Σε έναν τόμο με τίτλο «Ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατευμάτων κατοχής», που εξέδωσε το 1946 το Υπουργείο Παιδείας, καταγράφονται οι ζημιές, οι καταστροφές, οι κλοπές των αρχαιοτήτων από τα μουσεία της Ελλάδας και οι λαθρανασκαφές από τα στρατεύματα κατοχής, τα χρόνια 1941-1945.
Στην εφημερίδα ´Το Βήμα της Κυριακής», στις 27 Σεπτεμβρίου 1996 διαβάζουμε: «…την καταστροφή που υπέστησαν οι ελληνικές αρχαιότητες από τις κλοπές και αυθαίρετες ανασκαφές Γερμανών και Ιταλών, (εκείνες των Βουλγάρων ήσαν αριθμητικά λιγότερες), συμπλήρωσε η ατυχής χρήση των αρχαιολογικών χώρων ως αποθηκών πυρομαχικών, καταφυγίων και στρατώνων, (χώρος του Ολυμπιείου, μουσείο Φαιστού και Ηρακλείου, ναός Ποσειδώνα στο Σούνιο, ιερό Ολυμπίας κ.ά.), αλλά και ως χώρων διασκέδασης: το μουσείο Ηρακλείου χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς για επιδείξεις μπαλέτου. Κατόπιν μετετράπη σε πρόχειρο νοσοκομείο και αργότερα στέγασε σχολή χημικού πολέμου…».
Από τις πρώτες ημέρες της μάχης της Κρήτης και το διάστημα της κατοχής που ακολούθησε, οι Κρητικοί στο πρόσωπο του Iulius Ringel γνώρισαν τον μεγαλύτερο αρχαιοκάπηλο αξιωματικό, τον Διοικητή της 5ης Ορεινής Μεραρχίας που κατέλαβε τελικά την Κρήτη. Τους τελευταίους μήνες γίναμε μάρτυρες επαναπατρισμού ορισμένων από τις αρχαιότητες που ο ίδιος είχε κλέψει από την Κρήτη και φυγαδεύσει στη διάρκεια της κατοχής.
Ο πολιτισμός, η κουλτούρα των Γερμανών κατακτητών και ο σεβασμός των αρχαιοτήτων της Κρήτης, αναδεικνύεται, εκτός των διακεκριμένων κλοπών και από την προσπάθειά τους να καταστήσουν το Μουσείο Ηρακλείου αποθήκη πολεμικού υλικού, τον Σεπτέμβριο του 1942. Ο Διοικητής του αεροδρομίου Ηρακλείου Karl Meiderd με τη σύμφωνη γνώμη του Φρουράρχου Δρ. Στόσμπεργκ, τοποθετούν απροσδιόριστες ποσότητες επικίνδυνων υλικών στο Μουσείο.
Ο Διευθυντής του Νικόλαος Πλάτωνας, αποστέλλει επιστολή στον Νομάρχη Ηρακλείου Ιωάννη Πασσαδάκη, καλώντας να ενημερώσει τους Γερμανούς αξιωματούχους για την επικινδυνότητα του εγχειρήματος. Η επιστολή του διακατέχεται από ευγένεια, αλλά η σύγχυση και ανησυχία του αείμνηστου Νικολάου Πλάτωνα καταγράφεται στην ημερομηνία της επιστολής. Ο Νικόλαος Πλάτωνας γράφει ως ημερομηνία την 31η Σεπτεμβρίου 1942, ενώ ο Σεπτέμβριος έχει 30 ημέρες.
Για πληρέστερη αντίληψη του περιεχομένου, παραθέτουμε αυτούσιο το κείμενο της επιστολής:
“Ηράκλειο, 31 Σεπτεμβρίου 1942,
Εν τη Νομαρχία Ηρακλείου
Συνεχίζοντας με την έκθεσή μου σχετικά με τους ενδεχόμενους κινδύνους στους οποίους βρίσκονται στο μουσειακό χώρο σας παραθέτω το απαραίτητο έγγραφο στο γερμανικό κρατικό γραφείο.
Στις αίθουσες της νέας πτέρυγας του Μουσείου θα τοποθετηθεί υλικό από τον σταθμό εξυπηρέτησης του Αεροδρομίου του Ηρακλείου όπου και υπάρχουν αποθηκευμένα υλικά, μερικά από τα οποία μπορεί να είναι υγρά και εύφλεκτα.
Κατά τη διάρκεια μιας ενδεχόμενης φωτιάς κάποιων υλικών πλησίον των ανελκυστήρων, υπάρχει ο κίνδυνος να μεταφερθεί και στο υλικό των υπόλοιπων αιθουσών, ώστε να υπάρξει αναντικατάστατη καταστροφή.
Εφόσον δεν δύναμαι να αξιολογήσω τα υλικά που βρίσκονται πλησίον του ανελκυστήρα τα οποία είναι πραγματικά επικίνδυνα, εφιστώ την προσοχή των αρμόδιων γερμανικών αρχών ώστε να αναλάβουν τη μεταφορά των υλικών αυτών σε άλλο τμήμα του μουσειακού χώρου ή σε άλλη τοποθεσία.
Ο Διευθυντής του Μουσείου του Ηρακλείου».
Η απάντηση του Ανθυπολοχαγού Schorgendorfer, σχετικά με τις ανησυχίες του Νικολάου Πλάτωνα, ήρθε στις 5 Οκτωβρίου 1942, αναφέροντας:
«Ηράκλειο τη 5/10/1942
Αφορά: Έγγραφον της Νομαρχίας Ηρακλείου από 8/10/42 υπ. αριθμ. 10965
Κατόπιν εξετάσεως της πραγματικής καταστάσεως δύναμαι να ανακοινώσω ότι εις τα αναφερθέντα μέρη του Μουσείου Ηρακλείου δεν είναι αποθηκευμέναι καύσιμαι ή εκρηκτικαί ύλαι. Συνεπώς ουδείς κίνδυνος δια τας αρχαιότητας υπάρχει
Schorgendorfer, Ανθ/γός.
Ο ανθυπολοχαγός που υπογράφει το έγγραφο, ο Σεργκεντόρφερ, ήταν αρχαιολόγος και είναι εκείνος που έκανε την ανασκαφή στο Απεσωκάρι Μεσαράς.
Σύμφωνα με τον Σεργκεντόρφερ, αφού δεν υπάρχουν καύσιμα και εύφλεκτα υλικά, τότε το Μουσείο Ηρακλείου μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αποθήκη. Από την απόφασή του, διαφαίνεται και το εύρος της επιστήμης του.
Σε αυθαίρετη ανασκαφή που διέταξε ο Διοικητής του «Φρουρίου Κρήτης» στρατηγός Αντρέ στο χωριό Απεσωκάρι του νομού Ηρακλείου, (σε τοποθεσία απόστασης δέκα λεπτών νοτιοδυτικά του χωριού), ο Φρούραρχος Ηρακλείου ενημερώνει τον Νομάρχη Ιωάννη Πασσαδάκη να φροντίσει για τη διαφύλαξη των ευρημάτων. Στην εγκύκλιό του, μεταξύ άλλων αναφέρει:
«…κατά διαταγήν του Διοικ. Φρουρίου Κρήτης εγένοντο αρχαιολογικαί ανασκαφαί εν τη περιφερεία του Απεσωκαρίου. Οι Δήμαρχοι, αστυνομικά όργανα και αγροφύλακες εντέλλονται όπως προσέξουν πολύ, όπως τα αποκαλυφθέντα αρχαία ερείπια, μη πειραχθώσιν καθ’ οιονδήποτε τρόπον είτε εξ αμελείας, είτε εκ προθέσεως.
Η απόφασις δια την διαφύλαξιν των ευρημάτων εναπόκειται εν συνεργασία μετά του Εφόρου Αρχαιοτήτων της Μέσης και Ανατολικής Κρήτης, μόνον παρά του Εισηγητού Προστασίας Καλλιτεχνημάτων, παρά τη Διοικήσει του Φρουρίου Κρήτης.
Τα μέχρι σήμερον αποκαλυφθέντα ερείπια κείνται 10 λεπτά περίπου Νοτιοδυτικώς του χωρίου Απεσωκαρίου. Τας ενεργείας σας δέον να μου αναφέρετε μέχρι 15-9-42…».1
Ο Νομάρχης Ηρακλείου, υπακούοντας στη διαταγή του Φρουράρχου, διαβιβάζει το έγγραφο στον Πρόεδρο της Κοινότητας Απεσωκαρίου και τον Σταθμάρχη Βαγιωνιάς. Τους καθιστά υπεύθυνους για την ασφάλεια των ευρημάτων των αυθαίρετων ανασκαφών, διατάζοντας συγχρόνως τον δάσκαλο του χωριού να επισκέπτεται το μέρος συχνά, ώστε να διαπιστώνει ότι δεν έχει γίνει καμιά ζημιά. Η εγκύκλιος του Νομάρχη αναφέρει τα εξής:
«…το Φρουραρχείον δια του από 8/9/42 εγγράφου του ανακοινώνει διαταγήν του Φρουρίου Κρήτης ότι εγένοντο εσχάτως αρχαιολογικαί ανασκαφαί εις την Περιφέρειάν σας, 10 λεπτά Νοτιοδυτικώς του χωρίου Απεσωκαρίου. Το Φρούριον εντέλλεται όπως ο αρμόδιος πρόεδρος της Κοινότητος και τα όργανα της Χωροφυλακής και Αγροφυλακής επιβλέπουν αγρύπνως ίνα μη πειραχθώσιν καθ’ οιονδήποτε τρόπον, είτε εξ απροσεξίας είτε εκ προθέσεως τα αποκαλυφθέντα αρχαία ερείπια. Καθιστώμεν όθεν υμάς υπευθύνους δια πάσαν ζημίαν ην θα υποστούν αι αποκαλυφθείσαι αρχαιότητες.
Ο διδάσκαλος του χωρίου Απεσωκαρίου εντέλλεται δια της παρούσης όπως παρακολουθεί και ούτος το ζήτημα τούτο και επισκέπτεται συχνά το μέρος διενέργειας των ανασκαφών και διαπιστεί δια προσωπικής αυτοψίας ότι δεν έχει γίνει καμία ζημία…».2
Για την ανασκαφή στο Απεσωκάρι, ο αρχαιολόγος Γιώργος Τζωράκης σε δημοσίευμά του, αποκαλύπτει το όνομα του αξιωματικού – αρχαιολόγου. Είναι ο ίδιος που απάντησε στον Νικόλαος Πλάτωνα για τη μεταφορά; Πολεμικού υλικού στο Μουσείο Ηρακλείου. Ο Γιώργος Τζωράκης λέει τα εξής:
«…η δεύτερη παρόμοια γερμανική ανασκαφή διεξήχθη και πάλι από τον αρχαιολόγο Σεργκεντόρφερ, έχοντας στόχο την αποκάλυψη θολωτού τάφου και παρακείμενου αρχαίου οικισμού στο Απεσωκάρι της Μεσαράς. Η ανασκαφή που διήρκεσε δύο μήνες και αποκάλυψε την πλήρη κάτοψη του τάφου και τμήματα του παρακείμενου οικισμού, διεκόπη όταν ο Γερμανός αξιωματικός αρχαιολόγος έφυγε από την Κρήτη. Αν και γενικά πιστεύεται ότι το σύνολο το ευρημάτων παραδόθηκε τότε στο Μουσείο, δημιουργεί ερωτηματικά το γεγονός ότι από το σύνολο αυτό απουσιάζει η συνήθης ποικιλία των ταφικών ευρημάτων..».
Ερωτηματικά προκαλεί η ανάθεση της παρακολούθησης της ανασκαφής στο Απεσωκάρι στον δάσκαλο του χωριού. Άραγε με ποιες γνώσεις αρχαιολογίας και αρχιτεκτονικής μπορούσε ένας δάσκαλος να προφυλάξει μια γερμανική λαθρανασκαφή; Αν ο δάσκαλος έπρεπε να διαφυλάξει τις αρχαιότητες στην Κρήτη, πώς θα μπορούσε να το κάνει αφού από τους μόνους που κινδύνευαν ήταν οι Γερμανοί λαθρανασκαφείς;
Με άλλο έγγραφο, ο Νομάρχης Ηρακλείου καλεί τον Έφορο αρχαιοτήτων σε συνεργασία με τους Γερμανούς αρχαιοκάπηλους, ενημερώνοντας συγχρόνως το γερμανικό Φρουραρχείο για τις ενέργειές του.
«…κατόπιν της υπό χρονολογίαν 8/9/42 διαταγής σας έχομεν την τιμήν να αναφέρωμεν ότι εδώσαμεν εντολήν εις τον Πρόεδρον της Κοινότητος Απεσωκαρίου, τον αστυνομικόν Σταθμάρχην της περιφερείας και τον διδάσκαλον ίνα παρακολουθούν και επιβλέπουν τας αρχαιολογικάς ανασκαφάς…”.
Στις αντιρρήσεις και ενδοιασμούς του Υπουργείου Παιδείας προς τις γερμανικές αρχές, οι Γερμανοί αξιωματούχοι απαντούσαν με ιταμό τρόπο, επιβεβαιώνοντας την «αρχαιολατρία» τους, οδηγώντας τα ευρήματα των λαθρανασκαφών στη Γερμανία και στα σπίτια τους.
«…η τακτική συγκαλύψεως των καταστροφών που ακολούθησαν τόσο ο καθηγητής Kraiker όσο και ο αρχαιολόγος Dr von Schonebeck είχε άλλωστε την έγκριση και ενθάρρυνση των γερμανικών αρχών που, συνθλίβοντας την αρχαιολογική υπηρεσία του ελληνικού κράτους, διενεργούσαν αυθαίρετες ανασκαφές, (Αίγινα, Χαλκίδα, Κωπαΐδα, Τιθορέα, Λακωνία, Άρτα, Ζάκυνθος, Παραμυθιά, Ν. Αγχίαλος, Λάρισα, Βόλος, Θεσσαλονίκη, Βεργίνα, Κρήτη), με στρατευμένους Γερμανούς αρχαιολόγους, διεκδικώντας μάλιστα και επισήμως την κυριότητα των ευρημάτων τους. Όταν δε το υπουργείο Παιδείας, στις 3 Ιουλίου 1942 διαμαρτυρήθηκε στις γερμανικές αρχές για την τακτική αυτή, έλαβε πίσω το έγγραφό του (36260/1198), αν και πρωτοκολλημένο από τους Γερμανούς, με τη σημείωση να μη θιγεί ξανά το ίδιο θέμα… για να μη λάβετε τραχείαν απάντησιν, διά την οποία θα ελυπείσθε πολύ…».3
Περισσότερα στοιχεία για τον Γερμανό που διηύθυνε τις λαθρανασκαφές στο Απεσωκάρι, αποκαλύπτει η σπουδαία αρχαιολόγος κ. Γεωργία Φλούδα, όπως περιγράφεται στην εφημερίδα Καθημερινή την 1η Απριλίου 2018:
´Το 2010 η αρχαιολόγος Γεωργία Φλούδα ταξίδεψε στην Αυστρία αναζητώντας ίχνη για τη δράση της Βέρμαχτ και τις έρευνές της για αρχαιότητες στην κατεχόμενη Κρήτη. Εκεί συνάντησε την Γκερλίντε Σέργκεντορφερ, χήρα αξιωματικού και αρχαιολόγου των κατοχικών δυνάμεων. Προσδοκούσε ότι θα έβρισκε το ανασκαφικό ημερολόγιο του άντρα της, αλλά εκείνη της παραχώρησε ένα σπάνιο φωτογραφικό άλμπουμ με 66 ασπρόμαυρες εικόνες. Με αυτές θα μπορούσε να ανασυνθέσει ένα κομμάτι μιας ταραγμένης εποχής.
Οι φωτογραφίες αποτύπωναν τα βήματα του Αυστριακού αρχαιολόγου Αουγκουστ Σέργκεντορφερ στο ελληνικό νησί. Λίγο καιρό πριν από τη δική του εμφάνιση στην Κρήτη είχε προηγηθεί η «απαγωγή» δεκάδων αρχαιοτήτων από τον στρατηγό Γιούλιους Ρίνγκελ. Η έρευνα της κ. Φλούδα, προϊσταμένης του Τμήματος Προϊστορικών και Μινωικών Αρχαιοτήτων του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου, έρχεται στο προσκήνιο καθώς αυτές τις μέρες πραγματοποιείται η έκθεση – Κρητικές Αρχαιότητες στον δρόμο της επιστροφής. Συνολικά 34 αρχαία έργα που φυγαδεύτηκαν παράνομα από την Κνωσό κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και επαναπατρίστηκαν θα εκτίθενται για τους επόμενους δύο μήνες στο Μουσείο Ηρακλείου. Τα 26 από αυτά τα αντικείμενα επεστράφησαν τον περασμένο Νοέμβριο με πρωτοβουλία του Πανεπιστημίου του Γκρατς.
Όπως παρατηρεί η κ. Φλούδα, δεν μπορεί ακόμη να προσδιοριστεί με ακρίβεια ο αριθμός των αρχαιοτήτων που πήρε κρυφά από την Κρήτη με στρατιωτικό αεροπλάνο ο Ρίνγκελ. Πέρα από τα μικρότερα αντικείμενα που αφαίρεσε από το Στρωματογραφικό Μουσείο και την αποθήκη της Βίλας Αριάδνης στην Κνωσό, η μανία του επεκτάθηκε και σε πιο ογκώδη έργα. Μέρος της λείας του ήταν ένα ακέφαλο ελληνιστικό άγαλμα που πριονίστηκε στα δύο, κεφαλή ανδρικού αγάλματος, τμήμα λάρνακας με ανάγλυφες παραστάσεις, τμήμα λίθινης ταφικής πλάκας με παράσταση ανδρός και μινωικό λίθινο αγγείο από στεατίτη.
Τον περασμένο Νοέμβριο με αφορμή τον επαναπατρισμό αντικειμένων που είχε υφαρπάξει ο Χέγκελ, τις προσπάθειες που κατέβαλε ο τότε έφορος αρχαιοτήτων στην Κρήτη, Νικόλαος Πλάτων, για την επιστροφή των αρχαιοτήτων. Ένας λόγος που ίσως εξηγεί τη συστηματική αρπαγή αρχαιοτήτων από τον Αυστριακό στρατηγό μπορεί να ήταν και η ματαιοδοξία του. Όπως κατέγραψε και η κ. Φλούδα στην έρευνά της, το 1941 ο Ρίνγκελ είχε συναντηθεί με τον καθηγητή Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς, Αρνολντ Σόμπερ. Αργότερα θα του δώριζε κλεμμένα αντικείμενα για τη δημιουργία «Κρητικής Συλλογής».
Στην έρευνα της κ. Φλούδα παρατίθεται απόσπασμα επιστολής του Σόμπερ, ο οποίος σχολίαζε την προοπτική συνεργασίας με τον Ρίνγκελ. ìΤο ινστιτούτο μου δεν έχει κανένα όστρακο από την Κρήτη και φυσικά δεν ήθελα να αφήσω αυτή την ευνοϊκή ευκαιρία να περάσειî, γράφει.
Υπό αυτές τις συγκυρίες εμφανίζεται στην κατεχόμενη Κρήτη ο αξιωματικός και αρχαιολόγος Άουγκουστ Σέργκεντορφερ, ο οποίος κατείχε θέση επιστημονικού βοηθού στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς. Από τις 27 Οκτωβρίου μέχρι τις 12 Δεκεμβρίου 1941 αναλαμβάνει, μαζί με τον αρχαιολόγο Ουλφ Γιάντζεν και τη βοήθεια Ελλήνων αιχμαλώτων, να συνεχίσει την παράνομη ανασκαφή που είχε προστάξει ο Ρίνγκελ σε τμήμα ρωμαϊκής οικίας πίσω από το Μικρό Ανάκτορο της Κνωσού. Ο Σέργκεντορφερ κατείχε πλέον την ιδιότητα του υπολοχαγού και επίσημου αξιωματικού της «Kunstschutz» («Υπηρεσίας Προστασίας Αρχαιοτήτων» που είχαν ιδρύσει οι κατοχικές δυνάμεις).
Μελετώντας τις δεκάδες φωτογραφίες του άλμπουμ του, η κ. Φλούδα τεκμηρίωσε το οδοιπορικό του Σέργκεντορφερ στην Κρήτη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Αυστριακός συμμετείχε σε αυτοψίες στους νομούς Ηρακλείου, Λασιθίου και Χανίων και διενήργησε ανασκαφές σε δύο θέσεις στο Απεσωκάρι Μεσαράς. Πάντως, σε αντίθεση με τον Ρίνγκελ, η κ. Φλούδα διαπίστωσε από αδημοσίευτες αναφορές του Νικολάου Πλάτωνος ότι ο Σέργκεντορφερ παρέδιδε στους Ελληνες τα αρχαία. Αυτά τα ευρήματα μελετά η κ. Φλούδα από το 2009, καθώς αποτελούν τμήμα συλλογής του Μουσείου Ηρακλείου.
Πέρα από τα φωτογραφικά ντοκουμέντα η αρχαιολόγος επισκέφτηκε το χωριό αναζητώντας μαρτυρίες. Το σπίτι που είχε επιτάξει ο αρχαιολόγος βρίσκεται ακόμη εκεί, στη νότια άκρη του χωριού, λέει στην «Κ». Όπως αναφέρει στη σχετική μελέτη που δημοσίευσε σε βρετανικό επιστημονικό περιοδικό, σε μία από τις φωτογραφίες του άλμπουμ –πιθανότατα σε σκηνοθετημένες στιγμές– φαίνεται η οικογένεια του σπιτιού μαζί με τους στρατιώτες της Βέρμαχτ…”.
Στο τόμο των ζημιών και καταστροφών του Υπουργείου Παιδείας, αναφέρονται για την Κνωσό και Γόρτυνα:
«Κνωσός. Ο στρατηγός Ρίνγκελ έκλεψε από το Μουσείο της Κνωσού έντεκα πήλινα μινωικά αγγεία, μια χάλκινη υδρία και ένα λίθινο αγγείο. Για πολλές μέρες, επίσης, μετέφεραν αντικείμενα από το μουσείο στο σπίτι όπου έμενε. Στη συνέχεια, τα έστελνε στη Γερμανία. Ακόμη, Γερμανοί στρατιώτες έκλεψαν ειδώλια των θεοτήτων του υστερομινωικού ΙΙΙ ιερού του ανακτόρου της Κνωσού, ενώ ο βασιλικός τάφος των Ισοπάτων καταστράφηκε ολοκληρωτικά στο τέλος του 1941 και τα υλικά από αυτόν χρησιμοποιήθηκαν ως παραπήγματα επάκτιων πυροβολείων.
Γόρτυνα. Εκλάπησαν ένα άγαλμα νύμφης ή Αφροδίτης ρωμαϊκής εποχής, ένα ανάγλυφο καθισμένης γυναίκας και επιτύμβιο ελληνιστικών χρόνων, καθώς και δύο μικρές κεφαλές. Υπεύθυνος για τα παραπάνω ήταν ο στρατηγός Ρίνγκελ. Παράλληλα, το φθινόπωρο του 1941 οι Γερμανοί για να βρουν θησαυρούς ανατίναξαν το δάπεδο του Ισείου».4
1 Αρχείο Γερμανικής Στρατιωτικής Διοικήσεως Κρήτης, 8 Σεπτεμβρίου 1942.
2 Αρχείο Γερμανικής Στρατιωτικής Διοικήσεως Κρήτης, 10 Σεπτεμβρίου 1942.
3 Φωτεινή Κωνσταντοπούλου, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 27 Οκτωβρίου 1996.
4 Θανάσης Αργυράκης-Αντώνης Καρατζαφέρης, εφημερίδα «ΤΥΠΟΣ της Κυριακής», 8 Απριλίου 2012.
* O Γιώργος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού