Στην εξαιρετική έκδοση της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού «Αγώνες και νεκροί 1940-1945», έκδοση 1990, στη σελίδα 81 αναφέρονται τα αδέρφια Κωνσταντίνος και Σπυρίδωνας Βαβουράκης του Στυλιανού από το χωριό Κοξαρέ Ρεθύμνου, θύματα του Ελληνοϊταλικού πολέμου.
Συγκεκριμένα διαβάζουμε:
Βαβουράκης Κωνσταντίνος του Στυλιανού, Δεκανέας. Γεννήθηκε στην Κοξαρέ Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης το 1913, του 44ου ΣΠ.
Πέθανε στο Β1 Πεδινό Νοσηλευτικό Τμήμα (Κοσίνα) στις 12 Φεβρουαρίου 1941. (Ο Κωνσταντίνος Βαβουράκης είχε μεταφερθεί βαριά τραυματισμένος από την Πούντα Νορτ της Τρεμπεσίνας).
Βαβουράκης Σπυρίδων του Στυλιανού, Στρατιώτης. Γεννήθηκε στην Κοξαρέ Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης το 1912, του 44ου ΣΠ. Φονεύθηκε στην κορυφή Πούντα Νορτ (Σεντέλι), στις 17 Φεβρουαρίου 1941.
Η Κρητική Μεραρχία (V Μεραρχία) αποτελούνταν από το 43ο Σύνταγμα Πεζικού (Ηρακλείου), το 44ο Σύνταγμα Πεζικού (Ρεθύμνου) και το 14ο Σύνταγμα Πεζικού (Χανίων). Μετά την επιστράτευση και ως τις 20 Ιανουαρίου 1941, η V Μεραρχία Κρητών δεν είχε προωθηθεί στην πρώτη γραμμή του μετώπου.
Ο ανθυπολοχαγός Γεώργιος Κάββος, στο ημερολόγιό του αναφέρει ότι η Μεραρχία των Κρητών στις 20 Ιανουαρίου διατέθηκε στο Β΄ Σώμα Στρατού και μετακινήθηκε στο μέτωπο. Στις 29 Ιανουαρίου 1941, η Κρητική Μεραρχία πήρε μέρος στις μάχες, καλύπτοντας τον τομέα Κλεισούρας – Τρεμπεσίνας.
Ο Γεώργιος Κάββος σημειώνει ότι οι Κρήτες στρατιώτες παρέμεναν σε υψόμετρο από 1200 ως 1500 μέτρα, με χιονοθύελλες και συχνές Ιταλικές αεροπορικές επιθέσεις.
Το πενθήμερο 13 ως 18 Φεβρουαρίου, στην οροσειρά Πούντα Νορτ, η Κρητική Μεραρχία (κυρίως το 44ο Σύνταγμα Πεζικού Ρεθύμνου) έδωσε σφοδρές μάχες με τους Ιταλούς.
Έτσι, σημειώνει ο Γεώργιος Κάββος ότι το 43ο και 44ο ΣΠ παγίωσαν τις θέσεις τους στη γραμμή Μετζγκοράνι-Πούντα Νορτ-κορυφή 1647- κορυφή 1260-κορυφή 1178-κορυφή 1308–κορυφή 1812- Άρτζα ντι Μέτζο της οροσειράς Τρεμπεσίνας.
Επειδή ακριβώς το βάρος της επίθεσης στην οροσειρά Πούντα Νορτ, της κατάληψής της και διατήρησης των θέσεων επί δύο σχεδόν μήνες το σήκωσαν στους ώμους τους οι Ρεθύμνιοι στρατιώτες του 44ου Τάγματος Πεζικού της Πέμπτης Μεραρχίας, ο λαϊκός ποιητής έγραψε τους παρακάτω στίχους:
Στο Πούντα Νόρτη το βουνό χόρτο να μη φυτρώσει
κι ούτ’ένα φίδι βρομερό ποτέ να μη σιμώσει.
Εκεί χαθήκαν τα παιδιά του γέρο Ψηλορείτη
και μαύρα ρούχα φόρεσε η μάνα μας η Κρήτη.
…………………………….
Ο Συνταγματάρχης Αριστείδης Εμμ. Παναγιωτάκης από το χωριό Ρούστικα Ρεθύμνου, Διοικητής του Ρεθεμνιώτικου Συντάγματος (44ου), γράφει μεταξύ άλλων στην Έκθεσή του για τα πολεμικά γεγονότα του Ελληνοϊταλικού πολέμου:
«…την 14-2-41 το Σύνταγμα εξέδωσε διαταγή επιχειρήσεως με την οποία διατασσόταν:
το ΙΙΙ τάγμα και ένας λόχος του 1ου τάγματος να επιτεθεί και να καταλάβει το Πούντα Νορτ και το νότιο του αυχένα. Το Ι τάγμα να επιτεθεί από την ανατολική κλιτύ της χαράδρας Μετζκοράνης και να καταλάβει τον ομώνυμο Αυχένα. Το ΙΙ τάγμα σε εφεδρεία. Το ΙΙΙ τάγμα κινούμενο προς τις κλιτύες του Πούντα Νορτ βρέθηκε ενώπιον ισχυρών αντιστάσεων.
Μετά από σκληρό αγώνα απωθεί τον εχθρό και συλλαμβάνει 250 αιχμαλώτους. Οι διοικητές των λόχων Σκουλάς Ηλ. 9ου, Κοκκινάκης Κ 10ου, Λιόδης 11 και Δροσίτης Στ. έδειξαν εξαιρετική ανδρεία. Αλλά και ο ηρωισμός των οπλιτών ήταν άφθαστος.
Π.χ. Ο στρατιώτης της ΙΙΙ πολυβολαρχίας Λιονής Γεωρ., αφού έμεινε μόνος με το πολυβόλο του στη θέση βολής, κατόρθωσε, με εξαιρετική τόλμη να παραμείνει στη θέση του και να συλλάβει 30 αιχμαλώτους Ιταλούς- το σεμνό αυτό παλληκάρι καμιά αμοιβή (προαγωγή) έτυχε παρ’ όλο που υποβλήθηκε σχετική πρόταση.
Τη 15η Φεβρουαρίου το Ι τάγμα επιτέθηκε και μετά από σφοδρή μάχη κατέλαβε τον Αυχένα γύρω στο μεσημέρι συλλαμβάνοντας γύρω στους 70 αιχμαλώτους. Εκεί εγκαταστάθηκε αμυντικά, για να εξασφαλίσει το αριστερό μέρος της παράταξης του συντάγματος.
Ταυτόχρονα το ΙΙΙ τάγμα, εξακολουθώντας της επίθεση του, καταλαμβάνει το 1647 μετά από σκληρή μάχη. Αυτό το ύψωμα, μετά από σφοδρή αντεπίθεση, καταλήφθηκε από τον εχθρό. Διεξήχθησαν σκληρές μάχες σώμα με σώμα, εν τέλει το ύψωμα ανακαταλήφθηκε οριστικά από τους λόχους 9ο και 10ο. Το τάγμα αυτό, λόγω των απωλειών του σε νεκρούς και τραυματίες, αντικαταστάθηκε από το ΙΙ τάγμα, για να συνεχιστεί η επιθετική του προσπάθεια. Το τάγμα αυτό με τους λόχους τον 6ο Νικολακάκη και τον 7ο Βαλιράκη, επιτίθεται και καταλαμβάνει, μετά από σκληρό αγώνα, το ύψωμα 1647.
Οι Ιταλοί έκαναν πολλές αντεπιθέσεις για την ανακατάληψη του, αλλά όλες αποκρούστηκαν. Λόγω των μεγάλων απωλειών του παραπάνω λόχου, διατάχθηκε ο 5ος Λόχος Λοχαγού Κεντριστάκη να τους ενισχύσει. Επίσης η ομάδα διοικήσεως του Συντάγματος στάλθηκε για να τους ενισχύσει, αλλά δεν κατάφερε να φτάσει, γιατί αποδεκατίστηκε από το πυροβολικό του εχθρού κατά την άνοδο της.
Τη 16η του ίδιου μήνα, διατάσσεται το σύνταγμα να διατηρήσει ισχυρά τις κατεχόμενες θέσεις Πούντα- Νορτ- Μετζκοράνη, από τις οποίες να ενεργήσει όταν διαταχθεί επίθεση για την κατάληψη του υψώματος 1812 και στη συνέχεια του χωριού Κασίστι και ακόμη νοτιότερα. Η διαταγή δεν εκτελέστηκε λόγω της πυκνότητας του χιονιού, του δύσβατου του εδάφους, του υπερβολικού ψύχους και προπάντων της έντονης δράσης της εχθρικής αεροπορίας και των καταιγιστικών πυρών του πυροβολικού σε όλη την τοποθεσία που βαλλόταν κατά τα æ περιμετρικά και των τμημάτων να έχουν υποστεί σοβαρές απώλειες.
Ο εχθρός έκανε επανειλημμένες αντεπιθέσεις χωρίς αποτέλεσμα. Αποκρούονταν με τη λόγχη. Αν και η εχθρική αεροπορία και το πυροβολικό έδειχναν μεγάλη δραστηριότητα, που επέφερε πολλές απώλειες κρατούσε σθεναρά τις καταληφθείσες θέσεις παρ’ όλο που παλεύει κατά των καιρικών αντιξοοτήτων, χιονοθύελλας, παγοπληξιών έχοντας άριστο ηθικό.
Η ορμή των στρατιωτών μας ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να προκαλέσει τον φόβο και τον τρόμο των Ιταλών. Από την κορυφή του Ανατ. Σιντέλι με μεγάφωνα καλούσε τους Κρητικούς στρατιώτες να αυτομολήσουν με την υπόσχεση αποστολή με άνετη και ζεστή παραμονή στη Ρώμη και, επίσης, δώρο 500 δρχ. Ρίχθηκε δε η παρακάτω προκήρυξη από αεροπλάνο:
“ Στρατιώτες της Κρήτης. Η Αγγλία σάς έσπρωξε σε αυτά τα άγρια Αρβανίτικα βουνά. Στην Κρήτη σας απολαμβάνουν δεσποτικά οι Άγγλοι στρατιώτες. Στα σπίτια σας κάθονται. Οι γυναίκες σας ενοχλούνται. Γιατί πολεμάτε; Ο συμπολίτης σας Βενιζέλος ζήτησε τη φιλία της Ιταλίας. Ρίξτε τα όπλα σας και ελάτε. Θα λάβετε και 500 δρχ. ο κάθε ένας».
Κατά τις επιχειρήσεις που έγιναν το Σύνταγμα εκτός των αιχμαλώτων (περίπου 300) κυρίευσε σημαντικό πολεμικό υλικό, τουφέκια, πολυβόλα, οπλοπολυβόλα, όλμους ατομικούς και άφθονα πυρομαχικά. Τα περισσότερα των δικών μας πολυβόλα και υποπολυβόλα (του 1915) αντικαταστάθηκαν με Ιταλικά. Και σε κάποιους λόχους διατέθηκαν ατομικοί όλμοι δεδομένου ότι είχαμε πολλά πυρομαχικά, όλμους και αυτόματα όπλα.
Αλλά η δύναμη του Συντάγματος ελαττώθηκε αισθητά, λόγω των απωλειών, προ παντός από τους βομβαρδισμούς του πυροβολικού και της Αεροπορίας αλλά και τα κρυοπαγήματα.
Η διαταγή της κατάληψης των υπόλοιπων αντικειμενικών σκοπών υπήρχε, δηλ. ολοκλήρωση της κατάληψης του υψώματος Σιντέλι – Κασίστι και το Τεπελένι. Αλλά λόγω της κατάστασης των τμημάτων, της μείωσης της δύναμης από τις παγοπληξίες, προπαντός την δυσχέρεια του ανεφοδιασμού λόγω του δύσβατου του εδάφους και καλυμμένου από μεγάλο στρώμα χιόνι. Λόγω και του ανύπαρκτου οδικού δικτύου δεν ήταν δυνατόν η εκτέλεση της παραπάνω επιχείρησης. Η δύναμη του Συντάγματος μειώθηκε σε 600 άνδρες.
Απώλειες στα υψώματα είχε:
Νεκροί αξ/κοί 3 οπλίτες 55
Τραυματίες αξ/κοί 48 οπλίτες 397
παγόπληκτοι αξ/κοί 5 οπλίτες 345
Οι άνδρες παρουσίαζαν εικόνα ανθρώπου απογοητευμένου. Ο ανεφοδιασμός γινόταν νύκτα από τους άνδρες ημιονηγούς και ήταν διαθέσιμα μόνο ψωμί, κονσέρβα και κάποτε τυρί. Ούτε τσάι ούτε μαγειρεμένο συσσίτιο χορηγούνταν. Τα μαγειρεία, τα μεταγωγικά, οι αποθήκες των λόχων είχαν εγκαταλειφθεί στη θέση Ψάρι (5-6 ώρες μέχρι το Σιτέλι). Οι μεταφορές γίνονταν νύχτα στους ώμους, λόγω του δύσβατου και ολισθηρού, λόγω των χιονιών, εδάφους. Έπρεπε οι άνδρες να επανέλθουν στη βάση τους πριν ξημερώσει για τον φόβο του πυροβολικού και της αεροπορίας. Κατά δε την επιστροφή έπρεπε να παραλάβουν τους τυχόν τραυματίες ή παγόπληκτους και αυτούς στον ώμο τους ή τους έθεταν πάνω σε κλινοσκεπάσματα, έδεναν τα 4 άκρα τους σαν χοντρό δέμα και τους έσερναν πάνω στο χιόνι.
Επειδή δε η χορηγούμενη συντηρημένη τροφή δεν είχε τις απαιτούμενες θερμίδες, χορηγούσαν 12 ½ δράμια νωπού βούτυρου ένα λεμόνι και ένα πορτοκάλι σε κάθε ένα ημερησίως. Τα τελευταία έπρεπε να τα θέσουν στο θυλάκιο της περισκελίδας τους για να ξεπαγώσουν, αλλιώς δεν τρωγόταν. Λόγω της κακής δίαιτας, ξηροφαγίας και του ακάθαρτου νερού, το οποίο προμηθεύονταν από το λιώσιμο του χιονιού, πλείστοι Αξιωματικοί και οπλίτες προσβλήθηκαν από κοιλιακές ασθένειες και διακομίστηκαν σε Νοσοκομείο.
Αντίσκηνα, κατάκλιση, ύπνος ήταν άγνωστα καθ’ όλο το διάστημα των δύο μηνών κατά το οποίον παρέμεινε το Σύνταγμα σε Πούντα-Νορτ-Σιντέλι. Το Σύνταγμα, παρ’ όλες αυτές τις παραπάνω δυσμενείς συνθήκες, κατείχε σθεναρά τις θέσεις του, έχοντας ανεπτυγμένες τις δυνάμεις του: δύο τάγματα πάνω στην κορυφογραμμή, χωρίς βάθος, και το άλλο εφεδρεία, βαλλόμενο εντατικά νυχθημερόν, πλευρικά και σχεδόν στα νώτα από πυροβολικό, όλμους, αεροπορία από τις κατευθύνσεις Βεράτι-Τεπελένι- Τρία Αυγά.
Την 22 Φεβρουαρίου, παρά το κρίσιμο της κατάστασης του Συντάγματος, διατάσσεται να επιτεθεί και να καταλάβει την περιοχή Κασίστι-Νοτίως Πούντα Νορτ. Αλλά κατόπιν αναγνώρισης επιτελικού αξιωματικού του Τ. Σ. Ηπείρου και διαπίστωσης του κρίσιμου της κατάστασης, εξέδωσε Διαταγή αναστολής της επιχείρησης.
Ο Δ/τής του Συν/τος διαμαρτυρήθηκε για την αδράνεια και εξαιτίας αυτής της αιμορραγίας, υπέβαλε πρόταση, την οποία υιοθέτησε και η Μεραρχία, ή την προώθηση της διάταξης μαζί με τις γειτονικές μονάδες ή την σύμπτυξη στην Τρεμπεσίνα. Κατ’ αρχάς υιοθετήθηκε από το Σ. Στρατού η σύμπτυξη. Αλλά κατόπιν ανεστάλη η Διαταγή, με το αιτιολογικό ότι θα την εκμεταλλευόταν ο εχθρός. Και έτσι το Σύνταγμα παρέμεινε, αν και βαλλόμενο από παντού, στην προχωρημένη θέση Πούντα Νορτ Σιντέλι κατεχόμενη από Βορά προς Νότο, πλην της κορυφής 1800, η οποία δεσπόζει της Ανατολικής εξόδου του στενού Κλεισούρας και Τεπελενιού.
Για αυτή την επιχείρηση στάλθηκε ο Αρχηγός της Μεραρχίας Συνταγματάρχης Παπαδόγκωνας για να ενεργήσει επίθεση με το 14 Σύνταγμα πεζικού, το Ι/44 τάγμα και 5 μοίρες ορειβατικού πυροβολικού. Το Ι/44 τάγμα θα επιτιθόταν Νότια του Αυχένα Μετζκοράνης και το 14ο Σύνταγμα θα ενεργούσε επίθεση κατά μέτωπο προς κατάληψη του υψώματος 1800.
Επιχείρημα πολύ δύσκολο γιατί θα έπρεπε να ανεβεί τις ανατολικές κλιτύες του ορεινού όγκου Σιντέλι που ήταν δύσβατες, χιονοσκεπείς και οχυρωμένες. Το Ι/44 τάγμα είχε ήδη αρχίσει την επίθεση σε βάθος 500 μ περίπου από τον Αυχένα. Ο αρχηγός Πεζ. κατόπιν επιτόπιας αναγνώρισης έκρινε παρακινδυνευμένη την επιχείρηση προς Σιντέλι (1800) και διέταξε να μην επιτεθεί. Και το Ι/44 τάγμα να μείνει στις θέσεις που κατέχει και, μόλις πέσει το σκοτάδι, να επανέλθει στη βάση εξόρμησης του.
Το 14 τάγμα και Ι μοίρα πυροβολικού να παραμείνουν στις θέσεις τους. Το Ι/44 σύνταγμα πήγε την επομένη στο Σιντέλι και συνδέθηκε με το ΙΙΙ/44 τάγμα αντικαθιστώντας το ΙΙ τάγμα. Το Σύνταγμα σταθεροποίησε τη θέση του στην παραπάνω γραμμή με αμυντική διάταξη. Με την προοπτική δε μακράς παραμονής του στην τοποθεσία και για την αντιμετώπιση εχθρικής επίθεσης, άρχισε να οχυρώνει την τοποθεσία, με ελαφρά ορύγματα…».
(Εύα Λαδιά, Πολιτιστικό Ρέθυμνο, 26 Οκτωβρίου 2017, Αρχείο Χαράλαμπου Κασωτάκη, Φυσικού, καθηγητή Πειραματικού Λυκείου Πανεπιστημίου Κρήτης).
………………………………
Τον Μάρτιο του 1941, οι ιταλικές δυνάμεις είχαν υποχωρήσει από όλες σχεδόν τις θέσεις τους στο μέτωπο του πολέμου. Ο Μουσολίνι, στις 9 Μαρτίου 1941, διατάσσει επιχείρηση ανακατάληψης των ιταλικών θέσεων με σκοπό την αντιστροφή της έκβασης του πολέμου που ήταν ήδη υπέρ των Ελλήνων μαχητών. Την επιχείρηση ονόμασε «Πριμαβέρα» και την παρακολούθησε ο ίδιος. Κράτησε από 9 ως 25 Μαρτίου 1941.
Η επίθεση ξεκίνησε στις 6.30 το πρωί της Κυριακής 9 Μαρτίου 1941, με βομβαρδισμούς και κανονιοβολισμούς, κυρίως στον τομέα της Τρεμπεσίνας. Στόχος των Ιταλών η κατάληψη του υψώματος 731.
Οι Έλληνες μαχητές, παρά τις συνεχείς ομοβροντίες δεκάδων χιλιάδων οβίδων, τη βοήθεια εκατοντάδων αεροπλάνων της Ιταλικής αεροπορίας, δεν άφησαν τις θέσεις τους. Αντιιμετώπισαν τους Ιταλούς σε μάχες σώμα με σώμα.
Το αίμα που χύθηκε έβαφε κόκκινο το χιόνι. Όμως το θάρρος και το πείσμα των Ελλήνων, απέτρεψε αυτήν την τελευταία προσπάθεια του Μουσολίνι να ανατρέψει τη ροή του πολέμου και έτσι στις 25 Μαρτίου επέστρεψε άπραγος στη χώρα του. Ακολούθησε η γερμανική εισβολή στις 6 Απριλίου 1941 με τα γνωστά αποτελέσματα της κατάληψης της Ελλάδας.
Συγκλονιστικές είναι οι παρακάτω δύο αφηγήσεις δύο στρατιωτών μας από το χωριό Κασταμονίτσα, για την εαρινή επίθεση των Ιταλών:
Αφήγηση Σαριδάκη Χαρίδημου του Μιχαήλ, (Κασταμονίτσα, Οκτώβριος 2003): «´…στις 9 του Μάρτη άρχιξε η μεγάλη επίθεση των Ιταλών. Ο ίδιος ο Μουσολίνι λέγανε μετά ότι την παρακολουθούσε. Έγινε μεγάλος χαλασμός. Τα Ιταλικά κανόνια εβάνανε στην Τρεμπεσίνα. Επέσανε πολλοί δικοί μας τότε. Το βουνό είχε δυο τρία μέτρα χιόνι και έγινε μαύρο από τις πολλές οβίδες και το κακό που γίνηκε την ημέρα αυτή. Εμείς όμως δεν υποχωρήσαμε καθόλου, δεν εκάναμε ζάλο πίσω από τις θέσεις μας.
Πολλά μουλάρια μας είχανε σκοτώσει οι Ιταλικές οβίδες. Στα τελευταία ο χωριανός μας γιατρός ο Μανουσάκης μας έλεγε να τα θάφτομε κι αυτά για να μην αρρωστήσομε.
Ο δικός μου λόχος έφυγε τελευταίος από την Αλβανία. Εμείναμε και κρατούσαμε άμυνα και οι δικοί μας οπισθοχωρούσανε. Εχαλούσαμε και τις γέφυρες που συναντούσαμε μόλις επερνούσανε τα δικά μας στρατεύματα. Εφτάξαμε στα Γιάννενα και επαραδώσαμε τον οπλισμό μας σ’ένα γερμανό λοχία.
Θυμούμαι όταν εφτάξαμε στην Κρήτη, μας έβγαλε το καράβι στη Γραμβούσα στα Χανιά. Αρχές του Ιούνη. Επερνούσαμε από το Μάλεμε και εβλέπαμε τα αλεξίπτωτα τα γερμανικά σωρούς από την μια και την άλλη μεριά του δρόμου. Μας εφωνάζανε εκεί οι χωριανοί να μην τα πειράζομε γιατί θα μας εσκοτώνανε οι Γερμανοί…».
Αφήγηση Σαριδάκη Μιχάλη του Σπυρίδωνα (Κασταμονίτσα, Οκτώβριος 2003) : «…στου Μπαλαμπάνη το Χάνι ήμουνα όταν μας έκανε την μεγάλη επίθεση στις 9 του Μάρτη ο Μουσολίνι. Θυμούμαι τσι Ιταλούς που βαδίζανε εναντίον μας, χιλιάδες ήτανε και γεμίσανε οι πλαγιές των βουνών. Ήτανε και στη γραμμή στον αμαξωτό μέσα οι Ιταλοί. Τα δικά μας όπλα τσι θερίζανε κι αυτοί δεν εκουνούσανε. Δεν εθέλανε να πολεμήσουνε. Την ημέρα εκείνη στση 9 του Μάρτη έγινε μεγάλο κακό. Σκοτωμός.
Τα αεροπλάνα μας εβάνανε, το ιταλικό πυροβολικό μας έβανε, εμείς όμως ήμαστε σταθεροί. Τίποτα δεν εκαταφέρανε. Θυμούμαι που μας εβομβαρδίσανε και τις εγκαταστάσεις του εφοδιασμού. Ο Παπαδογιωργάκης από του Ξυδά, ο αξιωματικός, μπήκε σ’ ένα καταφύγιο και μετά το βομβαρδισμό που είχανε χαλάσει τα πάντα αυτός εκατάφερε να βγει ζωντανός μέσα από το καταφύγιο.
Θυμούμαι τσι Ιταλούς αιχμαλώτους που τσι βάναμε σε μια γραμμή και τσι οδηγούσαμε στα πίσω. Αυτοί είχανε κατεβασμένα τα μούτρα τους, δεν μας εκοιτάζανε στα μάτια. Πολλά μουλάρια είχανε ψοφήσει μέσα στα ρυάκια και εκατεβαίνανε τα νερά, επερνούσανε από τα ψόφια μουλάρια και παρακάτω επίναμε εμείς νερό…».
Στην εαρινή ιταλική επίθεση, έχασαν τη ζωή τους πολεμώντας πολλοί Κρήτες στρατιώτες. Ένας από τους ηρωικούς νεκρούς ήταν ο Γεώργιος Μακράκης του Εμμανουήλ, από το χωριό Έμπαρος Πεδιάδος Ηρακλείου.
Στο βιβλίο, «Αγώνες και νεκροί 1940-1945», έκδοση 1990, στη σελίδα 264, αναφέρεται ο Στρατιώτης Μακράκης Γεώργιος του Εμμανουήλ, θύμα του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Συγκεκριμένα στο βιβλίο αναγράφεται:
Μακράκης Γεώργιος του Εμμανουήλ, Στρατιώτης. Γεννήθηκε στην Έμπαρο Ηρακλείου το 1909, του V Συντάγματος Πυροβολικού. Φονεύθηκε μεταξύ Μπάλι – Ψάρι (Τρεμπεσίνα), στις 9 Μαρτίου 1941, την πρώτη ημέρα της εαρινής επίθεσης του Μουσολίνι.
Ο Γεώργιος Μακράκης ήταν παντρεμένος με την Αικατερίνη και είχαν αποκτήσει ένα γιο, τον Ιωάννη. Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος το 1940 με τους Ιταλούς και ο Γεώργιος Μακράκης πήγε στο μέτωπο, η γυναίκα του εγκυμονούσε το δεύτερό τους παιδί. Γέννησε ένα κοριτσάκι, που δεν γνώρισε τον πατέρα του. Η γυναίκα του Αικατερίνη το ονόμασε Ελευθερία, για την ελευθερία της Ελλάδας.
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος