Ο Νίκος Καραγιάννης
Ο Νίκος Καραγιάννης. Σε χειρόγραφο, περιγράφει τις δραματικές εμπειρίες του τα χρόνια της κατοχής στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Εμπενζεέ της Αυστρίας.

Στο κρατίδιο της «Άνω Αυστρίας», 250 περίπου χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα Βιέννη, βρίσκονταν το στρατόπεδο συγκέντρωσης και εργασίας Εμπενζεέ του Γ΄ Ράιχ.

Ήταν ένα από τα πολλά «παραρτήματα» του κεντρικού στρατοπέδου συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν, που δημιουργήθηκε αμέσως μετά την προσάρτηση της Αυστρίας στα κράτη του Άξονα, τον Μάρτιο του 1938. Μεταξύ των χιλιάδων θυμάτων του στρατοπέδου Εμπενζεέ, καταγράφονται και 350 Έλληνες.

Ο Νίκος Καραγιάννης γεννήθηκε στις 24 Απριλίου 1923. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και βρέθηκαν στο Ηράκλειο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πατέρας του ήταν ο Σωκράτης και μητέρα του η Παγωνίτσα από τα Βουρλά. Απέκτησαν οικογένεια με πέντε παιδιά. Την Αφροδίτη, μοναδική κόρη και τον Γιώργο, τον Κώστα, τον Νίκο και τον Χρήστο.

Τον Νίκο η Κατοχή βρήκε δεκαεφτάχρονο μαθητή της Πέμπτης τάξης της Εμπορικής Σχολής Ηρακλείου. Το 1941 οργανώθηκε από το Σήφη Μιγάδη στην Φορς 133, υπηρεσία αντικατασκοπίας των συμμάχων και δούλεψε ως διερμηνέας στα οχυρωματικά έργα των κατοχικών δυνάμεων στην Αγία Γαλήνη και το αεροδρόμιο Καστελλίου. Από το Καστέλλι, όταν πια είχε ατονήσει το πολεμικό ενδιαφέρον του αεροδρομίου για τους Γερμανούς, έρχεται τέλη του 1943 στο Ηράκλειο, προσφέροντας τις κατασκοπευτικές υπηρεσίες του και αναλαμβάνοντας επικίνδυνες αποστολές πάντοτε ενταγμένος στην Φορς 133-τμήμα αντικατασκοπίας.

Κρατούμενοι του στρατοπέδου συγκέντρωσης-εργασίας Εμπενζεέ
Κρατούμενοι του στρατοπέδου συγκέντρωσης-εργασίας Εμπενζεέ στις 6 Μαΐου 1945, την ημέρα της απελευθέρωσής τους. Το στρατόπεδο Εμπενζεέ ήταν ο τελευταίος σταθμός κράτησης του πατριώτη από το Ηράκλειο Κρήτης Νίκου Καραγιάννη (η φωτογραφία είναι από ανακοίνωση του δημοσιογράφου Γιάννη Κεσόπουλου στις 28/1/2017)

Σε μια τέτοια αποστολή με ένα επικίνδυνο προδότη, τον Αναστάση Συμεωνίδη, προδίδεται και συλλαμβάνεται. Βασανίζεται σκληρά στα μπουντρούμια της Γκεστάπο στην οδό Πεδιάδος, αλλά, παρά τα βασανιστήρια δεν ομολογεί τίποτα. Δικάζεται στο στρατοδικείο της Αγυιάς στα Χανιά σε θάνατο. Κλείνεται στα κελιά των μελλοθανάτων όπου την τελευταία στιγμή του δίδεται χάρη και η ποινή του θανάτου μετατρέπεται σε υπερορία, (εγκλεισμός στα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης).

Μέσω Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας μεταφέρεται με άλλους 9 Ηρακλειώτες στο Στρατόπεδο Μαουτχάουζεν της Αυστρίας και από εκεί στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Μελκ. Όταν η Γερμανία αρχίζει να καταρρέει, οι κρατούμενοι του Μελκ μεταφέρονται στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Εμπενζεέ, κοντά στο Τυρόλο της Αυστρίας. Στις 5 Μαΐου 1945 απελευθερώνονται από τον Αμερικάνικο στρατό και ο Νίκος Καραγιάννης μετά από πολλές περιπέτειες, επιστρέφει στο Ηράκλειο την 1η Αυγούστου 1945.

Χωρίς να χρησιμοποιήσει υπερβολές, το 1994 έγραψε σε κείμενο 120 σελίδων τη διαδρομή του από την ημέρα της Μάχης της Κρήτης μέχρι τον Μάιο του 1949. Στο χειρόγραφο έδωσε τον τίτλο: Πέρα από το Μαουτχάουζεν. Οι εικόνες που περιγράφει είναι σκληρές, βάρβαρες και απάνθρωπες, όμως αληθινές.

Το Ελληνικό μνημείο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης – εργασίας Εμπενζεέ της Αυστρίας.
Το Ελληνικό μνημείο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης – εργασίας Εμπενζεέ της Αυστρίας. Εγκαινιάστηκε στις 28 Απριλίου 2018, τιμώντας τους 350 Έλληνες πατριώτες που έχασαν τη ζωή τους σ’ αυτό (φωτογραφία από Ελληνική Δημοκρατία - η Ελλάδα στην Αυστρία, Πέμπτη 17 Μαΐου 2018)

Ακολουθούν από το χειρόγραφο του Νίκου Καραγιάννη, οι σελίδες που αναφέρονται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Εμπενζεέ και την απελευθέρωση των κρατουμένων από τους στρατιώτες του Αμερικάνικου στρατού.

«…οι μέρες περνούσαν σε καρμπόν, οι Γερμανοί είχαν μαλακώσει κάπως την συμπεριφορά τους δοθέντος ότι οι Ρώσοι από ανατολάς δίναν τη μάχη της Βιέννης και ήταν πια φανερό το τέλος που πλησίαζε με ταχύ πια ρυθμό. Οι πολίτες του Μελκ άρχισαν μετά την αδιαφορία που έδειχναν προηγουμένως προς εμάς, γινόταν σιγά σιγά συμπάθεια και φιλική η συμπεριφορά των.

Όταν πια έπεσε η Βιέννη, τέλος Μαρτίου, οι Γερμανοί μας φόρτωσαν σε τρένα σαν τις σαρδέλες 80-100 ανθρώπους σε κάθε βαγόνι και μας τράβηξαν δυτικά πάντα βέβαια μέσα στην Αυστρία στον Κάτω Δούναβη. Το ταξίδι ήταν πολύ επικίνδυνο και περιπετειώδες γιατί είχαμε κάθε τόσο τους ανελέητους βομβαρδισμούς, τις στάσεις για να πετάξομε έξω τους πεθαμένους και τα απορρίμματά μας με τα σωματικά προϊόντα μας. Γεγονός είναι ότι κανείς δεν ήξευρε ούτε που βρισκόμαστε ούτε που πηγαίνουμε, κυριαρχούσε χάος και πανικός, οι κρατούμενοι αλληλοσκοτώνονταν για να επιζήσουν οι μεν εις βάρος των δε. Ήταν ένα ταξίδι που μας φάνηκε ατέλειωτο ώσπου φθάσαμε στο Εμπενζεέ.

Η πύλη του στρατοπέδου συγκέντρωσης Εμπενζεέ,
Η πύλη του στρατοπέδου συγκέντρωσης Εμπενζεέ, όπως έχει παραμείνει ως σήμερα

Μια μικρή πολιτεία έξω και δυτικά από το Γκμούντεν με την ομώνυμη λίμνη του Εμπενζεέ και από το σταθμό με τα πόδια μας ανέβασαν στο εκεί ευρισκόμενο Στρατόπεδο Συγκεντρώσεως και Εργασίας του Εμπενζεέ όπως λεγόταν. Προς νότον περιβαλλόταν από τα πανύψηλα βουνά τις υπώρειες των Άλπεων, βλέπετε είμαστε κάτω από το Αυστριακό Τυρόλο, προς δυσμάς ήταν το Σάλτσμπουργκ, Ίνσμπουργκ κλπ. με θέα πολύ όμορφη προς τα δυτικά και βόρεια δεδομένου ότι από κάτω κυλούσε ένας παραπόταμος του Δούναβη αρκετά μεγάλος με πλούσιο νερό που χυνόταν στη λίμνη. Είχε ένα λοφίσκο κάτω στα βόρεια που ήταν φαίνεται ένα όμορφο θέρετρο γιατί είδα για πρώτη φορά από μακριά βέβαια ένα τελεφερίκ που ανεβοκατέβαινε συνεχώς στο λοφίσκο μεταφέροντας ανθρώπους.

Ήταν πια μέσα Απριλίου, τα νέα από τα μέτωπα κάθε μέρα άλλαζαν με κινηματογραφική ταχύτητα, η καταναγκαστική δουλειά είχε ατονήσει εμφανώς στις γαλαρίες που είχαν σκάψει στα έγκατα των βουνών και η διαβίωσή μας προβληματική και δραματική πια γιατί δεν τρώγαμε παρά μόνο βρασμένα πατατότσουφλα αφού δεν υπήρχε και τίποτε άλλο. Στο στρατόπεδο αυτό είχαν μαζευτεί πάρα πολλοί κρατούμενοι από διάφορα άλλα στρατόπεδα που είχαν εκκενώσει οι Γερμανοί.

Η πείνα και οι αρρώστιες θέριζαν τους ανθρώπους σαν τις μύγες αρκεί να σας πω ότι ο σωρός των νεκρών έφτανε σε ύψος όπως ένα διώροφο σπίτι γιατί δεν προλάβαιναν τα κρεματόρια να τους καίνε και κάθε μέρα που περνούσε γινόταν και πιο δυνατή η δυσοσμία από τους νεκρούς γιατί μπαίναμε στον Μάιο. Οι ντόπιοι κάτοικοι απ’έξω είχαν αναπτύξει μια μεγάλη δραστηριότητα για να προλάβουν ολοκαύτωμα των κρατουμένων, φοβούμενοι προφανώς τα αντίποινα και έτσι είχε οργανωθεί ένα αρκετά καλό σύστημα πληροφοριών που, όντως μας βοήθησε τις τελευταίες αυτές ημέρες αποτελεσματικά.

Παρόλο που πεθαίνανε κάθε μέρα τόσοι πολλοί, είμαστε πάντοτε στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο σε συνθήκες εξαθλίωσης και απελπισίας. Είχαμε κατά κάποιο τρόπο χάσει τη συνοχή μας οι Έλληνες γιατί είχαμε διασπαρεί στα πέρατα του Στρατοπέδου που δεν ήταν και μικρό. Εκεί μια νύχτα είδα με τα μάτια μου κανιβαλισμό. Έκοβαν από τους πεθαμένους στο παράπηγμα τα σαρκώδη οπίσθια και τα κατεβρόχθησαν ψήνοντάς τα πάνω στις ξυλόσομπες που έκαιγαν νυχθημερόν.

Φρικιώ μόνο που το θυμούμαι και το λέω με αποτροπιασμό, ήταν κατάρα Θεού πια η ζωή μέσα εκεί! Μια μέρα καθώς περιδιάβαζα σ’ένα δρομάκι του Στρατοπέδου σε μια αναγνωριστική βόλτα είδα κάποιον να έρχεται από απέναντί μου και μου φάνηκε γνωστός.

Πράγματι, όταν πλησίασε αρκετά γνώρισα τον Γιάννη Κελεσή από τον Τεκέ, σωφέρ, που κάθε καλοκαίρι πριν τον πόλεμο μας πήγαινε με ένα οκταθέσιο αυτοκίνητο που είχε στο αμπέλι μας στις Γούρνες Ηρακλείου για να απλώσομε την σταφίδα. Το στόμα του ήταν μαύρο σαν κατράμι και μαύρα ρυάκια τρέχανε από τις άκρες των χειλιών του. Έτρεξε να με αγκαλιάσει, εγώ όμως είχα τρομοκρατηθεί στη θέα του εκείνη και τον απώθησα λέγοντάς του:

-Τι έχεις βρε Γιάννη;

-Τίποτε, μου λέει Νίκο, οι Γερμανοί βγάζουν μαργαρίνη από το κάρβουνο το κωκ και εγώ τρώγω απ’αυτό!

Και βγάζει από την τσέπη του και μου δείχνει ένα βώλο γυαλιστερό κάρβουνο. Αυτό υποθέτω σας λέει αρκετά για το τι γινόταν μέσα σ’αυτό το κομφούζιο που ζούσαμε.

Πάντοτε ήμουν ο τέως Γεν. Γραμματέας του Μελκ και οι επώνυμοι που μαζευτήκαμε από τα διάφορα στρατόπεδα είχαμε ένα κάποιο σύνδεσμο μεταξύ μας και ενημερωνόμαστε για τα συμβαίνοντα κάθε μέρα. Έτσι, όταν πια η Γερμανία είχε παραδοθεί, στις 5/5/1945, εμείς είμαστε μέχρι τότε έγκλειστοι, όταν το πρωί εκείνης της ημέρας ήλθαν οι Αμερικανοί και μας απελευθέρωσαν. Δυο ημέρες προηγουμένως είχαμε την πληροφορία πως οι SS είχαν πρόθεση να μας οδηγήσουν στις γαλαρίες και εκεί να μας ανατινάξουν μαζί μ’αυτές, δίδοντας οριστική λύση.

Όμως, τόσο η εξωτερική πίεση που δεχόντουσαν οι SS, όσο και η δική μας αντίδραση γιατί είχαμε ενημερώσει στο μεταξύ ο κάθε υπεύθυνος τους συμπατριώτες του να αρνηθούμε σθεναρά στην προτροπή του Διοικητού του Στρατοπέδου να οδηγηθούμε στις γαλαρίες για προστασία από τους βομβαρδισμούς, όπως μας έλεγε το πρωινό της παραμονής στην μεγάλη πλατεία που μας είχαν μαζέψει, απέτρεψε τελικά την καταστροφή που μας περίμενε γιατί οι Γερμανοί, όχι μόνο υποχώρησαν αλλά και φρόντισαν να εξαφανιστούν από προσώπου της γης και το επόμενο πρωί είδαμε στις σκοπιές μερικά γεροντάκια ντυμένα στρατιώτες που μας πληροφόρησαν πως οι Αμερικανοί φθάνουν οσονούπω.

Εν τω μεταξύ ο κόσμος είχε ανοίξει τις πύλες, είχε ξεχυθεί στις αποθήκες τροφίμων σπάζοντας τα πάντα και καταβροχθίζοντας ότι φαγώσιμο εύρισκαν. Μάταια οι Αμερικανοί με μεγάφωνα φώναζαν:

-Μην τρώτε, προς Θεού, μην τρώτε, θα σας φροντίσομε σωστά!

Πες στον ξελιγωμένο να μην φάει, γίνεται; Δεν γίνεται, γι’αυτό και το ολέθριο αυτό σφάλμα το πλήρωσαν πολύ ακριβά οι κρατούμενοι και από 800 που πέθαιναν ημερησίως, ο αριθμός έφθασε τους 1500 από δυσεντερία που ενέσκηψε και τους θέριζε σαν τα στάχυα.

Ήτανε ότι φοβερό μπορούσε να συμβεί και εμείς είμαστε ανίκανοι να περισώσουμε κάτι, γιατί συναντούσαμε όχι μόνον άρνηση για υπακοή, αλλά και εξαγριωμένους ανθρώπους, πλήθη αλλόφρονα που μας αντιμετώπιζαν με άγριες διαθέσεις απειλώντας και αυτή τη ζωή μας ακόμη.

Όταν πέρασε η πρώτη ημέρα και βράδιασε, εγώ με μια μικρή παρέα, ο Χρήστος Χρήστου, ένα όμορφο σαν Άδωνις παιδάκι μόλις 19 χρονών από τη Θεσσαλονίκη και ένας άλλος ο Γιώργος Σκιαδάς Θεσσαλονικιός επίσης, βγήκαμε από το στρατόπεδο και σε μια κάποια απόσταση προς το βουνό βρήκαμε μια βίλα των SS με κρεβάτια καθαρά όπου και διανυκτερεύσαμε την νύχτα κουβεντιάζοντας και απορούντες πως και γίνηκε αυτό το θαύμα και επιζήσαμε αυτής της λαίλαπας.

Ο Χρήστος από το απέναντι κρεβάτι απορούσε λέγοντάς μου Νίκο, πως τη βγάλαμε Θε μου; Τα συναισθήματα που μας κατείχαν ήταν γεμάτα χαρά, αισιοδοξία και δύναμη για ζωή ανέφελη.

Το πρωί που σηκωθήκαμε, μια παρέα από 4-5 άτομα, εμείς οι 3, (εγώ, ο Χρήστου και ο Σκιαδάς), ο Γρηγόρης Καλαϊτζής και άλλος ένας τον οποίο δεν θυμούμαι, βγήκαμε για μια βόλτα στα πέριξ, να γνωρίσομε τον τόπο. Ο Χρήστος είχε βρει ένα κακοπίστολο χωρίς σφαίρες και το πέρασε στη ζώνη του, εγώ μια ξιφολόγχη, ο Γιώργος ένα πιστόλι καλό γεμάτο με θήκη, ο Γρηγόρης κάτι εκεί και με αυτά τα εφόδια βγήκαμε τσάρκα!

Περάσαμε προς τα δυτικά, στον κάμπο και τον ποταμό, όπου στο δρόμο μας βρήκαμε ένα ξενοδοχείο που το είχαν καταλάβει οι Ρώσοι κρατούμενοι και το είχαν κάνει αστακό, με πολυβόλα, οχυρωμένο στην εντέλεια, σκοπούς, με μια κουβέντα απόρθητο, με σκοπό όπως και έγινε να μην αφήσουν κανένα να πλησιάσει εκτός εκπροσώπους πατριώτες τους Ρώσους.

Περάσαμε η παρέα κάτω από μια μέρα ηλιόλουστη τον ποταμό από μια ξύλινη γέφυρα στενή 2,50 μέτρα και βγήκαμε στη δημοσιά απέναντι και καθίσαμε στο απέναντι δεντροφυτεμένο ανάχωμα και χαζεύαμε τα πέριξ γεμάτοι ευδαιμονία και χαρούμενα συναισθήματα!

Εκεί που καθόμαστε και ρεμβάζαμε, έγινε ξαφνικά το αναπάντεχο! Καθώς καθόμαστε γύρω στα 10 μέτρα ψηλά από την άσφαλτο, βλέπομε να διασχίζει το δρόμο ο Χανς, ντυμένος Τυρολέζικα! Ποιος ήταν ο Χανς; Ο Χανς ήταν ο επικεφαλής SS της κουζίνας στο Μελκ. Ο Χρήστος αμέσως πετάχτηκε:

-Α! το κτήνος, κυκλοφορεί ελεύθερος; Μου είχε πετάξει μια φορά που δούλευα στην κουζίνα ένα μαχαίρι και το έφαγα στο κούτελο ευτυχώς με το χέρι και γλίτωσα παρά τρίχα. Να τον πιάσομε να τον πάμε στο στρατόπεδο και εκεί να τον δικάσομε! Παρόλο που συμφωνούσα με τα αισθήματα του Χρήστου, αντέδρασα αυθόρμητα.

-Ρε παιδιά, για να κυκλοφορεί εδώ ελεύθερα, ποιος ξέρει τι κέρατο είναι; Άσ’τον να πάει στο διάβολο!

Όχι, να τον πιάσομε επέμενε η παρέα και παίρνοντάς τον από πίσω τον προλάβαμε σε ένα παρακλάδι του δρόμου στην ανηφόρα και του είπαμε πως πρέπει να μας ακολουθήσει στο στρατόπεδο προτάσσοντας ο Γιώργος ο Σκιαδάς το όπλο του!

-Αν είναι να με πάτε στο στρατόπεδο, σκοτώστε με επί τόπου, δεν βαρύνομαι με εγκλήματα, μας λέει παρακλητικά.

Εμείς ανένδοτοι, όχι θα έλθεις μαζί μας γιατί θυμόμαστε το λιντσάρισμα δύο άλλων SS το πρωί πριν φύγομε για την βόλτα στο στρατόπεδο, τον ένα μέσα στην πισίνα της μεγάλης πλατείας να τον πετροβολούν μέχρι τέλους ένα σωρό κρατούμενοι και τον άλλο ζωντανό που τον είχαν πετάξει μέσα στο κρεματόριο, εκεί κάηκε σαν λαμπάδα!

Εδώ πια παίζεται το θέατρο του παραλόγου της ζωής ενός εκάστου! Το πεπρωμένο διαγράφει τον κύκλο του και φτάνει η ζωή στο αποκορύφωμά της, στο ζενίθ της! Κανείς και καμιά δύναμη δεν μπορεί να αποτρέψει το μοιραίο! Φτάνοντας στη δημοσιά και ενώ είμαστε κοντά στη γέφυρα για να διασχίσομε τον ποταμό ανάποδα, έρχονται 2 τζιπ αμερικάνικα και σταματούνε μπροστά μας.

Στο πρώτο ο οδηγός είναι ένας λοχίας σωματώδης, συνοδηγός ένας στρατιώτης και πίσω δυο άλλοι. Στο πίσω τζιπ ήταν οδηγός και συνοδηγός Αμερικανοί και πίσω δυο νέοι Γερμανοί με κόκκινα περιβραχιόνια, εθνοφύλακες, στρατολογηθέντες από τους Αμερικανούς.

Επειδή δεν μπορούσαμε να τους αποφύγομε όταν τους σιμώσαμε, εγώ που ήξερα και εγγλέζικα είπα στον επικεφαλής λοχία το και το, είναι SS και σας τον παραδίνομε για τα περαιτέρω. Τον διέταξε να πάει στο πίσω αυτοκίνητο και μας είπε ότι δεν πρέπει να βγαίνομε από το στρατόπεδο γιατί έχει κηρυχτεί στρατιωτικός νόμος.

Τι είχε συμβεί; Την περασμένη νύχτα οι Ρώσοι είχαν επιδράμει και λεηλάτησαν αρκετά αγροκτήματα κάνοντας και πράξεις βίας. Ο Στρατιωτικός Διοικητής λοιπόν είχε κηρύξει στρατιωτικό νόμο για να περισώσει την κατάσταση από παρόμοια περιστατικά βίας και λεηλασίας!

Καθώς ετοιμαζόμαστε να φύγομε, πετάγεται ένας από πίσω από τους Γερμανούς με υπόδειξη προφανώς του Χανς και λέει δεν τους ψάχνουμε μήπως είναι οπλισμένοι;

Ο Χρήστος στεκόταν ακριβώς δίπλα στο Λοχία οδηγό, ο οποίος του ανοίγει το σακάκι και βρίσκει το κακοπίστολο. Το σηκώνει το κοιτάζει, βλέπει πως δεν έχει σφαίρες και όμως τότε γίνεται το αναπάντεχο. Παίρνει μια καραμπίνα από τον συνοδηγό και σπρώχνει το Χρήστο, προσπαθεί να τον απομακρύνει λίγο. Ο Χρήστος κολλάει σαν βδέλλα επάνω του.

-Nix her American, (όχι, κύριε Αμερικάνε), όχι σε παρακαλώ!!

Αυτός αναίσθητος στις εκκλήσεις του παιδιού, τον σπρώχνει βίαια και τον πυροβολεί από δυο μέτρα στο λαιμό. Πέφτει ο Χρήστος και τον ξαναπυροβολεί στο κεφάλι δίδοντάς του τη χαριστική βολή! Από την μια στιγμή στην άλλη χάσαμε τον Χρήστο μας, μείναμε ενεοί, άναυδοι, ανίκανοι να προφέρομαι μια λέξη!

Πιστεύω πως όλων μας τα πόδια τρέμανε γιατί στη διαταγή του Λοχία να τον πετάξομε στο ποτάμι, διασχίσαμε παραπαίοντας την γέφυρα περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή τον καταιγισμό των δολοφονικών σφαιρών. Τον σκεπάσαμε με κορμούς κομμένων δένδρων και φύγαμε για να γυρίσομε αργότερα να τον θάψομε!

Αυτή ήταν η τραγική τύχη του Χρήστου, του πιο όμορφου παιδιού που έχω δει ποτέ μου, με τα πελώρια εκφραστικότατα μάτια και το γελαστό βλέμμα!

Αμίλητοι, καταθορυβημένοι και καταπτοημένοι με καταρρακωμένο ηθικό, πήραμε το δρόμο της επιστροφής στο στρατόπεδο, όπου και αναγγείλαμε το απίθανο, το ανήκουστο αυτό γεγονός στους Έλληνες. Μεταξύ μας είχαμε έναν Εβραίο Έλληνα από την Αθήνα που κούτσαινε λίγο ονόματι Κοέν, δεν καλοθυμούμαι.

Και την επομένη μετά την ταφή του Χρήστου, που τελείωσε τη ζωή του τόσο τραγικά και άδοξα, μετά πέντε χρόνων εγκλεισμό σε στρατόπεδα, πήγαμε με μια επιτροπή στην πόλη στον Αμερικάνο Διοικητή και του εκθέσαμε το περιστατικό ζητώντας την αυστηρή τιμωρία του κτηνώδους αυτού απάνθρωπου Λοχία που εν ψυχρώ δολοφόνησε το Χρήστο μας! Δεν βρήκαμε ανταπόκριση, διότι η διαταγή είχε εκδοθεί και την πλήρωσε ο Χρήστος, προς παραδειγματισμό. Τελεία και νέο κεφάλαιο εδώ. Τι να πεις;».

 

* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος