Λόγοι «επί τη καταλήψει» της Κορυτσάς και του Αργυρόκαστρου, του δασκάλου Δημητρίου Εμμ. Τσαγκαράκη
Ο δάσκαλος και διευθυντής του Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Δημήτριος Τσαγκαράκης, πολέμησε στη Μικρασιατική εκστρατεία με τον βαθμό του έφεδρου Ανθυπολοχαγού. Στις μάχες στο μικρασιατικό μέτωπο, σκοτώθηκε ο αδερφός του Αντώνιος, το 1922 στο Αϊβαλί.
Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο πήραν μέρος τρεις γιοι του, κι αυτοί δάσκαλοι. Ο Αντώνιος, λοχίας, σκοτώθηκε στις 10 Μαρτίου 1941 στα υψώματα της Τσεμπεσίνας. Ο Ευάγγελος, λοχίας, έπαθε κρυοπαγήματα στις 7 Μαρτίου 1941, μεταφέρθηκε στο Ορεινό Χειρουργείο της Κοσίνας και στη συνέχεια στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Ο Εμμανουήλ, στρατιώτης, τραυματίστηκε κατά την επιστροφή του από το μέτωπο, σε γερμανικό αεροπορικό βομβαρδισμό του Πειραιά, στις 16 Απριλίου 1941.
Στα χωριά του νομού Ηρακλείου τo 1940, τα νέα από το μέτωπο έφταναν καθημερινά, χαροποιώντας τους κατοίκους, αφού μάθαιναν για την απελευθέρωση των πόλεων της Βορείου Ηπείρου.
Ο διευθυντής του Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Δημήτριος Τζαγκαράκης, συμμετείχε με τους μαθητές του στη δοξολογία στον πολιούχο ναό του Τιμίου Σταυρού στο Θραψανό την Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 1940, στις 6.30 το απόγευμα, μόλις μαθεύτηκε η κατάληψη της Κορυτσάς.
Στους εκκλησιαζόμενους, ο Δημήτριος Τσαγκαράκης εκφώνησε πατριωτικό λόγο, τονίζοντας:
´”Τα νικητήρια ακούγονται παντού και το έθνος μας χαρούμενο γιορτάζει
κι οι σκλαβωμένοι ελευθερώνονται παντού με το αίμα του γενναίου μας στρατού!
Αυτή η ιαχή και εθνική κραυγή έρχεται τη στιγμή αυτή από τα βάθη της ψυχής μου και αναπηδά στα χείλη μου. Αδελφοί Έλληνες, γιορτάστε και πανηγυρίστε με όλη σας την καρδιά την απελευθέρωση μιας πολυβασανισμένης πόλεως της Β. Ηπείρου μας. Είναι τώρα η τρίτη φορά μα και η τελευταία, που ο γενναίος και τρισένδοξος στρατός μας της χαρίζει την ελευθερία με το αίμα του.
Βάρβαρος, άνανδρος, ύπουλος και θρασύδειλος εχθρός με αρχηγό ένα ψευτοκαίσαρα την είχε μεταβάλει σε απόρθητο φρούριο. Επτά ιταλικές μεραρχίες με τα καλύτερα ιταλικά στρατεύματα, τους μελανοχίτωνες, τους Αλπίνι και τους Κενταύρους την υπεράσπιζαν.
Άρματα μάχης, τεθωρακισμένα αυτοκίνητα, μηχανοκίνητες δυνάμεις, τεράστιο βαρύ και ελαφρύ πυροβολικό, όλμοι, αεροπλάνα, αεροδρόμια και ότι άλλο μπορεί να διαθέσει ένα μεγάλο κράτος σε ένα σημερινό και σύγχρονο πόλεμο, χρησιμοποιήθηκαν από στρατό καταπληκτικώς αριθμητικώς υπέρτερο.
Μα ποιος μπορεί ποτέ να αντισταθεί στην αστραπή της ελληνικής λόγχης, στην ακάθεκτο ορμή των τσολιάδων και των φαντάρων μας και στους κεραυνούς των ελληνικών όπλων;
Σαν θύελλα, σαν ανεμοζάλη, σαν καταιγίδα, σαν τυφώνας, σαν θεομηνία, σαν χείμαρρος ξέσπασε η οργή και το μίσος που πλημμυρούσε τόσον καιρό την καρδιά όλων μας και θέριεψε και γιγάντωσε και ατσάλωσε τις καρδιές των παιδιών μας, που πολεμούνε εκεί επάνω στα ηπειρωτικά κατσάβραχα.
Η υβρισθείσα Παναγία της Τήνου έκαμε το θαύμα της. Τους έδωκε και τους δίδει τη δύναμη και τη βοήθεια και τα διέλυσαν και τα σάρωσαν και τα συνέτριψαν όλα αυτά σαν χάρτινους πύργους και έτρεψαν σε επαίσχυντο φυγή τον υπερφίαλο και αλαζόνα επιδρομέα.
Η ψυχή του ωραίου ευδρόμου μας «Έλλη» πανηγυρίζει κι αυτή τώρα μαζί μας. Περήφανο καράβι μας, μη θλίβεσαι και μη λυπάσαι.
Η ελληνική γενναιοδωρία και η φιλοπατρία θα σε αποδώσουν μεγαλύτερο και καλύτερο πολύ γρήγορα και πολύ σύντομα στους κόλπους του δοξασμένου ελληνικού ναυτικού των Μιαούληδων και των Κανάρηδων. Αγάλου και χαίρου. Τα Ελληνόπουλα εκδικήθηκαν τον άδικο και άνανδρο καταποντισμό σου.
Παιδιά, η σημασία της νίκης μας είναι υπέροχη, είναι αφάνταστη, είναι ανεκτίμητη. Η Ιταλία χρησιμοποίησε για την εισβολή της στην πατρίδα μας έναν από τους καλύτερους στρατιωτικούς της, τον στρατηγό και πολεμικό συγγραφέα Πράσκα και ύστερα από τις αποτυχίες του τον Σόντον, υφυπουργό του Υπουργείου των Στρατιωτικών και – το ακούτε καλά; – και υπαρχηγό του γενικού στρατιωτικού επιτελείου της Ιταλίας.
Με άλλους λόγους τον καλύτερο στρατηγό της. Ο τσολιάς με το τσαρούχι του, ο φαντάρος με τη λόγχη του, οι ατρόμητοι αεροπόροι μας με τους φτερωτούς αετούς των, οι γυναίκες τα κορίτσια και τα παιδιά της Ηπείρου με τις ρόκες τους, με ξύλα και με πέτρες του έσπασαν τα μούτρα.
Ελλάς χώρα γιγάντων, γη ημιθέων και ηρώων, πόσον μεγάλη είναι η δόξα σου, πόσον υπέρλαμπρον και άφθαστον είναι το μεγαλείο σου!
Καταπλήσσεται και πάλιν σήμερον η οικουμένη με τα; πολεμικά τρόπαια και τα κατορθώματα των παιδιών σου! Ελλάς αιωνία, μητέρα των φώτων και του πολιτισμού, αιωνία είναι και θα είναι η δόξα σου.
Και τώρα όλοι μαζί μια διάπυρο ευχή ας αναπέμψωμε στον ύψιστο: «Θεέ του παντός, Θεέ της Ελλάδος, πάρε μαζί σου τις ψυχές των παιδιών μας που έπεσαν ηρωικώς αγωνιζόμενα τον καλόν υπέρ πίστεως και πατρίδος αγώνα.
Παρηγόρησε τις μητέρες τους και κάμε να φέρουν μεθ’υπερηφανείας τον πόνο τους και την ανάμνησή τους».
Αιωνία η μνήμη σας λεοντόκαρδα παλικάρια.
Τελειώνω με τους στίχους ενός πολεμικού τραγουδιού που έρχονται τώρα στο νου μου:
Εμπρός παιδιά και η Ελλάς φωνάζει, στα όπλα της ζητά να μας ιδή
το όπλο του καθένας ας αρπάξει και με χαρά ας γλυκοτραγουδεί.
Ο βασιλιάς μας ο μαρμαρωμένος, που τόσα χρόνια είχε κοιμηθεί
εξύπνησε δαφνοσταφανωμένος, μ’ολόχρυσο στο χέρι το σπαθί.
Και καβαλάρης πάνω στ’άλογό του, με το στρατό πηγαίνει πάντα εμπρός ας τρέξουμε κι εμείς εις το πλευρό του, ας χύσουμε το αίμα μας. Εμπρός.
Τώρα βροντά Ελληνικό κανόνι, τώρα παντού θα λάμψει ο σταυρός
τα όπλα μας η νίκη στεφανώνει, καιρό μη χάνουμε. Εμπρός”! ª
Το ίδιο επαναλήφθηκε την Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 1940, στις 8 η ώρα το βράδυ, στη δοξολογία στον ναό του Τιμίου Σταυρού, για την κατάληψη του Αργυρόκαστρου. (Το Αργυρόκαστρο έπεσε την Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 1940 στις 12.15 το μεσημέρι).
Ο Δημήτριος Τσαγκαράκης, στον λόγο του ανέφερε τα εξής:
´Νέα τρόπαια, νέοι θρίαμβοι, νέες δόξες σταφανώνουν και πάλιν τα αθάνατα ελληνικά όπλα. Αθάνατη ψυχή! Πόσον ωραίο είναι το φτερούγισμά σου και πόσο μεγαλόπρεπο το μεσουράνημά σου! Είσαι προνομιούχος. Η κλαγγή των όπλων σου γίνεται για άλλη μια φορά παγκόσμιο σάλπισμα συναγερμού ελευθερίας. Σένα διάλεξε ο Θεός για να φωτίσεις και καταυγάσεις με το πνεύμα σου την οικουμένη και να σκορπίσεις την πρόοδο και τον πολιτισμό από περάτων έως περάτων του πλανήτη, που κατοικούμε.
Σένα διάλεξε ο Θεός για να δείχνεις πάντοτε με τα θρυλικά κατορθώματα των παιδιών σου το δρόμο του ηρωισμού, της αυταπάρνησης και της αυτοθυσίας, το δρόμο που οδηγεί στην ελευθερία, στη δόξα και στην αθανασία!
Να! Ξαναζούν πάλι οι 300 Σπαρτιάτες με τον Λεωνίδα τους, οι Μαραθωνομάχοι με τον Μιλτιάδη τους, οι Σαλαμινομάχοι με τον Θεμιστοκλή τους. Ξαναζωντάνεψε και πάλι το αιώνιο, το ακατάλυτο και απαράμιλλο πρίμα του 21. Η Ελλάδα δεν έπαψε, ούτε και θα πάψει να γεννά ήρωες και παλικάρια. Το ξέρει και το γνωρίζει καλά όλος ο κόσμος. Είναι η χώρα παλαιών θεών και νέων ημιθέων. Είναι η χώρα των γιγάντων και των τιτάνων.
Οι Σουλιώτες με τις Σουλιώτισσες, τους Τζαβελαίους και τους Μποτσαραίους, οι Διάκοι, οι Ανδρούτσοι, οι Παπαφλέσηδες, οι Κολοκοτρώνηδες, οι Πιπίνοι, οι Παπανικολήδες, οι Κατσαντώνηδες, οι Μιαούληδες, οι Κανάρηδες, δεν θα λείψουν ποτέ, μα ποτέ απ’αυτή. Δεν φτάνουν πια, τέλειωσαν, εξαντλήθηκαν οι δάφνες που φυτρώνουν στην ένδοξη πατρίδα μας να στεφανώνουμε τα μέτωπα των παλικαριών μας. Μετά την Πίνδο, τη Μάροβα, το Ιβάν, την Κορυτσά, τη Μοσχόπολη, την Ερσέκα, την Κονίσπολη, το Πόγραδετς, να τώρα με τη σειρά τους η Πρεμετή, οι Άγιοι Σαράντα, το Δέλβινο και το Αργυρόκαστρο.
Σαν νεράιδα, πεντάμορφη, ολόλαμπρη και χαρούμενη κυματίζει τώρα και σ’αυτά η γαλανόλευκη σκορπίζοντας παντού το άρωμά της, το μύρο της ελευθερίας.
Έλληνες, Ελληνίδες, Ελληνόπουλα κι Ελληνοπούλες: Δεν μπορείτε να βάλετε στο νου σας το μέγεθος και την αξία της υπέροχης και ανεκτίμητης νίκης μας. Ούτε να φανταστείτε καν, σε ποιο κατάντημα, σε ποιο εξευτελισμό και σε ποια ταπείνωση και ανυποληψία μπροστά και σε φίλους και σ’εχθρούς υποβάλαμε τον υπερήφανο, τον εγωιστή και αλαζόνα εχθρό μας. 9 εκατομμύρια πολεμούμε 45. Λαός μικρός με λίγα πολεμικά εφόδια, λαός μεγάλος με άφθονα πολεμικά μέσα κι άφθονο πολεμικό υλικό. Ο νάνος τον γίγαντα. Ο Δαβίδ τον Γολιάθ.
Δεν προκάνει. Κουβαλεί με τα πλοία, κουβαλεί τώρα και με τ’αεροπλάνα νέους Αλπίνι, νέους Κενταύρους, νέους Βερσαλλιέρους. Κουβαλεί κι όλο κουβαλεί καινούργια εκλεκτά στρατεύματα, νέες ενισχύσεις, νέες δυνάμεις, καινούριες μηχανές, νέα όπλα, νέα τανκς και τα ρίχνει στη μάχη, για να κατορθώσει να σταματήσει, έστω και για μια στιγμή, την ακάθεκτη, την αδάμαστη Ελληνική ορμή.
Μα του κάκου. Το ίδιο του κάνει. Τίποτα δεν μπορεί πια να τον σώσει. Δεν έχει το θάρρος και δεν μπορεί ο στρατός του ν’αντικρύσει το φεγγοβόλημα και τις αστραπές της ελληνικής λόγχης και την κατηγορεί ως βάρβαρο, απάνθρωπο και αναχρονιστικό μέσο. Δεν μπορεί ν’αντικρύσει τ’αστροπελέκια και τους κεραυνούς και τις φωτιές, που ξερνούν τα ελληνικά κανόνια, ούτε τις βόμβες που του ρίχνουν οι ατρόμητοι Έλληνες αι Άγγλοι αεροπόροι.
Είναι άνανδρος, μόνο για κιθάρες και μαντολίνα. Γι’ αυτό φεύγει από παντού και φεύγει και όλο φεύγει κι εγκαταλείπει εις τα πεδία των μαχών και πυροβόλα και όλμους και μυδραλιοβόλα και τουφέκια και τανκς και παντοειδή όπλα και άφθονο πολεμικό υλικό και άταφους νεκρούς και τραυματίες και αιχμάλωτους αξιωματικούς και οπλίτες ανθρώπινα ράκη. Με μια λέξη, τα πάντα πλην της τιμής, γιατί δεν έχει τέτοιο πράμα.
Στην ξακουσμένη Ήπειρο, τρισένδοξη πατρίδα,
τη δόξα με τη λευτεριά αγκαλιασμένες είδα.
Και τα νερά του Καλαμά τα κρουσταλλένια τ’άσπρα
π’αντιφεγγίζεται σ’αυτά ο ουρανός με τ’άστρα,
τώρα κυλούν ελεύθερα και τραγουδούν τ’αηδόνια
πως πέρασαν αγύριστα του Ιταλού τα χρόνια”.
Ας χαρούμε όλοι κι ας θαυμάσωμε τους ηρωισμούς, τις παλικαριές και τα κατορθώματα του στρατού μας. Ούτε ο εχθρός, ούτε τα στοιχεία της φύσεως, τα κρύα, τα ψύχη, οι κακουχίες, ο δριμύς, ο άγριος και παγερός χειμώνας, οι βροχές, τα χιόνια, που σκεπάζουν τώρα έως 1,50 μέτρο στα ηπειρωτικά βουνά τα μέρη που διεξάγονται οι πολεμικές επιχειρήσεις, δεν μπορούν να σταματήσουν τον δρόμο του.
Βιάζεται να τον πετάξει μια ώρα γρηγορότερα στη θάλασσα τον απαίσιο, τον κατηραμένο επιδρομέα. Κι ασφαλώς θα τον πετάξει, για να ησυχάσωμε μια για πάντα. Ας δοξάσομε τον Θεό, που ευλογεί τα όπλα μας κι ας τον παρακαλέσωμε να μας βοηθάει πάντοτε.
Μα ο πόλεμος δεν είναι … άδακρυς. Ας τον παρακαλέσωμεν ακόμη να δυναμώνει και να παρηγορά με τη χάρη του τους θλιμμένους γονείς, τις χήρες γυναίκες και τα ορφανά παιδιά, που αφήνει πίσω του ο σκληρός και άνισος αγώνας, που διεξάγει η ψυχή μας με τον αναρίθμητο και σιδηρόφρακτο στρατό του Μπενίτο Μουσολίνι.
Όραμα θεσπέσιο οραματίζομαι τώρα! Μέσα από τους καπνούς της μάχης, μέσα από την κόλαση του πυρός και τους θρυλικούς ηρωισμούς των παλικαριών μας, μέσα από τους πόνους, τους βόγγους και τις οιμωγές των βαριά τραυματισμένων, μέσα από τους ποταμούς και τα λύθρα των αιμάτων των σκοτωμένων στρατιωτών μας, βλέπω τη στιγμή αυτή με τα μάτια της ψυχής μου να βγαίνει και να ξεπετιέται και πάλι με την πορφύρα του αίματος, πανέμορφη με τη ματοβουρεμένη χλαμύδα της, με το φωτοστέφανο της δόξας, απαστράπτουσα από την αίγλη της νίκης η θεά Ελευθερία.
Θραψανιώτες και Θραψανιώτισσες, Θραψανιωτόπουλα και Θραψανιωτοπούλες: Εν ονόματι του εσταυρωμένου Σωτήρα μας, που ήλθαμε στο ναό του να τον δοξολογήσωμε για τις νίκες μας, εν ονόματι της αγωνιζομένης Πατρίδος μας, εν ονόματι τέλος του εγνωσμένου πατριωτισμού σας… μια έκκληση σας κάνω.
Βοηθήσετε, όπως μπορεί και όσο μπορεί ο καθένας σας την αγωνιζομένη Ελλάδα. Μην το ξεχνάτε. Διεξάγει τον σκληρότερο των αγώνων της, τον αγώνα της υπάρξεώς της. Όσοι από σας έχετε πολεμικά όπλα, παραδώσετέ τα αμέσως. Θα θεωρηθήτε εθνικοί ευεργέτες. Είναι αμαρτία, είναι έγκλημα, είναι φοβερά προδοσία να της στερούμε των μέσων, που χρειάζεται να νικήσει. Βοηθήσετέ την ακόμη και με είδη, με ξηρούς καρπούς, με όσπρια, με δημητριακά, με λάδι, με χρήματα και με ό,τι άλλο διαθέτετε.
Γυναίκες, δώσετε από το μαλλί που υφαίνετε την προίκα των παιδιών σας. Η Ελλάδα το ζητά για να πλέξειείδη και ζεστάνει τα παιδιά που πολεμούν στο μέτωπο. Είναι καθήκον σας, είναι ιερά υποχρέωσή σας. Αν, ό μη γένοιτο Θεέ μου, νικηθούμε, τι τα θέλετε, τι θα τα κάμετε, τι θα σας χρησιμέψουν τα προυκιά; Μαζί με την ελευθερία μας θα χάσωμε τα πάντα. Η ζωή, η τιμή και η περιουσία μας θα είναι στη διάθεση του εχθρού μας. Και πιστεύω να ξέρετε ή να εμάθετε όλοι σας τέτοιου είδους εχθρός είναι ο Ιταλός.
Κορίτσια, από σας έχομε τη μεγαλύτερη αξίωση. Πλέκετε, πλέκετε, πλέκετε, όλο πλέκετε μάλλινα είδη. Ούτε στιγμή ευκαιρίας μη χάνετε. Κούραση ποτέ μη νοιώθετε. Μη σας φανεί παράξενο. Με το βελόνι που κρατάτε στο χέρι σας, θα πολεμήσετε κι εσείς τον εχθρό και θα συντελέσετε στη νίκη της πατρίδος μας. Δεν πρέπει να κρυώνουν τ’αδέλφια σας, οι συγγενείς σας, οι χωριανοί σας, ο στρατός της Ελλάδας που πολεμά μερόνυχτα στα κρύα και στα χιόνια.
Ο πόνος του και το παράπονό του για την αχαριστία και την αδιαφορία μας θ’ανεβούν στους ουρανούς σαν κατάρα και θα ρίξει ο Θεός φωτιά να μας κάψει. Η πατρίδα ζητά τη συνδρομή σας. Ζήτω η Πατρίς. Μην της αρνηθείτε».
Ο δάσκαλος και διευθυντής του Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Δημήτρης Τσαγκαράκης, τη δεκαετία του ’50 άφησε σε ένα χειρόγραφο ημερολόγιο 46 σελίδων τις αναμνήσεις του. Σε ένα μοναδικό και γεμάτο συναίσθημα κείμενο, περιγράφει τις εικόνες της ζωής του. Αφιερώνει δύο σελίδες στον θάνατο του γιου του Αντωνίου στον πόλεμο του 1940-41. Στην περιγραφή ξεχειλίζει ο πατριωτισμός, αλλά και η πίκρα του θανάτου του γιου του. Ο δάσκαλος αναφέρεται σ’αυτόν με τα παρακάτω λόγια:
«…ηγάπησα αφαντάστως το επάγγελμά μου και πλήρης γνώστης της ιερότητος και της αποστολής του επόθησα και εσπούδασα διδασκάλους και τους τέσσαρας υιούς μου. Εκ τούτων ο Αντώνιος, διδάσκαλος Καστέλλου Αποκορώνου, έπεσεν ηρωικώς μαχόμενος υπέρ πίστεως και Πατρίδος την 10ην Μαρτίου 1941 ημέραν Δευτέραν εν τω Αλβανικώ μετώπω και επί του πεδίου της μάχης Άρτζα Ντι Μέτζο κατά των υπό της αρχηγίαν του δικτάτορος της Ιταλίας Μουσολίνι εαρινήν επίθεσιν των Ιταλών εναντίων των ημετέρων.
Τον ένδοξον θάνατόν του μοι ανήγγειλεν ο εκ Ποταμιών Πεδιάδος συμμαχητής και συνάδελφός του (ήσαν αμφότεροι διδάσκαλοι και λοχίαι) δια των εξής: «Πέστε εις τον Τσαγκαράκην να είναι υπερήφανος. Ο υιός του Αντώνιος έπεσεν υπέρ Πατρίδος. Χαρά στους γονείς, αλλά και στην Πατρίδα, που έχουν τέτοια παιδιά!». Βραδύτερον μοι απέστειλεν εκτενή περιγραφήν των συνθηκών, υπό τας οποίας ατρομήτως και όλως ακαλύπτως αγωνιζόμενος εφονεύθη.
Πάσαι αι πληροφορίαι, τας οποίας ηρύσθην από αυτόπτας μάρτυρας του ηρωικού του θανάτου αξιωματικούς και οπλίτας εις το αυτό συγκλίνουν: Έπεσεν οιστρηλατούμενος από τον υπερβολικόν πατριωτισμόν του.
Παιδί μου, αγαπημένο μου παιδί! Μεθ’υπερηφανείας εφ’όρου ζωής θα φέρω τον πόνον και την ανάμνησίν σου! Ετίμησες με την υπέροχον θυσίαν σου την οικογένειάν μας, την κωμόπολίν μας τον κλάδον σου και την Πατρίδα μας, την αιωνίαν Ελλάδα. Αγήρως και αιωνία ας είναι η μνήμη σου! Δι εμέ δεν εξέλιπες.
Η ιερά και γαληνιαία μορφή σου ευρίσκεται νοερώς πάντοτε εις τα όμματά μου. Ευγενής, λεπτός, καλλιτέχνης και επιμελέστατος, επρόκειτο ασφαλώς να εξελιχθεί εις ένα των αρίστων του διδασκαλικού κλάδου. Πάσαι αι ενδείξεις αυτό εμαρτύρουν. Αναμφιβόλως έχασεν η στοιχειώδης εκπαίδευσις. Τον εκέρδισεν όμως η Πατρίς…”ª.
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος