Από την εποχή των Ενετών και των Οθωμανών μέχρι και σήμερα, οι ναοί του Ηρακλείου αφηγούνται την ταραχώδη αλλά ταυτόχρονα συμβολική ιστορία της πόλης.
Πίσω από τις προσόψεις των περίπου 140 ναών, κρύβονται αιώνες κατακτήσεων, μετατροπών και επαναπροσδιορισμών. Κάποιοι χτίστηκαν για καθολικούς ναούς, άλλοι λειτούργησαν ως τζαμιά και επέστρεψαν τελικά στους Ορθόδοξους πιστούς. Άλλοι εγκαταλείφθηκαν ή… έγιναν καφενεία και αποθήκες ακόμη και ξενοδοχεία.
Ναός Αγίων Πέτρου και Παύλου
Ο ναός των Αγίων Πέτρου και Παύλου χτίστηκε στους πρώτους χρόνους της ενετικής κυριαρχίας, ως καθολικό της μονής των Δομηνικανών, και αποτελεί ένα από τα παλαιότερα δείγματα κιστερκιανής γοτθικής αρχιτεκτονικής στην Κρήτη.
Βρίσκεται δίπλα στο θαλάσσιο τείχος, ανάμεσα στο ενετικό λιμάνι και την πύλη Δερματά. Κατά την ενετοκρατία χρησιμοποιήθηκε για ταφές επιφανών Ενετών, ενώ στην οθωμανική περίοδο μετατράπηκε σε τέμενος αφιερωμένο στον σουλτάνο Ιμπραήμ.
Ο αρχικά μονόκλιτος ναός με ξύλινη στέγη και αφιερωμένος στον καθολικό Άγιο Πέτρο της Αραγωνίας, απέκτησε σταδιακά τέσσερα παρεκκλήσια με εξαιρετικές τοιχογραφίες, μία εκ των οποίων διατηρείται μέχρι σήμερα. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν δεν υπήρχαν πλέον καθολικοί στον Χάνδακα, ο ναός αφιερώθηκε στους Αγίους Πέτρο και Παύλο.
Μαζί με τον Άγιο Νικόλαο Σπλάντζιας στα Χανιά, συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα γοτθικά καθολικά μνημεία του νησιού. Το κτίριο υπέστη σοβαρές ζημιές από σεισμούς έως τον 18ο αιώνα, λόγω της φιλόδοξης αρχιτεκτονικής του. Μετά την πρόσφατη αναστήλωση που ολοκληρώθηκε το 2012, λειτουργεί επετειακά, με Θεία Λειτουργία κάθε χρόνο στις 29 Ιουνίου, στη μνήμη των Αγίων Πέτρου και Παύλου.
Άγιος Τίτος
Στην καρδιά της πόλης, στον πεζόδρομο της 25ης Αυγούστου, βρίσκεται ένας ναός-σύμβολο: ο Άγιος Τίτος.
Μετά την ανάκτηση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά, η έδρα της επισκοπής μεταφέρεται από τη Γόρτυνα στον Χάνδακα, που πλέον καθιερώνεται ως η νέα πρωτεύουσα του νησιού. Εκεί, ανεγείρεται ο νέος μητροπολιτικός ναός, αφιερωμένος στον Απόστολο Τίτο, ο οποίος γίνεται ο σημαντικότερος ναός της πόλης. Στο εσωτερικό του φυλάσσονται πολύτιμα κειμήλια, όπως η Τιμία Κάρα του Αποστόλου Τίτου και η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας.
Όταν οι Βενετοί καταλαμβάνουν την Κρήτη, εγκαθιστούν λατίνο αρχιεπίσκοπο στην ορθόδοξη επισκοπή, μετατρέποντας το ναό του Αγίου Τίτου σε καθολική επισκοπή. Στα μέσα του 15ου αιώνα, ο ναός ανακαινίζεται από τον λατίνο αρχιεπίσκοπο Φραγκίσκο Ντάντολο. Παρά τις ανακαινίσεις, φυσικές καταστροφές όπως σεισμοί και πυρκαγιές προκάλεσαν σοβαρές ζημιές, με αποτέλεσμα ο ναός να ξανακτιστεί περίπου το 1557. Η νέα του μορφή ήταν αυτή μιας βασιλικής, σχεδόν τετράγωνης, χωρίς κόγχες, με τρούλο στο κέντρο και κωδωνοστάσιο στη νοτιοδυτική γωνία. Το εσωτερικό χωριζόταν σε τρία κλίτη με δύο σειρές από τόξα.
Με την τουρκική κατάκτηση της Κρήτης, ο ναός μετατράπηκε σε τέμενος από τον Φαζίλ Αχμέτ Κιοπρουλή, ενώ το καμπαναριό τροποποιήθηκε σε μιναρέ. Ο μιναρές αυτός κατεδαφίστηκε αργότερα. Το 1856, ένας καταστροφικός σεισμός γκρέμισε το οικοδόμημα, το οποίο ανοικοδομήθηκε εκ νέου. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, ο ναός επανήλθε στην Εκκλησία της Κρήτης και το 1925 αφιερώθηκε ξανά στον Απόστολο Τίτο.
Στις 15 Μαΐου 1966, επεστράφη από τη Βενετία η Τιμία Κάρα του Αγίου Τίτου, γεγονός μεγάλης θρησκευτικής και ιστορικής σημασίας. Από το 1974 έως το 1988 πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης του ναού. Τέλος, το 2013 ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ειρηναίος ανακήρυξε επίσημα το ναό του Αγίου Τίτου ως τον καθεδρικό ναό της Αρχιεπισκοπής Κρήτης.
Το στολίδι των Ενετών που έγινε Πινακοθήκη
Στην καρδιά του ιστορικού κέντρου του Ηρακλείου, απέναντι από την περίφημη Κρήνη Μοροζίνι, στέκεται ένα από τα πιο εμβληματικά κτίρια της πόλης: η Βασιλική του Αγίου Μάρκου. Σήμερα φιλοξενεί τη Δημοτική Πινακοθήκη, όμως το παρελθόν της είναι βαθιά ριζωμένο στην περίοδο της ενετικής κυριαρχίας.
Χτισμένη απέναντι από το Δουκικό Ανάκτορο, η βασιλική αποτελούσε το πνευματικό και πολιτικό κέντρο της ενετικής εξουσίας. Δεν ήταν απλώς ένας ναός – ήταν ο χώρος όπου οι Βενετοί άρχοντες αναλάμβαναν επίσημα τα καθήκοντά τους, υπό την προστασία του Αγίου Μάρκου, πολιούχου της Βενετίας. Παράλληλα, και ο απλός λαός προσέτρεχε εδώ για να προσευχηθεί και να αναζητήσει θαυματουργική στήριξη.
Με τον χρόνο, η χρήση του ναού άλλαξε, όμως το κτίριο διατηρήθηκε και μετατράπηκε σε πολιτιστικό χώρο. Η αρχιτεκτονική του μαρτυρά ακόμη την αίγλη εκείνης της εποχής, διατηρώντας ζωντανή την ανάμνηση της ενετικής επιρροής στον πολιτισμό και την ταυτότητα του Ηρακλείου.
Μια εκκλησία-φάντασμα
Ανάμεσα στις οδούς 1866, Τσικριτζή και Έβανς, βρίσκεται ένας χώρος σχεδόν αόρατος στον περαστικό. Ο Άγιος Ονούφριος, άλλοτε έδρα της ορθόδοξης αδελφότητας, μετατράπηκε επί Οθωμανών σε χαμάμ, και αργότερα – μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών – σε λαδάδικο.
Σήμερα, μπορεί να τον δει κανείς μόνο από τις ταράτσες των γύρω πολυκατοικιών. Ο θόλος του μετά βίας ξεπροβάλλει. Το μνημείο βρίσκεται σε πλήρη εγκατάλειψη και φέρει σημάδια επικίνδυνης φθοράς. Μια εκκλησία που περιμένει τη σωτηρία της… αν έρθει.
Αγία Αναστασία: Η εξαίρεση στον κανόνα
Στην οδό Δελημάρκου, στο λεγόμενο «Καμαράκι», η Αγία Αναστασία έχει σταθεί πιο τυχερή. Αν και και αυτή μετατράπηκε σε τέμενος (Retzep Agha) και αργότερα σε κατάστημα, διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση. Η ιδιοκτησία άλλαξε πολλές φορές χέρια, από την Εθνική Τράπεζα μέχρι τον μηχανικό Ιωσήφ Χατζηδάκη.
️ Άγιος Γεώργιος ο Βενέτικος: Από μνημείο, αποθήκη βαρελιών
Βαθιά στα «βαρελάδικα» του λιμανιού, επί της οδού Λοχαγού Μαρινέλλη, στέκει ερειπωμένος ο Άγιος Γεώργιος ο Βενέτικος. Μονόχωρη βασιλική, με δίρριχτη στέγη, παραδόθηκε στη φθορά του χρόνου και στη χρήση του ως αποθήκη.
Το μνημείο είναι σήμερα ασκεπές και σε πολύ κακή κατάσταση. Η εικόνα του αποτυπώνει γλαφυρά τη μοίρα πολλών μνημείων της πόλης: ξεχασμένα, μη προσβάσιμα, με το μέλλον τους αβέβαιο.
Ναοί μέσα στα σπίτια
Σε πολλά σημεία της πόλης σώζονται τμήματα ναών ενσωματωμένα σε κατοικίες ή καταστήματα. Στην οδό 1821, κάποτε στεγαζόταν ο ναός των Αγίων Σίμωνος και Ανδρέου. Πριν γίνει φωτογραφείο, ήταν ανταλλακτικά, και παλιότερα φούρνος. Τίποτα δεν θυμίζει πλέον ότι εκεί κάποτε ακουγόταν το “Κύριε Ελέησον”.
Στην οδό Βιάννου, οι Άγιοι Ανάργυροι ίσως διατηρούνται ακόμα – αν και κρυμμένοι στο εσωτερικό μιας ιδιωτικής κατοικίας. Και στην οδό Θεσσαλονίκης, η μονή του Αγίου Παύλου των Σερβιτών, αγνοείται από τους περισσότερους. Τμήματα του ναού της σώζονται ακόμα, ενσωματωμένα σε τοίχους σπιτιών και αυλών.
Το πιο τραγικό κομμάτι της ιστορίας αυτών των ναών αφορά αυτούς που δεν σώθηκαν καθόλου. Οι περισσότεροι κατεδαφίστηκαν χωρίς καν να αποχαρακτηριστούν. Ο Άγιος Νικόλαος στα Μουρχουτάρια έγινε πολυκατοικία. Στη θέση του Αγίου Ιωάννη της Βαγιάς χτίστηκε ξενοδοχείο. Ο Άγιος Ανδρόνικος, η Παναγία Madonnina, η Παναγία του Βιττούρι, σβήστηκαν από τον χάρτη με μια μπουλντόζα.
Σε κάποιες περιπτώσεις, τα ίχνη τους εντοπίζονται μόνο από εκείνους που γνωρίζουν να διαβάζουν τις λεπτομέρειες: μια καμάρα, ένα μισοφαγωμένο αψιδωτό παράθυρο, μια εσοχή που δεν ταιριάζει στην υπόλοιπη οικοδομή.
️ Καντήλια που ανάβουν ακόμα
Μερικές φορές, εκεί που δεν το περιμένεις, θα δεις ένα κερί ή ένα καντήλι να καίει. Ένα σημάδι ότι κάποιος θυμάται. Όπως στην είσοδο της πολυκατοικίας όπου άλλοτε βρισκόταν ο Άγιος Νικόλαος στα Μουρχουτάρια. Το φως εκεί επιμένει. Ίσως για να φωτίζει όχι πια την ψυχή, αλλά τη μνήμη.
Η Μητρόπολη που έγινε καφενείο
Στη συμβολή της λεωφόρου Καλοκαιρινού με την οδό Μιχελιδάκη, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ένα πυκνοδομημένο οικοδομικό τετράγωνο, υψωνόταν άλλοτε ο πιο σημαντικός ορθόδοξος ναός του βενετοκρατούμενου Χάνδακα: η Παναγία η Κυρία των Αγγέλων.
Ήταν η έδρα του Πρωτόπαπα των Ορθοδόξων, ένα είδος “αρχιεπισκόπου” για την εποχή, και κέντρο της αδελφότητας των πιστών. Όταν οι Οθωμανοί κατέλαβαν την πόλη, ο ναός μετατράπηκε σε καφενείο. Μεταγενέστερα, έγινε γνωστός ως ο καφενές του Σαρχιανού Μιχάλη. Η αυλή και το κοιμητήριο γύρω από την εκκλησία οικοδομήθηκαν πλήρως, μέχρι που εξαφανίστηκε και το τελευταίο της ίχνος.
Από πλατεία σε κλινική
Ανεβαίνοντας την οδό Έβανς προς την Καινούργια Πόρτα, στην πάροδο Μάνου Μηλιαρά, υπήρχε άλλοτε μια εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ανδρόνικο. Χτίστηκε σε μια ευρύχωρη πλατεία, που καταπατήθηκε σταδιακά. Στην οθωμανική περίοδο χτίστηκε εκεί λουτρό (Ντιζντάρ Χαμάμ) που διατήρησε μέρη της εκκλησίας.
Το 1954, το βόρειο τμήμα κατεδαφίστηκε για να ανεγερθεί ιδιωτική κλινική. Την επόμενη χρονιά, γκρεμίστηκε και η υπόλοιπη εκκλησία.
Από ναός, αγορά, ξενοδοχείο
Βρισκόταν στην αρχή της οδού 1821, με πρόσοψη στην οδό Αργυράκη. Μετά την κατάληψη του Χάνδακα από τους Οθωμανούς, η Παναγία του Φόρου έγινε τέμενος και αργότερα μετατράπηκε σε αγορά. Το εσωτερικό της “αναδιαμορφώθηκε”: τα πλάγια κλίτη έγιναν καταστήματα. Το 1963, η εκκλησία κατεδαφίστηκε πλήρως για να χτιστεί το ξενοδοχείο «Ελ Γκρέκο». Δεν έμεινε τίποτα.
Ναοί που χάθηκαν με τα χρόνια
Πολλοί ναοί χάθηκαν χωρίς καμία επίσημη πράξη ή διαμαρτυρία. Ο Άγιος Γεώργιος της Βόλτας, στην αρχή της Έβανς, διαλύθηκε μέσα σε κουρεία και κατοικίες.
Ο Άγιος Ιωάννης της Βαγιάς, στη λεωφόρο Καλοκαιρινού 202, κατεδαφίστηκε χωρίς άδεια. Ο Άγιος Νικόλαος Σωτηριακή στην οδό Λασιθίου, αν και είχε ίχνη τοιχογραφιών, αποχαρακτηρίστηκε το 1969 και κατεδαφίστηκε από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη πριν καν εκδοθεί σχετική άδεια.
Η δεκαετία του ’60 και του ’70 υπήρξε καταστροφική για δεκάδες μικρά εκκλησιαστικά μνημεία της πόλης. Μεταξύ αυτών:
Άγιος Ιωάννης των Μαρτζέρων, κοντά στην Κρήνη Μπέμπο: μετατράπηκε σε φούρνο, ερημώθηκε, καταστράφηκε.
Άγιος Νικόλαος στα Μουρχουτάρια: λειτούργησε ως χαμάμ, αποχαρακτηρίστηκε το 1972, κατεδαφίστηκε το 1977.
Άγιος Γεώργιος ο Γλυκοκαρύδης: έγινε τεκές Κεϋλανί, πουλήθηκε ως ανταλλάξιμη περιουσία, και εξαφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’60.
Οικία Barozzi και Παναγία Μπαροτσάνη: σύμβολο αρχοντιάς και πίστης στη συμβολή των οδών Θεοτοκοπούλου και Κυδωνίας – ισοπεδώθηκε μαζί με το αρχοντικό.
Σήμερα, οι περισσότεροι από αυτούς τους ναούς επιβιώνουν μόνο στη μνήμη των παλαιότερων κατοίκων, σε ξεχασμένες φωτογραφίες. Κανένα τουριστικό φυλλάδιο δεν τους αναφέρει. Καμία πινακίδα δεν μαρτυρά ότι κάτω από μια καφετέρια ή ένα κομμωτήριο κάποτε βρισκόταν ιερός χώρος.