειά δίπλα του, να πάμε παρακάτω να μου το δώσει. Με παίρνει αυτός και πάμε σε ένα στενό και βλέπω τρία τέσσερα τσουβάλια γεμάτα κριθάρι. Στα τσουβάλια κοντά ήτονε ένας κι ήστεκε και τα ‘βλεπε μη τα πειράξει κανείς. Ανοίγει και μου βάνει σε ένα μικρό σάκο τέσσερις οκάδες κριθάρι και το ζυάζει μ’ένα καμπανό. Εκατάλαβα ότι αυτοί επαίζανε παιγνίδι. Εσκέφτηκα και λέω από μέσα μου, μα πού το βρήκανε το κριθάρι αυτοί; Δεν εφαίνουντανε για γεωργοί. Δε μου φαίνουντονε για σόικοι αθρώποι. Επήρα το εγώ κι ήφυγα γρήγορα. Κι εγυάγυρα στο Καστέλλι. Άμα είπα αυτό το σκηνικό του πατέρα μου, μου λέει:

-Μα δεν εκατάλαβες μωρέ μπουνταλά ότι αυτοί ήτανε αθρώποι τω Γερμανώ;».

Στο τέλος του 1943, αρχές του 1944, τα πράγματα ξέφυγαν από τον έλεγχο των Γερμανών και οι τιμές των σιτηρών εκτινάχθηκαν στα ύψη. Αναγκάστηκε τότε ο Νομάρχης Ηρακλείου δικηγόρος Εμμανουήλ Ξανθάκης με την σύμφωνη γνώμη του Φρουράρχου, να διατάξει την αναστολή της λειτουργίας των παζαριών του Αρκαλοχωρίου και των Μοιρών για δυο μήνες. Τον Δεκέμβριο του 1943 και τον Ιανουάριο του 1944, ώστε να συγκρατηθούν οι τιμές των προϊόντων.  Συγκεκριμένα η απαγόρευση του Νομάρχη (με ημερομηνία δημοσίευσης στην εφημερίδα ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ 6 Δεκεμβρίου 1944), λέει τα εξής:

 

«ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΙΣ ΕΜΠΟΡΟΠΑΝΗΓΥΡΕΩΝ ΑΡΚΑΛΟΧΩΡΙΟΥ – ΜΟΙΡΩΝ

Ο Νομάρχης Ηρακλείου λαβόντες υπ’όψιν: 1) Ότι εις τας εβδομαδιαίας αγοράς του Αρκαλοχωρίου και Μοιρών, διεξάγεται αληθής πλειοδοσία των διαφόρων τροφίμων και ιδία των σιτηρών και οσπρίων,  υπό των μαυραγοριτών, οίτινες αναβιβάζουν εις δυσθεώρητα ύψη τας τιμάς των εμπορευμάτων και υποσκάπτουν το Εθνικόν νόμισμα και ότι επί πλέον γίνονται πρόξενοι της αυξήσεως των τιμών όλων των άλλων ειδών και τροφίμων άτινα ως γνωστόν παρακολουθούσι την τιμήν των σιτηρών.

2) Την υπ’αριθ. 12.548 διαταγήν της Γενικής Διοικήσεως Κρήτης και

3) Την σχετικήν έγκρισιν του Φρουραρχείου Ηρακλείου

Αποφασίζομεν

Καταργούμεν επί δύο (2) μήνας από σήμερον, δοκιμαστικώς, ήτοι μέχρι της 5ης Φεβρουαρίου 1944, τας εβδομαδιαίας αγοράς Αρκαλοχωρίου και Μοιρών. Η Υποδιοίκησις Χωροφυλακής Καινουρίου και ο Σταθμάρχης Αρκαλοχωρίου, εντέλλονται δια την αυστηράν τήρησιν της παρούσης υπό προσωπικήν αυτών ευθύνην. Πας τρίτος, όστις προς καταστρατήγησιν τυχόν της αποφάσεως ημών ταύτης, ήθελεν αποπειραθή να διαθέτη, έστω και δια των ήδη μονίμως εμπορευομένων, εις τας αγοράς Αρκαλοχωρίου και Μοιρών, σιτηρά και τρόφιμα, δια του τρόπου της πλειοδοσίας, να συλλαμβάνεται αμέσως υπό των οικείων οργάνων Χωροφυλακής και να αποστέλλεται ημίν προς εκτόπισιν, ως εχθρός του Λαού.

Ο Νομάρχης – Εμμανουήλ Κ. Ξανθάκης».

Την άνοιξη του 1944 κι ενώ ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος εξελίσσονταν αρνητικά για το Γ΄ Ράιχ, ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός μετέφερε με πλοία σιτηρά στην Κρήτη, ώστε να αποφευχθεί ο λιμός των ευάλωτων ομάδων (φτωχών και απόρων) του πληθυσμού.  Στον νομό Ηρακλείου, τα σιτηρά του Ερυθρού Σταυρού αναλάμβαναν να τα μοιράσουν οι Τοπικές Επιτροπές των Κοινοτήτων. Στην Τοπική Επιτροπή μέλη ήταν ο Πρόεδρος του χωριού, ο ιερέας και ο δάσκαλος. Αν δεν υπήρχε δάσκαλος τον αντικαθιστούσε ένας κάτοικος κοινής αποδοχής. Στην εφημερίδα ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ, στις 6 Μαΐου 1944, διαβάζουμε για την διανομή των σιτηρών στα χωριά του νομού Ηρακλείου (διατηρώντας την ορθογραφία του συντάκτη):

 

Εφημερίδα ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ, 6 Δεκεμβρίου 1943. Απόφαση του Νομάρχη Ηρακλείου Εμμανουήλ Ξανθάκη για την αναστολή λειτουργίας των εμποροπανηγύρεων Μοιρών και Αρκαλοχωρίου επί δύο μήνες, από τον Δεκέμβριο του 1943 ως τον Ιανουάριο του 1944.

 

«ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ

Το ενταύθα Γραφείον Κρήτης του Δ.Ε.Σ. ανακοινοί: Προκειμένου να γίνη διανομή σίτου εις τους απόρους των Κοινοτήτων του Νομού Ηρακλείου καλούνται αι Τοπικαί Επιτροπαί των κάτωθι Κοινοτήτων όπως παραλάβωσι την αναλογούσαν ποσότητα σίτου προς 4 οκάδας κατ’άτομον. Αι Επιτροπαί δέον όπως χορηγούν εξουσιοδοτήσεις εις τους παραλήπτας τους προσερχομένους προς παραλαβήν. Τιμή διαθέσεως υπό Γραφείου κατ’οκάν δρχ 15.000. (Σημ.: Το ποσόν των 15.000 δραχμών την οκά, αφορούσε το Γραφείο Κρήτης του Ερυθρού Σταυρού που αναλάμβανε συνολικά το κόστος της διάθεσης των σιτηρών στους απόρους).

α) Επαρχία Μαλεβυζίου: Άγιος Μύρων, Αυγενική, Αχλάδα, Βούτες, Δαμάστα, Κεραμούτσι, Κορφές, Κεράσσα, Λουτράκι, Πετροκέφαλο, Πενταμόδι, Ρογδιά, Σταυράκια, Τύλισσος, Μονή Παλιανής, Άνω Ασίτες, Αστυράκι, Γωνιές, Καβροχώρι, Καλέσσα, Κρουσώνας, Καμάρι, Μάραθος, Πρινιά, Πυργού, Σίββα, Σάρχος, Φόδελε, Παρθένι, Μετόχι.

β) Επαρχία Πυργιωτίσσης: Βόρροι, Μαγαρικάρι, Σίββα, Φανερωμένη, Γρηγοριά, Πιτσίδια, Καμάρες, Τυμπάκι.

γ) Επαρχία Τεμένους: Άνω Αρχάνες, Κάτω Αρχάνες, Βασιληές, Άγιος Σύλλας, Βενεράτο, Δαφνές, Κανλί Καστέλλι, Δουβουρτζή.

δ) Επαρχία Βιάννου: Άγιος Βασίλειος, Κάτω Βιάννος, Κάτω Σύμη, Πεύκος, Άνω Βιάννος, Βαχού, Κεφαλοβρύσι, Καλάμι, Συκολόγος, Χόνδρος.

ε) Επαρχία Καινουρίου: Άγιοι Δέκα, Αντισκάρι, Βασιλικά Ανώγεια, Βασιλική, Γαλλιά, Καστέλλι, Μιαμού, Νίβρητος, Πόμπηα, Πηγαϊδάκια, Ρουφά, Χουστουλιανά, Κουσσέ, Αμπελούζος, Απεσωκάρι, Βορρίζα, Γέργερη, Ζαρός, Μοίρες, Μούλια, Πετροκεφάλι, Πλώρα, Πανασσός, Πέρι, Σκούρβουλα, Μητρόπολι, Μορώνι.

στ) Επαρχία Μονοφατσίου: Άγιος Θωμάς, Αγία Βαρβάρα, Αλάγνι, Άκρια, Βουτουφού, Γαρύπα, Κακό Χωριό, Καστελλιανά, Μεσοχώρι, Στέρνες, Αχεντριάς, Αρκαλοχώρι, Λαράνι, Μεγάλη Βρύση, Πύργος, Πατσίδερος, Στάβγες, Σωκαράς, Τεφέλι, Εληά.

ζ) Επαρχία Πεδιάδος: Αβδού, Άγιος Βασίλειος, Ανώπολις, Ασκοί, Αϊτάνια, Βώνη, Γωνιές, Γεράκι, Βάθεια, Εληά, Ζωφόροι, Καταλαγάρι, Κράσι, Καστέλλι, Κασάνοι, Καλλονή, Αγιές Παρασκιές, Αποστόλοι, Αμαριανό, Αστρίτσι, Βαρβάρω, Βαρβάροι, Γούβες, Γαλύφα, Έμπαρος, Επισκοπή, Θραψανό, Κόξαρη, Καλό Χωριό, Κασταμονίτσα, Κουνάβοι, Καρουζανό, Κερά, Λ. Χερσονήσου, Μελέσσες, Μάλλια, Μηλιαράδω, Μάρθα, Νιπηδητός, Ξενιάκω, Πεζά, Παναγιά, Σγουροκεφάλι, Σαμπά, Χουδέτσι, Σκοτεινό, Καραβάδω, Λιλιανώ, Μαθιά, Μοχός, Μουχτάροι, Μπαμπαλή, Ξειδάς, Ποταμιές, Πολυθέα, Σμάρι, Σκαλάνι, Χερσόνησος, Χαρασσό, Καινούριο Χωριό».

 

Εφημερίδα ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ, 7 Μαρτίου 1943. Στο Αρκαλοχώρι ιδρύεται Δημόσιο Ταμείο και Εφορία.

 

Ίδρυση Δημόσιου Ταμείου και Εφορίας Αρκαλοχωρίου

Ερευνώντας τη φιλογερμανική εφημερίδα Κρητικός Κήρυξ, εντοπίσαμε και παρουσιάζουμε το παρακάτω άρθρο που δημοσιεύτηκε την Κυριακή 7 Μαρτίου 1943. Ο αρθογράφος αναφέρεται στην ίδρυση και λειτουργία Δημόσιου Ταμείου και Εφορίας στο Αρκαλοχώρι. Ιδρυτής ήταν η κατοχική κυβέρνηση της Ελλάδας και την απόφαση ενέκρινε (μετά και τη σύμφωνη γνώμη του Διοικητή του «Φρουρίου Κρήτης» στρατηγού Μπρόγερ), ο διορισμένος από τις κατοχικές αρχές Υπουργός  Γενικός Διοικητής Κρήτης Ιωάννης Πασσαδάκης. Συγκεκριμένα στο άρθρο της εφημερίδας διαβάζουμε:

«Με ιδιαιτέραν ικανοποίησιν σημειούμεν το γεγονός ότι ο Υπουργός Γεν. Διοικητής Κρήτης κ. Πασσαδάκης ενέκρινεν απολύτως την ίδρυσιν και λειτουργίαν Δημοσίου Ταμείου και Οικονομικής Εφορίας εις Αρκαλοχώριον. Δια της ιδρύσεως των δύο αυτών σημαντικών υπηρεσιών εις το κέντρον τούτο της επαρχίας Μονοφατσίου, προσφέρεται όντως τεραστία εξυπηρέτησις εις χιλιάδας κατοίκων της μεγάλης αυτής περιφερείας, οι κάτοικοι της οποίας υποχεούντο μέχρι τούδε να διανύουν συχνότατα πολλών δεκάδων χιλιομέτρων αποστάσεις δια να έλθουν εις Ηράκλειον προς τακτοποίησιν των οικονομικής φύσεως ζητημάτων τους».

 

 

*Γεώργιος Α. Καλογεράκης

Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου