ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΗΣ - ΚΡΗΤΗ 1940-45: Ιστορικές σελίδες

Ο Αριστείδης Κωνσταντίνου Παπαϊσιδώρου καταγόταν από το χωριό Παναγιά  (Παλαιοπαναγιά) Θηβών. Δάσκαλος στο επάγγελμα, υπηρέτησε ως υπολοχαγός στη  διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου.  Ήρθε με την κατάρρευση του μετώπου στην  Κρήτη, έλαβε μέρος στη μάχη της Κρήτης και εντάχθηκε αμέσως με την κατάληψή  της στην ομάδα του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά. Έπεσε στα χέρια του εχθρού ενώ βρισκόταν σε αποστολή στην  Ιεράπετρα και εκτελέστηκε στην Αγυιά Χανίων στις 6 Σεπτεμβρίου 1943.

Από τον Καπετάν Μανόλη ορίστηκε γραμματέας του και κρατούσε τα έγγραφα  και τις επιστολές της Οργάνωσης. Τον Αύγουστο του 1943, ο Καπετάν Μανόλης, ύστερα και από έγγραφες υποδείξεις των Συμμάχων, κάλεσε σε επιστράτευση τους  Κρήτες στο λημέρι του στη θέση «Βρύση  Χαμέτη».

Ανταποκρίθηκαν αγωνιστές  κυρίως από τους νομούς Ηρακλείου και Λασιθίου. Ακολούθησε η μάχη της Σύμης  και τα γνωστά γεγονότα (καταστροφή των χωριών της Βιάννου και της Δυτικής Ιεράπετρας, διαφυγή του Καπετάν Μανόλη και αντρών του στη Μέση  Ανατολή).

Ο Αριστείδης Παπαϊσιδώρου σε τετράδιο μικρών διαστάσεων, κατέγραψε το Σεπτέμβρη του 1943 όλους τους αγωνιστές που βρέθηκαν στο λημέρι «στου Χαμέτη  τη Βρύση», κάτω από τις διαταγές του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά.

Αυτό το τετράδιο φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο Εθνικής Αντίστασης «Ομάδες Μπαντουβάδων»  και περιέχει 143 ονόματα πατριωτών καθώς και πίνακα με τον  οπλισμό και  ιματισμό που τους δόθηκε. Στην πρώτη σελίδα υπάρχει χειρόγραφο  σχεδιάγραμμα της μάχης της Σύμης.

Το χειρόγραφο σημειώμα Ειρήνης Ταχατάκη προς τον Γεώργιο Α. Καλογεράκη
Η πρώτη από τις τέσσερις σελίδες του χειρόγραφου σημειώματος της κ. Ειρήνης Ταχατάκη προς τον Γεώργιο Α. Καλογεράκη

Ο καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς, στη συνέχεια της εξόρμησης του φασιστικού και ναζιστικού κατοχικού στρατού στη Βιάννο από τις 14 ως τις 17 Σεπτεμβρίου 1943, τις εκτελέσεις των κατοίκων και την πυρπόληση και καταστροφή των χωριών που ακολούθησε, διατάζει τους άντρες του που βρίσκονταν στο λημέρι στη θέση «Χαμέτη Βρύση» να το εγκαταλείψουν και να κατευθυνθεί ο καθένας στο χωριό του.

Ομάδα οχτώ αντρών, βαδίζει προς τον Πόρο του Ομαλού με κατεύθυνση την Έμπαρο. Οι άντρες αυτοί ήταν οι Μανόλης Λυδάκης, Χαράλαμπος Παχάκης και Γεώργιος Μουλουδάκης από τις Αρχάνες, ο Βασίλης Μαυρόκωστας από το Καλό Χωριό Μονοφατσίου, ο Μανόλης Καλλέργης, ο Στέργιος Πιτσιδιανός, ο Χαράλαμπος Τσουρακάκης και ο Ζαχαρίας Σχοιναράκης από τον Άγιο Θωμά.

Στις 17 Σεπτεμβρίου1943 και μόλις είχαν περάσει τη μάντρα των Σταυρακάκηδων  στον «Πόρο του Ομαλού», έπεσαν σε ενέδρα των Γερμανών. Στην ενέδρα  σκοτώθηκαν ο Βασίλης Μαυρόκωστας και ο Μανόλης Καλλέργης από τον Άγιο  Θωμά. Αργότερα  τα πτώματά τους τα έθαψαν δίπλα στο εξωκκλήσι του Αγίου  Πνεύματος άντρες της οικογένειας Σταυρακάκη.

Στη μάχη τραυματίστηκε ο Χαράλαμπος Τσουρακάκης και πιάστηκαν αιχμάλωτοι οι τρεις φίλοι Αρχανιώτες, Λυδάκης, Παχάκης και Μουλουδάκης. Ο Χαράλαμπος Τσουρακάκης, αν και τραυματίας, βρήκε καταφύγιο σε μια σπηλιά κοντά στην Έμπαρο. Από προδοσία, οι Γερμανοί τον συλλαμβάνουν. Ο Στέργιος Πιτσιδιανός και ο Ζαχαρίας Σχοιναράκης καταφέρνουν τελικά να διαφύγουν και να σωθούν, με τη βοήθεια της ομίχλης που σκέπασε την περιοχή.

Τους τρεις Αρχανιώτες Λυδάκη, Παχάκη και Μουλουδάκη καθώς και τον τραυματία Τσουρακάκη, οι Γερμανοί τους μεταφέρουν αρχικά στο Ηράκλειο και στη συνέχεια στην Αγυιά Χανίων όπου και τους εκτελούν, στα τέλη του Σεπτέμβρη το 1943.

Η σπουδαία δασκάλα, λαογράφος με σπουδαίο και αξιόλογο συγγραφικό έργο κ. Ειρήνη Ταχατάκη, μας παρέδωσε πριν από αρκετά χρόνια ένα ιδιόγραφο σημείωμα τεσσάρων σελίδων με τίτλο “Οι καρδιές χτυπούσαν δυνατά”  και υπότιτλο “Από τα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης”. Το γραπτό της κ. Ειρήνης Ταχατάκη αναφέρεται στα δυο παλικάρια των Αρχανών, τον Χαράλαμπο Παχάκη και τον Μανόλη Λυδάκη, που εκτελέστηκαν στα τέλη Σεπτεμβρίου 1943 από τα κατοχικά στρατεύματα, μετά τα γεγονότα της Βιάννου που ακολούθησαν τη μάχη της Σύμης. Για τους ήρωες συγχωριανούς της, η κ. Ειρήνη Ταχατάκη γράφει:

´Λίγος καιρός ήταν που είχε τελειώσει ο Λάμπης το στρατιωτικό του. Μα δεν έλεγε να ησυχάσει, να ετοιμάσει το σπιτικό του, να παντρευτεί και να νοικοκυρευτεί σαν κάθε παλικάρι. Κι όχι πως είχε παραξενιές στο χαρακτήρα και στις επιλογές του. Ίσα ίσα. Λεβέντης ήτανε, όμορφος και καλοσυνάτος από καλή φαμελιά, με υπόληψη κι οι καλύτερες κοπελιές ήτανε πρόθυμες να μοιραστούνε μαζί του τη ζωή τους. Μα πώς να γίνει; Οι καιροί το φέρανε να’χει προτεραιότητα η Πατρίδα. Δύσκολοι καιροί. Παραμονές της κήρυξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο Χαράλαμπος Παχάκης του Εμμανουήλ
Ο Χαράλαμπος Παχάκης του Εμμανουήλ. Στις 22 Ιουνίου 1954, με αριθμό πρακτικού 89/22.6.54 και αριθμό φύλλου εφημερίδας της Κυβέρνησης ΦΕΚ 71/31.7.1954, αναγνωρίζεται από το Γενικό Επιτελείο Στρατού και επικυρώνεται ο τελικός πίνακας φονευθέντων, εξαφανισθέντων και τραυματισθέντων μελών της Εθνικής Ανταρτικής Οργάνωσης ΕΑΟ του Αρχηγού Εμμανουήλ Μπαντουβά. Στην κατάσταση καταγράφονται 285 ονόματα, σε τρεις από τους τέσσερις νομούς της Κρήτης (Ηρακλείου, Λασιθίου και Ρεθύμνου). Στον κατάλογο, ο Χαράλαμπος Παχάκης έχει το νούμερο 128 και η θητεία του στην Εθνική Ανταρτική Οργάνωση του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά αρχίζει στις 10 Σεπτεμβρίου 1943 και τελειώνει με την εκτέλεσή του στα τέλη του ίδιου μήνα.

Από τους πρώτους οργανώθηκε στο κίνημα του Βενιζέλου το 1935 ο Λάμπης μαζί με άλλα δυο αδέλφια του τον Γιώργο και τον Νίκο. Αγνά τα πατριωτικά αισθήματα των αγωνιστών ανεξάρτητα από την ιδεολογία τους. Κι ακόμη πιο αγνές οι προθέσεις των άξιων πατριωτών. Κι ήρθε η κήρυξη του πολέμου. Βαρειά και μουντή η εικόνα που επικρατούσε.

Τα δυσοίωνα σημάδια απειλητικά και δύσκολα. Χτυπούσε κι η δική του καρδιά μαζί με των άλλων πατριωτών για το μέλλον της πατρίδας. Δεν άργησε η Γερμανική μπότα να θέλει να συνθλίψει την πατρίδα μας. Οργανώθηκαν τ’άξια παιδιά της με πίστη και αφοσίωση στις διάφορες παρατάξεις που ξεκίνησαν ένα αγώνα άνισο, πρωτόγνωρο μα και θαρραλέο με την ελπίδα του λυτρωμού.

Αντίσταση! λέξη και πεθυμιά ιερή!

Διπλά κτυπούσε κι η καρδιά του Λάμπη, μια για την Πατρίδα κι άλλη μια για την καλή του, τη Λενιώ. Μια όμορφη αρχοντοπούλα σεμνή και μετρημένη όπως ήταν τα ιδανικά της εποχής. Κοντά στη μάνα της που την είχε κανακαρά, στ’όμορφο πατρικό σπίτι ετοίμαζε τα προικιά της πλεγμένα με χίλια δυο νεανικά όνειρα και σχέδια αγάπης κοντά στον καλό της. Μα πού να τον δει, να του μιλήσει, πού να χαρεί τη συντροφιά του και πότε να ελπίζει να τον ανταμώσει;

Όλα αβέβαια και θολά στον ορίζοντα της αγάπης τους. Νοιαζόταν κι ο Λάμπης πολύ από τη δική του τη μεριά, μα η προτεραιότητά του για την Πατρίδα τον κρατούσε σε μια λογική ισορροπίας και αναμονής. «Ας λευτερωθούμε πρώτα – σκεπτόταν κι ύστερα έχει ο Θεός, να κοιτάξομε σα νέοι και το μέλλον μας», της τα΄γραφε όλα αυτά στα γράμματα. «Τι ευτυχία μπορούμε να νιώσουμε καλή μου κάτω από την πικρή σκλαβιά; Γίνεται;ª.

Μα κι ο δυνάστης ο έρωτας κυρίαρχος. Πώς να ξεδώσει κι η καλή του και πού να στηρίξει τα νεανικά της όνειρα; Φιλικές ήταν οι οικογένειες των δύο νέων με παλιούς όμορφους δεσμούς. Κι η μόνη χαρά της κοπελιάς, ήταν να βρει αιτία να πάει στη μάνα του. Πότε για ένα εργόχειρο, πότε για ένα σκουτελικό, πότε για κάποια παραγγελιά της δικής της μάνας.

Βρίσκει δρόμους η αγάπη να ξεχυθεί φουριόζα σαν χείμαρρος τον χειμώνα, μα και να γαληνέψει πάλι σαν το ήσυχο κελαρυστό ρυάκι που δροσοποτίζει τη μυροβόλα  Άνοιξη.  Άλλες φορές πάλι η Λενιώ έγραφε γράμματα κι εύρισκε κάποιο τρόπο να τα στέλνει και να παίρνει και την πολυπόθητη απάντηση.  Κι είχαν όνειρα! Τόσο όμορφα όνειρα τα γράμματα αυτά που για την ώρα φώλιαζαν μέσα στα επιστολόχαρτα και τα φάκελα μαζί με τα νεανικά ιδανικά που κουβαλούσαν. Μα ήταν και τούτο πάντα εύκολο;

Γνωστή η οικογένεια του Λάμπη για τη δράση των μελών της  και δεν την άφηναν ήσυχη. Χωρίς σοβαρή αιτία, τουλάχιστον φανερή, συλλαμβάνανε πότε τον ένα γιο, πότε τον άλλο, πότε και τους τρεις μαζί. Μα πιο πολύ τον Λάμπη που είχε μια σημαντική δράση.

Τι να κάμει η μάνα με άλλα δυο ανήλικα παιδιά. Στέγνωνε το στόμα της καλότυχης στον αγώνα της να προλάβει το κάθε τι.

Ο άντρας ανάπηρος μετά από ένα σοβαρό εγκεφαλικό, ήθελε κι ο ίδιος τη φροντίδα της. Εξοχή, σπίτι, αγωνία για τα παιδιά της, αβεβαιότητα για το μέλλον τους και του τόπου. Όλα αυτά βάραιναν τη σκέψη και την καρδιά της.

Συλλαμβάνανε συχνά και τους τρεις γιους και τους κρατούσαν μέρες και μέρες χωρίς αιτία. Να μπορούσανε τουλάχιστον να μένανε στο σπίτι τους και να παρουσιάζονται κάθε μέρα στην κομαντατούρ για την άδεια παραμονής. Το φρόντιζαν κι αυτό. Μα και κάθε τόσο αιφνιδιασμούς στο πατρικό σπίτι και συλλήψεις.

Ο Εμμανουήλ Λυδάκης του Ιωάννου
Ο Εμμανουήλ Λυδάκης του Ιωάννου. Στον κατάλογο των μελών της Εθνικής Ανταρτικής Οργάνωσης του Καπετάν Μανόλη Μπαντουβά έχει τον αριθμό 196. Η θητεία του στην Οργάνωση, ξεκινά την 1η Φεβρουαρίου 1942 και τελειώνει με την εκτέλεσή του στα τέλη Σεπτεμβρίου 1943.

Σ’ένα απ’αυτά τα ξαφνικά καμώματα, ένας από τους τρεις, ο Λάμπης, είχε λόγους να φοβάται τη σύλληψη και να την περιμένει.

Κι ένα βράδυ άκουσε σάλαγο γερμανικής μπότας. Πάει από την άλλη μεριά του σπιτιού, δίδει μια και πηδά από το παράθυρο για να φύγει από την πίσω πόρτα του κήπου. Τον ακολούθησε ενστικτώδικα και η αδελφή του δίχως να ξέρει τι γίνεται και χωρίς πολλή σκέψη φούνταρε κι εκείνη από το ίδιο παράθυρο κάτω στον κήπο!

Καλά και βρέθηκαν εκεί – ίσως και επίτηδες – κάποιες δεμαθιές κληματόβεργες κι έτσι το πέσιμο δεν ήταν τόσο οδυνηρό. Υπομονεύτηκε όμως για να μη δώσει στόχο για τον αδελφό της και δε μίλησε. Σύρθηκε όμως με χίλια βάσανα στην αποθήκη κι από μια εσωτερική σκάλα ανέβηκε στον χώρο του σπιτιού.

Κι η μάνα γεμάτη αγωνία, δίχως να ξεστομίσει λέξη, την έσφιξε στην αγκαλιά της…

Την επαύριο έμαθαν ότι οι Γερμανοί είχαν συλλάβει τον Λάμπη. Κι η μάνα χωρίς πολλή σκέψη πήρε το στενό δρομάκι που έβγαζε στη δημοσιά. Πού πήγαινε; Ούτε κι η ίδια ήξερε. Κάποια στιγμή ακούει ένα δυνατό θόρυβο αυτοκινήτου.

Γυρίζει το βλέμμα και τι να δει; Πάνω σ’ένα γερμανικό καμιόνι ήταν μερικά παλικάρια δεμένα χειροπόδαρα. Γνώρισε δυο. Τον γιο της τον Λάμπη και τον Μανόλη Λυδάκη του Χριστοφογιάννη.  Αυθόρμητα έσυρε δυνατή κραυγή.

«Παιδί μου!». «Μάααανα!», απηλοήθηκε κι ο γιος στυλώνοντας πάνω της το βλέμμα του με λαχτάρα. Ώσπου το καμιόνι έστριψε στον δρόμο κι εξαφανίστηκε…

«Άραγε, θα τον ξαναδώ ;», σκεφτόταν η απελπισμένη μάνα. Και χωρίς δισταγμό, παίρνει τον ίδιο δρόμο που είχε περάσει πιο πριν το εχθρικό αυτοκίνητο. Αφηρημένα έβγαλε τις παντούφλες της, τις πήρε στο χέρι για να βαδίζει πιο γρήγορα και σχεδόν τρέχοντας στον αμαξωτό μονολογούσε: «Θα’ρθω παιδί μου στη Χώρα, θα’ρθω να σε βρω και να σε… σώσω. Έχει ο Θεός και για μένα τη δυστυχισμένη…».

Μ’αυτό το ρυθμό έφτασε στη Χώρα. Μα δε βρήκε κανένα. Ο γιος της με την κατηγορία συμμετοχής σε κάποιο σαμποτάζ τράβηξε τον δρόμο μαζί με τους άλλους για τις φυλακές Αγυιάς των Χανίων.

Πέρασε κάποιος καιρός με πολλή αγωνία για τους δικούς του μα κι έγνοια για τον Λάμπη που έπρεπε να στείλει κάποιο μήνυμα, να τους δώσει κάποια σημεία ζωής. Βρήκε ένα κοντοχωριανό του, τον Μακρύ Μανόλη, κι έγραψε στο γόνατο ένα σημείωμα για τους γονείς του : «Βρίσκομαι αγαπητοί μου γονείς στην Αγυιά Χανίων. Κουράγιο και υπομονή. Έχει ο Θεός. Ζήτω η Ελλάδα».

Πήρανε το γράμμα οι γονείς και σκίρτησε δυνατά η καρδιά τους καθώς το άνοιγαν.  Το περιεχόμενο τους βύθισε μέσα σε πόνο και απελπισία.  Και αφού το ράνανε με δάκρυα πολλά, πήρε η μάνα από το συρτάρι ένα καθαρό καλοσιδερωμένο μαντηλάκι δικό του και το τύλιξε μέσα. Το φύλαξε μετά στα εικονίσματα.

 

Ειρήνη Ταχατάκη - Κίμωνας Ζωγραφάκης
Δύο σπουδαίοι Ηρακλειώτες. Η κ. Ειρήνης Ταχατάκη (των γραμμάτων αριστερά) και ο αντιστασιακός Κίμωνας Ζωγραφάκης (των αρμάτων, δεξιά). (Φωτογραφία στις 5 Ιουλίου 2003, αρχείο Γεωργίου Α. Καλογεράκη)

 

Άναψε το καντηλάκι κι έκαμε προσευχές και πολλές μετάνοιες κι ύστερα έπεσε αποκαμωμένη στην κοιμηθιά της. Ο πόνος κι η κούραση της είχαν πάρει όλη τη μικρή αντοχή. Σα λήθαργος ήταν εκείνος ο ύπνος, με εφιάλτες. Καμιόνια, σιδηροδέσμια παλικάρια πιστάγκωνα δεμένα κι ένας απόηχος γεμάτος λαχτάρα. «Μάαανα»! ´Παιδί μου»!

Οι μέρες κυλούσαν βαρειές η μια μετά την άλλη μέσα στην ασήκωτη αγωνία. Τι να τους κάνουν άραγε οι κατακτητές; Γιατί τους είχανε δέσει πιστάγκωνα; Γιατί τους μεταφέρανε στις φυλακές της Αγυιάς; Μα ήθελε και ρώτημα; Ερχόταν φαρμάκι η απόκριση.

Ώσπου μια μέρα, το ποτήρι ξεχείλισε. Κι έπρεπε να το πιουν ρουφιά – ρουφιά, όσοι είχαν αποθέσει στις φυλακές της Αγυιάς τα φυλλοκάρδια τους…

Στηθήκαν οι λεβέντες στη σειρά, μπρος στο απόσπασμα. Ξεράσαν τα πολυβόλα το μολύβι. Αντήχησεν ο τόπος από τους κρότους. Σφηνώθηκαν τα μολύβια στις τρυφερές καρδιές τους. Χύθηκε καφτό το πύρινο αίμα τους. Λύγισαν τα κυπαρίσσια και σωριάστηκαν άψυχα πάνω στο Κρητικό το χώμα…

Τόσα χρόνια  έχουν περάσει. Πολλά χρόνια. Κάλμαρε ο πόνος στις δοκιμασμένες καρδιές, μα δεν ξεχάστηκε ποτέ. Κι όσοι τους περιμέναν να γυρίσουν, γονείς, αδέρφια, μια αγάπη μπιστική, άδικα πήγε η αναμονή. Δε γύρισαν στα σπίτια τους.

Τους θρήνησαν όλοι. Δικοί, συγγενείς, χωριανοί, φίλοι. Ποτάμι τα δάκρυα, αβάσταχτη η οδύνη στις καρδιές που κάποτε είχαν σκιρτήσει ελπιδοφόρα για τ’αδικοχαμένα νιάτα.

Κατάρα στους οχτρούς! Κατάρα στον πόλεμο που σπέρνει τη συμφορά και θερίζει τον όλεθρο.

Στο πατρικό σπίτι του Λάμπη καινούρια θύελλα πόνου. Ήρθαν «τ’απομεινάρια» μιας ζωής, που έζησε πριν προλάβει να χαρεί. Ένα σακίδιο έφτασε κι είχε μέσα ένα ματωμένο αμπέχωνο και στις τσέπες δεκάδες γράμματα μιας τρυφερής ύπαρξης που αγάπησε βαθειά το παλικάρι το λιγόχρονο.

Τα’σφιξεν η μάνα πάνω στην πονεμένη καρδιά της και τα έραινε για πολύ καιρό με πύρινα δάκρυα που βγαίναν από τα βαθειά της φυλλοκάρδια. Κι ύστερα τα φύλαξε κι αυτά εκεί δίπλα στα κονίσματα σε μια κρεμάστρα. Κι έδωσε εντολή αυστηρή και πονεμένη:

“Kανείς να μην τ’αγγίξει ποτέ! Ούτε να διαβάσει τα γράμματα. Θέλω να τα πάρω μαζί μου να του τα πάω. Μέσα εκεί μπήκε και το στερνό σημείωμα από την Αγυιά στους άτυχους γονείς του. Κουράγιο, έχει ο Θεός. Ζήτω η Ελλάδα…”.

Στις 5 Ιουνίου 2023, ανήμερα της εορτής του Αγίου Πνεύματος, ο Πρόεδρος της Ένωσης Θυμάτων και του Μουσείου Ολοκαυτώματος Δήμου Βιάννου κ. Αριστομένης Συγγελάκης, μιλώντας στον Ομαλό της Βιάννου για τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου 1943 και τον θάνατο των έξι παλικαριών, είπε μεταξύ άλλων:

«…αυτή τη μέρα την αφιερώνουμε στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, που πάλεψαν σκληρά για την απελευθέρωση της πατρίδας μας και εκτελέστηκαν από τα Γερμανικά Στρατεύματα κατοχής, εδώ, στο Οροπέδιο Ομαλού. Ο βράχος αυτός δίπλα από το Άγιο Πνεύμα είναι χώρος ιερός, είναι φάρος που οδηγεί τις νέες γενιές στο δρόμο των υψηλών ιδανικών της ελευθερίας, της εθνικής ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας. Η επαρχία Βιάννου υπήρξε το επίκεντρο και η καρδιά της Κρητικής Εθνικής Αντίστασης και στα βουνά της δημιουργήθηκε η μεγαλύτερη δύναμη ανταρτών σ’ ολόκληρη την Κρήτη.

Ο λαός της Βιάννου τα πάντα πρόσφερε στον αγώνα για την ελευθερία. Απλόχερα και σπάταλα. Γιατί του είχε γίνει πίστη ατράνταχτη πως για να φύγει ο ξένος τύραννος, χρειαζόταν αίμα και θυσίες. Ο Ομαλός Βιάννου, ο τόπος που είμαστε τώρα συγκεντρωμένοι, ήταν το επίκεντρο της Εθνικής Αντίστασης: εδώ ήταν τα λημέρια των ανταρτών. Αλλά και το πέρασμα προς τις δυτικές επαρχίες, ενώ στο οροπέδιο του Ομαλού έριχναν εφόδια τα συμμαχικά αεροπλάνα.

Οι αντάρτες δεν ήρθαν τυχαία στα Λασιθιώτικα και τα Βιαννίτικα βουνά. Γνώριζαν τον πατριωτισμό και την αυτοθυσία των κατοίκων. Ήξεραν ότι θα είχαν πολύπλευρη υποστήριξη από το λαό των επαρχιών Βιάννου, Ιεράπετρας και Μεραμβέλου, αλλά και των άλλων όμορων περιοχών……τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής είχαν θέσει στο στόχαστρό τους την επαρχία Βιάννου και είχαν βαλθεί να την καταστρέψουν για να εκδικηθούν τον ανυπότακτο λαό της. γι’ αυτό και προχώρησαν χωρίς δισταγμό στο Ολοκαύτωμα της Βιάννου που αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα και πιο αποτρόπαια εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας σε ολόκληρη την Ευρώπη!

Θέλησαν να εξαφανίσουν την ηρωική επαρχία Βιάννου από προσώπου γης αλλά δεν τα κατάφεραν! Η Βιάννος παραμένει υπερήφανη στη θέση της, μοχθεί για κοινωνική πρόοδο, σκύβει με σεβασμό και ευαισθησία στις ρίζες της κι αγωνίζεται για Μνήμη και Δικαιοσύνη!…».

*O Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελλίου