Πινακίδα απαγορευμένης περιοχής στο πολεμικό αεροδρόμιο Καστελλίου (1943)
Πινακίδα απαγορευμένης περιοχής στο πολεμικό αεροδρόμιο Καστελλίου (1943)

Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τις γερμανοϊταλικές δυνάμεις, οι κατακτητές με διαταγές των Στρατηγών Διοικητών «του Φρουρίου Κρήτης», υπέβαλαν τον πληθυσμό σε καταναγκαστική εργασία και τη δημιουργία οχυρωματικών έργων. Σκοπός τους ήταν να καταστήσουν το νησί απόρθητο και να εμποδίσουν ενδεχόμενη απόβαση των συμμάχων. Μια απόβαση που σκόπιμα διέδιδαν οι Βρετανοί Αξιωματικοί Σύνδεσμοι που βρίσκονταν στην Κρήτη μαζί με τις συμμαχικές εφημερίδες και τις ραδιοφωνικές εκπομπές του BBC.

Τα οχυρωματικά έργα αφορούσαν κυρίως τα τέσσερα αεροδρόμια (Μάλεμε, Ηρακλείου, Καστελλίου Πεδιάδος και Τυμπακίου), τα λιμάνια Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου, καθώς επίσης αποθήκες πυρομαχικών και καυσίμων στην ενδοχώρα της Κρήτης. Ο κατοχικός στρατός δημιούργησε γύρω από τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις ναρκοπέδια, περιφράζοντάς τα με συρματοπλέγματα. Χιλιάδες νάρκες τοποθετήθηκαν και σε παραλίες, που οι Γερμανοί αξιωματούχοι υπέθεταν ότι μπορεί να γίνει απόβαση των συμμάχων.

Ο Γεώργιος Καλυβιανάκης (ετών 24) με τους γονείς του Αντώνη και Ζαχαρένια. Ο Χαράλαμπος Ν. Μαθιουδάκης - Η Μαρία Βαβαδάκη από το χωριό Ασκοί - Η Χαρίκλεια Φραγκιαδουλάκη – Καραπιδάκη από το χωριό Λιλιανό Πεδιάδος.

Γύρω από τις ναρκοθετημένες περιοχές της Κρήτης συνέβησαν δράματα με νεκρούς και τραυματίες (άντρες γυναίκες και παιδιά), που χωρίς να το θέλουν εισέρχονταν στην απαγορευμένη περιοχή. Οι λόγοι της εισόδου των σε ναρκοθετημένες περιοχές ήταν διαφορετικοί. Για να συγκεντρώνουν τα αιγοπρόβατα ή τα οικόσιτα ζώα τους, που με τη βόσκηση έμπαιναν εντός της απαγορευμένης περιοχής.

Γυναίκες μάζευαν αγριόχορτα για την καθημερινή διατροφή της οικογένειάς τους και αφηρημένες παραβίαζαν τα σύρματα. Παιδιά που δεν γνώριζαν. Πολλοί σκοτώθηκαν ή ακρωτηριάστηκαν μετά την απελευθέρωση της Κρήτης, τη σύμπτυξη των Γερμανών στην «Οχυρά Θέση Χανίων» και την προσπάθεια των Ελληνικών στρατιωτικών αρχών να αποναρκοθετήσουν τις απαγορευμένες περιοχές. Για την προφύλαξη του πληθυσμού τοποθετούνταν στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις πινακίδες, όπως αυτή που σώζεται από το πολεμικό αεροδρόμιο Καστελλίου και αναφέρει:

 

“ΑΠΗΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΖΩΝΗ

Ο κυκλοφορών εις την περιφέρειαν ταύτην θα τουφεκίζεται ο φρούραρχος”

Στην εφημερίδα του Ηρακλείου «Κρητικός Κήρυξ», συχνά δημοσιεύονταν ανακοινώσεις του Φρουράρχου Ηρακλείου για τις απαγορευμένες και ναρκοθετημένες περιοχές, με οδηγίες προφύλαξης του πληθυσμού. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις παρακάτω ανακοινώσεις :

“ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ ΤΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑΤΑ

Κοινοποιούμεν κατωτέρω γνωστοποίησιν του κ. Φρουράρχου Ηρακλείου σχετικώς με τον κίνδυνον τον οποίον διατρέχει ο πληθυσμός, εφ’όσον πλησιάζει τα υπό του Στρατού Κατοχής τοποθετημένα συρματοπλέγματα, ως και τας εν γένει πολεμικάς εγκαταστάσεις και παρακαλούμεν όπως έχει τούτο υπ’όψιν του ο πληθυσμός προς αποφυγήν δυστυχημάτων. Επίσης εντέλλεται ο κ. Δήμαρχος Ηρακλείου και ο Διοικητής Χωροφυλακής, ο κ. Επόπτης Αγροφυλακής και οι Πρόεδροι Κοινοτήτων του Νομού Ηρακλείου όπως δώσωσιν ευρυτάτην δημοσίευσιν της παρούσης δια παντός προσφόρου μέσου και δια της επ’ εκκλησίαις αναγνώσεως προς διαφώτισιν του κοινού.

Ο Νομάρχης Εμμανουήλ Ξανθάκης

ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΙΣ

Φέρεται εις γνώσιν του πληθυσμού ότι απαγορεύεται απολύτως εις τον πληθυσμόν να πλησιάζη τα συρματοπλέγματα τα οποία έχουν τοποθετηθεί υπό του γερμανικού στρατού εις τους καταυλισμούς και τα στρατιωτικάς εγκαταστάσεις, καθ’ότι πάντα ταύτα έχουν συνδεθεί με νάρκας. Ιδιαιτέρως εφιστάται η προσοχή, δια τον κίνδυνον τον οποίον διατρέχουν τα παιδιά, τα οποία παίζουν προ των καταυλισμών.

Ο Φρούραρχος  Δρ. Στόσμπεργκ».1

Η Σκεπαστή Μυλοποτάμου βρίσκεται περίπου 27 χλμ. ανατολικά του. Γύρω από το χωριό ως και το υψώνονται πολλές χαμηλές κορυφές που σβήνουν στη θάλασσα με πολύ απόκρημνες ακτές. Στις κορυφές αυτές οι Ενετοί κι οι Οθωμανοί έκτισαν τουλάχιστον πέντε πύργους (κουλέδες) ή βίγλες για να επιβλέπουν τα περάσματα και να επικοινωνούν με το δίκτυο πύργων της βόρειας ακτής, οι οποίοι σήμερα έχουν ισοπεδωθεί.

Τις απόκρημνες ακτές διακόπτουν σε μερικά σημεία μικρά ρέματα που σχηματίζουν μικρές απομονωμένες παραλίες με βραχώδη βυθό και βαθιά νερά. Η πιο γνωστή παραλία στην περιοχή είναι οι Κουκίστρες, στις οποίες οδηγεί σχετικά βατός χωματόδρομος που ξεκινάει μέσα από το χωριό και κατευθύνεται βόρεια. Στην παραλία αυτή συνήθως κάνουν μπάνιο οι κάτοικοι του χωριού, αλλά και πάλι δεν είναι καθόλου οργανωμένη. Εντύπωση προκαλούν οι εντυπωσιακοί σχηματισμοί των βράχων. Τo όνομα Κουκίστρες προκύπτει από τα χωράφια που καλλιεργούσαν οι παλιοί τα κουκιά τους.

Το χωριό Σκεπαστή παίρνει το όνομα του από τη δίκλιτη ενετική εκκλησία της Παναγίας της Σκεπαστής και του Αγίου Νικολάου. Μάλιστα υπάρχει ένας μύθος για την Εκκλησία. Κάποτε πειρατές αποβιβάστηκαν στη Σκεπαστή και αιχμαλώτισαν πολλές κοπέλες, τις οποίες τις πούλησαν ως σκλάβες σε έναν Οθωμανό στη Σμύρνη. Ανάμεσα τους ήταν και η γυναίκα του ιερέα του χωριού. Ο παπάς πήγε στη Σμύρνη να βρει τη γυναίκα του, αλλά δεν την έβρισκε και ζητιάνευε για να ζήσει. Μια μέρα κατά τύχη χτύπησε στο σπίτι του Οθωμανού. Τότε του άνοιξαν και η παπαδιά τον γνώρισε αλλά δεν του μίλησε. Αντιθέτως, πήρε ένα ψωμί και το γέμισε με φλουριά και ένα σημείωμα που έλεγε:

Όντε δα πάς στη Σκεπαστή την ανασκεπασμένη

χτίσ’ εκκλησά διμάρτυρη για με την κολασμένη.

Όταν ο καημένος ο παπάς πήρε το ψωμί και είδε το σημείωμα, τότε κατάλαβε ότι εκεί ζούσε η παπαδιά. Προσπάθησε να την ξαναδεί αλλά χωρίς επιτυχία. Έτσι, αποφάσισε να επιστρέψει στη Σκεπαστή και με τα χρήματα έχτισε την Εκκλησία.

Μια μέρα η παπαδιά αναστέναζε και τη ρώτησε ο Οθωμανός τι έχει. Εκείνη απάντησε “Σήμερα είναι τού Σταυρού, ταχιά τ’ αγιού Νικήτα που γίνεται στο σπίτι μου μεγάλο πανηγύρι” και ο Οθωμανός της απάντησε “αν έχει δόξα ο Σταυρός και χάρη ο Αϊ Νικήτας, τότε θα βρεθείς στο σπίτι σου με ότι βαστάς στο χέρι”. Η παπαδιά, που κρατούσε μια χρυσή λεκάνη και ετοιμαζόταν να πλυθεί, ξάφνου εξαφανίστηκε και γύρισε στο χωριό.2

Ο Ιωάννης Πρωτογεράκης του Κωνσταντίνου
Ο Ιωάννης Πρωτογεράκης του Κωνσταντίνου (ετών 30). Σκοτώθηκε σε ναρκοπέδιο του χωριού Σκεπαστή Μυλοποτάμου.

Την παραλία του χωριού που ονομάζεται «Δαφνόρουμα» και που σύμφωνα με τον μύθο αποβιβάστηκαν οι πειρατές, οι γερμανοί την ναρκοθέτησαν τοποθετώντας κατάλληλες πινακίδες για τους κατοίκους. Στην περιοχή, τον Μάρτιο του 1943, έβοσκε τα πρόβατά του ο 27χρονος Ιωάννης Πρωτογεράκης του Κωνσταντίνου.

Μια μέρα, γύρω στις δέκα η ώρα το πρωί, για άγνωστους λόγους πέρασε τα συρματοπλέγματα του ναρκοπεδίου και μια νάρκη τον σκότωσε, διαμελίζοντάς τον. Ο ήχος ακούστηκε από το χωριό.

Οι κάτοικοι έτρεξαν. Αντίκρισαν τον Γιάννη πεσμένο και ακίνητο. Κανείς δεν αποφάσιζε να μπει και να τον σύρει από το ναρκοπέδιο. Αυτές τις δύσκολες στιγμές, ένας φίλος του, ο Γιώργης Καλυβιανάκης 24 χρονών, αψηφώντας τον θάνατο, με ένα άλμα περνά την περίφραξη και κατευθύνεται κοντά του.

Δεν πρόλαβε να τον φτάσει. Μια νάρκη εκρήγνυται. Τον ακρωτηριάζει από το δεξί και θρυμματίζει το αριστερό του πόδι. Πέφτει και ο Γιώργης στο έδαφος, έχοντας τις αισθήσεις του.

Η αιμορραγία είναι ακατάσχετη. Δεν παραπονείται, υποφέρει σιωπηλά τους φριχτούς πόνους. Οι Σκεπαστιανοί έξω από τα σύρματα είναι ανήσυχοι. Θέλουν να βοηθήσουν τους δυο φίλους, αλλά δεν ξέρουν τι να κάνουν.

Ο Πρωτογεράκης νεκρός και ο Καλυβιανάκης βαριά τραυματισμένος. Τότε καταφτάνει η μάνα του Πρωτογεράκη, η Χρυσή. Ζητά από τους χωριανούς να γκρεμίσουν ένα μέρος της περίφραξης. Το κάνουν και η χαροκαμένη μάνα μπαίνει μέσα. Περπατά πάνω στο ναρκοπέδιο προς το παιδί της τον Γιάννη.

Περνώντας από τον Γιώργη Καλυβιανάκη, του χαϊδεύει το κεφάλι και του ζητά να περιμένει. Φτάνοντας στον γιο της, με ένα σκοινί που κρατούσε τον δένει από τη μέση. Πετά το σκοινί έξω από το ναρκοπέδιο για να τον σύρουν. Στη συνέχεια βαδίζει άφοβα προς τον Καλυβιανάκη. Κοντά του όμως βρίσκεται ο πατέρας του ο Αντώνης, που είχε μπει στο ναρκοπέδιο. Τον έδεσε κι αυτός μ’ένα σκοινί για να τον τραβήξουν. Ο Γιώργης ζούσε ακόμη. Ο Αντώνης και η Χρυσή, πατέρας και μάνα των φίλων που χτυπήθηκαν από τις νάρκες, κατευθύνονται και βγαίνουν έξω από την επικίνδυνη ζώνη.

Ευτυχώς γι’αυτούς δεν έγινε έκρηξη άλλης νάρκης. Τράβηξαν πρώτα τον Αντώνη. Όμως, λόγω της αιμορραγίας, ο Αντώνης άφησε την τελευταία του πνοή στα χέρια του πατέρα του. Κάτοικοι της Σκεπαστής πήγαν από την άλλη πλευρά του ναρκοπεδίου, προς τη θάλασσα, να σύρουν με το σκοινί τον Γιάννη. Στην προσπάθειά τους, το σώμα του Πρωτογεράκη χτύπησε σε άλλη νάρκη. Από τα βλήματα της νάρκης χτυπήθηκε και τραυματίστηκε ο συγγενής του, Εμμανουήλ Πρωτογεράκης του Νικολάου, που τον τραβούσε με το σκοινί. Γι’αυτό το γεγονός, τον θάνατο των δύο φίλων, ο Χαράλαμπος Καλυβιανάκης διηγείται:

«…εμάθανε εδώ στο χωριό ότι ο Γιάννης εχτυπήθηκε από τη νάρκη στο Δαφνόρουμα. Αυτός είχε εκεί τα πρόβατά του. Οι Γερμανοί εβάλανε τσι νάρκες γιατί εφοβούντονε μην έρθουνε οι Εγγλέζοι. Άλλοι λέγανε τότε ότι εμπήκε στο ναρκοπέδιο να βγάλει τα πρόβατά του. Άλλοι ότι ήθελε να μαζώξει σταμναγκάθι. Κανείς δεν έμαθε ποτέ το λόγο. Γιατί ο Γιάννης ήξερε για τσι νάρκες. Και επρόσεχε. Κι έσκασε μια νάρκη και τόνε σκότωσε. Εμαζώχτηκε το χωριό. Ποιος να μπει όμως. Κανείς δεν αποφάσιζε. Είχε ένα φίλο, τον Γιώργη τον Καλυβιανάκη. Αυτός είχε πάει στον Αλβανικό πόλεμο κι είχε καταφέρει να γυρίσει. Με ένα σάλτο εμπήκε μέσα. Δεν επρόλαβε να κάνει πέντε βήματα και σκα μια νάρκη. Του’κοψε τον ένα πόδα. Ο άλλος εκρεμάστηκε.

Τον επήρανε τα αίματα. Δεν εμπόριε να προπατήξει να βγει. Κάποιος ειδοποίησε τσι Γερμανούς, αλλά αυτοί είπανε ότι όποιος μπει μέσα θα σκοτωθεί. Μόνο να μη πλησιάζει κανείς. Τότε έφταξε η μάνα του Γιάννη, η Χρυσή κι εμπήκε και τον έδεσε μ’ένα σκοινί. Το πέταξε όξω. Επήγανε να τόνε τραβήξουνε. Από τη θάλασσα. Κι έσκασε μια νάρκα. Κι επήρανε τα βλήματα τη πλάτη ενούς συγγενή του, Μανόλης Πρωτογεράκης ελέγουντανε. Αυτός τον έσερνε. Ο άλλος ο Καλυβιανακης εζούσε.

Τα αίματα είχανε γεμίσει τα πόδια του. Έφταξε ο πατέρας του ο Αντώνης και η αδερφή του η Μαρία. Χωρίς να λογαριάσουνε τσι φωνές τω χωριανώ, εμπήκανε κι αυτοί μέσα. Κι εδέσανε με άλλο σκοινί το Γιώργη ντως. Άλλη νάρκα δεν έσκασε. Και ετραβήξανε το Γιώργη. Αλλά επέθανε. Εχύθηκε όλο το αίμα του κι επέθανε. Την δε άλλη μέρα, εθάψανε τα παλικάρια εδώ στο χωριό. Μαζί τα πήγανε στην εκκλησία. Και μαζί τα θάψανε…».3

Η εγγονή του Ιωάννη Πρωτογεράκη, νηπιαγωγός Χριστίνα Κουτσουρούμπη, μας παρέδωσε χειρόγραφο κείμενο για τον παππού της:

«Ήταν Μάρτιος 1943, ο παππούς μου Ιωάννης Πρωτογεράκης του Κωνσταντίνου, είχε κατσίκες που κάθε πρωί τις οδηγούσε μαζί με τον συνέταιρό του Κωνσταντίνο Παπαδάκη για να βοσκήσουν. Εκείνο το πρωί επέλεξαν την περιοχή Δαφνόρουμα κοντά στη θάλασσα, όπου κατέληγε σε μικρό λιμανάκι. Η περιοχή όπως αποδείχτηκε ήταν παγιδευμένη με νάρκες από τους Γερμανούς.

Ο Ιωάννης Πρωτογεράκης, αφού άφησε τις κατσίκες έβγαλε το μαχαιράκι του για να μαζέψει σταμνακάθι. Ίσως να πάτησε τη νάρκη ή την ακούμπησε με το μαχαίρι και εκπυρσοκρότησε όπου χτυπήθηκε και διαμελίσθηκε.

Ο συνέταιρός του, βλέποντας την τραγωδία, πανικοβλημένος επιστρέφει στο χωριό ενημερώνοντας για το συμβάν. Αμέσως ανέβηκαν πολλοί χωριανοί. Μαζί με αυτούς ήρθαν και Γερμανοί που το είχαν πληροφορηθεί.

Από αυτούς μπήκαν μέσα ο Γεώργιος Καλυβιανάκης 25 ετών, φίλος και συμπέθερος και ο Μανώλης Πρωτογεράκης πρώτος του ξάδερφος. Η περιοχή καθώς ήταν παγιδευμένη με τις νάρκες, ήταν επικίνδυνη. Κάποιες εκπυρσοκρότησαν και τραυμάτισαν και τους δύο.

Ο Γεώργιος Καλυβιανάκης χτυπήθηκε στα πόδια και ακρωτηριάστηκε και ο Μανώλης Πρωτογεράκης χτυπήθηκε πιο ελαφριά στο στέρνο και διέφυγε προς την θάλασσα όπου από εκεί ήρθαν και τον περισυνέλεξαν. Ο Γεώργιος Καλυβιανάκης παραμένοντας στο σημείο καλούσε σε βοήθεια και αιμορραγούσε. Οι Γερμανοί απαγόρευσαν να μπει οποιοσδήποτε καθώς υπήρχαν ήδη δύο θύματα. Στο τέλος της ημέρας ο Γεώργιος Καλυβιανάκης κατέληξε.

Ο Ιωάννης Πρωτογεράκης βρισκόταν εκεί νεκρός και διαμελισμένος. Η μητέρα του Χρυσή Πρωτογεράκη αψηφώντας οποιαδήποτε απειλή πήρε μία κουβέρτα, την έδεσαν με ένα σκοινί και μπήκε στη ναρκοθετημένη περιοχή. Χρειάστηκε περίπου δύο ώρες για να μαζέψει τα κομμάτια του γιού της χωρίς να πάθει τίποτα.

Ο Ιωάννης Πρωτογεράκης του Κων/νου σκοτώθηκε σε ηλικία 30 χρονών στο χωριό του, αφού είχε επιστρέψει από τον πόλεμο της Αλβανίας με τους Ιταλούς, γερός και υγιής, αφήνοντας πίσω τρία παιδιά ορφανά. Το μικρότερο παιδί, ο γιος του, είχε μόλις σαραντίσει. Όταν μεγάλωσε ο γιος του Νικόλαος Πρωτογεράκης, έφτιαξε ένα εικονοστάσιο στο σημείο που σκοτώθηκε ο πατέρας του».

Η φιλία νικά τον φόβο. Και στην περίπτωση των φίλων Γιώργη Καλυβιανάκη και Γιάννη Πρωτογεράκη, οι δεσμοί έφτασαν ως τον θάνατο. Ο Γιώργης Καλυβιανάκης δεν δίστασε, όταν αντίκρυσε τον φίλο του τον Γιάννη. Τον είδε πεσμένο κατάχαμα. Έτρεξε προς το μέρος του. Έτσι δεν χώρισε ο δρόμος τους. Προχώρησαν μαζί. Γιατί οι φίλοι προχωρούν μαζί. Ακόμη και στον θάνατο.

Το χωριό Λούτρα Ρεθύμνου αριθμεί τέσσερα θύματα ναρκοπεδίων. Τα τρία από τα τέσσερα ήταν μικρά παιδιά. Ο Σπυρίδωνας Εμμ. Καλλέργης ετών 11 και τα αδερφάκια Γεώργιος Γ. Τουτουντζιδάκης ετών 15 και Σπυρίδωνας Γ. Τουτουντζιδάκης ετών 9. Ο Σπυρίδωνας Καλλέργης ήταν γιος του παπά Μανώλη Καλλέργη, που εκτελέστηκε μαζί με εννέα άλλους συγχωριανούς του στη θέση «Μαυρίτσα» Λούτρας στις 3 Ιουνίου 1941 από τους Γερμανούς, λόγω της συμμετοχής του χωριού στη Μάχη της Κρήτης.

Το τέταρτο θύμα ήταν ο Ενωμοτάρχης ναρκοσυλλέκτης Χαράλαμπος Μαθιουδάκης, ο οποίος υπηρετούσε στην Αγγλική Υπηρεσία του Αντισυνταγματάρχη Τομ Ταμπάμπιν. Στις 8 Νοεμβρίου 1944, ανήμερα του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, σε εργασίες καθαρισμού των βόρειων ακτών της Κρήτης του νομού Ηρακλείου (αεροδρόμιο Ηρακλείου-Χερσόνησος- Μάλλια), βρήκε τραγικό θάνατο από έκρηξη νάρκης στην περιοχή της Χερσονήσου. Για τον Χαράλαμπο Μαθιουδάκη η εφημερίδα ΝΙΚΗ του Ηρακλείου έγραψε:

 

´Οι ηρωικοί νεκροί. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗΣ

Πιστώς εις το καθήκον του προς την πατρίδα, εις την εξανθρωπιστικήν προσπάθειαν της απαλλαγής του πληθυσμού της πόλεώς μας, από τον ύπουλο θάνατο εκ ναρκών, που άφησαν πίσω τους οι Γερμανοί, εύρεν τον θάνατον εκ τούτων ο στρατιώτης της Αγγλικής Υπηρεσίας Χαράλαμπος Μαθιουδάκης εκ Λούτρας Ρεθύμνης.

Η Βρετανική υπηρεσία εκτιμώσα βαθύτατα τας προς αυτήν υπηρεσίας του ήρωος πενθεί ομού μετά των συνεργατών του τον ηρωικόν του θάνατον. Ήρωες σαν τον Μαθιουδάκην δεν λησμονούνται ποτέ παρά παραμένουν σύμβολα φωτεινά που χαράσσουν σαφώς τον δρόμο του καθήκοντος στις γεννεές των νέων που ακολουθούνε μετά».4

Η Μαρία Βαβαδάκη από το χωριό Ασκοί Πεδιάδος, στις 17 Απριλίου 1943 μάζευε σαλιγκάρια (χοχλιούς) και αγριόχορτα στην περιοχή Κοκκίνη Χάνι. Απορροφημένη με την εργασία της πέρασε τα σύρματα και βρέθηκε στην απαγορευμένη περιοχή με τις νάρκες. Η πείνα τα δύσκολα χρόνια 1941-1944, ανάγκαζε πολλές νοικοκυρές να περιοδεύουν την ενδοχώρα του νομού για την εξεύρεση της καθημερινής διατροφής.

Κάποια στιγμή πάτησε μια νάρκη, έγινε έκρηξη και η Μαρία Βαβαδάκη σκοτώθηκε.

Η Χαρίκλεια Φραγκιαδουλάκη – Καραπιδάκη ζούσε στο χωριό Λιλιανό Πεδιάδος. Το Λιλιανό «ακουμπούσε» την περίφραξη του πολεμικού αεροδρομίου Καστελλίου. Οι κάτοικοι το είχαν εγκαταλείψει και διέμεναν σε γειτονικά χωριά, αφού καθημερινά στο αεροδρόμιο ρίχνονταν δεκάδες βόμβες από τα συμμαχικά αεροπλάνα. Πολλές απ’αυτές κατέληγαν στην ευρύτερη περιοχή του Λιλιανού. Η Χαρίκλεια Φραγκιαδουλάκη καθημερινά έφερνε την κατσίκα της για να βοσκήσει στο Λιλιανό, δίπλα από το αεροδρόμιο. Συγχρόνως μάζευε και αγριόχορτα. Οι Γερμανοί είχαν τοποθετήσει νάρκες περιμετρικά του αεροδρομίου με πινακίδες απαγόρευσης για τους πολίτες. Η Χαρίκλεια δεν γνώριζε γράμματα. Μια μέρα, καθώς έβοσκε την κατσίκα της, σκοτώθηκε από έκρηξη νάρκης.

 

1 Εφημερίδα ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ, Ηράκλειο, 13 Μαΐου 1943.
2 www.cretanbeaches.com
3 Καλυβιανάκης Χαράλαμπος, μαγνητοφωνημένη συζήτηση, Σκεπαστή, 28 Ιουλίου 2018.
4 Εφημερίδα ΝΙΚΗ Ηρακλείου, 9 Νοεμβρίου 1944.

 

* O Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος