ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΗΣ - ΚΡΗΤΗ 1940-45: Ιστορικές σελίδες

Ισχυροί δεσμοί φιλίας αναπτύχθηκαν μεταξύ των Κρητικών και των Βρετανών, Ουαλλών, Αυστραλών, Νεοζηλανδών, Κυπρίων, στη διάρκεια της υπέρτατης μάχης  που έδωσαν στην Κρήτη, πολεμώντας πλάι πλάι από 20 ως 31 Μάιου 1941.

Όλοι μαζί αντιμετώπισαν την εισβολή του ναζιστικού και φασιστικού γερμανικού στρατού, στην προσπάθειά του να καταλάβει την Κρήτη.

Οι φιλικοί δεσμοί διατηρήθηκαν καθ’όλη τη διάρκεια της κατοχής μεταξύ του πληθυσμού και των ανδρών του συμμαχικού στρατού που απέμειναν στην Κρήτη  και αναζητούσαν τρόπους διαφυγής στη Μέση Ανατολή.

Οι Γερμανοί αξιωματούχοι Διοικητές του Φρουρίου Κρήτης, (Στούντεντ, Αντρέ, Μπρόγερ, Μίλερ και Μπέντακ), με διαταγές που εξέδιδαν τακτικά, απειλούσαν με σκληρές τιμωρίες όσους από τους κατοίκους περιέθαλπαν ή απέκρυπταν στρατιώτες των συμμάχων.

 

Ο Μανόλης Γεωργίου Παπαδαντωνάκης ή Εγγλέζος

Οι τιμωρίες που στηρίζονταν στο ναζιστικό δόγμα της συλλογικής ευθύνης αφορούσαν ομαδικά πρόστιμα στις Κοινότητες, εγκλεισμό στη φυλακή και θάνατο.

Τη συστηματική εξερεύνηση όλων των χωριών της Κρήτης, αμέσως μετά τη μάχη για την ανεύρεση στρατιωτών των συμμάχων που είχαν παραμείνει, γιγάντωνε ο φόβος της Βρετανικής απόβασης στο νησί και απελευθέρωσή του, ένας φόβος που ποτέ δεν έκρυψαν οι Γερμανοί αξιωματούχοι.

Πολλές οι απειλητικές ανακοινώσεις στη φιλογερμανική εφημερίδα «Κρητικός Κήρυξ», με τις οποίες καλούσαν μεταξύ άλλων τον πληθυσμό να καταδίδει και να παραδίδει τους Άγγλους που περιπλανούνταν στην Κρήτη.

Στο φύλλο της παραπάνω εφημερίδας με ημερομηνία 11 Μαρτίου 1942, διαβάζουμε:

«Παρά το γεγονός ότι μόλις προ ολίγου χρόνου ετιμωρήθη η επαρχία Καινουρίου διότι περιέθαλψεν Άγγλους, εν τούτοις εις το χωρίον Πλώρα και ειδικώς εις την κατοικίαν του Πετρικαλάκη ανευρέθησαν και πάλιν διάφορα στρατιωτικά είδη.

Η κοινότης Πλώρας ετιμωρήθη δια τούτο δια ποινής 2000 οκάδων ελαιολάδου αι οποίαι δέον να παραδοθώσι μέχρι της 21ης Μαρτίου ε.ε.

Εάν η παράδοσις του ελαίου τούτου δεν λάβη χώρας εντός της ως άνω προθεσμίας θα συλληφθούν 20 προύχοντες κάτοικοι του χωρίου δι’αναγκαστικήν εργασίαν και θα επακολουθήσουν και άλλαι ποιναί. Η τιμωρία αύτη είναι επιεικής προ του μεγέθους του άνω αδικήματος.

Τοιαύτη μικρά ποινή επιβάλλεται δια τελευταίαν φοράν. Όλοι οι κάτοικοι πρέπει να μεριμνήσουν όπως προς αυτό το ίδιον συμφέρον των, μη επαναληφθούν τοιαύται πράξεις».

 

Νοέμβριος 1944. Ο Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς με αντάρτες από το χωριό Γεράκι
Νοέμβριος 1944. Ο Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς με αντάρτες από το χωριό Γεράκι Πεδιάδος, τον Νοέμβριο του 1944.

Οι παραινέσεις για την κατάδοση των Άγγλων στρατιωτών συνεχίστηκαν με απανωτά δημοσιεύματα στον «Κρητικό Κήρυκα», όπως το παρακάτω με ημερομηνία 24 Ιουνίου 1942. Συγκεκριμένα, ο διορισμένος και γερμανόφιλος Νομάρχης Ηρακλείου Ιωάννης Πασσαδάκης, γράφει:

«Οι εν Κρήτη Άγγλοι

Ως γνωστόν όσοι διατελούν εν γνώσει της αποκρύψεως Άγγλων εις την Κρήτην, τιμωρούνται βαρύτατα όταν ανακαλυφθούν. Βάσει της αρχής ταύτης, Κρήτες τινές μας απηύθυναν ανωνύμους επιστολάς τελευταίως, δια των οποίων μας ερωτούν τι πρέπει να πράξουν εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν δια να αποφύγουτν την προβλεπόμενην ποινήν.  της Νήσου μας, απηυθύνθη προς την αρμόδιαν υπηρεσίαν του Φρουρίου Κρήτης, ήτις παρέσχεν εις ημάς την κατωτέρω απάντησιν:

“Καθ’εαυτήν η γνώσις περί παροχής περιθάλψεως εις εχθρόν είναι τόσον αξιόποινος όσον και αυτή η περίθαλψις του εχθρού. Ο ενδιαφερόμενος δύναται να αποφύγη τότε μόνον την ποινήν, όταν εκείνα τα οποία γνωρίζει αναφέρη αμέσως εις τας αρχάς, έστω και αν η παροχή περιθάλψεως διαρκεί ήδη από πολλού χρόνου, ούτος δε παρημέλησε να υποβάλη την σχετικήν καταγγελίαν.

Ωσαύτως Κρήτες, καθιστάμενοι ένοχοι παροχής περιθάλψεως εις τον εχθρόν, δι’υποδοχής εις τον οίκον των άγγλων ή γενικώς ατόμων ανηκόντων εις εχθρικάς δυνάμεις, δια τροφοδοσίας αυτών ή δι οιασδήποτε πράξεως αποβλεπούσης εις την υποστήριξίν των, δεν θα τιμωρηθούν, εφ’όσον δια καταγγελίας καθιστούν δυνατήν την σύλληψίν των.

Εφημερίδα Κρητικός Κήρυξ, 24 Ιουνίου 1942
Πάνω σειρά από αριστερά: Γεώργιος Ζηδιανάκης ή Μηνιάτορας, Βασίλης Μακράκης, Θεοχάρης Σαμωνάκης, Μανωλαράκης Εμμανουήλ ή Κωστανομανόλης, Μανόλης Κουρλετάκης ή Λαγγόνας και Μιχάλης Μανωλαράκης ή Κλητήρας.

 

 

Εις την περίπτωσιν ταύτην η καταγγελία ή η παράδοσις θα θεωρηθή ως έμπρακτος μετάνοια, ούτοι δε θα εξαιρεθούν  της επιβολής ποινής. Οι παραδιδόμενοι ή συλλαμβανόμενοι Άγγλοι θα τύχουν της συμφώνως προς τας διατάξεις του διεθνούς δικαίου μεταχειρίσεως ως αιχμάλωτοι.

Κρήτες!  Μετά την πληροφορίαν ταύτην των Γερμανικών δυνάμεων κατοχής, αποτελεί δια πάντας τους δι’οιουσδήποτε λόγους εις παρανόμους πράξεις παρασυρθέντας, αυτονόητον καθήκον, η άμεσος παράδοσις των άγγλων, ή η καταγγελία αυτών, ώστε να καταστή δυνατή η σύλληψίς των.  Τούτο επιβάλλεται όχι μόνον δια την ασφάλειαν της ιδίας των ζωής, αλλά και δια την αποφυγήν εφαρμογής αντιποίνων εναντίον της ολότητος».

Για τους πολίτες της Κρήτης που κατέδιδαν ή παρέδιδαν κρυμμένους και περιπλανώμενους στρατιώτες των συμμάχων στις κατοχικές αρχές μετά τη Μάχη της Κρήτης, ο διορισμένος Νομάρχης Ηρακλείου Ιωάννης Πασσαδάκης μόνο καλά λόγια είχε να πει. Για να παραδειγματιστούν και άλλοι κάτοικοι, πολλές φορές εκθείαζε στον τύπο (Κρητικό Κήρυκα), τις Κοινότητες των καταδοτών. Ο ίδιος τις ανταρτικές ομάδες της Κρήτης τις ονόμαζε ì’”σπείρες δολοφόνων”. Σε δημοσίευμα της εφημερίδας «Κρητικός Κήρυξ» με ημερομηνία 26 Ιουλίου 1942, διαβάζουμε για την Κοινότητα Γαρύπας:

«Ευαρέσκεια του Στρατηγού Αντρέ προς την Κοινότητα Γαρύπας

Ο Γεώργιος Καλογεράκης ή Κοκκινάκης του Ιωάννου από το χωριό Σμάρι
Μεσαία σειρά από αριστερά: Ιωάννης Μανωλαράκης ή Σβολόπουλος, Γεώργιος Παπαδαντωνάκης ή Σπιούχης, Κίμωνας Γερογιαννάκης, Γεώργιος Σαϊτάκης ή Λημνιώτης και Κωστής Φαλαλάκης.

 

 

Ο αξιότιμος Διοικητής Φρουρίου Κρήτης δια του από 15-7-42 εγγράφου του εκφράζει την ευαρέσκειάν του προς την Κοινότητά σας διότι κατά την 3ην Ιουλίου ε.ε. η Κοινότης σας συνέλαβεν Αυστραλόν αιχμάλωτον και τον παρέδωσε εις τας Γερμανικάς αρχάς.

Κατόπιν της ευαρεσκείας ταύτης του Εξοχωτάτου Στρατηγού, εκφράζω και εγώ τα συγχαρητήρια και τας ευχαριστίας μου δια την νομιμόφρονα ταύτην στάσιν της Κοινότητός σας την οποίαν εάν ηκολούθουν από καιρό ως επανειλημμένως συνέστησα και ικέτευσα και αι άλλαι Κοινότητες του Νομού εις το ζήτημα της μη περιθάλψεως των αιχμαλώτων και των μελών της σπείρας των δολοφόνων, αι σχέσεις μας με τα στρατεύματα της κατοχής θα εσυνεχίζοντο άρισται και δεν θα συνέβαινον τα τελευταία θλιβερά επεισόδια άτινα επληρώθησαν με αίμα τόσων κατοίκων του νομού μας.

Ο Νομάρχης  Ιωάννης Πασσαδάκης».

Στις εκτελέσεις ανδρών της Αντίστασης και τη γνωστοποίησή τους στον πληθυσμό της Κρήτης, οι Γερμανοί δε δίσταζαν να αναφέρουν ότι, πολλοί πατριώτες εκτελούνταν για την αρωγή που παρείχαν σε Άγγλους στρατιώτες. Ενδεικτικά αναφέρουμε ένα δημοσίευμα της εφημερίδας «Κρητικός Κήρυξ» με ημερομηνία 9 Σεπτεμβρίου 1942:

´Γνωστοποίησις

Υπό του Στρατοδικείου κατεδικάσθησαν εις θάνατον οι κάτωθι Έλληνες υπήκοοι

3) Γεώργιος Φραγκιαδάκης, αγροτοεργάτης εκ Πατσίδων, λόγω παροχής αρωγής εις τον εχθρόν. Ανήκεν εις την υπηρεσίαν των Άγγλων τελούσαν συμμορίαν  του Μπαντουβά

4) Νικόλαος Μπουντουράκης, γεωργός εκ Βαφέ λόγω παροχής αρωγής  εις τον εχθρόν. Μέχρις εσχάτων  υπεστήριξεν άγγλους, δεχόμενος αυτούς εις την οικίαν του, οδηγών αυτούς προς ομόφρονάς του και εφοδιάζων τούτους δια χρημάτων.  Προς τον σκοπόν τούτον  είχε προ τινός καιρού κατατεθή επ’ονόματί του  υπό άγγλου αξιωματικού χρηματικόν τι ποσόν».

Μεγάλη προσοχή έδιδαν οι άντρες της Κρητικής Αντίστασης στα είδη που τους παρείχε το Συμμαχικό Στρατηγείο με ρίψεις στα βουνά της Κρήτης, όπως άρβυλα, στρατιωτικά είδη, κλπ. καθώς και στα βρετανικά τσιγάρα που τους πρόσφεραν οι αξιωματικοί σύνδεσμοι που βρίσκονταν στο νησί την κατοχή.

Ο κατοχικός στρατός συνελάμβανε όποιον φορούσε ή κατείχε βρετανικά είδη, ο πατριώτης φυλακίζονταν, δικάζονταν από το γερμανικό στρατοδικείο της Αγυιάς και τις περισσότερες φορές εκτελούνταν. Ο αντιστασιακός Κώστας Σακαβέλης, στα χειρόγραφα σημειώματά του τα χρόνια της κατοχής, αναφέρει τις υποδείξεις που του έκανε ο γιατρός Μενέλαος Λιγνός για τα τσιγάρα που κάπνιζε. Γράφει ο Κώστας Σακαβέλης:

«…ο  Λιγνός που περπατήσαμε μια μέρα μαζί, μου’λεγε να ανάβω το τσιγάρο από τα γράμματα, ώστε αν με πιάσουν να έχουν καεί τα ξένα γράμματα, που μπορεί να με προδώσουν.

-Και αν με πιάσουν, γιατρέ, αυτό τι θα το κάνω; κι έβγαλα από την τσέπη μου το πακέτο γεμάτο…»ª.

………………………

Ο Μανόλης Γεωργίου Παπαδαντωνάκης, γεννήθηκε στο χωριό Γεράκι Πεδιάδος, το έτος 1924. Ήταν ξανθός και γαλανομάτης, παιδί μιας κτηνοτροφικής οικογένειας. Ο πατέρας του ο Γιώργης είχε τη μάντρα με τα ζώα του στο Γερακιανό αόρη. Την κατοχή, όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κρήτη, ο Μανόλης ήταν δεκαεφτά χρονών. Καθημερινά βοηθούσε τον πατέρα του στις δουλειές.

Πριν ο ήλιος ανατείλει, ο Μανόλης με τον πατέρα του ανέβαιναν τα μονοπάτια του βουνού για να φτάσουν στη μάντρα τους. Μια μέρα, ο Μανόλης με τον πατέρα του καθώς βάδιζαν στο βουνό, συνάντησαν μια γερμανική περίπολο. Οι Γερμανοί τους πλησίασαν και μόλις είδαν τον νεαρό Μανόλη, άρχισαν να φωνάζουν:

Ίγγλις, Ίγγλις, Ίγγλις! !! Αυτός Άγγλία!  και έδειχναν τον Μανόλη.

Δεν είναι μωρέ Εγγλέζος το κοπέλι μου, έλεγε ο πατέρας του στους Γερμανούς.

Οι Γερμανοί έβγαλαν ένα σκοινί και τους έδεσαν τα χέρια. Τους άφησαν να καθίσουν στη σκιά ενός βράχου και τους διέταξαν να μείνουν εκεί ώσπου να επιστρέψουν να τους πάρουν.

Ο Μανόλης, ένα ζωηρό παιδί, κατάφερε και λύθηκε. Έλυσε και τον πατέρα του και επέστρεψαν στο Γεράκι. Το βράδυ, ο Γιώργης Παπαδαντωνάκης στο καφενείο του χωριού, διηγήθηκε την ιστορία της σύλληψής του και του γιου του από τους Γερμανούς.

-Κι ελέγανε οι Γερμανοί ότι ο γιος μου είναι Εγγλέζος, άκου Εγγλέζος!

Αυτή τη λέξη, Εγγλέζος, που άκουσαν οι χωριανοί και θαμώνες του καφενείου,  ακολούθησε τον Μανόλη Παπαδαντωνάκη σε όλη του τη ζωή. Οι συγχωριανοί του από εκείνο το βράδυ και ως το 2003 που πέθανε σε ηλικία 79 ετών, ονόμαζαν τον Μανόλη Παπαδαντωνάκη ΕΓΓΛΕΖΟ.

……………………….

Ο Γεώργιος Καλογεράκης του Ιωάννου, γεννήθηκε στο χωριό Λαγού Πεδιάδος. Παντρεύτηκε την Ειρήνη  (το γένος Κουτράκη), από το Σμάρι Πεδιάδος και μετοίκησε εκεί.  Την 1η Ιουνίου 1941, η Κρήτη βρέθηκε κάτω από διπλή κατοχή, (τους νομούς Χανίων Ρεθύμνου και Ηρακλείου κατέλαβαν οι Γερμανοί, τον νομό Λασιθίου οι Ιταλοί).

Στις 3 Αυγούστου 1941, η Kreiskommantandur Χανίων αποστέλλει έγγραφο-διαταγή στον  Γενικό Γραμματέα της Γενικής Διοίκησης Κρήτης Γεώργιο Δασκαλάκη, με αποδέκτες τους Νομάρχες Χανίων, Ρεθύμνης και Ηρακλείου. Διατάζονται όλοι οι άντρες της Κρήτης από 16 χρονών και άνω στρατεύσιμοι  και αιχμάλωτοι που απελευθερώθηκαν, να παρουσιαστούν στους Προέδρους των Κοινοτήτων και να καταγραφούν σε καταλόγους.

Με την παραπλανητική αυτή διαταγή, οι Γερμανοί ήθελαν να συγκεντρώσουν τους άντρες και να τους οδηγήσουν προσωρινά στο Ηράκλειο για  αγγαρείες, (θάψιμο νεκρών  γερμανών της Μάχης, άνοιγμα των δρόμων του  Ηρακλείου που είχαν κλείσει με μπάζα από τους βομβαρδισμούς, καθαρισμός λιμανιού, Ηρακλείου και παράκτιων περιοχών, κ.α.).

Στον Σταθμό Χωροφυλακής Καστελλίου Πεδιάδος, παρουσιάστηκαν οι άντρες της περιοχής και αφού καταγράφηκαν οδηγήθηκαν στην πόλη του Ηρακλείου. Καθημερινά υποχρεώνονταν να εκτελέσουν τις αγγαρείες σύμφωνα με τις οδηγίες των αρχών κατοχής και το βράδυ κλείνονταν στο Καπετανάκειο. Μεταξύ των εγκλείστων ήταν και ο Γεώργιος Καλογεράκης του Ιωάννου. Ο ίδιος αφηγείται:  «Ήρθε μια μέρα στο Σμάρι, μετά τη μάχη, ένας χωροφύλακας από το σταθμό του Καστελλίου.

Μας εμαζέψανε τσι χωριανούς στη πλατέα και μας είπανε να παρουσιαστούμε στο σταθμό. Είπε μου ο κουνιάδος μου ο Κουτράκης να μη παρουσιαστώ αλλά επήγανε πολλοί χωριανοί, επήγα κι εγώ. Και μας εστείλανε στο Ηράκλειο. Εκλειστήκαμε στο Καπετανάκειο όλοι. Την άλλη μέρα μας επήρανε ομάδες ομάδες και μας επήγανε να καθαρίζομε τσι δρόμους του Ηρακλείου. Εμένα με πήγανε στη Χανιόπορτα. Το βράδυ που εγυρίσαμε πίσω, ήρθε ένας κοντός γερμανός και μου λέει:  Ίγγλις Ίγγλις!  και μου δίνει ένα μπάτσο.

Ρωτώ ένα που’στεκε δίπλα μου, ηντά’ναι μωρέ κιονά το Ίγγλις; Και μου ’πε Εγγλέζος. Εγώ από όταν εγεννήθηκα ήμουνε κόκκινος και οι χωριανοί μου με λέγανε Κοκκίνη. Ετσά γεννήθηκα. Και θάρριε δα ο κοντοπίθαρος ο γερμανός ότι επειδή ήμουνε κόκκινος ήμουνε και Εγγλέζος. Και κάθε βράδυ μ’έβγαζε από τη γραμμή και με χτύπανε πότε με τα χέρια πότε μ’ένα στελιάρι. Κι επειδή ήτονε και κοντός, κάθε φορά που με χτύπανε, ήσερνε κι ένα πήδο να με φτάξει. Κι εφώνιαζε Ίγγλις!  Ίγγλις!  λέω σ’ένα λοχία δικό μας μια μέρα, αιχμάλωτοι είμαστε μαζί, πέτου μωρέ ότι δεν είμαι Εγγλέζος. Είμαι ο Καλογεράκης από το Σμάρι.

Και μου λέει ο λοχίας ότι δα του το πει, αλλά οι γερμανοί δεν τ’ακούνε αυτά. Και κάθε βράδυ να μου κάνει ένα μπαϊράκι ξύλο. Τον εθώρρουνα κι έλεγα εδά θα τόνε πιάσω με τη χέρα μου να τόνε πνίξω. Με τα δυο μου δαχτύλια του χεριού ήθελα να τόνε πνίξω. Ετσά κακοτερένιος ήτονε. Αλλά δεν είχα μετά που να πάω. Κάθε μέρα με τσι παλάμες να καθαρίζομε από τη Χανιόπορτα μέχρι το Μεϊντάνι και κάθε βράδυ ο ίδιος γερμανός να φωνιάζει Ίγγλις!  Ίγγλις!  και να με ντακιέρνει.

Που δα πάει αυτό, εσκέφτουμουνε. Ερώτηξα πάλι μια μέρα το λοχία, μα ηντά’χουνε οι γερμανοί με τσ’ Εγγλέζους; Γιάντα με δέρνει ο γερμανός και φωνάζει Ίγγλις!  Ίγγλις!  Μα δε κατέχεις ότι τσι πολεμήσανε στη Μάχη τση Κρήτης και εσκοτωθήκανε χιλιάδες αλεξιπτωτιστές;  Ναι μωρέ, γι’αυτό με δέρνει;  Ναι, γι’αυτό. Σε έχει γράψει στο μυαλό σου ότι είσαι Εγγλέζος, γιατί οι Εγγλέζοι είναι κόκκινοι και σ΄’εχει βάλει στ’αμάτι.

Ήντα θα γενώ;  εσκέφτουμουνε. Ανέ κρατήξει ετουτονά το βιολί πολύ καιρό ακόμη, δα τόνε πιάσω και δα τόνε πνίξω κι ότι’θελε γενεί. Μου λέει μια μέρα ο λοχίας, Γιωργάκη, αυτό που σκέφτεσαι να μη το κάνεις γιατί θα σε σκοτώσουνε αμέσως οι άλλοι γερμανοί. Και ήντα να κάνω;  τόνε ρώτηξα. Κάμε πράμα να πας στο γιατρείο, μου λέει. Εκειά θα σε βγάλουνε μερικώς μέρες άρρωστο να ησυχάσεις.

Μπορεί ωστόσο να σε ξεχάσει κι αυτός που σε δέρνει. Κι αφού’μαι καλά, πως δα πάω στο γιατρείο;  Εσύ δα σκεφτείς ένα τρόπο, μου λέει. Πιάνω κι εγώ και έτριβα κάθε βράδυ τα μάθια μου με κρομμύδια. Κρομμύδια μας εδίνανε οι Ηρακελιώτες τσι μέρες που καθαρίζαμε τσι δρόμους. Και αρχίζουνε τα μάθια μου και πρήζουντανε. Κάθ΄αργά εγώ το ίδιο. Να τρίβω τα μάθια μου.

Και μετά από δυο τρεις μέρες επρηστήκανε πολύ. Πάω στο γιατρό και με βγάνει άρρωστο, να μη πηγαίνω στη δουλειά μου’πε δέκα μέρες. Μετά τσι δέκα μέρες εγώ εσυνέχισα να τρίβω τα μάθια μου με κρομμύδια και στα τελευταία με φωνιάζει ο γιατρός. Γερμανός γιατρός ήτονε. Εσύ μου λέει είσαι πολύ άρρωστος!

Κι εγώ εκούνουνα τη κεφαλή μου, τάξε και καλά ναι, είμαι. Και μου λέει ότι θα σου δώσω χαρτί να γυαγύρεις στο χωριό σου. Κι επήρα το χαρτί και ήφυγα από το Καπετανάκειο.

Κι εγύρισα στο Σμάρι. Με βλέπει η Ερήνη η γυναίκα μου και βάνει τσι φωνές!  Είδε τα μάθια μου πρησμένα. Και τση λέω μη φωνιάζεις!  Σε μια δεκαρά μέρες θα γιάνω. Και τση κάνω την ιστορία. Κι ετσά εγίνηκε. Κι εγλίτωσα από το καταφρονεμένο γερμανό, γιατί στο τέλος θα τόνε σκότωνα. Το ξύλο όμως που’φαγα, το θυμούμαι ακόμη. Και τσι σάλτους που ήκανε να με φτάξει. Γιατί’μουνε λέει Εγγλέζος! ».

(απομαγνητοφωνημένη διήγηση Γεωργίου Ι. Καλογεράκη, Σμάρι, Μάιος 1993)

* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης  είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Θραψανού Πεδιάδος