Πατεργιανάκης Βασίλης του Ιωάννου - Πατεργιανάκης Εμμανουήλ του Γεωργίου
Πατεργιανάκης Βασίλης του Ιωάννου. Τραυματίας της Μάχης της Κρήτης, υπέκυψε στα τραύματά του.

Ιστορική και πολυμελής η οικογένεια των Πατεργιανάκηδων της Βόνης. Στους διαχρονικούς αγώνες για ελευθερία, δικαιοσύνη και Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, έδιδε πάντοτε το “παρών”. Στην περίοδο του Β’ παγκοσμίου πολέμου, (Ελληνοϊταλικός πόλεμος, Μάχη Κρήτης, Κατοχή), η οικογένεια μετείχε έχοντας πέντε νεκρούς και δύο ανάπηρους πολέμου.

Συγκεκριμένα νεκροί είναι ο Πατεργιαννάκης Μιχάλης και οι αδερφές του Άννα και Αβρακόμη, (περίοδος κατοχής), ο Πατεργιανάκης Βασίλης και ο Πατεργιανάκης Κωνσταντίνος (Μάχη Κρήτης). Ανάπηροι είναι ο Πατεργιανάκης Νικόλαος (Ελληνοϊταλικός πόλεμος) και ο Πατεργιαννάκης Μανόλης (Μάχη Κρήτης).

Μιχάλης Πατεργιανάκης του Γεωργίου

Μιχάλης Πατεργιανάκης του Γεωργίου. Έφεδρος ανθυπολοχαγός, εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στην Αγυιά, στις 27 Οκτωβρίου 1943.
Πατεργιανάκης Εμμανουήλ του Γεωργίου. Πολέμησε στη Μάχη της Κρήτης. Τραυματίστηκε και έμεινε ανάπηρος.

Ο Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Μιχάλης Πατεργιανάκης, είχε σπουδάσει πριν τον πόλεμο στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (Α.Σ.Ο.Ε.Ε.). Γιος του Γιώργη και της Παπαδιώ Πατεργιανάκη, ένα από τα έξι παιδιά της οικογένειας.

Ο Μιχάλης πολέμησε στη μάχη της Κρήτης. Είχε πιαστεί αιχμάλωτος και κατάφερε να δραπετεύσει από τα Χανιά.

Στις 25 Οκτωβρίου 1943 στο γερμανικό στρατοδικείο, που βρισκόταν μέσα στις φυλακές της Αγυιάς Χανίων, έγινε η μεγάλη δίκη των αξιωματικών του Ηρακλείου.

Η κατηγορία που αντιμετώπιζαν από τους κατακτητές ήταν σύσταση οργάνωσης (Ε.Ο.Κ.), ένοπλη εξέγερση, δημιουργία δολιοφθορών και συμμετοχή των αξιωματικών στα γεγονότα της Βιάννου που είχαν προηγηθεί κατά ένα μήνα.

Οι περισσότεροι από τους αξιωματικούς και τους πολίτες κατηγορούμενους της δίκης, ήταν από την επαρχία Πεδιάδος.

Οι αξιωματικοί αυτοί ήταν: Αντ/ρχης Πεζικού Μπετεινάκης Αντώνιος, Αντ/χης Πεζικού Νικόλαος Πλεύρης, Ταγμ/ρχης Πεζικού Γιακουμάκης Εμμανουήλ, Ταγμ/ρχης Χωρ/κής Εμμανουήλ Μαραζάκης, Ταγμ/ρχης Χωρ/κής Νικόλαος Γραμματικάκης, Αντ/χης Πεζικού Ιωάννης Καζαντζάκης, Ταγμ/χης Πεζικού Γεώργιος Κατσιρντάκης, Ταγ/χης Πεζικού Μιχάλης Σπαντιδάκης, Ταγμ/χης Μηχανικού Μιχάλης Διακάκης, Λοχαγός Πεζικού Νικόλαος Φείδης, Έφεδρος Υπολ/γός Πυροβολικού Νικόδημος Κριτσωτάκης, Έφεδρος Υπολ/γός Πεζικού Νικόλαος Μανιακουδάκης, Έφεδρος Ανθ/γός Μιχάλης Πατεργιανάκης, Έφεδρος Ανθ/γός Πεζικού Γιάννης Ζωγραφάκης, Έφεδρος ανθ/γός Παναγιώτης Μπέρκης, Έφεδρος Ανθ/γός Γεώργιος Μπρουλιδάκης, Ταγμ/χης Κουτσουνάδης Ιωάννης.

Στη δίκη οδηγήθηκαν μαζί με τους αξιωματικούς και οι πολίτες: Θεόφραστος Κοζύρης, Γεώργιος Μουλουδάκης, Σοφοκλής Δετοράκης και Γεώργιος Φαλαλάκης, ο τελευταίος από το χωριό Γεράκι.

Η ετυμηγορία των Γερμανών δικαστών έστελνε στο απόσπασμα πέντε αξιωματικούς και αθώωνε τους υπόλοιπους κατηγορουμένους.

Στην ποινή του θανάτου καταδικάστηκαν οι Αντώνιος Μπετεινάκης από τις Αρχάνες, Εμμανουήλ Γιακουμάκης από τον Μοχό, Ιωάννης Ζωγραφάκης από το Καστέλλι Πεδιάδος, Παναγιώτης Μπέρκης από το Μεταξοχώρι και Μιχάλης Πατεργιανάκης από τη Βόνη.

Ένας από τους υπόδικους αξιωματικούς στο στρατοδικείο της Αγυιάς Χανίων, ήταν ο έφεδρος Υπολοχαγός Νικόδημος Κριτσωτάκης. Στο βιβλίο του «Σημαδιακά χρόνια», περιγράφει με λεπτομέρειες την μετάβασή τους στην Αγυιά και σκηνές από τη δίκη:

«…χωρίς να μας κοινοποιήσουν κανένα χαρτί ότι ορίσθη η δίκη μας στα Χανιά, ένα πρωινό της 23 ή 24 Οκτώβρη 1943 μας φορτώνουν σ’ένα καμιόνι με λαμαρινένια καρότσα και αφού μας πέρασαν και από τις επανορθωτικές φυλακές για να τσουβαλιάσουν τους εκεί κρατούμενους συγκατηγορουμένους μας, ξεκινήσαμε ολοταχώς για την Αγυιά.

Δεν θα ήταν υπερβολή αν χαρακτήριζα αυτό το ταξίδι των 200 περίπου χιλιομέτρων σαν ταξίδι “σκλάβων” του Μεσαίωνα που μεταφέρονται στα κάτεργα για σωφρονισμό. Όπως είμεθα χωρίς κάθισμα, αλλά σαν ζώα ριγμένοι πάνω στη λαμαρίνα στηριζόμενοι ο ένας στον άλλο σαν γεμισμένα τσουβάλια, ταλαντευόμεθα στις στροφές και τις λακκούβες του δρόμου χωρίς ανάπαυλα. Η νέα τάξη πραγμάτων, έτσι προγραμμάτιζε την κυριαρχία της στους “υπανάπτυκτους” ραγιάδες που δεν διέφεραν από τα κτήνη, που κινούνται κατά το κέφι του αφέντη, άβουλα, υπάκουα σκυλιά.

Δεν κάναμε κανένα σταθμό, για ευνόητους λόγους. Το ταξίδι μας διήρκεσε όλη σχεδόν την ημέρα. Όταν φθάσαμε στον τόπο του προορισμού μας, είμεθα κυριολεκτικά πτώματα για θάψιμο! Ζαλισμένοι, πεινασμένοι, σκονισμένοι, κατεβήκαμε από την καρότσα με δυσκολία. Μοιάζαμε σαν φαντάσματα βγαλμένα από κάποιο νεκροταφείο με το κεφάλι μας κάτασπρο από τις σκόνες και τα μούτρα μας ταρατσωμένα από σκόνη και ιδρώτα.

Δίναμε την εντύπωση αιχμαλώτων που τους φέρνουν στα μετόπισθεν από την πρώτη γραμμή. Ακολουθήσαμε τους συνοδούς μας στρατονόμους, για τη μεταφορά μας στα κελιά των καταδίκων στις αγροτικές φυλακές Αγυιάς σαν πρόβατα που μας πάνε στο μαντρί. Αλλά ενώ τα κελιά αυτά ήταν προορισμένα για ένα άτομο μας έβαλαν ανά τέσσερις. Το βράδυ εκείνο δε μας έδωσαν φαγητό. Μόνο το πρωί μας έδωσαν από ένα κύπελλο μαλοτήρα (αρωματικό φυτό που φύεται στον Ψηλορείτη) χωρίς ζάχαρη. Το μεσημέρι μας έφεραν φασολάδα χωρίς λάδι και χωρίς ψωμί…

…μετά τις απολογίες όλων μας, μας συγκέντρωσαν στην αίθουσα συνεδριάσεως για να παρακολουθήσομε τις αγορεύσεις του Κυβερνητικού Επιτρόπου του Στρατοδικείου, βαρώνου όπως έλεγαν, και του συνηγόρου μας. Αλλά τι να καταλάβεις από γερμανικά ! Μόνον όταν αναφέρονταν στα ονόματά μας βγάναμε συμπέρασμα ότι κάτι λένε για μας! Όταν λ.χ. είπε για τους 5 που επρότεινε την καταδίκη εις θάνατον, δηλαδή Γιακουμάκη, Μπετεινάκη, Ζωγραφάκη, Μπέρκη, Πατεργιανάκη, καταλάβαμε ότι γι’αυτούς «ο πέλεκυς της γερμανικής Δικαιοσύνης θα κατεβεί αμείλικτος».

Για τους άλλους πρότεινε την απαλλαγή. Ο δικηγόρος μας κατέβαλε προσπάθεια, όχι για να σώσει τους 5 που πρότεινε ο επίτροπος να καταδικασθούν στην εσχάτη των ποινών, αλλά να απαλλαγούμε οι άλλοι και να επιστρέψομε στα σπίτια μας, χωρίς καμιά παρεπόμενη ποινή (υπερορία). Μάλιστα εξέφρασε την ευχή να μην εκτελεσθούν ο Πατεργιανάκης, γιατί έχασε πατέρα και δυο αδέρφια του στη Βόνη από βομβαρδισμό αγγλικών αεροπλάνων κατά λάθος και ο Ζωγραφάκης ότι ήτανε ανάπηρος του Αλβανικού πολέμου.

Σε δευτερολογία του, ο επίτροπος αναγκάσθηκε και αυτός να δεχθεί την πρόταση του συνηγόρου μας και να εκφράσει κι αυτός την ίδια ευχή για τους παραπάνω δύο. Εκείνο που εντυπωσίασε, κατά την ακροαματική διαδικασία, ήταν οι αγορεύσεις του Κυβερνητικού επιτρόπου και του δικηγόρου μας.

Χωρίς χειρονομίες, χωρίς καν να κινηθούν από τις θέσεις τους, αλλά με τα χέρια δεμένα μπρος τους, μιλούσαν σαν να έκαναν διάλεξη επιστημονικού περιεχομένου. Του βαρώνου δε η αταραξία ήταν κάτι ασυνήθιστο στα δικαστήριά μας. Νόμιζε κανείς ότι ήταν ιεροκήρυκας και μιλούσε σε ακροατήριο εκκλησιαζομένων. Δεν παραλείπω εδώ να θυμηθώ ότι ο Διοικητής της Αστυνομίας Ηρακλείου παρηκολούθει τη δίκη από την αρχή ως το τέλος…

…μετά ολιγόλεπτο σύσκεψη οι στρατοδίκες με πρόεδρο πάντοτε τον Βάλτερ, ήλθαν στις θέσεις τους και ο πρόεδρος απήγγειλε την απόφαση με 5 καταδίκες εις θάνατον, σύμφωνα με την πρόταση του κυβ. επιτρόπου. Για τους υπόλοιπους 17, η απόφαση ήταν αθωωτική, χωρίς καμιά παρεπόμενη ποινή, που φοβόμαστε. Μετά την απόφαση πλησίασα πάλι τον συνήγορό μας και του έκανα την παρατήρηση, γιατί το δικαστήριο δεν εδέχθη ελαφρυντικά για τους καταδικασθέντες, όταν μάλιστα δεν έλαβε χώραν καμιά προπαρασκευή για ένοπλη δράση κατά των Γερμανών;

Μου απήντησε ότι «δυστυχώς ο Στρατ. Ποινικός Νόμος του Ράιχ δεν προβλέπει ελαφρυντικά. Η ποινή είναι θάνατος ή αθώωση». Με πόνο καρδιάς αποχαιρέτησα τον κατάδικο συγγενή μου Ζωγραφάκη, που με δάκρυα στα μάτια με φίλησε και εγώ κόντεψε να ξεσπάσω σε αναφιλητά από τη συγκίνησή μου και τον καημό μου, γιατί έχασε τη ζωή του ο δάσκαλος Ζωγραφάκης τόσο πρόωρα.

Αφού δεν τον σκότωσαν οι Ιταλοί στο Αλβανικό μέτωπο ύστερα από πολλαπλά τραύματα που πήρε σε μια μάχη, του ήτανε γραφτό να πέσει με τα φονικά βόλια του εκτελεστικού αποσπάσματος των εισβολέων Ναζιστών. Η μάνα του που την είδα μετά πολλά χρόνια ήτανε ένα ράκος χωρίς ζωή. Ο καημός της την τραυμάτισε ανεπανόρθωτα και η διαύγεια του μυαλού της ήταν ηλαττωμένη.

Αλλά ο πόλεμος δυστυχώς δεν έχει συμβιβασμούς. Λειτουργεί ο Νόμος της Ζούγκλας «ή θα με φας ή θα σε φάω». Του ευχήθηκα για να του δώσω ελπίδες, ότι πιθανόν ο Διοικητής Φρουρίου Κρήτης να τους δώσει χάρη να μην εκτελεσθούν. Τους λοιπούς καταδίκους τους αποχαιρέτησα με τις ίδιες ευχές και φύγαμε για την εξεύρεση αυτοκινήτου για την πόλη των Χανίων…1

Για τον Μιχάλη Πατεργιανάκη που καταδικάστηκε από το στρατοδικείο Χανίων και εκτελέστηκε στην Αγυιά στις 27 Οκτωβρίου 1943, ο ανιψιός του Μιχάλης Πατεργιανάκης, συνταξιούχος δάσκαλος από τη Βόνη διηγείται: «Κατά κάποιο τρόπο έγινε γνωστό στις γερμανικές αρχές και στη Γκεστάπο ότι ένας από την ομάδα των αξιωματικών ήταν από τη Βόνη, ο Μιχάλης Πατεργιανάκης και έτσι άρχισαν να προσανατολίζονται στη σύλληψή του.

Ταυτόχρονα παρακολουθούσαν και τις κινήσεις του. Ένας Αυστριακός στρατιώτης, που ήταν στις γερμανικές δυνάμεις του Θραψανού, ο οποίος τον είχε συμπαθήσει και ήθελε να τον προστατεύσει, του λέει ότι κάτι γίνεται για σένα. Πρόσεξε, φύγε, γιατί αύριο ή μεθαύριο θα σε συλλάβουν. Ο Αυστριακός στρατιώτης του τα είπε αυτά μη μπορώντας να πιστέψει ότι ο Μιχάλης Πατεργιανάκης δεν θα δεχόταν να φύγει. Κι αυτό έγινε γιατί σύμφωνα με την γερμανική πρακτική, αν ο Μιχάλης έφευγε, θα έπιαναν κάποιο στενά συγγενικό του πρόσωπο για να το αναγκάσουν να αποκαλύψει τα άλλα ονόματα που ήταν στην ομάδα ή και τους άλλους που τους είχαν βοηθήσει.

Αρκετοί απ’εδώ απ’ τη Βόνη βοηθούσαν τον Μιχάλη και τα ονόματά τους θα αποκαλύπτονταν και πάρα πολλοί χωριανοί θα βρισκόταν στα χέρια των Γερμανών. Για να μη συμβεί λοιπόν αυτό και να πάρει όλη την ευθύνη πάνω του, αποφάσισε ο Μιχάλης να πάει μόνος του και να παρουσιαστεί στην Κομαντατούρ στo Θραψανό.

Τον συνέλαβαν αμέσως και τον έφεραν εδώ στο σπίτι του να πάρει τα πράγματά του και να τον οδηγήσουν κατόπιν στο Ηράκλειο. Δεν τον άφησαν να μιλήσει στους γονείς του παρά τον άφησαν να πάρει μόνο τα πράγματά του. Τι πράγματα τώρα, σ’ένα σεντόνι τυλιγμένα λίγα ρούχα. Απ’ότι διηγούνται εδώ στη Βόνη οι άνθρωποι, όταν περνούσε τους δρόμους του χωριού, ήταν πάνω σ’ένα ανοιχτό τζιπ και χαιρετούσε με χαμόγελο όλους τους χωριανούς που συναντούσε.

Μάλιστα κάποιοι ήταν κρυμμένοι στου “Χαλκιά τη σκιά”, μια συκιά που υπάρχει ακόμη και σήμερα και όταν περνούσε από κοντά τους σήκωσε το χέρι του και έκαμε το σήμα της γροθιάς. Δεν τους έβλεπε αλλά ήξερε ότι οι φίλοι του βρισκόταν εκεί κοντά. Αυτό ήταν το σκηνικό της σύλληψης του Μιχάλη Πατεργιανάκη, του θείου μου. Τον πήγαν μαζί με τους άλλους αξιωματικούς στα Χανιά και μετά από σύντομη διαδικασία στο στρατοδικείο της Αγυιάς, καταδικάστηκε σε θάνατο. Τον Οκτώβρη του 1943. Δεν άφησε κάποιο σημείωμα πριν την εκτέλεση.

Οι αδερφές του Μιχάλη είχαν σκοτωθεί τον ίδιο χρόνο το καλοκαίρι του 1944 στο αλώνι τους. Ήταν στο αλώνι και οι τρεις αδερφές. Και ο πατέρας τους ο παπάς, όλη η οικογένεια στο αλώνι. Και έπεσε η βόμβα λίγα μέτρα πιο πέρα από το αλώνι. Όλοι καθόντανε κάτω από μια καρυδιά, στη σκιά. Οι δυο αδερφές του Μιχάλη με τον δικό μου αδερφό που ήταν μωρό. Μόλις είδαν το αεροπλάνο και αντιλήφθηκαν ότι πέφτει βόμβα πετάξανε τον αδερφό μου όσο μπορούσανε πιο πέρα πέντε έξι μέτρα. Και έπεσε η βόμβα και σκότωσε τις δυο αδερφές του Μιχάλη.

Ο αδερφός μου δεν έπαθε τίποτα. Κανείς άλλος δεν έπαθε τίποτα. Η βόμβα ήταν συμμαχική, έπεσε από αγγλικό αεροπλάνο. Εδώ στη Βόνη, το παλιό Δημοτικό Σχολείο, οι Γερμανοί το είχαν μετατρέψει σε αποθήκη πυρομαχικών. Και στο Θραψανό είχαν οι Γερμανοί μεγάλες αποθήκες πυρομαχικών. Λένε ότι ο στόχος του βομβαρδισμού ήταν τα πυρομαχικά ή της Βόνης ή του Θραψανού.

Το πιο πιθανό ήταν να είχε στόχο το Θραψανό. Όχι όπως λένε μερικοί το αεροδρόμιο του Καστελλίου, αυτό ήταν μακριά. Δεν πιστεύω ότι το αγγλικό αεροπλάνο ήθελε να βομβαρδίσει το αεροδρόμιο του Καστελλίου και οι βόμβες να έπεσαν στη Βόνη, τόσο μακριά.

Τα εναπομείναντα αδέρφια του Μιχάλη περάσανε την πιο φριχτή περίοδο της ζωής τους μετά την εκτέλεση του αδερφού τους. Γιατί δεν μπορούσαν να κλάψουν, δεν μπορούσαν να φωνάξουν, δεν μπορούσαν να ζήσουν και να εκδηλώσουν τον πόνο τους. Τον κρύψαν μέσα στην ψυχή τους. Κλαίγανε στα σπίτια τους, μέσα στα κλειστά δωμάτια κλαίγανε τον πόνο τους. Έμπαιναν στις αποθήκες, κλείνανε τις πόρτες και έκλαιγαν. Ο πόνος κράτησε πολλά χρόνια. Η γιαγιά μου η παπαδιά, από τότε δεν ήθελε να ξαναδεί ανθρώπους, είχε απομονωθεί στον κόσμο της.

Αυτό που έμεινε στη σκέψη των ανθρώπων που γνώριζαν τον Μιχάλη είναι ότι ήταν ένα παλικάρι. Έκανε ότι έκανε χωρίς καμιά ιδιοτέλεια. Δεν σκέφτηκε καθόλου τον εαυτό του.

Ο Μιχάλης ήταν ένας ωραίος άντρας, ο ωραιότερος της Βόνης, γύρω στο 1.85 στο ύψος, ήταν ένα παλικάρι που χαιρόσουν να τον βλέπεις, έλεγαν οι πιο παλιοί χωριανοί μας.

Κι ο πατέρας μου όταν γεννήθηκα με έβγαλε κι εμένα Μιχάλη, το όνομα του αδικοσκοτωμένου αδερφού του».

Πατεργιανάκη Άννα και Πατεργιανάκη Αβρακόμη του Γεωργίου

Πατεργιανάκη Άννα (Ανίκα) του Γεωργίου
Μιχάλης Πατεργιανάκης του Γεωργίου. Έφεδρος ανθυπολοχαγός, εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στην Αγυιά, στις 27 Οκτωβρίου 1943.

Το καλοκαίρι του 1944, η οικογένεια του παπά Γιώργη Πατεργιανάκη βρισκόταν στο αλώνι τους, νοτιοανατολικά του χωριού Βόνη.

Ήταν μεσημέρι και ξαπόσταιναν στη σκιά μιας καρυδιάς.

Συμμαχικά αεροπλάνα φάνηκαν στον ορίζοντα.

Ένα απ’αυτά έριξε μια βόμβα.

Η βόμβα έπεσε στο αλώνι.

Από την έκρηξη της βόμβας σκοτώθηκαν οι δυο από τις τρεις κόρες του παπά Γιώργη. Η Άννα (Ανίκα) και η Αβρακόμη.

Στην εφημερίδα του Ηρακλείου Κρητικός Κήρυξ, ο θάνατος των δύο αδερφών περιγράφεται ως εξής:

´ΠΕΝΘΗ

Πατεργιανάκη Αβρακόμη του Γεωργίου
Πατεργιανάκη Άννα (Ανίκα) του Γεωργίου. Σκοτώθηκε στη Βόνη από έκρηξη βόμβας, στις 10 Ιουλίου 1944.

Εις το χωρίον Βώνη απεβίωσαν την 10ην Ιουλίου υποκύψασαι εις τα βαρέα τραύματα η Αβρακόμη και η Άννα Γ. Πατεργιανάκη.

Χάρματα και στηρίγματα γερόντων γονέων, πολλά πλήγματα της Μοίρας υποστάντων, διεκρίνοντο δια τας αρετάς των, την σεμνότητα, την ευγένειαν και την πίστην προς τας ωραίας κοινωνικάς και οικογενειακάς παραδόσεις της Κρήτης.

Ολόκληρος ο πληθυσμός Βώνης και των πέριξ μέχρι Καστελλίου ήκουσεν με βαθείαν συντριβήν τον αδόκητον χαμόν των, παρηκολούθησε σύσσωμος την εκφοράν των και συνεμερίσθη βαθύτατα το βαρύ πένθος της τόσον τραγικώς πληγείσης οικογενείας Γ. Πατεργιανάκη.

Ο «Κρητικός Κήρυξ» συμμεριζόμενος επίσης ειλικρινώς το πένθος και των γονέων των αδελφών των και ιδιαιτέρως του κ. Ε. Πατεργιανάκη, Επόπτου Συνεταιρισμών Αγροτικής Τραπέζης εν Χανίοις, απευθύνει αυτοίς θερμά συλλυπητήρια, ευχόμενος την εξ ύψους παραμυθίαν».2

Πατεργιανάκης Νικόλαος του Γεωργίου

Ο Νικόλαος Πατεργιανάκης, γιος κι αυτός του παπά Γιώργη, αδερφός του Μιχάλη και των δύο κοριτσιών Άννας και Αβρακόμης, πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Βλήματα οβίδας του Ιταλικού πυροβολικού χτύπησαν τον Νικόλαο. Το σώμα του γέμισε θραύσματα, έχασε το ένα του μάτι και το αριστερό χέρι. Έμεινε ανάπηρος. Τα θραύσματα που υπήρχαν στο σώμα του ήταν η αιτία θανάτου του Νικολάου Πατεργιαννάκη σε ηλικία 59 ετών.

Πατεργιανάκης Κωνσταντίνος του Εμμανουήλ - Πατεργιανάκης Νικόλαος του Γεωργίου.

Πατεργιανάκης Εμμανουήλ του Γεωργίου

Ο τρίτος γιος του παπά Γιώργη πολέμησε στη Μάχη της Κρήτης στην περιοχή του Μάλεμε Χανίων. Τραυματίστηκε, μένοντας ανάπηρος, χάνοντας εντελώς την ακοή του.

Πατεργιανάκης Βασίλης του Ιωάννου

Έφεδρος Υπολοχαγός. Πήρε μέρος στη Μάχη της Κρήτης. Τραυματίστηκε βαριά στις μάχες που έγιναν στο Μάλεμε Χανίων, στις 21 Μαΐου 1941. Μεταφέρθηκε για νοσηλεία στο Πανάνειο Νοσοκομείο Ηρακλείου. Παρέμεινε ως τις 30 Δεκεμβρίου 1941 που υπέκυψε στα τραύματά του.

Πατεργιανάκης Κωνσταντίνος του Εμμανουήλ

Στρατιώτης του 5ου Λόχου Ηρακλείου. Πήρε μέρος στη Μάχη της Κρήτης και σκοτώθηκε στις 21 Μαΐου 1941 στις Γούρνες Ηρακλείου.

 

1 Νικόδημος Κριτσωτάκης, Σημαδιακά χρόνια.

2 Εφημερίδα Κρητικός Κήρυξ,

4 Αυγούστου 1944.

* Του Γεωργίου Α. Καλογεράκη, δρος Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντή Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος