Την Κυριακή 28 Οκτωβρίου 1940 ξεκίνησε για την χώρα μας ένας άδικος πόλεμος, που στηρίχτηκε στην επιθυμία του φασιστικού καθεστώτος της Ιταλίας και του Μουσολίνι για κατάληψη της Ελλάδας. Οι μάχες κράτησαν ως τις 26 Μαρτίου 1941, με νικητές τους Έλληνες στρατιώτες.
Ο σύμμαχος του Μουσολίνι Χίτλερ, αντιλαμβανόμενος το αδιέξοδο των Ιταλικών φασιστικών στρατιωτικών δυνάμεων, εκστράτευσε εναντίον της Ελλάδας από τα ανατολικά σύνορά μας και επέβαλε τη συνθηκολόγηση του Ελληνικού στρατού. Με μεγάλη θλίψη οι στρατιώτες μας, αν και νικητές, παρέδωσαν τα όπλα, παίρνοντας συγχρόνως τον δρόμο της επιστροφής στις πόλεις και τα χωριά τους. Για τους Κρήτες μαχητές, η επιστροφή τους ήταν μια μεγάλη περιπέτεια.
Στο Αιγαίο επικρατούσε το γερμανικό ναυτικό, δυσκολεύοντας την κάθοδό τους. Ο δρόμος του γυρισμού ξεκινούσε από τα βουνά της Αλβανίας, τα χωριά της Ηπείρου, την Αθήνα και τον Πειραιά, κάθοδο στην Πελοπόννησο και τις ακτές της Λακωνίας και της Μεσσηνίας. Από εκεί με καΐκια, κυρίως από το χωριό Βάτικα, (που ονομάστηκαν καΐκια της φυγής), έφταναν στις ακτές της Κρήτης, (συνήθως στη Γραμβούσα) και από εκεί περπατώντας στα χωριά τους.
Το πιο επικίνδυνο δρομολόγιο ήταν από τον Πειραιά για την Κρήτη, μέσω των νησιών των Κυκλάδων. Πολλοί στρατιώτες μας χάθηκαν στα νερά του Αιγαίου πελάγους, μετά την βύθιση των πλοιαρίων από γερμανικά πολεμικά πλοία.
Σε επιστολή που μου απέστειλε ο Κωνσταντίνος Μιχαήλ Ατσαλάκης τον Απρίλιο του 2019, περιγράφει την επιστροφή του πατέρα του Ατσαλομιχάλη από την Αλβανία στο χωριό του Δράσι Μεραμβέλλου, όπως την διηγήθηκε ο ίδιος. Το κείμενο της επιστολής αναφέρει τα εξής:
«Αγαπητέ κ. Καλογεράκη
Διαβάζοντας το κείμενο σας Κρήτη 1940-45 ιστορικές σελίδες, που δημοσιεύτηκε Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019 στην έγκριτη εφημερίδα του Ηρακλείου Πατρίς, ήρθαν στη μνήμη μου και αναζωντάνεψαν ξανά οι στιγμές αγωνίας που συγκράτησα από τις διηγήσεις του πατέρα μου για τον πηγαιμό του στο Αλβανικό μέτωπο και την επιστροφή του το Μάη του 1941 στο χωριό.
Ο πατέρας μου Μιχαήλ Εμμανουήλ Ατσαλάκης γεννήθηκε το 1906. Ήταν γεωργός και κατοικούσε στο μικρό χωριό Ρουσαπιδιά, που ανήκει στην πρώην κοινότητα Ζενίων Μεραμπέλλου Λασιθίου.
Ως επίστρατος έφτασε μέχρι τα άγρια βουνά της Τρεμπεσίνας και λίγο πριν αρχίσει η υποχώρηση των Ελληνικών δυνάμεων βρέθηκε στο Τεπελένι. Βρισκόταν ακόμη στο Τεπελένι όταν άρχισε η υποχώρηση. Όπως μας έλεγε, όταν είχε διάθεση να μιλεί για εκείνη την περίοδο, η πορεία προς τα εμπρός, αλλά και στο γυρισμό ήτανε πέρα απ’ όσα βάνει ο νους του ανθρώπου…
Άλλοτε περπατώντας και άλλοτε επιβιβαζόμενος σε διερχόμενα αυτοκίνητα επέρασα -όπως διηγόταν- από το Τεπελένι, το Ψάρι, του Μπαλαμπάνη το Χάνι, τα Στενά της Κλεισούρας, την Πρεμετή και ακόμη έχω στ’ αφθιά μου το βρούχο των νερών του Άω ποταμού (Αώος). Ήφταξα στα Γιάννενα. Είχα συνεχώς 39-40 πυρετό και τα δαχτύλια των ποδιών μου είχανε αρχίξει να παπουδιάζουνε από την υγρασία και το κρύο. Πού να βρεθεί γιατρός.
Το νοσοκομείο στα Γιάννενα ήτανε πατείς με πατώ σε από τραυματίες και στρατιώτες με φοβερά κρυοπαγήματα. Ήφυγα για Άρτα. Εκατέβηκα Αμφιλοχία, επέρασα από Αγρίνιο, τον Αστακό, Μεσολόγγι, Ναύπακτο, Λιβαδειά, Λουτράκι, Μέγαρα και ήφταξα στον Πειραιά. Εκειά ήμαθα πως ένα γκαράβι εξεφόρτωνε κάρβουνα και μετά θα’παιρνε στρατιώτες για την Κρήτη.
Πράγματι προς το τέλος του Απρίλη μια βραδιά εφύγαμε μεσάνυχτα από το Κερατσίνι, με το πλοίο «ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΘΑΤΟΥ». Είχενε ακόμη κάρβουνα στ’ αμπάρια και πολλή καρβουνόσκονη. Δεν επρόλαβε να τα ξεφορτώσει όλα. Η διαταγή ήτανε φαίνεται να φύγει το συντομότερο.
Εφτάξαμε στη Μήλο ξημερώματα και φούνταρε στο λιμάνι του Αδάμαντα. Ύστερα από τσι βρόντους των οβίδων και των όλμων στην Αλβανία, μου φάνηκε η ταχινιάτικη ησυχία στον Αδάμαντα, πως είχενε κατεβεί ο Θεός και άπλωσε ένα γκομμάτι μπλε παράδεισο από πάνω και γύρου-γύρου από μας.
Κι όπως ελιαζόμαστε και ξεψειρίζαμε τα ρούχα μας ακούμε μια βουή και παρουσιάζουνται τρία αερόπλανα. Σε δευτερόλεφτα από τον παράδεισο επέσαμε στην κόλαση. Κοντοφτάνουνε από πάνω μας και θωρώ τρεις μύγες να φεύγουνε από την κοιλιά ντως και γίνουνται κολοκύθες και μέχρι να ανοιγοκλείσω τα μάθια μου ήτανε νταμετζάνες.
Πέφτουνε στο καράβι απάνω. Εγίνηκε πανδαιμόνιο. Άλλοι σκοτωμένοι, άλλοι στη θάλασσα. Το καράβι ήρχιξε να βουλιάζει. Κολύμπι δεν εκάτεχα. Εβρήκα και ήβαλα ένα σωσίβιο και έμενα στο κατάστρωμα.
Δίπλα μου εξερνούσε ένας, πιο πέρα εκάθουντανε ατάραχος κάποιος άλλος και ήτρωε αυγά ψημένα στην πλάκα τση κουζίνας του πλοίου και παραπέρα ένας επασπάτευγε τσι τσέπες στσι μαντύες και στ’ άλλα ρούχα απού είχανε πομείνει στο κατάστρωμα μετά τον πανικό που εσκόρπισε ο βοβαρδισμός του πλοίου. Ετρέξανε μερικές βάρκες και μαζώνανε ναυαγούς.
Κάποια στιγμή πλησιάζει και στο πλοίο μια βάρκα. Ήπαιρνε κι αυτή στρατιώτες και τους ήβγανε στην παραλία. Μου κάμανε νόημα να κατεβώ. Εκρατούσα στη μια χέρα τη μαντύα και με την άλλη ήπιασα ένα σκοινί και κατέβηκα στη βάρκα
. Στο τέλος παραλίγο να βουλήσει γιατί επέσανε μέσα πολλοί. Με χίλια δυο βάσανα μας ήβγαλε όξω και πήραμε τσι δρόμους. Επομείναμε στη Μήλο λίγες μέρες. Πείνα, ψείρες και άγιος ο θεός…
Την επομένη ένας στρατιώτης εγύρευγε γιατρό να κόψει το γύψο από τη χέρα ντου. Όλη του η χέρα από τον ώμο ίσαμε τα κότσα ήτανε γυψωμένη. Τον επόνιενε και τον ετρώγανε οι ψείρες. Ο γιατρός απού βρέθηκε είπε ότι δεν είχε εργαλεία για να κόψει το γύψο. Ανάλαβα, μετά φόβου Θεού, να του τόνε κόψω με ένα σάρακα κομμάτι-κομμάτι. Μετά απ’ αυτό ήκοψα ακόμη απάνω από τριάντα γύψους σε χέρια και πόδια. Στο τέλος εποφαγωθήκανε τα δόδια του σάρακα και δεν ήκοβγε. Εγύρεψα μα δεν εβρήκα λίμα να τον ακονίσω. Πολλοί γύψοι επομείνανε άκοποι.
Όταν ετελείωσα την …ιατρική (λέει με αυτοσαρκασμό) άρχιξα τη διακονιά (ζητανιά) για να καταλήξω να αρμηνεύγω σε βοσκούς της περιοχής πώς δα βγάνουνε μυζήθρα, μετά που θα πάρουνε τη μαλάκα δηλαδή το χλωρό που γίνεται τυρί. Ετσά εχτός από φαί εξοικονόμησα και ένα μπουκάλι λάδι. Είχα τάξει στο γυρισμό από την Αλβανία να ανάψω τα καντήλια του Αη Γιώργη στο Σελινάρι.
Κάποια μέρα εμοιράζανε δέματα σε χωροφύλακες. Επήγα εκειά κοντά από περιέργεια. Στο τέλος επερίσεψε μια χλαίνη και μου τήνε δώκανε. Από κεια κι ύστερα είχα δυο χλαίνες κι ένα μπουκάλι λάδι. Εσκεπαζόμουνε τη νύχτα και δεν εργούσα.
Μια άλλη μέρα εδιαδόθηκε ότι θα’ρχόταν ένα καΐκι να πάρει στρατιώτες για την Κρήτη. Πραγματικά ήρθε. Μόλις εμουχρίασε εφόρτωσε και εφύγαμε για τα Χανιά. Όντεν εξημέρωσε, Χανιώτες στρατιώτες αναγνωρίσανε την περιοχή της Γραμπούσας αλλά διαπιστώσανε πως το καΐκι επήγαινε ανοιχτά με κατεύθυνση όχι τα Χανιά, αλλά προς την Ιταλία. Εγίνηκε σούσουρο. Εξεσηκωθήκαμε και μια ομάδα εβγήκε και βρήκε τον καπετάνιο. Αυτός επέμενε ότι καλά επλέαμε προς τα Χανιά. Τον απείλησαν ότι δα τόνε σκοτώσουνε και δα τόνε πετάξουνε στη θάλασσα κι ετσά άλλαξε πορεία και μας ήβγαλε κοντά στο λιμάνι τω Χανιώ.
Ο κερατάς, ήτονε φαίνεται προδότης των Ιταλώ και δα μας επήγαινε πεσκέσι αιχμάλωτους στην Ιταλία.
Άμα επατήσαμε ξηρά, επέσαμε με τα μούτρα όλοι και επροσκυνούσαμε το χώμα. Ύστερα ετραβήξαμε με τα πόδια για την πόλη τω Χανιώ. Επέρασα από τη σκεπαστή αγορά και αγόρασα ένα μαχαίρι με κιτρινωπό μανίκι και μαύρο φουκάρι. Ήκοβγε σαν το ξυράφι, αλλά μου το’κλεψε μέσα στον Εμφύλιο ένας πλανόδιος που τόνε λυπήθηκα και τόνε φιλοξένησα στο σπίτι μου στη Ρουσαπιδιά. Στην έξοδο από τη σκεπαστή αγορά εκάθουντανε ένας κι ήπαιζε μαντόλα. Εσταμάτησα και τον ήκουα.
Εγαλήνεψε η ψυχή μου. Ήνιωθα στο τέλος τον ήχο της μαντόλας να μου λέει: -φέρε φράγκα, φέρε φράγκα, φέρε φράγκα… Μα ποιος είχε να δώσει κι αυτουνού του κακομοίρη! Ήφαγα κατιτίς και εξεκίνησα με τα πόδια από τα Χανιά για το Ρέθεμνος.
Ύστερα από δυόμισι μέρες πορεία με τα πόδια και μετά με κάποιο αυτοκίνητο από το Γενί-Γκαβέ ήφταξα στο Ηράκλειο. Επέρασα από τα γρουσουζάδικα. Εβρήκα μόνο κουκιά ξερά για να φάω. Μου βάλανε ένα πιάτο ανάλαδα (χωρίς λάδι). Εκρατούσα όμως το λάδι για να ανάψω τα καντήλια του Αη Γιώργη στο Σεληνάρι. Ελάδωσα τα κουκιά, ήφαγα, ήπια μια γκούπα κρασί, ήκαμα το σταυρό μου και ξεκίνησα για τη Νεάπολη. Χρόνος για καθυστερήσεις δεν υπήρχε. Απ’ όσα ακούγαμε οι Γερμανοί ετοιμάζουντανε να επιτεθούνε στην Κρήτη. Το συντομότερο ήπρεπε να βρεθώ στο χωριό να διαφεντέψω την οικογένεια μου. Γυναίκα, κοπέλι και γονέους.
Στο δρόμο με συνεπήρε ένα αυτοκίνητο μέχρι τα Μάλια. Ήφταξα στο Σεληνάρι και ήναψα τα καντήλια του Αη Γιώργη. Ήκαμα το τάμα μου. Από εκειά τα χρειάστηκα. Μια γκοπανιά ήνιωσα να χάνω τον κόσμο… Εβγήκα όξω από την εκκλησά και εκάτσα σ’ ένα πεζούλι. Με πήρανε τα κλάηματα. Εθυμήθηκα όσα είδα και ήκουσα πηγαίνοντας στην Αλβανία και κατά την επιστροφή μου: σκοτωμένοι, τραυματίες και ένα μερί (μπούτι) αλόγου σφηνωμένο στη διχάλη ενός απλάτανου μετά από σκάσιμο οβίδας δίπλα του. Το υπόλοιπο άλογο εγίνηκε αέρας.
Ολοζώντανα στο μυαλό μου μέσα όλα τουτανά. Ήκλαψα και πόμεινα εκειά πόσες ώρες δεν κατέχω. Εκοιμήθηκα πρέπει. Αποδιαφώτιστα ήφυγα για Νεάπολη. Επέρασα από τσι φούρνους. Εδώκανε μου μερδικά θρουλισμένα παξιμάδια. Τα πήρα, δε μου ζητήξανε λεφτά. Τα’τρωγα, να πάρω ανάφαξη και τράβηξα απάνω για τα όρη προς τα χωργιά μας.
Κατά το πρόσαργο -ψηλά ακόμη ο ήλιος- ήφταξα απέναντι στη Ρουσαπιδιά, στου Αποστόλη το μύλο. Ήκουσα φωνές στο χωργιό και εξεκαθάρισα να λένε:
-Ο Μιχελής έρχεται… και θωρώ τη γυναίκα μου κι αξοπίσω το κοπέλι να γλακούνε στου Χλαπούτη τον πρίνο. Εσμίξαμε στο Μπαμπούρι…
Αγκαλιάστηκαν πατέρας και μάνα. Τα μάτια τους τρέχανε κουτσουνάρα μέσα σε σπαραχτικά ανεστουλουχητά. Εγώ δίπλα τους και τους κοίταζα σαστισμένος. Σαν αετός που ανοίγει ξαφνικά τη μια του φτερούγα με άρπαξε με τη ζερβή του χέρα, με ανέβασε στο μπέτη του επάνω και κόλλησε τα μουστάκια του στο δεξό μου μάγουλο. Γίναμε μια αγκαλιά και οι τρεις. Χωρίς να ξέρω άρχισα κι εγώ ένα γοερό κλάμα. Ήμουν μόλις πέντε χρόνων. Στη μνήμη μου έμεινε: Ρουσαπιδιά, πρόσαργο 11 του Μάη 1941.
Για την άλλη μέρα η Εργινούσα, η μάνα μου, είχε βρει τρεις αργάτες να σκάψουν το αμπέλι μας στου Σκουληκάρη, ανάμεσα Έξω και Μέσα Ποτάμους Λασιθίου. Ακολούθησε και ο πατέρας μου. Φορούσε το ρασίδι του και καθότανε στο γύρο του αμπελιού. Παρατηρούσε τους αργάτες που σκάφτανε. Ήμουν δίπλα του. Τα μάτια του τρέχανε συνεχώς κι εγώ σαν να μην υπήρχα. Ήταν αλλού.
Σε λίγες μέρες ξεκίνησε ο βομβαρδισμός της Κρήτης από τους ναζί. Το σπίτι μας στη Ρουσαπιδιά γέμισε συγγενείς και φίλους από Νεάπολη, Χουμεριάκο, Λίμνες και Άγιο Νικόλαο. Κάπου σαράντα άνθρωποι φιλοξενήθηκαν μέσα στο δεκαήμερο της Μάχης της Κρήτης. Όταν μεγάλωσα και κουβεντιάζαμε για τα χρόνια εκείνα έλεγε με βαθιά ικανοποίηση:
-Δυο φορές σε δέκα μέρες εζυμώσαμε στου παππού το φούρνο. Κάθε φορά από εξήντα οκάδες μιγάδι. Ήσφαξα και δυο πρόβατα. Είχαμε όσπρια, πατάτες, ξινόχοντρο και στάρι που αλέθαμε στο χερόμυλο και εψήναμε χόντρο με τσι χοχλιούς. Ήπιανε κοντά ένα βαρέλι κρασί απάνω από τρακόσες οκάδες και μια νταμετζάνα ρακή. Επορευτήκαμε όπως εμπορέσαμε κατά το δεκαήμερο των βοβαρδισμών. Χαλάλι των αθρώπω…».
Την επιστροφή του από την Αλβανία στην Κρήτη, περιγράφει ο Στυλιανός Φραγκιαδουλάκης από το χωριό Αγία Παρασκευή Πεδιάδος.
«…με την επιστράτευση εφύγαμε από το χωριό και συγκεντρωθήκαμε στσι Αγιές Παρασκιές. Εκεί εντυθήκαμε στα στρατιωτικά και εφύγαμε για τα Χανιά. Από τα Χανιά εμπήκαμε στα πλοία και εφτάσαμε στην Αθήνα. Από την Αθήνα προπατάρηδες επήγαμε μέχρι την Αλβανία. Ένα μήνα επροπατούσαμε για να φτάξομε. Την νύχτα. Την ημέρα ήτανε τα Ιταλικά αεροπλάνα και εκρυβόμαστε. Μόλις εξημέρωνε, όπου εβρίσκαμε τόπο εκοιμούματε, κάνα δυο ώρες, που να κοιμηθούμε με το κρύο. Μόλις βραδιάσει πάλι να συνεχίσομε.
Εγώ ήμουνα στο λόχο του πυροβολικού. Μου χρεώσανε ένα μουλάρι και εκουβαλούσα όλη μέρα πυρομαχικά στα πυροβόλα μας. Τη δουλειά αυτή έκανε τρεις μήνες συνέχεια. Εφόρτωνα το μουλάρι, επήγαινα στα πυροβόλα και ξεφορτώναμε τις οβίδες και ξανά πάλι πίσω την ίδια δουλειά, μέρα νύχτα. Τρεις μήνες συνέχεια. Στις διαδρομές που έκανα πολλές φορές έβλεπα σκοτωμένους Ιταλούς στην άκρα του δρόμου. Την νύχτα εμαζευόμαστε μερικοί και τσι θάβαμε.
Μια μέρα ένα αεροπλάνο Ιταλικό μας έριξε βόμβες εκεί που είχαμε τα τσαντίρια μας. Άκουσα ένα σφύριγμα και έπεσε μια βόμβα δίπλα στη σκηνή μου. Ήτανε ζήτημα να έπεσε δέκα μέτρα μακριά. Ίσα ίσα που πρόλαβα και έπεσα χάμω. Τα βλήματα επήρανε τη σκηνή και την κάνανε κουρέλια.
Νερό δεν είχαμε. Άμα θέλαμε να πιούμε νερό και μεις και τα μουλάρια, εβγάναμε ένα λάκκο και περιμέναμε να μαζώξει νερό. Επίναμε πρώτα εμείς και ύστερα εσιμώναμε τα μουλάρια να πιούνε. Εγώ έφταξα μέχρι ένα χωριό που λέγεται Ψάρι. Από το Ψάρι και μέσα δεν επήγε το πυροβολικό μας. Τα υψώματα μπροστά τα είχε πιάσει το πεζικό. Οι Ιταλοί είχανε οχυρωθεί στο Τεπελένι και δεν εμπορούσαμε να τσι βγάλομε από κει.
Το πιο μεγάλο κακό που εσυνάντησα στον πόλεμο ήτανε οι ψείρες. Ούτε ο πόλεμος μας φόβισε τσι Έλληνες, ούτε οι κακουχίες, η πείνα, το κρύο, ούτε οι Ιταλοί, ούτε τίποτα δε μας ένοιαξε. Μόνο οι ψείρες. Χιλιάδες ψείρες ήτανε απάνω μας.
Τα ίδια παθαίνανε και οι Ιταλοί. Όταν τσι πιάναμε αιχμαλώτους είχανε κι αυτοί το ίδιο βάσανο.
Όταν έσπασε το μέτωπο εγυρίσαμε όλοι μαζί πίσω. Επεράσαμε ένα μεγάλο ποταμό, τον Αώο. Γέφυρα δεν είχε. Την είχανε χαλάσει οι Ιταλοί. Εμείς εφτιάξαμε μια γέφυρα με βάρκες και πέρασε ο Ελληνικός στρατός. Εφτάξαμε στο Αγρίνιο. Εβρήκαμε μια αποθήκη του στρατού και είχε κουβέρτες. Πήραμε κουβέρτες, μια ο καθένας, και συνεχίσαμε στην Πελοπόννησο, στο Ναύπλιο. Μέχρι το Ναύπλιο εκατέβασα και το μουλάρι που είχα στο μέτωπο. Στο Ναύπλιο μου το κλέψανε. Από το Ναύπλιο πήγαμε στην Αθήνα. Στην Αθήνα εκάναμε ένα μήνα. Οι Γερμανοί δεν μας επιτρέπανε να κατεβούμε στην Κρήτη. Λαθραία εμείς εβρίσκαμε καΐκια και φεύγαμε.
Εγώ, ο αδερφός μου ο Αριστείδης, και τρεις από την Κασταμονίτσα ο Σταματογιώργης, ένας Ψαράκης Γιάννης και ένας Καλαϊτζάκης εμπήκαμε σε ένα καΐκι και μας κατέβασε μετά από πολλές δυσκολίες στην Σητεία. Από την Σητεία με τα πόδια εγυρίσαμε πίσω στο χωριό μας. Οι Γερμανοί είχανε καταλάβει την Κρήτη. Πρέπει να ήτανε αρχές του Ιούνη του 1941. Από τους χωριανούς που επήγαμε στην Αλβανία δεν εγυρίσανε τέσσερις. Ο Καινουργιάκης ο Βαγγέλης, ο Χουρδάκης ο Μανόλης και δυο Χουλάκηδες.
Ο χωριανός μου ο Χουρδάκης ο Μανόλης ετραυματίστηκε και έμεινε μια μέρα σε ένα χαντάκι. Δεν τον επήρανε αμέσως. Όταν τον επήγανε στο νοσοκομείο ήτανε αργά. Είχε χυθεί όλο του το αίμα…».
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος