Από αριστερά: Γιώργης Κουμπενάκης, ο αδελφός του Μανόλης και ο Γιώργης Κουβάκης
Από αριστερά: Γιώργης Κουμπενάκης, τραυματίας και παγόπληκτος του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Ο μεσαίος είναι ο αδελφός του Μανόλης, αγνοούμενος του πολέμου από τις 5 Μαρτίου 1941. Δεξιά ο γαμπρός των παλικαριών και άντρας της αδερφής τους Χαρίκλειας, Γιώργης Κουβάκης από το χωριό Μελιδόνι Ρεθύμνου. Πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, έπαθε κρυοπαγήματα και κατάφερε να επιστρέψει στην Κρήτη μετά τη λήξη του. Πέθανε από τις κακουχίες του πολέμου, στα χρόνια της κατοχής που ακολούθησαν

Στο βιβλίο Αγώνες και νεκροί 1940-1945 της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, καταγράφονται οι νεκροί και οι αγνοούμενοι του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Οι πίνακες που δημοσιεύονται στις σελίδες 15 και 16 αναφέρουν:

Αξιωματικοί νεκροί 604, εξαφανισθέντες 7, σύνολο  611.

Στρατιώτες νεκροί 11.307, εξαφανισθέντες 1.335, σύνολο 12.642.

Στη σελίδα 554 του βιβλίου, εκεί που καταχωρούνται ονομαστικά οι εξαφανισθέντες Έλληνες στρατιώτες της περιόδου 1940-41, διαβάζουμε:

Κουμπανάκης Εμμανουήλ του Κωνσταντίνου, στρατιώτης. Γεννήθηκε στους Αθανάτους Τεμένους Ηρακλείου το 1915, του 34ου ΣΠ. Εξαφανίστηκε στο χωριό Πεστάνη (στενά Κλεισούρας) στις 5 Μαρτίου 1941.

Το λάθος της γραφής του επιθέτου του στρατιώτη ως Κουμπανάκης αντί του σωστού Κουμπενάκης, σημάδεψε τη ζωή του αδερφού του Γεωργίου.

Ο Μανόλης Κουμπενάκης πολεμούσε στα Αλβανικά βουνά τους Ιταλούς με τον αδερφό του Γιώργη. Όταν τραυματίστηκε ο Γιώργης και μεταφέρθηκε στα μετόπισθεν με κατάληξη τα νοσοκομεία Ιωαννίνων και Αθηνών, ο αδερφός του συνέχισε τις μάχες ως την Τετάρτη 5 Μαρτίου 1941 που εξαφανίστηκε στα στενά της Κλεισούρας.

Η λάθος γραφή του ονόματός του στα αρχεία του στρατού και η  μη επιστροφή του στην Κρήτη με το τέλος του πολέμου, οδήγησαν τον αδερφό του Γιώργη να τον αναζητά μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού από την λήξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου ως τον θάνατό του το έτος 1995.

Ποτέ δεν έμαθε ότι ο αδερφός του χάθηκε στα στενά της Κλεισούρας, κοντά στο χωριό Πεστάνη. Ο Εμμανουήλ Κουμπενάκης, ήταν ένας από τους 1335 αγνοούμενους στρατιώτες μας.

Η κ. Καλλιόπη Σημαιάκη-Λυμπεράκη, κόρη του Γιώργη Κουμπενάκη-αδερφού του αγνοούμενου Εμμανουήλ, μας βοήθησε να ξεδιπλώσουμε το κουβάρι της ιστορίας των δύο αδερφών και τη συμμετοχή τους στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο.

«Ο Εμμανουήλ Κωνσταντίνου Κουμπενάκης 1915– 1941, γεννήθηκε στο μικρό χωριό Αθάνατοι που ανήκει σήμερα στον Δήμο Ηρακλείου. Ήταν το τελευταίο κατά σειρά γεννήσεως παιδί του Κωνσταντίνου και της Καλλιόπης Κουμπενάκη. Τα αδέλφια του ήταν ο Γεώργιος, η Ουρανία και η Χαρίκλεια.

Ο Μανόλης μεγάλωσε στους Αθάνατους και από μικρός δούλευε στα χωράφια. Ήταν αγαπητός ανάμεσα στους συνομηλίκους του για την ευθύτητα και το χιούμορ του. Ώσπου έφθασε ο Οκτώβρης του 1940 που μας κήρυξε τον πόλεμο η φασιστική Ιταλία. Η χώρα μας προχώρησε σε γενική επιστράτευση και ο Μανόλης μαζί με τον αδερφό του Γιώργη,(1910-1995), παρουσιάστηκαν για να υπηρετήσουν την πατρίδα, τα ιερά χώματά της και την Ελληνική σημαία. Στάλθηκαν στην πρώτη γραμμή του μετώπου.

Παρόλο που είχαν το δικαίωμα ένας από τους δύο να μείνει στα μετόπισθεν, διάλεξαν  να είναι μαζί στη φωτιά του πολέμου.

Τα αδέρφια έφυγαν από το Ηράκλειο και μέσω των Χανίων έφθασαν στην Αθήνα. Εντάχθηκαν στο 34ο Σύνταγμα Πεζικού, το Σύνταγμα των Πειραιωτών. Μεταφέρθηκαν στα Ιωάννινα και με τους άλλους συμπολεμιστές τους προχώρησαν πεζοί στα βουνά της Αλβανίας στο μέτωπο του πολέμου.

Ο Γιώργης  Κουμπενάκης ως πολυβολητής, (όπως ακούγεται ήταν ξακουστός στην περιφέρεια των Αθανάτων για τις σκοπευτικές του ικανότητες), με τον αδερφό του Μανώλη γεμιστή στο ίδιο πολυβόλο.

Βρέθηκαν μαζί σε πολλές μάχες που έδωσαν οι Έλληνες φαντάροι, στην Κορυτσά, στο Τεπελένι, στους Αγίους Σαράντα, στα βουνά της Τρεμπεσίνας και στα στενά της Κλεισούρας. Όλες οι μάχες του Ελληνικού στρατού, στέφονταν με επιτυχία. Ένας άνεμος ελευθερίας στους Βορειοηπειρώτες έπνεε μετά το πέρασμα του στρατού μας από εκείνα τα μέρη.

Ο χρόνος κυλούσε με θριάμβους αλλά και πολλές κακουχίες, όπως ήταν το χιόνι, η λάσπη, τα κρυοπαγήματα, οι ψείρες, το αφόρητο κρύο. Μοναδική παρηγοριά των φαντάρων, ήταν η αγάπη τους για την πατρίδα.

Στις 2 Φεβρουαρίου 1941, ημέρα της Υπαπαντής της Παναγίας, (μεγάλη γιορτή για τη χριστιανοσύνη), συνέβηκε στα αδέρφια ένα περιστατικό, που έκανε τον Γιώργη σε όλη την υπόλοιπη ζωή του να μην εργάζεται αυτή την ημέρα.

Ο καιρός ήταν πολύ κακός και καθ’όλη τη διάρκεια της ημέρας η βροχή δεν σταματούσε.  Ήρθε το βράδυ και  ο Γιώργης με τον αδερφό του Μανόλη, βρίσκονταν πάνω σε ένα ύψωμα μαζί με άλλους στρατιώτες.

Τις προηγούμενες ημέρες είχαν γίνει σφοδρές μάχες, με τους Ιταλούς να προσπαθούν να καταλάβουν το ύψωμα. Οι Ιταλικές οβίδες έπεφταν κατά εκατοντάδες καθημερινά στις Ελληνικές θέσεις, αλλά οι στρατιώτες μας κρατούσαν με ηρωισμό, δεν έκαναν βήμα πίσω. Κάποια στιγμή ακούστηκε ένας μεγάλος θόρυβος και σείστηκε όλο το βουνό. Ο ένας αδερφός, ο Γιώργης Κουμπενάκης,  πρόλαβε και έκανε το σταυρό του και φώναξε δυνατά:

– Παναγία μου!

Ταυτόχρονα έσπρωξε τον αδερφό του τον Μανώλη, ρίχνοντάς τον σε ένα μικρό γκρεμό, χωρίς ευτυχώς να πάθει κάτι. Ο ίδιος ο Γιώργης έμεινε όρθιος. Τι είχε γίνει ; Δημιουργήθηκε χιονοστιβάδα από μία μεγάλη κατολίσθηση που προξενήθηκε από τις οβίδες του Ιταλικού πυροβολικού.

Πολλοί σύντροφοι των αδερφών Κουμπενάκη καταπλακώθηκαν από το χιόνι και τους βράχους. Τα αδέρφια δεν έπαθαν τίποτα και από τότε ο Γιώργης που επέζησε του Ελληνοϊταλικού πολέμου, δεν εργάστηκε ποτέ την ημέρα αυτή και πάντοτε πήγαινε στην εκκλησία με αρτοπλασία.

Οι μάχες συνεχίζονταν τον Φεβρουάριο του 1941 και τα δυο αδέρφια πολεμούσαν πάντοτε μαζί. Ο Γιώργης στο πολυβόλο και ο Μανόλης να το εφοδιάζει με σφαίρες. Το δεύτερο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου, ο Γιώργης Κουμπενάκης τραυματίστηκε από βλήμα οβίδας Ιταλικού όλμου. Τα θραύσματα τον χτύπησαν σε πολλά μέρη του σώματός του. Παρά τη νοσηλεία του στα νοσοκομεία και τις προσπάθειες των γιατρών να τα αφαιρέσουν, αρκετά έμειναν στο σώμα του και υπέφερε συχνά από πόνους, τα χρόνια που ακολούθησαν μετά τον πόλεμο.

Ο τραυματισμός του Γιώργη, χώρισε τα αδέλφια από το μέτωπο. Ο Μανόλης συνέχισε να πολεμά τους Ιταλούς και ο Γιώργης μεταφέρθηκε στα μετόπισθεν.

Ο Γιώργης, την ώρα της περισυλλογής του από τους τραυματιοφορείς,  απευθύνθηκε στον Μανόλη λέγοντάς του:

– Μανόλη, να προσέχεις και να προσεύχεσαι!

Ο Μανόλης, συγκινημένος από τον τραυματισμό του αδερφού του και τον χωρισμό τους, του απάντησε:

-Γιώργη, μη φοβάσαι, εσύ θα πας στο σπίτι, αλλά εγώ δεν θα γυρίσω.

Τα λόγια του Μανόλη επαληθεύτηκαν μετά από λίγες ημέρες. Την Τετάρτη 5 Μαρτίου 1941, στα στενά της Κλεισούρας κοντά στο χωριό Πεστάνη, ο Μανόλης εκτελώντας αποστολή του Συντάγματός του, εξαφανίστηκε. Πιθανή αιτία του θανάτου και της μη ανεύρεσής του από τους συμπολεμιστές του, ήταν μία Ιταλική οβίδα. Πέφτοντας κοντά του, τον διαμέλισε, σκορπίζοντάς το σώμα του στην περιοχή. Αυτό ήταν κάτι το συνηθισμένο. Αρκετοί στρατιώτες μας «χάθηκαν-εξαερώθηκανª από τις Ιταλικές οβίδες.

Οι τραυματιοφορείς φόρτωσαν τον Γιώργη  Κουμπενάκη σε ένα μουλάρι. Ο Γιώργης αιμορραγούσε από τα τραύματά του. Μετά από τέσσερις με πέντε ώρες δρόμου, τον άφησαν κάτω από ένα δέντρο με σκοπό να τον παραλάβουν άλλοι νοσοκόμοι. Εκείνοι όμως δεν ήρθαν.

Έπεσε το σκοτάδι και ο τραυματίας περίμενε καρτερικά κάποιον να τον πάρει. Ο ίδιος αφηγούνταν τα κατοπινά χρόνια ότι άκουγε τα ουρλιαχτά των λύκων, αδύναμος να αντιδράσει και ότι ένιωθε  να χύνεται το αίμα του χωρίς να μπορεί να το σταματήσει. Πίστευε πως μέχρι το πρωί θα είχε πεθάνει από αιμορραγία.

Για καλή του τύχη, τη νύχτα χιόνισε και το χιόνι τον σκέπασε μέχρι το στήθος. Αυτό ήταν  σωτήριο γιατί σταμάτησε η ροή του αίματος. Το επόμενο πρωί ήρθαν και τον  παρέλαβαν νοσοκόμοι και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο Ιωαννίνων αρχικά και σε νοσοκομείο των Αθηνών στη συνέχεια.

Τον Απρίλιο του 1941 έγινε η εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα. Τα νέα διαδόθηκαν παντού. Φήμες έλεγαν ότι οι Γερμανοί βομβάρδιζαν τα νοσοκομεία. Ο Γιώργης Κουμπενάκης, ακούγοντας αυτές τις διαδόσεις, αποφασίζει να φύγει από το νοσοκομείο, όπως και έκανε. Αναζητούσε τρόπο να επιστρέψει στην Κρήτη. Κατέβηκε στον Πειραιά και βρήκε ένα καράβι που πήγαινε στα Χανιά. Επιβιβάστηκε μαζί με άλλους Κρήτες στρατιώτες. Κοντά στο λιμάνι της Σούδας, το καράβι βομβαρδίστηκε από Γερμανικά αεροπλάνα και βυθίστηκε.

Στην προσπάθειά του να σωθεί, ο Γιώργης Κουμπενάκης πήδηξε στο νερό με ένα μωρό στην αγκαλιά. Το είχε βρει στο καράβι, μέσα στην ταραχή της βύθισης και δεν μπορούσε να το αφήσει μόνο του. Κολυμπώντας, κατάφερε να βγει στο λιμάνι των Χανίων σώζοντας το μωρό, το οποίο παρέδωσε στο Φρουραρχείο. Στο ίδιο περιστατικό της βύθισης του πλοίου, πνίγηκε και ο Κυριακάκης Γεώργιος του Βασιλείου από τα Σταυράκια Μαλεβυζίου.

Αφού ξεκουράστηκε και ξεχάστηκαν λίγο τα βάσανα του ταξιδιού, μαζί με άλλους συντρόφους του στρατιώτες πήραν τον δρόμο της επιστροφής με τα πόδια για το Ηράκλειο. Μετά από αρκετή ταλαιπωρία, κατάφεραν να φτάσουν. Ο ίδιος συνέχισε προς το χωριό του, τους Αθανάτους.

Ανήμερα του Αγίου Γεωργίου, την Τετάρτη 23 Απριλίου 1941,  χτύπησε την πόρτα του σπιτιού και εμφανίστηκε μπροστά στη γυναίκα του Καλλιόπη  και την αδερφή του Χαρίκλεια. Τις είδε να ετοιμάζουν για την Κυριακή το μνημόσυνό του, αφού δεν είχαν νέα του και τον θεώρησαν νεκρό. Η χαρά και ανακούφιση βλέποντάς τον, ζωγραφίστηκε στα πρόσωπά τους.

Ο Γιώργης παρέμεινε στους Αθανάτους, η οικογένειά του και πάλι συνενώθηκε. Δεν γνώριζε όμως τον θάνατο του αδερφού του Μανόλη και τον αναζητούσε πολλά χρόνια δια μέσου του Ερυθρού Σταυρού. Ο Ελληνικός στρατός ήξερε ότι ο Μανόλης Κουμπενάκης θεωρούνταν αγνοούμενος από την πρώτη στιγμή, αλλά το όνομά του στις καταστάσεις αντί για Κουμπενάκης είχε γραφτεί Κουμπανάκης.

Τα παιδιά του έδιδαν θάρρος, λέγοντάς του συνεχώς ότι:

– Μη στεναχωριέσαι μπαμπά, σίγουρα είναι ζωντανός, θα έχει πάθει αμνησία και μόλις θυμηθεί θα έρθει να μας βρει.

Η οικογένεια κατέγραψε ακόμη ένα θύμα του πολέμου με τους Ιταλούς. Τον γαμπρό τους Κωστή Κουβάκη από το Μελιδόνι Ρεθύμνου. Ο Κουβάκης είχε παντρευτεί την αδερφή τους Χαρίκλεια. Επιστρατεύτηκε, αφήνοντας τη γυναίκα με δυο παιδιά και άλλο ένα στην κοιλιά, (η Χαρίκλεια ήταν έγκυος). Ο Κωστής Κουβάκης έπαθε κρυοπαγήματα στο μέτωπο, κατάφερε και επέστρεψε στην Κρήτη και πέθανε δυο χρόνια αργότερα στη διάρκεια της κατοχής το 1944.

Ο Γιώργης Κουμπενάκης στην πορεία της ζωής του, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση, είχε περιθάλψει αντάρτες τα χρόνια της κατοχής και βοήθησε σε κάθε τι που γίνονταν για το καλό της πατρίδας. Ποτέ  δεν πήρε την παραμικρή σύνταξη, ούτε για τον ίδιο, (η δικαιολογία ήταν ότι δεν είχε τα χαρτιά από το νοσοκομείο), ούτε για τον θάνατο του αδερφού του.

Τον θάνατο του αδελφού του Μανόλη, γνώρισαν οι συγγενείς από μία δημοσίευση στην εφημερίδα του Ηρακλείου ΠΑΤΡΙΣ, που τον αναφέρει ως “Κουμπανάκη Εμμανουήλ του Κωνσταντίνου από τους Αθάνατους”. Τόσα χρόνια τον αναζητούσαν με τον Ερυθρό Σταυρό με το κανονικό του επώνυμο. Τυχαία το ανακάλυψαν, από μία ανάρτηση της εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ Ηρακλείου, σε μία λίστα πριν από μερικά χρόνια με τα ονόματα των πεσόντων για την πατρίδα.

Τότε όμως, δυστυχώς ο αδερφός του Γιώργης δεν ζούσε και δεν έμαθε ποτέ ότι ο αδερφός του Μανόλης ήταν τόσα χρόνια νεκρός».

Τον Σεπτέμβριο του 2003, στο χωριό Μουχτάρω Πεδιάδος, καταγράψαμε λαϊκό στιχούργημα με τον τίτλο:  Το τραγούδι της Πέμπτης Μεραρχίας Κρητών. Το τραγούδι μας τραγούδησε η Καλλιόπη Κοζυράκη του Ζαχαρία. Στην Κλεισούρα  με τους δεκάδες νεκρούς Κρήτες στρατιώτες, ο άγνωστος ποιητής αφιερώνει δύο στίχους:

´«Με  πονεμένη  την  καρδιά  με  δάκρυα  του  προσώπου

παιδιά  θ’αρχίσω  να  σας  πω  τα  πάθη  του  μετώπου

ιδίως  για  τους  Κρητικούς  ολίγα  θα  μιλήσω

και  κάθε  Έλληνος  καρδιά  θα  τήνε  συγκινήσω

το  μήνα  το  Νοέμβριο  φύγαμ’ από  την  Κρήτη

χαιρόταν  όλος  ο  λαός  μαζί  κι  ο  Ψηλορείτης

στα  πλοία  μας  εβάλανε  στον  Πειραιά  μας  βγάλαν

και  τρέχαμε  με  όρεξη  και  με  πολλή  λαχτάρα

στο  Χαϊδάρι  πήγαμε  και  εκεί  καταυλιστήκαν

κι  είχαμε  όλοι  μας  χαρά  κανείς  δεν  είχε  πίκρα

και  από  κει  μας  πήρανε  μας  βάλανε  στο  τρένο

στου  καθενός  το  πρόσωπο  ζωγραφιστό  το  γέλιο

στ’Αμύνταιο  μας  έβγαλαν  κι  από’κει  προχωρούμε

και  τσ’Αλβανίας  τα  βουνά  ξετρέχαμε  να  βρούμε

κι  έφτασε  η  μέρα  η  σκληρή  που  ήταν  καλλιά  μη  φτάσει

που  αρχίσανε  τα  βάσανα  και  τα  παντέρμα  πάθη

και  από  κει  αρχίσαμε  τον  ιερό  αγώνα

στην  ιστορία  γράφτηκε  και  θα  γρικάτε  χρόνια

και  σ’ένα  μέρος  φτάσαμε  Κλεισούρα  τήνε  λένε

που  ήκανε  μάνες  και  παιδιά  χρόνια

πολλά  να  κλαίνε

το  πρώτο  θύμα  των  Κρητών  της  5ης  Μεραρχίας

Μπριλλάκης  ονομάζεται  κι  έχει  μεγάλη  αξία

Στο  Πούντα  Νόρτη  το  βουνό  χόρτο  να

μη  φυτρώσει

κι  ούτ’ένα  φίδι  βρομερό  να  ποτέ  να  μη  σιμώσει

εκεί  χαθήκαν  τα  παιδιά  του  γέρο  Ψηλορείτη

και  μαύρα  ρούχα  φόρεσε

η  μάνα  μας  η  Κρήτη

να  βλέπατε  μωρέ  παιδιά

σε  ήντα  καταντία

όσοι  τραυματιστήκανε  κατάσταση  αθλία

μα  μέρες  επερνούσανε  για

να  επιδεθούνε

δεν  είχαν  μάνα  κι  αδερφές  για

να  τους  λυπηθούνε

ω!   Παναγία  Δέσποινα  φώναζε

ο  κάθε  ένας

κάνε  για  τα  μικρά  παιδιά

που  αφήκαμέν  τα  έρμα

κι  ήταν  η  μάνα  τους  μακριά

καθόλου  δεν  γρικούσε

μα  ήταν  η  Παναγιά  κοντά

και  τους  εβοηθούσε

τα  όσα  υποφέραμε  μέσα  στην  Αλβανία

ήταν  απ’το  Θεό  γραφτό

μεγάλη  τιμωρία

τα  όσα  υποφέραμε  όποιος

μπορεί  να  γράψει

ούτε  κι  αυτός  ο  Σολομών

μπορούσε  να  συντάξει

ποτέ  φωτιά  δεν  ήψαμε  λίγο

να  ζεσταθούμε

γιατί’χαμε  τον  κίνδυνο

πως  θα  βορβαδιστούμε

και  με  τα  ρούχα  μας  ογρά

και  λάσπες  φορτωμένοι

θέταμε  κι  εκοιμούμαστε

οι  κακομοιριασμένοι

είχαμε  ψείρες  άφθονες  μα

δεν  τις  τιμωρούμε

γιατί  δεν  έμενε  καιρός  για

να  κλιβανιστούμε

και  για  τους  τραυματίες  μας

θα  γράψω  μια  σελίδα

τα  όσα  υποφέρανε  στο  χιόνι

και  στα  κρύα

τους  τραυματίες  έπαιρναν

από  το  Πούντα  Νόρτη

σε  μια  κουβέρτα  έθεταν

και  φανταστείτε  πόνοι

άλλους  πηγαίναν  στους  γιατρούς

κι  άλλους  βοηθούσαν

κι  άλλους  στα  χιόνια  αφήνανε

εκεί  και  ξεψυχούσαν

να  τυραννιούνται  να  πονούν

στους  πάγους  και  στα  χιόνια

μα  όσοι  κι  αν  γλιτώσαμε

μας  εκοπήκαν  χρόνια

άλλοι  παγώναν  τ’ άκρα  τους

και  στου  γιατρού  πηγαίναν

επροπατούσαν  κι  έσταζαν  νερό

μαζί  και  αίμα

επήραμε  τα  Τίρανα  στην

Κορυτσά

να  μπούμε

που  ήταν  πόλη  όμορφη  για

να  ξεκουραστούμε

αφήνουμε  την  Κορυτσά  πάμε

στο  Τεπελένι

μα  σταματήσαμ’ως  εκεί  γιατί

ο  Θεός  δε  θέλει

ο  Απρίλης  είχε  δεκατρείς

πού’ρθενε  το  μαντάτο

αφήστε  τα  δουλεύετε  και

πάρετ’ ίσα  κάτω

ο  Μέραρχος  μας  κάλεσε  μας  κάνει

θεωρία

μας  είπε  τα  καθέκαστα  κατάσταση  αθλία

όλοι  ανακατωθήκαμε  τάγμα

με  άλλο  τάγμα

το  τι  εγίνηκε  εκεί  ήταν  μεγάλο  θαύμα

κιανείς  δε  πήρε  τίποτα  μέσα  από

το  αμπρί  του

και  κάθε  ένας  κοίταζε  να  σώσει

τη  ζωή  του

όνομα  και  επίθετο  δεν  θέλω  ν’ αναφέρω

γιατί  σε  κείνους  που  πονούν

το  θάνατο  θα  φέρω.

*Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι Δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού