Στο ημερολόγιό του, ο Καπετάν Πετρακογιώργης συνεχίζει την περιγραφή της μάχη που έδωσε με τους άντρες του στο Τραχήλι την Κυριακή 15 Αυγούστου 1943, γράφοντας τα εξής:
´Κυριακή 15 Αυγούστου 1943
Την ώρα που αρχίνησε το γλυκοχάραμα της ημέρας περίπου 4η ώρα πρωινή, ο Ψαρογιώργης μαζί με τον Αλέξη πηγαίνουν να αντικαταστήσουν τους σκοπούς της Νοτικής πλευράς.
Πηγαίνουν διπλοσκοποί, γιατί λόγω των κακών προαισθήσεων είμαστε ανήσυχοι και κρατούμε όλα τα επίκαιρα σημεία με τα τουφέκια γεμάτα έτοιμοι να αντιμετωπίσωμε κάθε κίνδυνο.
Μόλις πλησίασε ο Ψαρογιώργης τον αδελφό του τον Ψαρόκωστα για να τον αντικαταστήση, ο Ψαρόκωστας που πάντοτε είναι πολύ προσεκτικός λέγει στον Ψαρογιώργη:
-Αντελήφθηκες μωρέ τίποτα στο λιμέρι ;
Και ο Ψαρογιώργης του απαντά με αφέλεια:
-Όχι, γιατί τι συμβαίνει;
Και τότε ο Ψαρόκωστας με την διακριτική βραχνή φωνή του λέγει:
-Την νύκτα αντελήφθηκα ένα σκύλο και τριγύριζε προς το λιμέρι και με βάζει σε μεγάλη υποψία.
Μα ο Ψαρογιώργης για να πειράξει τον αδελφό του όπως πάντοτε, με τόνο επιπληκτικό του απαντά:
-Ήντα, τους σκύλους θα φοβούμαστε, κανενός βοσκού θα είναι κι ανέμισε τα κόκαλα κι’ήλθε.
Ο Ψαρόκωστας παρέδωσε την σκοπιά και σε λίγο ανήσυχος έρχεται στο λιμέρι και παρ’όλη του την κούρασι και τα γερατιά του δεν κάθησε αλλά πήγε σε κατάλληλο σημείο και παρακολουθούσε να ξεκαθαρίση τι συνέβαινε με τον σκύλο, κι’ενώ ξημέρωνε και καθάριζε ο ορίζοντας αντιλαμβάνεται κινήσεις Γερμανών σ’όλην την κορυφογραμμή στον πόρο του Σταυρού και μέχρι τη Νίδα. Τρέχει στο λιμέρι και με σιγανή φωνή μου λέγει:
-Σύντεκνε κοιμάσαι ;
-Όχι, του απαντώ και συνεχίζοντας μου λέει:
-Γρήγορα διαταγές, γιατί μας κυκλώσανε οι Γερμανοί.
Αμέσως διατάσσω να κρυφθούν τα πράγματα και σε λίγα δευτερόλεπτα της ώρας, παρ’όλον που τα πράγματά μας τρόφιμα, ψωμί, λάδι, πολεμοφόδια κλπ. εφόδια ήσανε πολλά, ετοιμαστήκανε όλα τα παληκάρια μου και ακροβολισμένα περιμένουν διαταγές περί του πρακτέου. Με γυμνό μάτι εξετάζω όλα τα σημεία κι’αντιλαμβάνομαι τους Γερμανούς να κινούνται δαιμονιωδώς προς όλας τας κατευθύνσεις.
Διατάσω να προχωρήσωμε ακροβολισμένοι προς δυσμάς μα την στιγμή αυτή μας πλησιάζουν οι σκοποί Χατζομανώλης και Μπίλλιος και αναφέρουν ότι από τον Δρακόλακα κοντά από τις Καμάρες μέχρι τον Πόρο του Σταυρού, δηλαδή σε απόστασι 10 περίπου χιλιομέτρων, βρίσκονται τοποθετημένοι Γερμανοί περίπου (4.000) τέσσερες χιλιάδες και κατευθύνονται προς όλας τας κατευθύνσεις σαν κατεχάρηδες του τόπου.
Ασφαλώς Έλληνες προδότες τους έχουνε δώσει θετικές πληροφορίες. Αμέσως σκεπτόμεθα ν’αλλάξωμε κατεύθυνσιν και ενώ εξετάζομε για να βρούμε τόπο και τρόπον κατάλληλον διαφυγής, βλέπομε κυκλωμένα τα Βορίζια από αμέτρητους Γερμανούς οι οποίοι με άγριες φωνές μαζεύουν τον κόσμο και τον οδηγούν στο Καύκαλο μεταξύ εκκλησίας και νεκροταφείου. Για καταλληλότερο σημείο βρίσκομε να φύγωμε προς ανατολάς που δεν βλέπομε Γερμανούς και στρεφόμεθα προς εκεί οπότε μας καταφθάνει ο μακαρίτης Τσελεκοδιονύσης το ξακουσμένο παληκάρι του Δοξασμένου Ψηλορείτη και με φωνή λαχανιαστή μου λέγει:
-Σύντεκνε, κύκλωσι στα Βορίζα.
Κι εγώ του απαντώ:
-Δεν είναι των Βορριζιών το κύκλωμα αλλά είναι το δικό μας, είμεθα κυκλωμένοι από παντού και πρέπει να περάσωμε στην Σκαλλίστρα να ταμπουρωθούμε.
Όχι μου λέγουν ο Μακαρίτης Διονύσης, Μανουσομανώλης, Μπαλάσκας και Ψαρογιώργης, να περάσωμε προς το Ρούβα. Εγώ αρνούμαι και λέγω:
-Δεν νομίζω ότι μπορούμε να κινηθούμε προς τα εκεί γιατί θα πέσωμε σε ενέδρα. Επιμένουν αυτοί και προτείνουν, ότι από του Μπάφα τη σκάλα είναι σημεία να διαφύγωμε.
Αυτοί γνωρίζουν καλλίτερα τους τόπους γιαυτό δεχόμεθα την γνώμη τους, μα μόλις προχωρήσαμε ένα χιλιόμετρο και φθάνομε στην χαράδρα του Μπάφα την σκάλα, βλέπομε τις κορυφογραμμές γεμάτες Γερμανούς. Βρισκόμεθα σε δύσκολον θέσι γιατί ανακαλυπτόμεθα από παντού και οι Γερμανοί ακροβολισμένοι αρχίζουν φωτοβολίδες από παντού και επισημαίνουν τας θέσεις που βρισκόμεθα.
Η εξόντωσίς μας είναι αναπόφευκτος, γιατί δεν υπάρχουν θέσεις αμύνης και πρέπει υποχρεωτικώς να προχωρήσωμε. Διατάσσω τον Γέρο Ψαρόκωστα που ξέρει τα πατήματα να τεθή οδηγός για να περάσωμε προς την μεριά του Ρούβα.
Πρώτοι προχωρούν ο μακαρίτης Τσελεκοδιονύσης, ο Ψαρογιώργης κι’ο Μανουσομανώλης και λίγο ποιο πίσω ακολουθούμε οι άλλοι ακροβολισμένοι και περιμένομε να ακούσωμε επίθεσι των Γερμανών. Ο ήλιος έχει ψηλώσει και ζέστη ανυπόφορος αναπτύσσεται. Αι πρωιναί προβλέψεις μου ότι θα πέφταμε σε ενέδρα πραγματοποιούνται. Μόλις πιάσαμε τον πόρο του Τραχηλιού, βλέπομε Γερμανούς γύρω από τις πλαγιές του στενού λακουδιού του Τραχηλιού που έχει μήκος 70 μέτρων και πλάτους 80, η θέσις μας είναι πολύ επικίνδυνος γιατί βρισκόμεθα κυκλωμένοι από 460 Γερμανούς και εμείς μόνον 21 και σε οπλισμό πολύ κατώτεροι.
Οι Γερμανοί έχουν εντολήν να μας συλλάβουν ζωντανούς γιαυτό έχουν μεταφερθή από όλην την Κρήτη άνω των (4.000) τεσσάρων χιλιάδων και τοποθετηθήκανε σε όλα τα σημεία, που τους είχανε υποδείξει οι φίλοι τους οι Γερμανόδουλοι Έλληνες. Ο κίνδυνος δεν υπολογίζεται και όλοι ορκιζόμεθα να αποθάνωμε τιμημένα και να μην πιαστούμε ζωντανοί.
Οι Γερμανοί Αξιωματικοί διατάσσουν με άγριες φωνές επίθεσι, συγχρόνως κι’εγώ λέγω στα παληκάρια μου:
-Παιδιά, βαράτε στο ψαχνό γιατί έχομε λίγα πολεμοφόδια, το τελευταίοι βόλι κρατήσετέ το δικό σας.
Και πριν ακόμα τελειώσω την διαταγήν μου, μια σφαίρα του Ελληνικού Μαλιγχεριού κτυπά κατάκαρδα τον ζωηρότερο Γερμανό λοχαγό και τον ξαπλώνει αναίσθητον. Οι Γερμανοί τρομάξανε και σταματά η ορμή τους.
Άναψε μάχη φοβερή και βούιζε ο τόπος. Πρώτος από τα παληκάρια μου σκοτώνεται ο Νικόλαος Σαρτζετάκης από την Κρύα Βρύση Ρεθύμνης, τον βλέπω που ξάπλωσε αναίσθητος, προσπαθώ να τον πλησιάσω για να τον βοηθήσω και μούριξαν πυρά ταχυβόλου, ταμπουρώθηκα και πυροβολώ τους Γερμανούς που έβλεπα και με δυνατή φωνή φωνάζω:
-Παιδιά απάνω τους να τους φάμε, μην δειλιάσετε, είναι δειλοί και άνανδροι !
Αυτό ήτανε αρκετό και αμέσως η μάχη μετεβλήθη μέσα στον στενό αυτό κλοιόν σε φοβερή πυρκαϊά και αληθινή καταιγίδα από πυρά πολυβόλων, ταχυβόλων, όλμων και εμπρηστικών χειροβομβίδων και ο τόπος παρουσιάζεται σαν πραγματική κόλασι πυρός. Μέσα σ’αυτήν την τρομερή ανεμοζάλη κινούμεθα δαιμονιωδώς και προσπαθούμε σε πλαγιά μα στέκεται αδύνατο.
Το Σκουράκι που με ακολουθεί το βρίσκουν τρεις ταινίες μα ευτυχώς όλες οι σφαίρες βρίκαν την βούργια του και μεταβάλλουν τα τσιγαρόχαρτα που κρατούσε σε χαρτοπόλεμο, 40 σφαίρες πήρε η βούργια του και άλλες τόσες η μανδύα του. Σε λίγο τραυματίζεται ο αείμνηστος Τσελεκοδιονύσης χωρίς να μπορούμε να τον πλησιάσωμε για να βοηθήσωμε και ύστερα από λίγα λεπτά έμεινε αναίσθητος. Τραυματίζεται και ο Ψαρογιώργης με πέντε τραύματα, συγχρόνως ο Μανουσομανώλης και λίγο αργότερα κι’ο Τζίτζικας.
Για μια στιγμή οι Γερμανοί που βρίσκονται στη Νοτική πλαγιά λυποψυχούν και υποχωρούν, αμέσως τους επιτίθεμαι μαζί με το Σκουράκι και τρέπονται εις άτακτον φυγήν, τους κυνηγούμε στην πλαγιά με λύσσα και δαγκαμένες μπάλες.
Πίσω μας όλοι οι δικοί μας πληγωμένοι μάχονται λυσσαλέοι. Αργότερα τους ειδοποιώ με το Σκουράκι για να γυρίσουν κοντά μου, αλλά ευρίσκονται σε δύσκολον θέσιν κυκλωμένοι από παντού και δεν μπορούν να κινηθούν. Σκοτώνεται τότε το μακαρίτικο Κωστάκι Αποστολάκι από την Μιαμού και ο Κρυοβρυσανός Γεώργιος από την Λοχριά Αμαρίου. Σε λίγο οι κυκλωμένοι κάνουν απόπειρα και διασπούνε τον κλοιόν από ένα αρωγό και απομακρύνονται με κίνδυνο στο μέρος το δικό μας.
Κυκλώνονται ο Τζίτζικας, ο Χατζομανώλης, ο μακαρίτης ο Κατσούγκρης κι ο Αλέξης.
Σε λίγο υποχωρούν από τον αρωγό μαζί και ο Καζάκης ή Μπίλλιος από τα Πιτσίδια με το πολυβόλο του.
Σκοτώνεται ο Πολύδωρος Λιανουδάκης από τα Σκούρβουλα.
Τα πολεμοφόδιά μας λιγοστεύουν μα η μάχη εξακολουθεί με ποιο μεγάλη λύσσα, λιποψυχούν οι Γερμανοί και παρά τας επιμόνους διαταγάς των αξιωματικών των, αντί να επιτίθενται προσπαθούν να ξεφύγουν και γκρεμίζονται από όπου προλάβουν γιατί οι δαγκαμένες σφαίρες μας τους θερίζουν.
Βρίσκομαι στην τελευταία φάσι της μάχης μόνος και πολεμώ τους Γερμανούς, γιατί το Σκουράκι δεν μπορεί να με πλησιάση, το εμποδίζουν οι γερμανικές σφαίρες που πέφτουν βροχή κοντά μου.
Μου φώναξε μονάχα δυνατά “Σάντολε σκοτώνεσε”, μην φοβάσαι του απήντησα.
Ο Ψαρογιώργης νταμπουρωμένος δεν μπορεί να βαστάξη τον πόνο και φωνάζει, ο Σκούρος βρίσκει καιρό και τρέχει κοντά στον Ψαρογιώργη για να τον επιδέση, από τους άλλους όσοι ζουν βρίσκονται κυκλωμένοι ακόμα και μάλιστα περισφίγγεται ο κλοιός.
Σε λίγο παύουν για λίγα λεπτά τα πυρά και νομίζω πως όλοι σκοτωθήκανε. Σκέπτομαι να υποχωρήσω απογοητευμένος γιατί όλα τα παληκάρια μου με νόμισαν σκοτωμένο. Βρίσκω καιρό και υποχωρώ λιγάκι, ανακαλύπτω πίσω μου μια χαράδρα, κατευθύνομαι εκεί και υποχωρώ σιγά – σιγά πάντα ακροβολιστά.
Αφού απομακρύνθηκα, νταμπουρώθηκα κι’αρχίνισα να ερευνώ τον τόπο, αντιλαμβάνομαι τον μακαρίτη Αλέξη Ανυφαντάκη, ο οποίος μόλις κινήθηκε πήρε στο κεφάλι μια σφαίρα και έμεινε αναίσθητος.
Αμέσως βλέπω τον Γεώργιον Τζίτζικα και φώναξε Μανώλη μας πιάσανε φύγε και σαν πουλί πηδά ένα χαράκι τρία μέτρα και ανάμεσα από βροχήν Γερμανικών σφαιρών φεύγει μαζί και ο Χατζομανώλης, τρέχει να φύγη κι’ο μακαρίτης Κατσούγκρης Χαράλαμπος μα οι Γερμανοί του επιτίθενται και τον σκοτώνουν. Μένω και πάλι μόνος οπότε με χίλιες προφυλάξεις κατευθύνομαι προς την χαράδρα και πριν πλησιάσω τον ψηλό κρημνό της άνω των 500 μέτρων, βρίσκω τον Ψαρογιώργη που του επιδένει τα τραύματα το Σκουράκι. Αυτή είναι η κρισιμώτερη στιγμή.
Μόλις τους πλησίασα με αγωνία με ρωτούν τι έγιναν οι άλλοι., τους είπα τους σκοτωμένους που ήξερα γιατί τους άλλους έχασα χωρίς να δω κανένα.
Αφού δέθηκαν οι πληγές του Ψαρογιώργη με αγωνία ερωτώ που είναι μέρος να φύγωμε. Μόνον από τη χαράδρα μου απαντά μα είναι δύσκολο γιατί είναι τοποθετιμένα περισσότερα από 500 πολυβόλα. Τότε απελπισμένος τους λέγω:
-Ετοιμάστε τα τουφέκια σας και τα μπιστόλια σας γιατί μέχρι σήμερα μας έχει η μοίρα γράψει να ζήσωμε, θα πολεμήσωμε μέχρι ρανίδος, κρατήσετε το τελευταίο βόλι για δικό σας, δεν πρέπει να πιαστούμε ζωντανοί, πρέπει να πεθάνωμε τιμημένοι εδώ στον Ιερό αυτό χώρον που πέσανε τα αδέλφια μας.
Ετοιμάζομε τα τουφέκια και τα μπιστόλια μας και περιμένομε την στιγμή για να δώσωμε τον Ηρωικό θάνατο.
Τρεις φορές διατάσσονται οι Γερμανοί να ερευνήσουν το σημείο που βρισκόμαστε, επιχειρούν και πλησιάζουν περίπου 200 μέτρα χωρίς να προχωρούν ποιο πέρα γιατί οι νεκροί τους και οι δικοί μας που πατούσανε το αίμα τους, τους κάνουν να τρομάζουν.
Την αγωνία μας η φοβερή ζέστη της ημέρας κι’η δίψα δυναμώνει και κάνει τις στιγμές μαρτυρικές.
Η μέρα έχει πια περάσει και την 6 απογευματινή ώρα περίπου οι Γερμανοί τρομαγμένοι παίρνουν τους αμέτρητους τραυματίες τους και συμπτύσσονται εγκαταλείψαντες 33 νεκρούς στο πεδίον της μάχης.
Μόλις σουρούπωσε κατωρθώσαμε να διαφύγουμε τον κλοιό και την 7.30 βραδυνήν ώρα φθάνομε σχεδόν αναίσθητοι από την αγωνία, την δίψα και την κούρασι όλης της μαρτυρικής 15 Αυγούστου 1943 στην δροσερή βρυσούλα στο αγκουτσάκι.
Πλυθήκαμε και βρέξαμε τις στεγνωμένες γλώσσες μας και σε λίγο αφού συνήλθαμε, ξεκινήσαμε για την κορφή του Ψηλορείτη και βαδίζοντας όλην την νύκτα του Αγίου Βαρθολομαίου βρεθήκαμε τα χαράματα στα Κόλλητα στην μάνδρα του Γέρω Φρυγαδάμη του πατέρα των πέντε (5) παληκαριών που βάσταξαν από την πρώτη στιγμή τον τίμιο αγώνα μας παληκαρίσια σ’όλην την μαύρη περίοδο της κατοχής.
Αφού ξεκουρασθήκαμε λιγάκι, ο Γέρω Αδάμης μας έφερε φαγητό να φάμε μα αυτό είναι αδύνατο γιατί η ζέστη, η δίψα, η αγωνία κι’ο καυμός που χάσαμε τους αδελφούς μας είχανε ανάψει και τίποτε άλλο δεν θέλομε παρά νερό για να δροσίζη την λαύρα μας. Αυτή είναι η μάχη του Τραχηλιού που έδειξε στους άνανδρους στους Γερμανούς πως πολεμά η Κρητική ψυχή ακόμα μια φορά.
Γιαυτήν την μάχη το Συμμαχικόν Στρατηγείον της Μέσης Ανατολής αφού έστειλεν ειδικούς και μελετήσαμε τας συνθήκας και την εξέλιξίν της, διεβίβασε στους επιζήσαντας Συγχαρητήρια και τας οικογενείας των Ηρωικώς πεσόντων για την ελευθερία θερμά Συλλυπητήρια.
Και μεις σήμερα που συμπληρώνονται δυο ολόκληρα χρόνια που άφθονος προσεφέρθη ο φόρος του αίματος των Ηρωικώς πεσόντων παληκαριών μας εις τον βωμόν της Πατρίδος, για την Ιερή μνήμη των ας κλίνωμεν ευλαβικά το γόνυ και ας αποτίσωμεν φόρον ευγνωμοσύνης εις τους πρωτεργάτας αυτούς της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ κι’αντί για στέφανα δόξας που τους ανήκουν, ας δώσωμεν την υπόσχεσιν πως το αίμα όλων των τιμίων νεκρών μας θα μας αδελφώση πάντα κι’αυτό είναι το καλλίτερον μνημόσυνον για κείνους.
Ο Αρχηγός – Γεώργιος Πετρακογιώργηςª.
Τον Νοέμβριο του έτους 2017, ο Κωνσταντίνος Καργάκης, γιος του Γεωργίου Καργάκη ή Ψαρογιώργη, ενός από τα πρωτοπαλίκαρα του Καπετάν Πετρακογιώργη, αφιέρωσε λίγους στίχους στους άντρες που έδωσαν τη μεγάλη μάχη στο Τραχήλι στις 15 Αυγούστου 1943. Γράφει ο Κωνσταντίνος Γ. Καργάκης:
Ξυπνούν στην πρώτη κοντυλιά τσ’αγριεμένης λύρας
και σφιχτοκαλλικώνουνται για το χορό της μοίρας.
Εικοσιδυό σταυραετοί, αγουροξυπνημένοι
κατάσαρκα και σταυρωτά τη μοίρα τους ζωσμένοι.
Παίρνουνε δίπλα τον Πευκιά με τ’ άρματα στον ώμο
κατά γραμμάτου να πατούν στης λευτεριάς τον νόμο.
Μα για να μπεις στης λευτεριάς το φοβερό το δρόμο,
δε φτάνουν μόνο τ’ άρματα απού κρεμάς στον ώμο.
Ούτε η σπάθα αστραφτερή, στη μέση σου ζωσμένη
θέλει μιαν άλλη αρματωσά, μέσα σου κρεμασμένη.
Μ’εκείνη την αρματωσά, να τους χτυπά στον μπέτη,
παίξαν φτερό και πέρασαν τ’Αγκουτσακιού το Δέτη.
Πάνω απ’το φρούδιο του γκρεμού οι Γερμανοί θωρούνε
παλιούς Ολύμπιους θεούς που σαν αετοί πετούνε.
Ως τους εβγόρισε τ’αρμί, το φρούδιο ως επατήσαν
σέρνουν οι πρώτοι τη φωνή και τα πουλιά σκορπίσαν.
Παίζει ο γκρεμός συθέμελος και τρίζουν οι αρμοί του
κι από το νεραϊδόσπηλιο σηκώνουν το κορμί τους.
Παλιοί δασύτριχοι θεοί, προγόνοι ερχομένοι
κι από καιρούς βυζαντινούς άντρες αρματωμένοι.
Εκεί, ο θάνατος ληστής τους έστησε καρτέρι
να κόψει την ανάσα τους με δίκοπο μαχαίρι.
Ποιος έχει πόδια να πατεί και την καρδιά στον τόπο
σαν αντικρίσει μιαν αυγή τη μοίρα των ανθρώπω.
Τη φοβερή τη μάγισσα, που τη ζωή ντως κλώθει,
σ’ άλλους μακραίνει την κλωστή, σ’ άλλους κοντή την κόφτει.
Ποιος τη ζωή ντου κυβερνά, ποιος την καρδιά του ορίζει,
αντίκρυ από το θάνατο να στέσει μετερίζι.
Τα πόδια να πατούν τη γης, τα μέλη να βαστούνε,
να μην αποκρυγιαίνουσι, να παίζουν και να λυούνε.
Γιατί το αίμα τ’ άναντρου κόβει ωσάν το γάλα
σα νιώσει να σιμώνουνε του χάροντα τα ζάλα.
Θωρούνε τα μυδράλια, ταινίες απλωμένες
κι οι κάνες απ’ τα μάουζερ πάνω τους γυρισμένες.
Όμως δεν πισωπάτησαν όρκό’χουνε σταυρώσει
και στην πατρίδα την πικρή λόγο βαρύ’χουν δώσει.
Σε πανηγύρι μπαίνουνε, της λευτεριάς ταμένοι
τώρα θα σύρουν το χορό, άλλο δεν απομένει.
Σε μια μαθιά π’ αντάλλαξαν, ως σφίξαν το τουφέκι
χίλιες κουβέντες είπανε, χωρίς να πούνε λέξη.
Χύνουνται μέσα στο λακκί με τ’ άρματα στα χέρια
σαν αορείτικοι αετοί, σαν άγρια περιστέρια.
Ένας με δέκα κι εκατό βαστάξανε τη μέρα
κι ανεμοκύκλι και φωθιά τύλιξε τον αέρα
κι αφήκανε το αίμα τους, τάμα στην Υπερμάχο
να βλαστοσέρνει η λευτεριά στου Τραχηλιού το βράχο.
- Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης, είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος