ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΗΣ - ΚΡΗΤΗ 1940-45: Ιστορικές σελίδες

Ο Γεώργιος Μανουράς ή Ζωνογιώργης γεννήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1916 στα Ανώγεια Μυλοποτάμου και έφυγε από τη ζωή στις 31 Δεκεμβρίου 2011, στο Ηράκλειο Κρήτης.

Ήταν γιος του Ανδρέα Μανουρά ή Ζωνανδρέα και της Μαριόρας το γένος Χαρωνίτη. Είχε άλλα επτά (7) αδέλφια τους Χαραλάμπη, Μανόλη, Γιάννη, Χρυσούλα, Ανδρονίκη, Όλγα και την Ελένη.

Ήταν εγγονός του Οπλαρχηγού Γεώργιου Μανουρά ή Ζωνού που είχε ενεργή συμμετοχή στον ένοπλο αγώνα κατά των Τούρκων.

Ο Γεώργιος Ανδρέα Μανουράς ή Ζωνογιώργης
Ο Γεώργιος Ανδρέα Μανουράς ή Ζωνογιώργης, τραυματίας του Ελληνοϊταλικού πολέμου, πήρε μέρος στη Μάχη της Κρήτης και ήταν δραστήριο μέλος της Εθνικής Αντίστασης, ενταγμένος στο ΕΑΜ, τα χρόνια της κατοχής

Μεγάλωσε έχοντας ως πρότυπό του στη ζωή, εκτός από τον παππού του, και άλλους Ανωγειανούς άνδρες, όπως τον Σκουλά, τον Σμπώκο, τον Μασαούτη, τον Χαιρετόκωστα, τον Μιχάλη Μανουρά ή Κεφαλά, τον Γιώργη Μανουρά ή Ζουλογιώργη, τον Σαρακηνό (Μανουράς), τον Μανιάτη (Μανουράς), τον Ψαροφώτη (Μανουράς) και τον Ψαρογιώργη (Μανουράς).

Η οικογένειά του ανήκε στο Βενιζελικό κόμμα, μάλιστα ο παππούς του ήταν ένας από τους επαναστάτες που ακολούθησαν τον Βενιζέλο και κήρυξαν την πολιτική Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.

Ο Ζωνογιώργης, επειδή οι περισσότεροι φίλοι του ήταν κομμουνιστές, ήρθε σε επαφή με τις ιδέες του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού.

Δεν είχε οργανωτική σχέση, αλλά τους ενίσχυε οικονομικά. Με αφορμή τη Δικτατορία Μεταξά και την οργάνωση του Αντιδικτατορικού Μετώπου ήρθε σε στενότερη επαφή.

Στις 22-9-1937 παρουσιάζεται για να εκτίσει τη στρατιωτική του θητεία. Απέκτησε την ειδικότητα του Πολυβολητή στα οχυρά της Νυμφαίας στην Κομοτηνή. Επίσης ήταν υπεύθυνος τροφοδοσίας του Τάγματος. Απολύθηκε στις 01-11-1939.

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ήδη ξεκινήσει στην Ευρώπη. Μετά την Ιταλική εισβολή στις 28 Οκτωβρίου, ο Ζωνογιώργης, στις 25-11-1940, παρουσιάστηκε στα Έμπεδα Αθηνών και από εκεί προωθήθηκε στη Φλώρινα. Πολέμησε ηρωικά στα βουνά της Αλβανίας μέχρι τον τραυματισμό του στις 11 Μαρτίου 1941.

Μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Λουτρακίου και παρακαλώντας τους ιατρούς να τον αφήσουν να φύγει για να μη αιχμαλωτιστεί από τους Γερμανούς, που είχαν επιτεθεί στη χώρα μας στις 6 Απριλίου 1941. Από το Ναύπλιο με καράβι έφτασε στα Χανιά. Στις 22-4-1941 έφτασε στα Ανώγεια. Η Αθήνα καταλαμβάνεται από τους Γερμανούς στις 27-4-1941.

Ο Ζωνογιώργης, όμως, ενώ ο Βασιλιάς Γεώργιος, ο πρωθυπουργός Τσουδερός, οι διάδοχοι Παύλος και Φρειδερίκη και άλλοι είχαν εγκαταλείψει την Ελλάδα, στις 13-5-1941 παρουσιάστηκε στο Ρέθυμνο και πήρε μέρος στη Μάχη της Κρήτης και συγκεκριμένα στον Πλατανιά και στο Πέραμα, όπως έκαναν και δεκάδες άλλοι συγχωριανοί του. Μετά τη μάχη στο Πέραμα, συμμετείχε στη μεταφορά του σοβαρά τραυματισμένου Αναστάση Πασπαράκη στα Ανώγεια.

Αμέσως, μετά την ολοκληρωτική κατάληψη του νησιού από τους Γερμανούς, συμμετείχε σε όλες τις συζητήσεις και διεργασίες για την οργάνωση της Αντίστασης κατά των κατακτητών. Εντάχθηκε στο ΚΚΕ και στην πρώτη τους συνάντηση αποφασίστηκε να οργανωθούν με το τριαδικό σύστημα της παρανομίας και να δημιουργεί ο καθένας τη δική του τριάδα αγωνιστών και ούτω καθ’ εξής.

Στις 6 Ιουλίου 1941 συναντιέται στου «Ζωνού το Μύλο» με τους Ιωάννη Δραμουντάνη ή Στεφανογιάννη, Νίκο Σταυρακάκη ή Αεροπόρο, Παπά Γιάννη Σκουλά και τον Βιτσαξάκη Μιχάλη, ο οποίος μετάφερε την εμπειρία της ιδρυτικής σύσκεψης στο Μάραθος του “Παγκρήτιου Αντιστασιακού Μετώπου”. Αποφασίστηκε η ίδρυση μυστικής οργάνωσης με σκοπό την απελευθέρωση.

Το Πρακτικό το έγραψε ο Νίκος Σταυρακάκης ή Αεροπόρος, ορίστηκε Πρόεδρος της Οργάνωσης ο Στεφανογιάννης και ορκίστηκαν στο Ευαγγέλιο που κρατούσε μαζί του ο Παπά Γιάννης Σκουλάς.

Στις 15-8-1941, στη σύσκεψη που έγινε στο σπίτι του Αρχηγού, η Οργάνωση διευρύνθηκε και με άλλα εκλεκτά μέλη της Ανωγειανής κοινωνίας. Τα μέλη της Οργάνωσης αυξήθηκαν ακόμα περισσότερο στη συνάντηση του Νοεμβρίου 1942, όπου συντάχτηκε νέο πρακτικό. Η Οργάνωση έμεινε ενωμένη μέχρι τις 6 Ιουλίου 1943. Στο ΕΑΜ παρέμειναν όλοι όσοι ανήκαν στο ΚΚΕ αλλά και όσοι άλλοι πίστευαν στους στόχους του ΕΑΜ.

Ο Γεώργιος Μανουράς ή Ζωνογιώργης καταθέτει στεφάνι σε επέτειο της Μάχης της Κρήτης
Ο Γεώργιος Μανουράς ή Ζωνογιώργης καταθέτει στεφάνι σε επέτειο της Μάχης της Κρήτης στην κεντρική πλατεία της πόλης του Ηρακλείου

 

Ο Ζωνογιώργης αναλαμβάνει υπεύθυνος της ‘’Εθνικής Αλληλεγγύης’’ και της “Επιμελητείας του Αντάρτη’’ για όλο το Μυλοπόταμο και το Αμάρι. Γυρνούσε όλα τα χωριά για να εμψυχώσει, να καθοδηγήσει, να βοηθήσει όπου υπήρχε ανάγκη. Προστάτευσε και φύλαξε καταδιωκόμενους αγωνιστές, περίθαλψε τραυματίες, πολέμησε τους ζωοκλέφτες.

Μετά την απελευθέρωση εγκαθίσταται μόνιμα στο Ηράκλειο. Τον Οκτώβριο του 1945 συμμετέχει, ως εκπρόσωπος Ηρακλείου, στο 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, στην Αθήνα.

Με την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου, έγινε στόχος των δυνάμεων της ανωμαλίας και της δράσης του παρακράτους. Διώχτηκε, συνελήφθη αρκετές φορές, δικάστηκε, φυλακίστηκε, βασανίστηκε και εξορίστηκε. Για δεκαετίες ο Γιώργης Μανουράς ή Ζωνογιώργης ήταν επικίνδυνος’’ με πλούσια ‘’αντεθνική δράση’’. Η Ελληνική Πολιτεία του αναγνώρισε την ιδιότητα του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης στις 04-10-1985, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1285/1982.

Επαγγελματικά διακρίθηκε, ως Κλωστοϋφαντουργός, και ως έμπορος Ειδών Λαϊκής Τέχνης, αφήνοντας καλό όνομα στην αγορά.

Πολιτικά ήταν ενταγμένος στην Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ) από τον Αύγουστο του 1951, ως Κομμουνιστής, αφού το ΚΚΕ ήταν παράνομο από το 1947. Με την διάσπαση του ΚΚΕ, ακολούθησε και υπερασπίστηκε τις θέσεις του Λεωνίδα Κύρκου. Πέθανε, ως μέλος του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου.

Ως άνθρωπος ήταν ευγενικός, ευπρεπής, πολύ εργατικός και πατριώτης. Έφυγε με ήσυχη τη συνείδησή του γιατί είχε κάνει το καθήκον του απέναντι στην πατρίδα και την κοινωνία.

Την 1η Μαρτίου 2006, ο Γιώργης Μανουράς ή Ζωνογιώργης, μας αφηγήθηκε για τη συμμετοχή του στη Μάχη της Κρήτης:

Ο Οπλαρχηγός των τουρκικών πολέμων και τουρκομάχος Γεώργιος Μανουράς ή Ζωνός,
Ο Οπλαρχηγός των τουρκικών πολέμων και τουρκομάχος Γεώργιος Μανουράς ή Ζωνός, παππούς του Γεωργίου Μανουρά ή Ζωνογιώργη

«´… με το Στεφανογιάννη είπαμε ότι η κατάσταση είναι δύσκολη. Είπαμε ότι πρέπει να’μαστε έτοιμοι γιατί θα γίνει μεγάλος πόλεμος, μεγάλη μάχη με τσι Γερμανούς.

Επεριμέναμε αποβάσεις στη Κρήτη, όχι ότι θα πέσουνε αλεξιπτωτιστές. Δε μου λες του λέω Στεφανογιάννη, με ήντα όπλα θα πολεμήσομε; Τα’χε πάρει όλα τα όπλα το καθεστώς. Μου λέει έχομε εμείς επαδέ εβδομήντα όπλα τα οποία μας τα δώκανε οι Εγγλέζοι για να φυλάγομε τη Νίδα.

Επεριμένανε πως ήθελα κατεβούνε αεροπλάνα στη Νίδα να κατεβάσουνε Γερμανούς. Αυτά τα λέγαμε κάθε μέρα με το Στεφανογιάννη και πολλές φορές ήρχουντονε στη παρέα μας και ο παπα-Γιάννης Σκουλάς. Και με το Σταυρακάκη εκουβεντιάζαμε.

Εμείς είμαστε αποφασισμένοι αν έρθουνε οι Γερμανοί να πολεμήσομε. Στση 11 του Μάη αποφάσισα να πάω στο Ρέθεμνος να παρουσιαστώ πάλι στο στρατό. Και επήγα και βρήκα τον Αντρέα Μανουρά, επιλοχία του Τάγματος.

Μου λέει ήντα γυρεύγεις επαδέ. Του λέω ήρθα να παρουσιαστώ. Εσηκώθηκα και πήγα στο Τάγμα που ήτανε στο Πλατανιά. Άοπλοι είμαστε. Κατά τσι 16-17 του μήνα εφέρανε καμιά κοσαριά όπλα και τα μοιράσανε. Επήρα κι εγώ ένα μάλινχερ. Στη γέφυρα του Πλατανιά, στου Αλμπάνη το Μετόχι. Είμαστε δεκαπέντε Ανωγειανοί. Επαρουσιαστήκαμε όλοι μοναχοί μας, εθελοντικά.

Οι Άγγλοι ήτανε από δίπλα μας, στο αεροδρόμιο. Ο Διοικητής του Τάγματος ο Νικολακάκης, μας είπε να έχομε το νου μας να μη χαλάσει τη γέφυρα η πέμπτη φάλαγγα. Η πέμπτη φάλαγγα ήτανε Έλληνες που δεν εθέλανε το πόλεμο με τσι Γερμανούς. Στις 21 του μηνός το πρωί επήγαμε να πάρομε το ρόφημα. Και βλέπομε τα γερμανικά αεροπλάνα κι αρχίζει ένας σφοδρός βομβαρδισμός.

Και παρετούμε το τσάι και πιάνομε ο καθένας θέσεις όπου μπορούσε και άμα τελείωσε ο βομβαρδισμός μας ε λέει ο Ταγματάρχης ο Νικολακάκης. Βγαίνει απάνω σ’ένα καφάσι και μας ε λέει παιδιά, ο εχθρός έχει ανακαλύψει το στρατόπεδό μας και θα φύγετε όλοι από δω και θα’ρθείτε το βράδυ μετά τη δύση του ηλίου. Ν’αλλάξομε στρατόπεδο. Εφύγανε οι πιο πολλοί. Εμείς οι Ανωγειανοί που’θελα να πάμε. Εκάτσαμε από κάτω από μια ελιά και βάλαμε μια κουβέρτα…

Ετελείωσε πάλι ο βομβαρδισμός και μου λέει ο Βασίλης, έλα να βγούμε εκιέ ποπάνω που είναι ένα καφενεδάκι αν έχει πράμα να μας ε βάλει να φάμε. Και βγαίνομε στη ταβέρνα, παίρνομε δυο καρέκλες και καθίζομε και λέει ο καφετζής δεν έχω μόνο σαρδέλλες.

Μας ε βάνει πολλές με λάδι και ξύδι. Και μας ε φέρνει μια ρετσίνα. Αλλά την ώρα που μας έφερνε τη ρετσίνα βλέπομε δυο Γερμανούς να πέφτουνε με αλεξίπτωτα στη παραλία. Έτσι στση 21 του μηνός μετά το μεσημέρι εδώκαμε τη πρώτη μάχη. Αρχίξαμε τη μάχη γιατί στο μεταξύ επέφτανε κι άλλοι Γερμανοί.

Εκεί ετραυματίστηκε ο Βασίλης ο Σμπώκος. Επιδέθηκε κι έφυγε μοναχός του. Μας είπε μην αφήσετε τσι θέσεις σας. Στα Χανιά εσκοτώθηκε κι ένας Ανθυπολοχαγός Ανωγειανός, ο Μανόλης Ξετρύπης. Αυτός δεν ξέρω ποια ώρα εσκοτώθηκε. Εν συνεχεία ακούω μια κουβέντα από το Λαμπρινόκωστα. Λέει σκοτώθηκε ο Γιαγκουλογιώργης.

Ένας Παπαδιός Γιώργης. Εμείς εσημαδεύαμε στον αέρα τσ’ αλεξιπτωτιστές. Αυτοί μας εβάνανε από τον αέρα όπως επέφτανε. Τη σφαίρα ο Παπαδιός την πήρε στην κεφαλή από πάνω κι έπεσε κάτω. Ο Γιαγκουλογιώργης ήτανε άοπλος και μας ακλούθηξε να σκοτώσει ένα Γερμανό να πάρει το τουφέκι του. Τέτοια παλικαριά είχε. Εδώκαμε τη μάχη και ετελειώσανε οι σφαίρες μας. Καθένας μας είχε είκοσι σφαίρες. Είδαμε τσι Γερμανούς από γύρω γύρω να μας ε κυκλώνουνε.

Λέμε να βγούμε σε ένα σπίτι που ήταν απέναντι σ’ένα ύψωμα να μπορούμε να τσι πολεμούμε να μη μας ε βάλουνε στη μέση. Ο Μιχάλης ο Ρούλιος λέει ναι να πάμε. Το βράδυ εφύγαμε από κει και όπου έβρισκε επήγαινε ο καθένας μας. Εγώ εβγήκα στα Ανώγεια να βρω σφαίρες και να βάλω ψωμί στη βούργια μου.

Και να ξαναγυρίσω στη μάχη. Εβγήκα στο Μεϊντάνι στο σπίτι μας. Εβρήκα εκεί τον Ανθυπασπιστή το Δραμητινό. Πλησιάζω και του λέω. Κύριε Ανθυπασπιστά. Εσύ έχεις μια δεκαριά χωροφύλακες, είμαστε και μεις μια δεκαριά που θέλομε να πάμε στη μάχη.

Να πιάσεις να μπεις επικεφαλής να πάρομε κάτω να πα πολεμήσομε τσι Γερμανούς. Και μου λέει εγώ είμαι για να βλέπω το χωριό να μη το κλέψουνε. Εγώ εσηκώθηκα κι έφυγα. Κατεβαίνοντας κάτω στο Πέραμα, εσυνάντησα το Κώστα το Πατραμάνη και το Γιώργη το Νταγιαντά ή Περβολογιώργη. Μου λένε ότι η Ανωγειανή ομάδα είναι επαδέ στο Πέραμα.

Επήγαμε στο Πέραμα και είχανε μια μεγάλη συζήτηση. Ήντα μωρέ συμβαίνει; Λέει οι Γερμανοί εφανήκανε στου Αλεξάντρου το Χάνι και πρέπει να πάει μια ομάδα να δει τι γίνεται. Λέμε εμείς θα πάμε. Ο Περβολογιώργης, ο Πατραμάνης κι εγώ. Μα δε ξέρομε το δρόμο. Είναι κανείς που να ξέρει το δρόμο; Είναι εκειά ένας από τα Λειβάδια, Κλαδοβασίλη τόνε λέγανε και μας ε λέει εγώ ξέρω το δρόμο.

Και κατεβαίνει ο Κλαδοβασίλης και λέει ο Κωστακογιάννης κι εγώ θα’ρθω. Κι εγενήκαμε πέντε. Επήγαμε και κάναμε αναγνώριση μα δεν είδαμε πράμα. Όταν εγυρίσαμε πίσω λέμε εμείς θα φύγομε. Ο Κωστακογιάννης έμεινε με την Ανωγειανή ομάδα. Και έρχουνται μαζί μας κι άλλοι τρεις στρατιώτες Ανωγειανοί.

Ο Βιτώρος ο Κώστας, ο Αναστάσης Πασπαράκης που ήτανε και δεκανέας και ένας Νικόλαος Κεφαλογιάννης ή Πριναρονικολής. Εθέλαμε να πάμε αλλού να πιάσομε θέσεις να πολεμήσομε. Στο Πέραμα ήτανε τα πάντα κλειστά. Πλια παραπάνω θωρούμε μια γυναίκα και τση λέμε, θεια μη κι έχεις καμιά όρνιθα; Θα σου τη πληρώσομε καλά.

Γιατί πεινούμε και θέλαμε να τη ψήσομε να τη φάμε. Λέει μας δεν έχω εγώ παιδιά μου όρνιθα αλλά κάτι άλλο θα σας ε δώσω. Και πάει και γεμώζει ένα πανιέρι κουκιά και τα φέρνει. Ξερά κουκιά. Μας εγέμισε κι ένα μπουκάλι λάδι και μας το δίνει. Ψωμί δεν έχω, μας ε λέει, αλλά αυτά τρώγουνται και χωρίς ψωμί.

Οι γονείς του Γεωργίου Μανουρά, Ανδρέας Μανουράς ή Ζωνανδρέας και Μαριόρα (το γένος Χαρωνίτη).
Οι γονείς του Γεωργίου Μανουρά, Ανδρέας Μανουράς ή Ζωνανδρέας και Μαριόρα (το γένος Χαρωνίτη).

Επήραμε τα κουκιά κι επήγαμε απένταντι στου Μπραχήμου, το χωριό του ηθοποιού Καλλέργη. Επήγαμε και στέσαμε τα κουκιά. Εκείνη τη στιγμή είδαμε την Ανωγειανή ομάδα να έρχεται.

Μου φωνάζει ο Στεφανογιάννης με το παπα-Γιάννη. Ζωνογιώργη έλα να σου πούμε. Πάω και λέω ήντα συμβαίνει. Μου λέει ο Στεφανογιάννης ότι μας ειδοποιήσανε ότι θα πέσουνε Γερμανοί στη Νίδα και θα πάμε να φυλάξομε τη Νίδα.

Μόνο να’ρθετε μαζί μας. Εγώ του λέω δεν είμαστε αντάρτες αλλά στρατιώτες. Αλλά θα πάω να το πω κι ότι πούνε αυτοί.

Επήγα και το είπα στσ’άλλους και μου λένε επά’χομε τσι Γερμανούς και στη Νίδα θα πα τσι γυρεύγομε; Και δε πάμε μαζί ντως. Σε λίγη ώρα έρχεται πίσω ένας Σταυρακάκης ή Σηφογιάννης από το Περαχώρι και εγενήκαμε οχτώ.

Σε μια στιγμή βλέπομε το Πέραμα και καίγουντονε. Με καπνούς κι αεροπλάνα. Είχαμε ένα οπλοπολυβόλο εγγλέζικο. Και μόνο μία δεσμίδα σφαίρες. Το δούλευε ο Πριναρονικολής. Και ρίξαμε τη πρώτη ριπή με τσι σφαίρες αυτές στους Γερμανούς που εβλέπαμε κι ερχόντανε από το Ρέθυμνο και τα Χανιά να πάνε όθε το Ηράκλειο.

Τα Χανιά και το Ρέθυμνο είχανε πέσει. Πρέπει να’τανε 28 με 29 του Μάη. Στο μεταξύ βλέπομε μια ομάδα από αυτοκίνητα να αλλάζει δρόμο και να έρχεται προς το μέρος μας. Λέει κάποιος ότι οι Γερμανοί θα πάνε από πίσω και θα μας ε πιάσουνε αιχμαλώτους.

Να φύγομε να πάμε στο απέναντι ύψωμα. Επήγαμε σε δυο ομάδες. Τότε ετραυματίστηκε ο Σηφογιάννης. Τόνε παίρνουνε και τραβούνε στα Ανώγεια. Εμείναμε εγώ, ο Πατραμάνης, ο Κεφαλογιάννης και ο Αναστάσης ο Πασπαράκης.

Ξαφνικά ακούω το Πασπαράκη και λέει ετραυματίστηκα. Λέω κουράγιο. Είχα ένα επίδεσμο, γιατί πάντα κρατούσε επίδεσμο, και του βάζω τον επίδεσμο, τον επιδένω καλά καλά και είμαστε εκειά να δούμε το θα γίνει.

Ύστερα τα αεροπλάνα άμα είδανε πως δεν υπήρχε καμιά κίνηση, εδώκανε αέρα και φύγανε. Τόνε σηκώναμε συνέχεια οι υπόλοιποι τρεις. Όταν επερνούσαμε στου Μπραχήμου βλέπομε στα περβόλια ένα γάιδαρο δεμένο. Επήγαμε και λύσαμε το γάιδαρο και βάλαμε το τραυματία απάνω. Από τη δεξιά μεριά επήγαινα εγώ από την αριστερή ο Πατραμάνης.

Ο Κεφαλογιάννης επήγαινε μπροστά και έσερνε το γάιδαρο. Εκατεβήκαμε στο Χουμέρι. Μας είδε ένας ηλικιωμένος και δίδει μας ένα μπρίκι νερό. Μας ε λέει παιδιά, σας είδα και σας έφερα μια σταλιά νερό να το πιείτε γιατί οπωσδήποτε θα διψάτε.

Ήπιαμε νερό, εδώσαμε και στο τραυματία λίγο, του βρέξαμε τα χείλη και το στόμα του και ο Πατραμάνης είπε εγώ θα μπω στο χωριό μη και βρω κανένα να μας ε δώσει πράμα φάρμακα ιώδιο, οξυζενέ, ότι βρω. Εμπήκε στο χωριό.

Είχανε φαίνεται πολυβολήσει οι Γερμανοί το χωριό κι είχανε φύγει όλοι. Και μια στιγμής βλέπει το παπά. Εντάξει λέει ο Πατραμάνης, εβρήκα το παπά. Και σιμώνει και του λέει παπά, επά’χωμε ένα τραυματία και ζητούμε τη βοήθειά σας.

Ο παπάς του απήντησε το εξής. Τους ανθρώπους μας κυνηγούνε και βοήθεια μας ε ζητάτε; Ο Πατραμάνης του λέει ήντα να σου πω που’χω το τραυματία. Και εγύρισε ο Πατραμάνης πίσω. Δε του’ρθε όμως η κουβέντα του παπά. Επήγε μετά στο νεκροταφείο και βρίσκει ένα φορείο και το φέρνει. Ο ηλικιωμένος από το χωριό μας έφερε μια κουρελού. Βάζομε τη κουρελού και το τραυματία απάνω.

Δίδω το όπλο μου του Πασπαράκη και λέω του Πατραμάνη και του Κεφαλογιάννη εμπάτε μπροστά. Εγώ θα κάτσω πίσω. Και ξεκινούμε. Ο άθρωπος από το Χουμέρι εκλούθα και μας ήδιδε νερό. Το γάιδαρο τον εφήκαμε στο Χουμέρι. Ετραβήξαμε μεγάλη απόσταση και φτάξαμε κοντά στο χωριό Κεραμωτά. Εκατεβάσαμε το τραυματία χαμηλά και εκάτσαμε να ξεκουραστούμε.

Ακούμε από πάνω δυο αθρώπους και φωνάζανε και εσέρνανε γαϊδάρους. Πέντε γαϊδάρους φορτωμένους θραψανικά. Πιθαράκια, σταμνιά, τσικάλια. Τόσε λέμε να κάτσετε θέλει να μιλήσομε; Μας ε λένε ντα μπορούμε; Δε βλέπετε πως δε μπορούμε να σταματήσομε τσι γαιδάρους; Τόσε λέω να μου κάνετε θέλει μια χάρη;

Λένε ήντα. Άμα πάτε στα Ζωνιανά και δείτε κανένα Ανωγειανό να ειδοποιήσει ότι έχομε τραυματία στα Κεραμωτά. Εφύγανε αυτοί και ήρθανε κάτι κοπέλια και γυρεύγανε πουλιτσές. Λένε μας να πάμε στο χωριό να το πούμε;

Και πήγανε στα Κεραμωτά και το λένε ότι έχομε τραυματία. Και ήρθανε όλοι οι χωριανοί. Και παίρνουνε το τραυματία από τα χέρια μας και τόνε βγάνουνε στο χωριό. Λέει ένας, Αντρεαδάκη τόνε λέγανε, ότι εγώ είμαι αμοναχός στο σπίτι με τη γυναίκα. Να’ρθείτε στο σπίτι μου.

Συνεννοηθήκανε οι χωριανοί και επήγαμε στο σπίτι του. Με το τραυματία. Την ημέρα που έπεφτε η Κρήτη στα χέρια τω Γερμανώ έγινε η δουλειά αυτή. Εγώ εκαθόμουνα στο μαξελάρι του όλη μέρα. Όξω καθότανε ο Πατραμάνης και ο Κεφαλογιάννης ο Πριναρονικολής. Και για μια στιγμή σκέφτομαι και λέω. Μα ήντα καθόμαστε και οι τρεις εδώ και δε πάει ένας μας στα Ανώγεια να φέρει το γιατρό.

Το Νταγιαντά που ήτανε και συγγενής μου. Και αποφάσισα να στείλω το Πριναριονικολή. Και εξεκίνησε. Μόλις εβγήκε έξω από το χωριό από τσι μάχες, από τη κούραση, έκατσε από κάτω σε μια χαρουπιά και τόνε πήρε ο ύπνος. Μόλις εφτάνανε οι Ανωγειανοί την άλλη μέρα με το γιατρό στο χωριό εξύπνησε και ήρθε μαζί ντως. Αυτοί είχανε ειδοποιηθεί από τσι πιθαράδες.

Εμείναμε εγώ και ο Πατραμάνης. Και μου λέει ο Πατραμάνης εγώ θα φύγω να πάω να δω τι θα γίνει. Να πάω να οργανωθούμε. Μεγάλος κομμουνιστής ο Πατραμάνης με αγώνες πολλούς, και πριν το πόλεμο εναντίον του Μεταξά.

Και φεύγει και μένω μοναχός τη νύχτα με το τραυματία. Ο τραυματίας τη νύχτα είχε κατεβεί το αίμα στα γεννητικά του όργανα και είχανε γενεί σα μια μεγάλη μπάλα. Μου λέει σε μια στιγμή δωσ’μου το πιστόλι σου.

Ένα Γαλλικό πιστολάκι με πέντε σφαίρες είχα βάλει στη τσέπη μου. Εβίβες του λέω θα παίζομε; Μα δες πως έχω γενεί. Και θωρρώ και του λέω μη φοβάσαι. Πιάνω και του βάνω κομπρέσες. Αυτός ήθελε να σκοτωθεί. Και επεράσαμε τη νύχτα με τσι κομπρέσες.

Πρωί πρωί φτάνουνε οι Ανωγειανοί με το γιατρό το Νταγιαντά. Και παίρνουνε το τραυματία να τόνε πάνε στ’Ανώγεια. Από κάθε χωριό που περνούσαμε επαίρνανε το τραυματία οι χωριανοί και τον πηγαίνανε στο επόμενο χωριό. Να δεις το φιλότιμο. Μέχρι που φτάξαμε στα Ζωνιανά.

Στα Ζωνιανά ήρθανε οι Ζωνιανοί και φτάξαμε μέχρι του Ξυλουρογιάννη ένα μεγάλο δέτη. Από κει και πέρα εφέρανε οι Ανωγειανοί το τραυματία στ’Ανώγεια. Ο τραυματίας, ο Αναστάσης Πασπαράκης, επήγε με το φορείο στο σπίτι του και έζησε. Εγώ στάθηκα στο σπίτι γιατί ήμουνε κουρασμένος και εκοιμήθηκα. Εκειά που κοιμήθηκα παίζω μια και ξυπνώ και βγαίνω στην αυλή του πατέρα μου στο Μεϊντάνι.

Και εσκεφτόμουνα και λέω μα για στάσου μωρέ. Πια καλοί’σανε οι παλιοί που εδιώξανε τσι Τούρκους κι εμείς δε θα διώξωμε τσι Γερμανούς; Ο μπάρμπας μου ο Χαιρετόκωστας επήγαινε κάθε βράδυ στη Μεσσαρά να σφάζει τσι Τούρκους και το πρωί’ρχουντανε στ’Ανώγεια. Και λέω πια καλός ήτανε αυτός παρά μας; Κι εμείς θα πολεμήσομε τσι Γερμανούς…».

* O Γιώργος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου  Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού