Ρέθυμνο, Δημοτικός Κήπος, 9 Απριλίου 1943. Ο Γιάννης Ανδρουλάκης την ημέρα μεταφοράς των «χελωνών»
Ρέθυμνο, Δημοτικός Κήπος, 9 Απριλίου 1943. Ο Γιάννης Ανδρουλάκης την ημέρα μεταφοράς των «χελωνών»
Ρέθυμνο, Δημοτικός Κήπος, 9 Απριλίου 1943. Ο Γιάννης Ανδρουλάκης την ημέρα μεταφοράς των «χελωνών» από το Βυζάρι Ρεθύμνου στο Ηράκλειο. (αρχείο Ιωάννου Ανδρουλάκη, ανέκδοτη φωτογραφία)

Ο Γιάννης Ανδρουλάκης γεννήθηκε το 1924 στις Αρχάνες Τεμένους. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος και μητέρα του η Μαρία.

Στην έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, ήταν δεκαέξι χρονών και ορφανός από πατέρα. Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τα φασιστικά γερμανικά στρατεύματα, μυήθηκε στην Αντίσταση από τον Αρχανιώτη Γεώργιο Δουνδουλάκη το 1941, μαθητής τότε του Πρακτικού Λυκείου Ηρακλείου σε ηλικία δεκαεφτά χρονών.

Αποτέλεσε μέλος και έναν από τους υπαρχηγούς της Εθνικής Οργάνωσης Δολιοφθοράς Πληροφοριών Ηρακλείου Λασιθίου (Ε.Ο.Δ.Π.) με Αρχηγό τον Γεώργιο Δουνδουλάκη. Διακρίθηκε για τον ηρωισμό και την τόλμη του σε όλες τις αποστολές που ανελάμβανε.

Συνήθιζε να έχει πάντοτε μαζί του μία χειροβομβίδα, γιατί δεν ήθελε να πέσει ζωντανός στα χέρια των Γερμανών.

Αυτή η συνήθεια, του προσέδωσε το ψευδώνυμο «χειροβομβίδας», ο ίδιος χρησιμοποιούσε το επίθετο Σακελλαρίδης, (πλαστή ταυτότητα). Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γιάννης Ανδρουλάκης τιμήθηκε με τρία παράσημα.

Για την Ε.Ο.Δ.Π., ο Γιάννης Ανδρουλάκης αναφέρει: «Η ίδρυσις του δικτύου Πληροφοριών και Δολιοφθοράς ήτο συνέπεια της ιδρύσεως του συμμαχικού δικτύου πληροφοριών Force 133, υπό Αγγλικής ηγεσίας και μεταβίβαζε πληροφορίας στο Αρχηγείον της Force 133 του Καΐρου μέσω Άγγλων Αξιωματικών αποστολής και συμμάχων ασυρματιστών.

Στην πίσω όψη της φωτογραφίας αναγράφεται:  Ρέθυμνο 9/4/43
Στην πίσω όψη της φωτογραφίας αναγράφεται: Ρέθυμνο 9/4/43. April 9, 43 Στον κήπον περιμένοντας το λεωφορίον να φύγη δια Ηράκλειον Ιωάννης Ανδρουλάκης (αρχείο Ιωάννου Ανδρουλάκη, ανέκδοτη φωτογραφία)

Ο σκοπός της Οργανώσεως ήτο η συγκέντρωσις στρατιωτικών πληροφοριών πάσης φύσεως, ρίψεως προκηρύξεων προπαγάνδας εναντίον των Γερμανών και Ιταλών, βοηθώντας την εκτέλεσιν ή εκτελώντας σαμποτάζ εναντίον του εχθρού.

Εκτός των ανωτέρω καθηκόντων υπό την ηγεσίαν του Γ. Δουνδουλάκη εβοηθήθη η ίδρυσις πολιτικής επιτροπής η οποία είχε συμβουλευτικό χαρακτήρα και στρατιωτική επιτροπή με διοικητή τον συν/χην Πλεύρη στο Νομό Λασιθίου και αντ/χη Μπετεινάκη στο Νομό Ηρακλείου. Επίσης εβοηθήθη η φυγάδευσις στην Μέση Ανατολή πολλών καταδιωκομένων υπό των Γερμανών.

Το κέντρο οργανώσεως ήτο το σπίτι της μητέρας μου Μαρίας χήρας Γεωργίου Ανδρουλάκη, ευρισκόμενο εις την οδό Τσουδερών 29, Ηράκλειον, από Ιουλίου 1941 μέχρι Μαρτίου 1943. Εδώ εκρατούντο όλα τα έγγραφα, χρήματα, εκρηκτικές βόμβες, όπλα, προκηρύξεις κλπ. Εδώ εγίνοντο όλες οι συναντήσεις, σύνδεσμοι και εδώ διέμεινε ο Λοχαγός Λη Φέρμορ όταν αφίχθη στο Ηράκλειο…ª.

Στις αρχές Απριλίου 1943, βρετανικά συμμαχικά αεροπλάνα έκαναν στον Ψηλορείτη μία από τις συνηθισμένες ρίψεις εφοδίων και οπλισμού για τους Βρετανούς αξιωματικούς συνδέσμους και τους Κρήτες αντάρτες. Μαζί με τα εφόδια, ρίχτηκαν και μαγνητικές νάρκες για σαμποτάζ των εχθρικών πλοίων. Επειδή οι νάρκες είχαν τη μορφή χελώνας, ονομάστηκαν από τους άντρες της κατασκοπείας ´χελώνεςª.

Ο Βρετανός Αξιωματικός Σύνδεσμος Πάτρικ Λη Φέρμορ, σκοπεύοντας να βυθίσει το επιταγμένο εμπορικό πλοίο ´Σάντα Φεª που βρίσκονταν συχνά αγκυροβολημένο στο λιμάνι του Ηρακλείου, ανέθεσε τη μεταφορά των «χελωνών» στον τολμηρό νεαρό Γιάννη Ανδρουλάκη. Ο Γιάννης Ανδρουλάκης, στις 8 Νοεμβρίου 1971, υποβάλει στο ΓΕΣ έκθεση με τα πεπραγμένα του την περίοδο της κατοχής. Στην έκθεσή του, μεταξύ άλλων, περιγράφει και την μεταφορά των «χελωνών» από το Βυζάρι Ρεθύμνου στο Ηράκλειο. Συγκεκριμένα, γράφει γι’αυτήν τη δύσκολη αποστολή:

«…αυτή τη φορά, αντιμετώπισα δια πρώτη φορά μεγάλο κίνδυνο και απέκτησα νευρικότητα. Οι χελώνες είναι μαγνητικές βόμβες που τίθονται να εκραγούν με χρόνο στα εξωτερικά τοιχώματα πλοίων, στο μέρος δεξαμενών πετρελαίων. Έχουν το μέγεθος μεγάλης χελώνας και ζυγίζουν περισσότερον των 5 κιλών εκάστη. Επήγα μέσω Ρεθύμνου εις Βυζάρι στο σπίτι του Μανώλη Παραδεισανού, όπου συνάντησα τον Λη Φέρμορ, Νίκο Σουρή, Μανόλη Πατεράκη, Κώστα και Μανώλη Παραδεισανό.

Το βράδυ μετά το φαγητό μου λέγει ο Λη Φέρμορ: Γιάννη εμείς θα πάμε να κατεβάσουμε τις χελώνες από το βουνό κάτω εδώ, εσύ θα κάμης το δύσκολο μέρος και δεν πρέπει να κουρασθής ερχόμενος μαζύ μας. Το ίδιο βράδυ εβάλανε τις χελώνες σε δύο μεγάλες βαλίτσες μαζύ με ένα υποπολυβόλο και δύο χειροβομβίδες. Την άλλη ημέρα το πρωί συγκεντρώθησαν όλοι γύρω μου.

Είχα πάρει ένα περίστροφο στην μια τσέπη της καπαρντίνας μου και μια χειροβομβίδα στην άλλην.

Ο ένας μετά τον άλλο, μου έσφυξαν το χέρι, ο Λη Φέρμορ με πολύ συγκίνησι μου λέγει: Γιάννη η σκέψις μας και η καρδιά μας θα σε συνοδεύουν μέχρι να φθάσης στο Ηράκλειο. Κύτταξε να μην σε πιάσουν, διότι θα μας στοιχίση πολύ αυτό.

Σχεδόν όλοι είχαν δάκρυα στα μάτια τους και ένας είπε ένα αστείο για να γελάσωμε. Με εβοήθησαν και μετέφερα τις βαλίτσες στο σταθμό του λεωφορείου του Αντώνη Κατσιά.

Ο Κατσιάς που ήτο μέλος της οργανώσεως εγνώριζε περί του περιεχομένου των βαλιτσών. Ήτο πρόθυμος δι’όλα. Ξεκινήσαμε δια Ρέθυμνο, εγώ καθόμουν δίπλα στον Κατσιά που οδηγούσε.

Στην σκέψι μου ήταν πάντα, ότι δεν πρέπει να πέσουν οι χελώνες στα χέρια των Γερμανών.

Η κατασκευή τους ήτο μυστική. Όταν φθάσαμε στο Ρέθυμνο, έστειλα τον Κατσιά μακρυά της στάσεως, αν συνελάμβαναν εμένα, δεν ήτο ανάγκη να συλληφθή και αυτός. Ο βοηθός του λεωφορείου ήξευρε ότι οι βαλίτσες ήσαν δικές μου και δεν είχε αντιληφθή τις σχέσεις μου με τον Κατσιά. Κατεβάσαμε τα πράγματα και ευρήκα εύκολα βοήθεια να τα μεταφέρω στο σταθμό αναχωρήσεως λεωφορείων για το Ηράκλειο, όχι όμως χωρίς νευρικότητα καθώς το μέρος ήτο γεμάτο από χωροφύλακας, τελώνας και Γερμανική Στρατιωτική Αστυνομία (Φέλντ Πολιτσάις).

Ερώτησα τον οδηγό και βοηθό του λεωφορείου Ρεθύμνου-Ηρακλείου αν είχε μέρος για εμένα και τα πράγματά μου δια το Ηράκλειο. Εσήκωσε μια βαλίτσα δια το βάρος και μου απήντησαν ότι έχουν αλλά πρέπει να φέρω ένα χαρτί από τον Τελώνη και από τας αρχάς (χωροφύλακας Γερμανούς) ελέγξεως δια την φόρτωσιν των βαλιτσών. Τους είπα ότι έχω κλεμμένες Γερμανικές κονσέρβες και τους επρόσφερα πολλά χρήματα.

Ενώ συζητούσαμε, Γερμανοί στρατιωτικοί αστυνομικοί επλησίασαν με δικούς μας χωροφύλακας και έρριξαν ένα βλέμμα στις βαλίτσες. Έσφιξα την λαβή του περιστρόφου μου, το μόνο που μου απέμεινε ήτο να πυροβολήσω στις χελώνες και να ανατιναχθούμε όλοι. Ευτυχώς άρχισαν να τους καλούν στο διπλανό λεωφορείο που έβαζαν μεγάλο καυγά και απεμακρύνθησαν τρέχοντας. Ο οδηγός τότε, μου είπε: Άκουσε συμπατριώτη, εμείς φεύγομε μακρυά, βάλε τα πράγματα στο αυτοκίνητο και πες ότι το έκαμες χωρίς να σε δούμε.

Ανέβασα τις βαλίτσες στο αυτοκίνητο και επήγα να φάγω κάτι, σ’ένα διπλανό εστιατόριον, διότι το λεωφορείο θα έφευγε μετά μιας ώρας.

Ήμουν όλος χαρά οπόταν για μια στιγμή αντιλήφθην τον ύποπτον που μας πρόδωσε στους Γερμανούς όπως θα γράψω αργότερον. Με επλησίασε και ερωτήσαμε έκαστος τον άλλον τι κάνει στο Ρέθυμνο. Και οι δυο είχαμε την απάντησι, εμπόριο. Εσκέφθην να τον απομακρύνω στον κήπο του Ρεθύμνου το οποίον και έκανα.

Μπορούσα να τον σκοτώσω εκεί αν εύρισκα την ανάγκη και να διαφύγω εύκολα. Ευτυχώς ενώ περπατούσαμε στον κήπο κάτι υποψιάσθη από την στάσι μου και μου είπε: «Φεύγω διότι έχω δουλειά και απεμακρύνθη.

Εκάθησα σ’ένα παγκάκι και έβγαλα μια φωτογραφία. Επί τέλους, αναχωρήσαμε δια Ηράκλειον. Στο δρόμο μας σταμάτησαν δύο Γερμανοί στρατιώτες και εζήτησαν μεταφορά στο Ηράκλειο. Μ’ερώτησε ο ένας αν μπορεί να καθήση επάνω στην μια βαλίτσα και εγώ βέβαια, του απήντησα ευχαρίστως.

Όταν εφθάσαμε στο Ηράκλειο, άρχισε πάλι η νευρικότης. Ένας Τελώνης, δύο χωροφύλακες και με τριγύρω παρακολουθούσης Γερμανικής αστυνομίας πλησίασαν, μ’ερώτησαν, και ήσαν έτοιμοι να ανοίξουν τις βαλίτσες. Τους είπα ότι είναι κονσέρβες. Απήντησαν να τις δουν. Τους είπα μια μεγάλη τιμή κόστους για να βάλουν μεγάλη φορολογία χωρίς να ανοίξουν τις βαλίτσες, αλλά αυτοί εζητούσαν να ανοιχθούν.

Έστρεψα τότε και τους έτυνα το περίστροφα μέσα από την τσέπη μου και τους είπα εντατικά, πατριώτη γράψε απόδειξι για κονσέρβες. Τότε ο Τελώνης άρχισε να γράφη μία απόδειξι για κονσέρβες. Ο Μιχάλης ο Κόκκινος ήταν εκεί και με περίμενε. Χωρίς να αλλάξω στάσι, του εφώναξα: Μιχάλη φέρε ένα καροτσάκι και πάρε τα πράγματα. Σε δυο λεπτά ο Μιχάλης εφώρτονε τις βαλίτσες σ’ένα καροτσάκι και απομακρυνόταν.

Μόλις επροχώρησε ο Μιχάλης, επήρα και εγώ την απόδειξι, επλήρωσα τον Τελώνη αρκετά χρήματα και απεμακρύνθην. Οι Γερμανοί γύρω, εκοίταζαν με κάποια υποψία. Ένα πράγμα όμως, ήτε οι Έλληνες δεν ήθελαν μεγαλυτέραν φασαρίαν, ή ήσαν πολύ πατριώτες όπως και εμείς. Μπορούσαν να φωνάξουν τους Γερμανούς όταν απομακρυνόμουν. Η μητέρα μου Μαρία, με εδέχθηκε με κλάμματα αλλά και υπερηφάνεια. Ήξερε το περιεχόμενο και είχε ετοιμάσει ήδη τον κρυψώνα στο σπίτι της. Ο Γ. Δουνδουλάκης ο οποίος όλο τον καιρό αυτό γυρνούσε με νευρικότητα στους δρόμους, ανεκουφίσθη πολύ μόλις με είδε….

Στην Εθνική Οργάνωση Δολιοφθοράς Πληροφοριών Ηρακλείου Λασιθίου (Ε.Ο.Δ.Π.) που είχε ιδρύσει ο Γεώργιος Δουνδουλάκης, τοποθέτησε ο ίδιος ως υπαρχηγούς τον Μιχάλη Ακουμιανάκη, τον Γιάννη Ανδρουλάκη και τον Κώστα Καστρινογιάννη. Στις αρχές Ιουνίου 1943, η Οργάνωση προδόθηκε από τον γερμανόφιλο Μπόγρη και μέλη της άρχισαν να συλλαμβάνονται από τους Γερμανούς.

Είχε προδοθεί και το σπίτι – κρησφύγετο της Οργάνωσης, (σπίτι της μητέρας του Γιάννη Ανδρουλάκη), στην οδό Τσουδερών 29. Το σπίτι γρήγορα άδειασε από τις προκηρύξεις, τον πολύγραφο, τα όπλα και τα πυρομαχικά, τις χειροβομβίδες και τις χελώνες.

Τα περισσότερα μεταφέρθηκαν σε κρυσφύγετο της Οργάνωσης στην Κνωσό. Οι Γερμανοί συνέλαβαν την μητέρα του Γιάννη Ανδρουλάκη Μαρία. Χωρίς να μαρτυρήσει τίποτα, τέθηκε σε κατ’οίκον περιορισμό. Κάποια μέρα διέφυγε της προσοχής του Γερμανού φρουρού που βρίσκονταν έξω από το σπίτι και κατέφυγε στο χωριό Μηλιαρίσσι Μονοφατσίου.

Ο πρώτος Αρχηγός της Ε.Ο.Δ.Π. Γεώργιος Δουνδουλάκης και οι υπαρχηγοί Γιάννης Ανδρουλάκης και Κώστας Καστρινογιάννης, απέφυγαν την τελευταία στιγμή τη σύλληψη, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Κρήτη και φυγαδεύτηκαν αρχές Ιουνίου 1943 στη Μέση Ανατολή. Μετά τη φυγή του Γεωργίου Δουνδουλάκη, Γιάννη Ανδρουλάκη και Κώστα Καστρινογιάννη, η Ε.Ο.Δ.Π. πέρασε στα χέρια του Μιχάλη Ακουμιανάκη.

Για την προδοσία της Οργάνωσης και του σπιτιού του, καθώς και τη φυγή που ακολούθησε στη Μέση Ανατολή, ο Γιάννης Ανδρουλάκης τονίζει στην Έκθεσή του: «…δυστυχώς τέλος Απριλίου του 1943, οι Γερμανοί άρχισαν να συλλαμβάνουν τον ένα μετά τον άλλο διάφορα μέλη της οργανώσεως. Είχαμε υποψιασθή το άτομο αυτό που μας πρόδωσε από πολύ καιρό, αρχάς Μαρτίου.

Πολλές φορές εκοίταζε να μας πωλήση δήθεν Γερμανικά τρόφιμα, ρουχισμό, όπλα κλπ. δια να μας πιάσει σε παγίδα, αυτό δεν έγινε, αλλά δυστυχώς ήξευρε το σπίτι της μητέρας μου το οποίον άρχισε να παρακολουθήτε πολύ. Εγώ είχα να πάω να συναντήσω τον Κατσιρντάκη στην Μεσσαρά και ανεχώρησα με πολύ ανησυχία.

Εις την επιστροφή επέρασα από τον Πλάτανο και πήρα πληροφορίες για την Αγία Γαλήνη από τον Γ. Κατεχάκη. Εις τους Αγίους Δέκα εμπήκαν δυο Γερμανοί αστυνομικοί μέσα στο λεωφορείο. Κρατούσα μίαν χειροβομβίδα μαζύ μου πάντοτε να την χρησιμοποιήσω.

Όταν φθάσαμε στο Ηράκλειο έτρεξα από πλαγίους δρόμους στο σπίτι της μητέρας μου. Την ευρήκα σε πολύ νευρικότητα αλλά με το ηθικό της ψηλά. Μου είπε ότι ο Γ. Δουνδουλάκης και Μ. Ακουμιανάκης εβοήθησαν τον Μιχάλη Κόκκινο να φορτώση τις χελώνες σ’ένα γάιδαρο τις οποίες επήρε έξω από το Ηράκλειο. Επίσης ο Γιώργος επήρε όλα τα άλλα πράγματα από το σπίτι το οποίον είχε προδοθεί.

Επήγα και βρήκα τον Γιώργο Δουνδουλάκη στο δωμάτιό του. Μου είπε ότι όσους δεν έχουν πιάσει οι Γερμανοί, έχουν φύγει έξω από το Ηράκλειο. Ήξερα ότι ο Γιώργος ουδέποτε θα έφευγε χωρίς εμένα. Ήμουν πολύ κουρασμένος και απεφάσισα να κοιμηθώ στο σπίτι της μητέρας μου εκείνο το βράδυ αλλά έτοιμος ντυμένος να πεταχθώ έξω από μια πίσω πόρτα αν ερχόντουσαν οι Γερμανοί.

Η μητέρα μου κάθησε άυπνη όλο το βράδυ κυτάζοντας έξω από το παράθυρο. Την άλλη ημέρα αποχαιρέτησα τη μητέρα μου. Μου είπε φεύγα παιδί μου εσύ, δεν πρόκειται να βγάλουν τίποτε από εμένα, ότι και να μου κάνουν.

Κατά το ηλιοβασίλεμα εγώ, ο Γιώργος Δουνδουλάκης και ο αδελφός του Ηλίας, εμπήκαμε έξω από την πόρτα Χανίων στο αυτοκίνητο του Αστρινού και επήγαμε στις Κάτω Ασίτες. Σχεδόν την ίδια ώρα εκυκλώσανε οι Γερμανοί τα γύρω τετράγωνα γύρω από το σπίτι της μητέρας μου. Της εζήτησαν τον γιο της Ιωάννη Ανδρουλάκη και τον Γιώργο Παπαδάκη. Εγώ, καίτοι εχρησιμοποιούσα το ψευδώνυμο Σακελαρίδης ο ύποπτος με ήξερε με το πραγματικό μου όνομα με το οποίον είχα καταγραφεί στον κατάλογο των Γερμανών.

Ο Γ. Δουνδουλάκης εγνωρίζετο με το όνομα Παπαδάκης. Της έβαλαν το πιστόλι στον κρόταφο και εν συνεχεία όλο το βράδυ την είχαν καθήσει δεμένη σε μια καρέκλα και της έριχναν δυνατό φως στα μάτια. Αυτή όμως πάντοτε την ίδια απάντηση. Τι μου ζητάτε τον γιο μου εμένα, πηγαίνετε να τον βρείτε, δεν ξέρω τίποτα!».

Η έρευνά τους στο σπίτι δεν απέδωσε σε τίποτε. Η μητέρα μου αργότερα κατώρθωσε να δραπετεύση με την βοήθεια των μελών της οργανώσεως έξω από το Ηράκλειο. Ντυμένη με ένα τσεμπέρι και με ρούχα σαν γριά και την ώρα που οι Γερμανοί όπου παρακολουθούσαν το σπίτι ήσαν αφηρημένοι, έτρεξε στο Βαλιδέ Τζαμί όπου την περίμενε αυτοκίνητο και έφυγε στο Βελούλι και αργότερα στο Μηλιαρίσι.

Στις Κάτω Ασίτες εγώ και ο Γ. Δουνδουλάκης μείναμε στο σπίτι του Αστρινού όπου μας αντάμωσε και ο Κ. Καστρινογιάννης και εργασθήκαμε στην τακτοποίησι πληροφοριών και στρατιωτικών χαρτών. Μετά μερικές ημέρες εγώ και ο Γ. Δουνδουλάκης τραβήξαμε προς τα Ανώγεια.

Έξω των Ανωγείων μας αντάμωσε ο Ακουμιανάκης και καταφύγαμε οι τρεις πάνω σ’ένα λόφο όπου και εργαζόμεθα επί πληροφοριών που έφερε ο Ακουμιανάκης. Δια μια στιγμή κατέβηκα κάτω στους πρόποδες του λόφου, περίπου 150 μέτρα κάτω να γεμίσω τα παγούρια νερό. Είχα το πιστόλι μου κρεμασμένο στην μέση μου. Ενώ επέστρεφα, μία Γερμανική περίπολος περνούσε μερικά μέτρα απ’εμένα κατευθυνόμενη καθέτως στην πορεία που είχα.

Αυτό που συνέβη δεν μπορούσα να το πιστεύσω αργότερα όταν ο Γιώργος και Μιχάλης μου το έλεγαν. Ούτε εγώ άκουσα θόρυβο ή εγύρισα το κεφάλι μου πίσω να κυττάξω ούτε οι Γερμανοί έστρεψαν λίγο δεξιά το κεφάλι τους να με δουν. Εν συνεχεία εγώ εκάθησα μερικές ημέρες στα διάφορα μιτάτα έξω των Ανωγείων διότι οι Γερμανοί με εζητούσαν με το πραγματικό μου όνομα και έπρεπε να αποφεύγω να εισέρχομαι σε χωριά. Ο Γιώργος Δουνδουλάκης αρρώστησε και έμεινε μια εβδομάδα στα Ανώγεια.

Στο διάστημα αυτό ειργάσθην με τον Λη Φέρμορ τον οποίο κατετόπισα λεπτομερώς επί των Γερμανικών βάσεων και άλλων τελευταίων πληροφοριών και επίσης ενημέρωσα τον Άγγλο υπολ/γό Ραλφ Στόκπριτζ περί της όλης καταστάσεως όστις μόλις είχε αρχίσει υπηρεσίαν. Μια ημέρα μας ειδοποίησαν ότι Γερμανοί είχαν εισέλθη στα Ανώγεια και κατευθυνόντουσαν επίσης προς το μιτάτο που μέναμε (νομίζω Στεφανογιάννη).

Πάνω στην σύγχυση μας συνέβη ένα ατύχημα. Εγώ, ο Γ. Δουνδουλάκης και δύο άλλοι τραβήξαμε εκείνο το βράδυ προς τον ασύρματο. Τα ξημερώματα ευρισκόμενοι περίπου στην κορυφή του Ψηλορείτη αντιληφθήκαμε Γερμανική περίπολο κάτω στο λεκανοπέδιο η οποία μας είχεν αντιληφθή αλλά ήτο δύσκολο να μας προλάβουν. Κατεβήκαμε την άλλη μεριά του Ψηλορείτη και κατά το απόγευμα εφθάσαμε στην Χωστή Σπηλιά την οποία ευρήκαμε αδειανή.

Υποψιασθήκαμε κίνδυνο και ενώ απομακρυνόμεθα μας ειδοποίησαν ότι οι Γερμανοί είχαν πιάσει με ραδιογωνιόμετρο τον ασύρματο αλλά οι δικοί μας κατώρθωσαν να ξεφύγουν με ολίγες απώλειες πραγμάτων μόνο. Πάλι πίσω χωρίς ξεκούρασι. Μετά πολλές περιπέτειες συναντήσαμε τον Νίκο Σουρή και όλους τους άλλους, κατευθυνθήκαμε στο μιτάτο του Διονύση και τελικώς αναχωρήσαμε την 6 Ιουνίου 1943 από την περιφέρεια Κρότου εις Αφρικήν».

* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης, είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου  Θραψανού Πεδιάδος